Ασύλληπτη ωραιότητα και αυθεντικός φεμινισμός

Ασύλληπτη ωραιότητα και αυθεντικός φεμινισμός

Η εθνι­κή υπε­ρη­φά­νεια για τα επτά Βρα­βεία BAFTA και τις δέ­κα οσκα­ρι­κές υπο­ψη­φιό­τη­τες της ται­νί­ας του Γιώρ­γου Λάν­θι­μου εί­ναι αστεία υπό­θε­ση. Χα­ρά πρέ­πει να νιώ­θου­με, ως κι­νη­μα­το­γρα­φό­φι­λοι, που γυ­ρί­ζο­νται ακό­μα ται­νί­ες τό­σο εκ­θαμ­βω­τι­κά όμορ­φες όσο το Η ευ­νο­ού­με­νη (The Favourite). Το ότι αυ­τός που τις κά­νει εί­ναι Έλ­λη­νας το θε­ω­ρώ εντε­λώς επου­σιώ­δες και δευ­τε­ρεύ­ον. Ας ήταν και από την Ακτή Ελε­φα­ντο­στού – δεν θ’ άλ­λα­ζε τί­πο­τα. Έχου­με να κά­νου­με με την ανά­δυ­ση ενός σπου­δαί­ου σκη­νο­θέ­τη, που με κά­θε του ται­νία εξε­λίσ­σε­ται, επι­βε­βαιώ­νο­ντας την αξία του. Αυ­τό και μό­νο του εί­ναι λό­γος ευ­δια­θε­σί­ας. Η εθνι­κό­τη­τα του Λάν­θι­μου μπο­ρεί να εί­ναι αι­τία εν­θου­σια­σμού μο­νά­χα για αν­θρώ­πους άσχε­τους με την ου­σία του κι­νη­μα­το­γρά­φου και της τέ­χνης γε­νι­κό­τε­ρα.
Πέ­ρα απ’ την ασύλ­λη­πτη ωραιό­τη­τα της όψης και την απο­στο­μω­τι­κή αρ­τιό­τη­τα της κα­τα­σκευ­ής (για την ανά­λυ­ση των οποί­ων θα χρεια­ζό­ταν ξε­χω­ρι­στό, μα­κρο­σκε­λές κεί­με­νο), αυ­τό που μου άρε­σε ιδιαί­τε­ρα στην Ευ­νο­ού­με­νη εί­ναι ο αυ­θε­ντι­κός φε­μι­νι­σμός του. Γυ­ναί­κες αφτια­σί­δω­τα προ­βλη­μα­τι­κές, τραυ­μα­τι­σμέ­νες, δυ­να­μι­κές, φι­λό­δο­ξες, αι­μο­βό­ρες, άγριες, μα­κια­βε­λι­κές, αδί­στα­κτες˙ αν­θρώ­πι­να όντα δη­λα­δή, με τα κα­λά και τα στρα­βά τους, το με­γα­λείο και τη λέ­ρα της ψυ­χής τους, όχι τα­λαί­πω­ρες πα­να­γί­τσες βα­σα­νι­σμέ­νες απ’ τα «κα­κά» αρ­σε­νι­κά, όπως στο Roma του Αλ­φόν­σο Κουα­ρόν. Η εξου­σία εί­ναι ΚΑΙ δι­κή τους υπό­θε­ση, κι έχουν κά­θε δι­καί­ω­μα να τη διεκ­δι­κούν και να δια­φθεί­ρο­νται απ’ αυ­τήν, όπως οι άν­δρες. Να πώς κά­νεις μια σύγ­χρο­νη φε­μι­νι­στι­κή ται­νία με τσα­γα­νό και ου­σία! Να πώς ανα­γνω­ρί­ζεις στη γυ­ναί­κα την αυ­το­νο­μία και την αξία της χω­ρίς να την υπο­τι­μάς με το πρό­σχη­μα μιας υπο­κρι­τι­κής συ­μπά­θειας: πα­ρου­σιά­ζο­ντας το «αδύ­να­μο φύ­λο» ως αλη­θι­νά δυ­να­τό (και μπο­ρεί κα­νείς να εί­ναι δυ­να­τός ακό­μα κι όταν εξα­χρειώ­νε­ται), αφή­νο­ντάς του την ελευ­θε­ρία ν’ αν­θί­σει πέ­ρα απ’ το Κα­λό και το Κα­κό, κι όχι κα­τα­δι­κά­ζο­ντάς το στον άχα­ρο –και ανα­λη­θή εντέ­λει– ρό­λο ενός αιώ­νιου θύ­μα­τος που δεν έχει άλ­λη λύ­ση απ’ το ν’ απο­δε­χθεί στω­ι­κά να ση­κώ­σει το «σταυ­ρό» του.
Εδώ, ο αρι­βι­σμός, ως αρ­χε­τυ­πι­κό αν­θρώ­πι­νο πά­θος, δεν έχει φύ­λο. Χά­ρη σε μια ευ­φυ­έ­στα­τη αντι­στρο­φή του πα­ρα­δο­σια­κού ιδε­ο­λο­γι­κού μο­τί­βου για την αμο­ρα­λι­στι­κή κοι­νω­νι­κή αναρ­ρί­χη­ση που θέ­τει στο επί­κε­ντρο της αφή­γη­σης τον απο­φα­σι­σμέ­νο, φι­λό­δο­ξο άν­δρα (αρ­κεί να θυ­μη­θού­με τα πα­ρα­δείγ­μα­τα που μας πα­ρέ­χει αφει­δώς η κλα­σι­κή λο­γο­τε­χνία αλ­λά και ο κι­νη­μα­το­γρά­φος: τον Ζι­λιέν Σο­ρέλ απ’ το Κόκ­κι­νο και το Μαύ­ρο του Στα­ντάλ, τον Φι­λα­ρά­κο του Μο­πα­σάν, τον Μπά­ρι Λί­ντον κ.ά.), Η ευ­νο­ού­με­νη απο­σπά τα θη­λυ­κά απ’ το ου­δέ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό φό­ντο που η δυ­τι­κή μυ­θο­πλα­σία τα κα­τα­δί­κα­σε να στο­λί­ζουν, για αιώ­νες, και τα φέρ­νει στο προ­σκή­νιο˙ όχι ως χα­μη­λο­βλε­πού­σες, ντρο­πα­λές δε­σπο­σύ­νες ή  χα­ρι­τό­βρυ­το κομ­μά­τι του πο­λυ­τε­λούς διά­κο­σμου ενός αν­δρο­κρα­τού­με­νου σύ­μπα­ντος, αλ­λά ως σκλη­ρο­τρά­χη­λα αγρί­μια που (εμ­φα­νώς ή κε­κα­λυμ­μέ­να) «κά­νουν κου­μά­ντο» – εί­τε θέ­λει να το κα­τα­λά­βει αυ­τό η γε­λοία κου­στω­δία των αν­δρών, εί­τε όχι.

Όπως ο Κουα­ρόν, έτσι και ο Λάν­θι­μος, με­τα­τρέ­πει τα αρ­σε­νι­κά σε κο­μπάρ­σους, μό­νο που, εδώ, η επι­λο­γή αυ­τή εί­ναι πιο έξυ­πνη, λι­γό­τε­ρο μα­νι­χαϊ­στι­κή και υπα­κού­ει σε μια συ­νο­λι­κή στρα­τη­γι­κή απο­δό­μη­σης των στε­ρε­ο­τύ­πων. Ενώ οι άν­δρες του Roma εί­ναι κι­νού­με­νες κα­ρι­κα­τού­ρες ενός μπα­γιά­τι­κου ψευ­δο­φε­μι­νι­στι­κού λό­γου που διαιω­νί­ζει την εχθρό­τη­τα (ει­δι­κά κά­τι πω­ρω­μέ­νων, γρα­φι­κών φε­μι­να­ζί που απο­δί­δουν όλα τα άσχη­μα του πλα­νή­τη στην υπο­τι­θέ­με­νη «πα­τριαρ­χία», ένα με­τα­φυ­σι­κό πτυ­ε­λο­δο­χείο εντός του οποί­ου ξε­φορ­τώ­νο­νται όλα τους τα συ­μπλέγ­μα­τα, όπως κά­νουν οι χρι­στια­νοί με τον σα­τα­νά τους), τα αρ­σε­νι­κά της Ευ­νο­ού­με­νης εί­ναι κω­μι­κο­τρα­γι­κές φι­γού­ρες αιώ­νιων παι­διών που, όταν δεν μα­λα­κί­ζο­νται (κυ­ριο­λε­κτι­κά και με­τα­φο­ρι­κά), έχουν στο μυα­λό τους μό­νο παι­χνί­δια εξου­σί­ας, πο­λι­τι­κές μη­χα­νορ­ρα­φί­ες και το πώς να (απο)δεί­ξουν ότι ηγού­νται. Όλοι αυ­τοί οι συ­βα­ρί­τες, τρυ­φη­λοί ευ­γε­νείς, με τον έναν ή τον άλ­λο τρό­πο, οδη­γού­νται «απ’ της ψω­λής τους το χα­βά». Ανί­κα­νοι να ελέγ­ξουν την ορ­μή τους για το σεξ και τον πό­λε­μο (ακό­μα και στο δι­πλω­μα­τι­κό επί­πε­δο), γί­νο­νται για τα πα­νούρ­γα θη­λυ­κά του Λάν­θι­μου οι απα­ραί­τη­τοι «χρή­σι­μοι ηλί­θιοι» που θα τα βοη­θή­σουν να πε­τύ­χουν τους σκο­πούς τους: ει­δι­κά όταν νο­μί­ζουν ότι εξυ­πη­ρε­τούν τη δι­κή τους υπό­θε­ση.
Ο Λάν­θι­μος, λοι­πόν, δι­καιού­ται την εκτί­μη­ση και το θαυ­μα­σμό μας όχι ως Έλ­λη­νας που τα κα­τά­φε­ρε εκεί έξω, αλ­λά –πρω­τί­στως– ως πο­λύ έξυ­πνος άν­θρω­πος. Επι­πλέ­ον, εί­ναι ένας τρο­με­ρά ικα­νός δη­μιουρ­γός, το πνεύ­μα του Κιού­μπρικ ζει μέ­σα του (σε φορ­μα­λι­στι­κό επί­πε­δο, ό,τι ήταν Η λάμ­ψη για το Θά­να­το του ιε­ρού ελα­φιού εί­ναι το Μπά­ρι Λί­ντον για την Ευ­νο­ού­με­νη) και το όρα­μά του για τον κό­σμο, από ται­νία σε ται­νία, απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται με εξαι­ρε­τι­κή συ­νε­κτι­κό­τη­τα. Η ευ­νο­ού­με­νη θα μπο­ρού­σε να τι­τλο­φο­ρεί­ται όπως το βι­βλίο της Τζού­ντιθ Μπά­τλερ, Η ψυ­χι­κή ζωή της εξου­σί­ας, και δεν υπάρ­χει η πα­ρα­μι­κρή αμ­φι­βο­λία ότι αυ­τό που απα­σχο­λού­σε πά­ντα τον Λάν­θι­μο ήταν η εξου­σία: στον Κυ­νό­δο­ντα, η εξου­σία ως γλώσ­σα· στον Αστα­κό, η εξου­σία ως έρω­τας/αγά­πη· στο Θά­να­το του ιε­ρού ελα­φιού, η εξου­σία ως βιο­πο­λι­τι­κή (τι άλ­λο εί­ναι μια ια­τρι­κή επι­λο­γή αν όχι πο­λι­τι­κή από­φα­ση με αντι­κεί­με­νο την ίδια τη ζωή; )· στην Ευ­νο­ού­με­νη, η εξου­σία ως υπαρ­ξια­κό πρό­βλη­μα. Μ’ αρέ­σει που ο Λάν­θι­μος με κά­θε του ται­νία φω­τί­ζει το ζή­τη­μα από μιαν άλ­λη γω­νία και που, ανε­ξάρ­τη­τα απ’ το εί­δος στο οποίο εντάσ­σε­ται το εκά­στο­τε έρ­γο (αν και τα εί­δη δια­σταυ­ρώ­νο­νται στις ται­νί­ες του Λάν­θι­μου· δεν εί­ναι μό­νο μαύ­ρη κω­μω­δία Η ευ­νο­ού­με­νη, κι κι ας γε­λάς αβί­α­στα σε φά­σεις, όπως δεν ήταν μό­νο ται­νία τρό­μου το Ελά­φι… ή μό­νο διε­στραμ­μέ­νη rom-com Ο αστα­κός), εκεί­νος δια­τη­ρεί το απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νο, κυ­νι­κό, ανά­λα­φρο βλέμ­μα του στα αν­θρώ­πι­να.

Ασύλληπτη ωραιότητα και αυθεντικός φεμινισμός

Σά­ρω­σε δι­καί­ως στα BAFTA η ται­νία (Κα­λύ­τε­ρος Α΄ Γυ­ναι­κεί­ος Ρό­λος για την Ολί­βια Κόλ­μαν, Κα­λύ­τε­ρος Β΄ Γυ­ναι­κεί­ος Ρό­λος για την υπέ­ρο­χη Ρέι­τσελ Βάις, Κα­λύ­τε­ρη Βρε­τα­νι­κή Ται­νία, Κα­λύ­τε­ρο Πρω­τό­τυ­πο Σε­νά­ριο,  Κα­λύ­τε­ρη Εν­δυ­μα­το­λο­γία για τα εντυ­πω­σια­κά κο­στού­μια της Σά­ντι Πά­ου­ελ, Κα­λύ­τε­ρη Σκη­νο­γρα­φία –ομο­λο­γου­μέ­νως ένα έρ­γο τέ­χνης από μό­νη της–, Κα­λύ­τε­ρο Μα­κι­γιάζ) και θα ’ταν ωραίο αν κέρ­δι­ζε και ο Λάν­θι­μος το χρυ­σό αγαλ­μα­τά­κι, αλ­λά δεν εί­ναι εκεί η ου­σία. Στο επί­πε­δο όπου παί­ζει τώ­ρα έχει να προ­σβλέ­πει σ’ ένα πιο βα­ρύ­τι­μο τρό­παιο: την αντο­χή στο χρό­νο. Και του αξί­ζουν πολ­λά μπρά­βο γι’ αυ­τό.

(15.2.19)

ΥΓ. Εντέ­λει η πρω­τα­γω­νί­στριά του Ολί­βια Κόλ­μαν κέρ­δι­σε το Όσκαρ Α´γυ­ναι­κεί­ου ρό­λου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: