«Ο πορτοφολάς» του Μπρεσόν

Martin LaSalle και Marika Green
Martin LaSalle και Marika Green


Ο Μι­σέλ έχει ως χό­μπι να ξα­φρί­ζει τσέ­πες. Αυ­τή του η δρα­στη­ριό­τη­τα τον οδη­γεί σχε­τι­κά σύ­ντο­μα στην πρώ­τη του σύλ­λη­ψη. Μέ­σα στο κε­λί θα του δο­θεί η ευ­και­ρία να φι­λο­σο­φή­σει τις πρά­ξεις του και να στο­χα­στεί πά­νω στην κο­σμο­θε­ω­ρία του εγκλή­μα­τος, κα­τα­λή­γο­ντας να απο­δε­χτεί τον εαυ­τό του γι’ αυ­τό που εί­ναι, χω­ρίς ενο­χές. Με­τά την απο­φυ­λά­κι­σή του, όμως, η μη­τέ­ρα του πε­θαί­νει. Ο Μι­σέλ θα απορ­ρί­ψει την υπο­στή­ρι­ξη των φί­λων του, Ζαν και Ζακ, για να επι­στρέ­ψει σ’ αυ­τό που του αρέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο να κά­νει: να κλέ­βει πορ­το­φό­λια. Δεν θ’ αρ­γή­σει να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι αυ­τός εί­ναι ο μό­νος τρό­πος που μπο­ρεί να εκ­φρα­στεί...

Όπο­τε μου εί­ναι απα­ραί­τη­τη μια υπεν­θύ­μι­ση των βα­σι­κών λό­γων που ο κι­νη­μα­το­γρά­φος δεν εί­ναι απλώς με­γά­λη τέ­χνη αλ­λά μυ­στι­κή —και πιο οξυ­μέ­νη— όρα­ση ορα­τών τε πά­ντων και αο­ρά­των, ξα­να­βλέ­πω τον «Πορ­το­φο­λά» (1959) του Ρο­μπέρ Μπρε­σόν. Βέ­βαια, σι­νε­μά τό­σο σπου­δαίο όσο αυ­τό δεν υπάρ­χει πια και δεν προ­βλέ­πε­ται να υπάρ­ξει ξα­νά. Αυ­τές οι ασπρό­μαυ­ρες αγιο­γρα­φί­ες σε κί­νη­ση, όπου οτι­δή­πο­τε πε­ρι­λαμ­βά­νει το κά­δρο κα­θί­στα­ται ιε­ρό, δεν έχουν κα­μία σχέ­ση με τον κι­νη­μα­το­γρά­φο της επο­χής μας: προ­ϋ­πο­θέ­τουν μια εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή αντί­λη­ψη του μέ­σου, που δεν απα­ντά­ται πλέ­ον, δυ­στυ­χώς. Νιώ­θεις πως για τον Μπρε­σόν, το να γυ­ρί­ζει κα­νείς ται­νί­ες εί­ναι σαν ένας άλ­λος τρό­πος να προ­σεύ­χε­ται. Η τε­λειό­τη­τα της κα­τα­σκευ­ής του «Πορ­το­φο­λά», ο τό­νος κι ο ρυθ­μός του, σε συν­δυα­σμό με την ασκη­τι­κή του λι­τό­τη­τα, προ­σεγ­γί­ζουν το ευ­λα­βι­κό. Νο­μί­ζω ότι αν ένας επί­δο­ξος σκη­νο­θέ­της απο­φά­σι­ζε να με­λε­τά κα­θη­με­ρι­νά, με προ­σο­χή στις λε­πτο­μέ­ρειες και πλή­ρη συ­γκέ­ντρω­ση, τον τρό­πο ανά­πτυ­ξης αυ­τής της ται­νί­ας, το μο­ντάζ της, τον ήχο της, θα μά­θαι­νε όσα του εί­ναι απα­ραί­τη­τα για να κά­νει σι­νε­μά, δεν θα του χρειά­ζο­νταν πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα. Πα­ράλ­λη­λα, βέ­βαια, θα συ­νει­δη­το­ποιού­σε για­τί ο Μπρε­σόν εί­ναι μο­να­δι­κός κι ανε­πα­νά­λη­πτος.
Για­τί ποιος άλ­λος, εκτός απ’ αυ­τόν, έχει κι­νη­μα­το­γρα­φή­σει έτσι πρό­σω­πα; Ποιος έχει συλ­λά­βει σαν αυ­τόν τον με­τα­φυ­σι­κό παλ­μό της αν­θρώ­πι­νης φυ­σιο­γνω­μί­ας, το αι­νιγ­μα­τι­κό πα­ρα­πά­νω και πε­ρισ­σό­τε­ρο που τρε­μο­παί­ζει πί­σω απ’ το υλι­κό προ­σω­πείο της; Εί­ναι κα­τα­νοη­τό που προ­τι­μού­σε να δου­λεύ­ει με ερα­σι­τέ­χνες ηθο­ποιούς. Απ’ αυ­τούς λεί­πει η ναρ­κισ­σι­στι­κή πό­ζα που δύ­σκο­λα απο­κρύ­πτε­ται στο παί­ξι­μο ενός επαγ­γελ­μα­τία. Ο ερα­σι­τέ­χνης δεν ξέ­ρει πώς να πλα­σά­ρει τον ήρωα (και τον εαυ­τό του), να τον κά­νει να επι­βλη­θεί και να γοη­τεύ­σει ως ξε­χω­ρι­στός τύ­πος, ως «πε­ρί­πτω­ση», και γι’ αυ­τό δύ­να­ται να εν­σαρ­κώ­σει την αν­θρώ­πι­νη ου­σία στην απέ­ριτ­τη αλή­θεια της, στη γε­νι­κό­τη­τά της, στο ιε­ρό απρό­σω­πο της κοι­νής της μοί­ρας. Κι ωστό­σο τα πρό­σω­πα του Μπρε­σόν δεν έχουν τί­πο­τα το κοι­νό ή το συ­νη­θι­σμέ­νο. Απ’ τη στιγ­μή που εμ­φα­νί­ζο­νται μέ­νουν ανε­ξί­τη­λα χα­ραγ­μέ­να στη συ­νεί­δη­ση με τον τρό­πο μιας απο­κά­λυ­ψης, λες και δεν εί­χε πο­τέ πριν φα­νε­ρω­θεί στη γη το μέ­γα μυ­στή­ριο του αν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που.
Ποιος άλ­λος έχει κα­θα­γιά­σει έτσι το ποι­η­τι­κό βά­θος στη ρυθ­μι­κή της πρά­ξης, οποιασ­δή­πο­τε πρά­ξης; Δεν εί­ναι τυ­χαίο, ασφα­λώς, που τα χέ­ρια παί­ζουν τό­σο με­γά­λο ρό­λο στο φιλμ. Όχι μό­νο ως βα­σι­κοί πρω­τα­γω­νι­στές στην αι­θέ­ρια τέ­χνη των ελα­φρο­χέ­ρη­δων (κα­νο­νι­κό σε­μι­νά­ριο σκη­νο­θε­σί­ας οι εκ­πλη­κτι­κά χο­ρο­γρα­φη­μέ­νες σκη­νές που πα­ρου­σιά­ζουν τη συ­νερ­γα­σία των κλε­φτών κα­θώς ξα­φρί­ζουν πορ­το­φό­λια, ρο­λό­για και με­τρη­τά σε με­τρό, λε­ω­φο­ρεία και τρέ­να), αλ­λά ως φο­ρείς της Πρά­ξης per se. Επει­δή η πρά­ξη για τον Μπρε­σόν, εί­ναι εύ­γλωτ­τη και ση­μαί­νου­σα, επει­δή δια­θέ­τει κύ­ρος και ομορ­φιά, ανε­ξάρ­τη­τα απ’ την ηθι­κή της αξία, επει­δή επι­τρέ­πει τό­σο την από­δρα­ση απ’ το πε­πρω­μέ­νο όσο και την υπο­τα­γή σ’ αυ­τό, τα χέ­ρια στον «Πορ­το­φο­λά» με­γα­λύ­νο­νται και απο­κτούν δια­στά­σεις θρη­σκευ­τι­κές, κα­θώς ακο­λου­θούν τις με­λω­δι­κές τρο­χιές τους. Θα μπο­ρού­σες να πεις ότι κα­νέ­νας σκη­νο­θέ­της πριν απ’ τον Μπρε­σόν δεν αφου­γκρά­στη­κε τη μου­σι­κή των χε­ριών.

«Εί­ναι τό­σο έντο­νο και τό­σο όμορ­φο που πο­νά­ει», εί­πε κά­πο­τε ο Βέρ­νερ Χέρ­τζογκ γι’ αυ­τό το αρι­στούρ­γη­μα. Εί­χε δί­κιο. Μό­νο που στις μέ­ρες μας «πο­νά­ει» δι­πλά. Για­τί σου θυ­μί­ζει ότι τέ­τοιο σι­νε­μά δεν εί­ναι πια εφι­κτό.

«Ο πορτοφολάς» του Μπρεσόν
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: