«Playtime» του Ζακ Τατί

«Playtime» του Ζακ Τατί



Ας ξε­κι­νή­σω αυ­τό το κεί­με­νο μ' ένα κλι­σέ : η κω­μω­δία εί­ναι το πιο δύ­σκο­λο εί­δος. Και θα πρό­σθε­τα πως δεν εί­ναι μό­νο το πιο δύ­σκο­λο αλ­λά πο­λύ συ­χνά και το πιο σκλη­ρό (ει­δι­κά όταν πρό­κει­ται για έξυ­πνες κω­μω­δί­ες). Σκλη­ρό για εκεί­νον που τη φτιά­χνει : διό­τι εί­ναι με­γά­λη πρό­κλη­ση να κά­νεις τον άλ­λο να γε­λά­σει ΚΑΙ να σκε­φτεί ταυ­τό­χρο­να (ακό­μα πιο δύ­σκο­λο να τον κά­νεις να γε­λά­ει ενώ σκέ­φτε­ται), οπό­τε η απο­τυ­χία πε­ρι­μέ­νει σε κά­θε στρο­φή. Σκλη­ρό για ό,τι δια­κω­μω­δεί­ται εντός της (ευ­νό­η­το αυ­τό, το χιού­μορ ενέ­χει, έτσι κι αλ­λιώς, μια ανε­λέ­η­τη διά­στα­ση : αυ­τό δεν μπο­ρεί με τί­πο­τα να δε­χτεί η πο­λι­τι­κή ορ­θό­τη­τα, και για να πε­τύ­χει τον ύψι­στο στό­χο της, να μην θί­γε­ται πο­τέ κα­νείς, θα δε­χό­ταν να μη γε­λά­ει πλέ­ον κα­νείς). Σκλη­ρό για εκεί­νον που τη δε­ξιώ­νε­ται, διό­τι η έξυ­πνη κω­μω­δία δια­κω­μω­δεί πά­ντα, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, τον θε­α­τή της (γε­λά­με, κυ­ρί­ως, και πιο βρο­ντε­ρά, όταν ανα­γνω­ρί­ζου­με τον εαυ­τό μας στο αντι­κεί­με­νο της κο­ροϊ­δί­ας - κοι­νώς, γε­λά­με "με τα χά­λια μας", υπό την ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια). Το δρά­μα, εν αντι­θέ­σει και κό­ντρα σε ό,τι πι­στεύ­ε­ται γε­νι­κά, εί­ναι μάλ­λον πιο επιει­κές εί­δος : δί­νο­ντας έμ­φα­ση στις αν­θρώ­πι­νες αδυ­να­μί­ες, πα­ρου­σιά­ζο­ντας τον άν­θρω­πο ως έρ­μαιο εί­τε της κα­κής φύ­σης του εί­τε των στρα­βών του κό­σμου, τον δι­καιο­λο­γεί και τον υπε­ρα­σπί­ζε­ται με το να του απο­δί­δει πά­ντα μια κά­ποια τρα­γι­κή αξιο­πρέ­πεια. Η κω­μω­δία πο­τέ. Για την κω­μω­δία, ο άν­θρω­πος δεν έχει δι­καιο­λο­γία να νιώ­θει σπου­δαί­ος, τί­πο­τα δεν αντι­σταθ­μί­ζει την ανε­πάρ­κειά του, μό­νο το να γε­λά­ει με τον εαυ­τό του και τον κό­σμο τού απο­μέ­νει (κι αυ­τό τον σώ­ζει). Γι' αυ­τό οι θρη­σκεί­ες δεν —γί­νε­ται να— έχουν χιού­μορ.
Ο Μαρκ Του­έιν έλε­γε, πο­λύ εύ­στο­χα, ότι ο άν­θρω­πος εί­ναι το μό­νο ζώο που γε­λά­ει επει­δή έχει συ­ναί­σθη­ση της δια­φο­ράς ανά­με­σα στο πώς εί­ναι τα πράγ­μα­τα και στο πώς θα έπρε­πε να εί­ναι. Αυ­τό εξη­γεί για­τί η κω­μω­δία, όσο δια­σκε­δα­στι­κή κι αν εί­ναι, εμπε­ριέ­χει πά­ντα πί­κρα, θυ­μό, κα­μιά φο­ρά ακό­μα και από­γνω­ση — και μ' αυ­τά τα υλι­κά γε­λά­νε οι άν­θρω­ποι, ξορ­κί­ζο­ντας έτσι τους δαί­μο­νές τους. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση (μι­λά­με πά­ντα για τις σπου­δαί­ες κω­μω­δί­ες), οι αντι­νο­μί­ες, οι σο­λοι­κι­σμοί, τα κα­κώς κεί­με­να ενός κά­ποιου πα­ρό­ντος, μιας επο­χής ή κά­ποιων αν­θρώ­πι­νων τύ­πων που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν αυ­τή την επο­χή, πα­ρου­σιά­ζο­νται σε όλη τους τη γε­λοιό­τη­τα, πράγ­μα που τα κα­θι­στά άλ­λο­τε απελ­πι­στι­κά κι άλ­λο­τε ασή­μα­ντα. Εδώ, όμως, βρί­σκε­ται κι ένας ακό­μα λό­γος που η κω­μω­δία εί­ναι τό­σο δύ­σκο­λο εί­δος : ό,τι μοιά­ζει γε­λοίο, απελ­πι­στι­κό, αβί­ω­το για μια επο­χή, για κά­ποια άλ­λη που τη δια­δέ­χε­ται δεν έχει την πα­ρα­μι­κρή ση­μα­σία, δεν προ­κα­λεί ού­τε από­γνω­ση, ού­τε θυ­μό, ού­τε γέ­λιο, διό­τι απλού­στα­τα η νέα επο­χή το έχει αφο­μοιώ­σει, έχει μά­θει να ζει μ' αυ­τό τό­σο κα­λά που σχε­δόν δεν το βλέ­πει.

Ο Ζακ Τατί (1961)
Ο Ζακ Τατί (1961)


Ο Ζακ Τα­τί στο «Playtime» με­τα­τρέ­πει σε αντι­κεί­με­νο δια­κω­μώ­δη­σης την με­τα­μόρ­φω­ση του δυ­τι­κού κό­σμου, με­τά τα μέ­σα του 20ού αιώ­να, σ' ένα απέ­ρα­ντο παι­χνι­δά­δι­κο, όπου σου­λα­τσά­ρουν ανέ­με­λα ενή­λι­κα παι­διά, κω­μι­κά μέ­σα στην ανά­γκη τους να δια­σκε­δά­σουν με τον του­ρι­σμό, την κα­τα­νά­λω­ση (όχι μό­νο αντι­κει­μέ­νων αλ­λά και υπη­ρε­σιών, ει­κό­νων, μορ­φών κοι­νω­νι­κής ανα­γνώ­ρι­σης), το ίδιο το γε­γο­νός της ξέ­φρε­νης κι­νη­τι­κό­τη­τάς τους. Για τον Τα­τί, όλα αυ­τά εί­ναι αστεία, όπως εί­ναι αστεία (και μο­λα­ταύ­τα στε­νά­χω­ρη) η μο­ντέρ­να αρ­χι­τε­κτο­νι­κή με τις στιλ­πνές φόρ­μες, τις αυ­στη­ρές γε­ω­με­τρί­ες, την ψυ­χρή και ακα­λαί­σθη­τη λει­τουρ­γι­κό­τη­τά της, η έλ­λει­ψη επι­κοι­νω­νί­ας μέ­σα σ' αυ­τό το χα­ζο­χα­ρού­με­νο κομ­φού­ζιο των δη­μό­σιων χώ­ρων, οι αδέ­ξιοι τρό­ποι μέ­σα απ' τους οποί­ους τα αν­θρώ­πι­να όντα πα­σχί­ζουν να προ­σαρ­μο­στούν σ' ένα κα­πι­τα­λι­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον τε­χνη­τής —και τε­χνι­κής— ευ­δαι­μο­νί­ας που τα υπη­ρε­τεί για να τα εξα­φα­νί­σει με­τα­τρέ­πο­ντάς τα σε αδια­φο­ρο­ποί­η­τη μά­ζα κα­τα­να­λω­τών ή να τα κλεί­σει σε ντι­ζαϊ­νά­τες κυ­ψέ­λες άνε­σης (δια­με­ρί­σμα­τα - οθό­νες που εκ­θέ­τουν το κε­νό της ιδιω­τι­κό­τη­τας σαν αδιά­φο­ρο τη­λε­ο­πτι­κό θέ­α­μα), προ­ο­ρι­σμέ­νες να τα πεί­σουν ότι η πε­ρι­πέ­τεια της πραγ­μα­τι­κής ζω­ής έφτα­σε στο τέ­λος της (όπως άλ­λω­στε και η Ιστο­ρία). Μια χα­ο­τι­κή κω­μω­δία εί­ναι για τον Τα­τί η οπτι­μι­στι­κή μα­κα­ριό­τη­τα των sixties, όπου ο αλη­θι­νός άν­θρω­πος πε­ρι­φέ­ρε­ται ζα­λι­σμέ­νος και χω­ρίς σκο­πό, πα­γι­δευ­μέ­νος ανά­με­σα σε αντι­κεί­με­να που του φρά­ζουν την έξο­δο προς τον Άλ­λο, απο­τρέ­πο­ντας την αυ­θε­ντι­κή συ­νά­ντη­ση μα­ζί του (η σκη­νή λί­γο πριν το τέ­λος, όπου ο κύ­ριος Ιλό αδυ­να­τεί να βγει εγκαί­ρως από το κα­τά­στη­μα ώστε να δώ­σει στην όμορ­φη κο­πέ­λα το δώ­ρο που της πή­ρε, εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή), εγκλω­βι­σμέ­νος με­τα­ξύ τσι­μέ­ντου, με­τάλ­λου και γυα­λιού (αφθο­νούν οι γυά­λι­νες επι­φά­νειες στην ται­νία, οι οποί­ες προ­κα­λούν μια σει­ρά από ψευ­δαι­σθή­σεις, μπερ­δέ­μα­τα και ευ­τρά­πε­λα, υπο­νο­ώ­ντας το χά­σι­μο της σύγ­χρο­νης υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας μέ­σα σ' έναν λα­βύ­ριν­θο από κα­θρέ­φτες που της επι­στρέ­φουν την ει­κό­να της αγνώ­ρι­στη), στε­ρη­μέ­νος από Γλώσ­σα, άρα κι από υπαρ­ξια­κό βά­θος, ταυ­τό­τη­τα, ιστο­ρία.
Όμως πό­σο αστεία μπο­ρούν να εί­ναι για εμάς όλα αυ­τά σή­με­ρα, όπου οι οθό­νες έχουν πολ­λα­πλα­σια­στεί εξω­φρε­νι­κά, αντι­κα­θι­στώ­ντας από­λυ­τα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όπου ο δη­μό­σιος χώ­ρος ως τό­πος συ­νά­ντη­σης με τη μορ­φή ενός χα­ο­τι­κού μπουρ­δου­κλώ­μα­τος έχει κερ­δί­σει έδα­φος, όπου η έλ­λει­ψη επι­κοι­νω­νί­ας ανά­με­σα στις μο­νά­δες εί­ναι κα­θε­στώς, όπου τα αντι­κεί­με­να έχουν γί­νει προ­έ­κτα­ση της σω­μα­τι­κής ύπαρ­ξης (κι όχι μό­νο δεν αι­σθα­νό­μα­στε αμή­χα­νοι ανά­με­σά τους αλ­λά αδυ­να­τού­με να φα­ντα­στού­με μια ζωή χω­ρίς τη συν­δρο­μή τους), όπου όλοι εί­μα­στε λί­γο πο­λύ του­ρί­στες, Αμε­ρι­κά­νοι, εύ­θυ­μοι κα­τα­να­λω­τές, ενή­λι­κα παι­διά, επι­σκέ­πτες του κό­σμου που ανα­ζη­τούν απο­κλει­στι­κά τη δια­σκέ­δα­ση, τις «ωραί­ες ει­κό­νες», το «παι­χνί­δι» σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, υπό όλες τις έν­νοιες; Δεν εί­ναι πλέ­ον και τό­σο αστεία για­τί απο­τε­λούν τον κοι­νό υπαρ­ξια­κό μας ορί­ζο­ντα, για­τί τα έχου­με αφο­μοιώ­σει πλή­ρως. Έτσι, το «Playtime» μοιά­ζει να έχει «γε­ρά­σει» κά­πως ως κω­μω­δία, αν και πα­ρα­μέ­νει με­γά­λο έρ­γο, κυ­ρί­ως χά­ρη στην ιδιο­φυ­ΐα της σκη­νο­θε­σί­ας του Τα­τί : εξα­κο­λου­θεί να εντυ­πω­σιά­ζει ο πλού­τος του κά­δρου του, η ει­κα­στι­κή του αρ­τιό­τη­τα (στις σκη­νές του ξε­νο­δο­χεί­ου, ο Τα­τί συ­νο­μι­λεί με τη ζω­γρα­φι­κή με απα­ρά­μιλ­λο τρό­πο, με γνώ­ση και αι­σθη­τι­κή τε­λειό­τη­τα που έχουν πε­τύ­χει ελά­χι­στοι σύγ­χρο­νοί του) το ορ­γα­νω­μέ­νο χά­ος του, που αφή­νει το βλέμ­μα ελεύ­θε­ρο να πε­ρι­πλα­νη­θεί και να «μο­ντά­ρει» τη δρά­ση, η άρ­θρω­ση ενός συ­ναρ­πα­στι­κού κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού λό­γου που δεν χρειά­ζε­ται κα­θό­λου τις λέ­ξεις για να συ­γκρο­τη­θεί σε στο­χα­σμό.

Ωστό­σο, κι αν ακό­μα υπο­κλι­νό­μα­στε ανε­πι­φύ­λα­κτα στη σκη­νο­θε­τι­κή δε­ξιο­τε­χνία του Τα­τί, δι­καιού­μα­στε να δυ­σπι­στού­με απέ­να­ντι στη μέ­θο­δό του, στο «κόλ­πο» που χρη­σι­μο­ποιεί για να κα­τα­στή­σει γε­λοία την κοι­νω­νία του. Διό­τι αρ­κεί κά­ποιος να πα­ρα­τη­ρή­σει κά­τι «απ' έξω», να το­πο­θε­τή­σει ανά­με­σα στον εαυ­τό του και το αντι­κεί­με­νο της πα­ρα­τή­ρη­σης μια διά­φα­νη επι­φά­νεια που θα επι­τρέ­πει στην ει­κό­να να εμ­φα­νί­ζε­ται απο­κομ­μέ­νη από το ση­μαί­νον σύ­νο­λο του οποί­ου απο­τε­λεί τμή­μα (κι αυ­τό το σύ­νο­λο, χω­ρίς τον ήχο και τον λό­γο, παύ­ει να εί­ναι ση­μαί­νον) για να το κά­νει να δεί­χνει πα­ρά­λο­γο. Όχι μό­νο η κοι­νω­νία μας, όχι μό­νο η κοι­νω­νία του Τα­τί, αλ­λά οποια­δή­πο­τε κοι­νω­νία θα έμοια­ζε μ' ένα άναρ­χο συ­νον­θύ­λευ­μα γε­λοί­ων, ασυ­νάρ­τη­των κι­νή­σε­ων στον χώ­ρο, στα μά­τια κά­ποιου που θα αγνο­ού­σε το υπο­κεί­με­νο νό­η­μα, την εσω­τε­ρι­κή της διάρ­θρω­ση από λό­γους, ση­μεία και κα­νό­νες, το συμ­βο­λι­κό δί­κτυο με βά­ση το οποίο ρυθ­μί­ζο­νται οι συ­μπε­ρι­φο­ρές των ατό­μων. Ο Τα­τί υπο­κρί­νε­ται ότι το αγνο­εί ώστε να πε­τύ­χει τα κω­μι­κά εφέ του, όμως το γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά πως ο άν­θρω­πος υπάρ­χει πά­ντα εν κα­τα­στά­σει, όπως λέ­ει ο Σαρτρ — κα­νείς δεν μπο­ρεί να κοι­τά­ει απ' έξω, όλοι εμπλε­κό­μα­στε, όλοι βρι­σκό­μα­στε, εκό­ντες άκο­ντες, εντός. Θα ήταν, του­λά­χι­στον, δι­καιο­λο­γη­μέ­νος αν η πρό­θε­σή του ήταν ιδε­ο­λο­γι­κή, αν ήθε­λε να κα­τα­δι­κά­σει τη μη­χα­νο­κρα­τία στην οποία υπο­τάσ­σε­ται η αστι­κή βλα­κεία, όμως το φι­νά­λε του έρ­γου κά­τι άλ­λο δη­λώ­νει : η όμορ­φη κο­πέ­λα βρί­σκει στο πα­κέ­το του δώ­ρου, εκτός από το φου­λά­ρι, κι ένα λου­λού­δι που της έχει βά­λει εκεί ο κύ­ριος Ιλό. Χα­μο­γε­λά­ει δεί­χνο­ντάς το στη φί­λη της κι έπει­τα η κά­με­ρα στρέ­φε­ται προς τα φα­νά­ρια που βρί­σκο­νται έξω από το λε­ω­φο­ρείο, το σχή­μα των οποί­ων θυ­μί­ζει αυ­τό του λου­λου­διού. Αυ­τό­μα­τα η ται­νία κα­θί­στα­ται αι­σιό­δο­ξη, αφή­νει να δια­φα­νεί η ελ­πί­δα ότι η σύγ­χρο­νη ομορ­φιά θα μπο­ρού­σε να εί­ναι τε­λι­κά με­ταλ­λι­κή και άκαμ­πτη, ότι ο αστι­κός χώ­ρος —πε­δίο άσκη­σης της ακα­τά­παυ­στης δρα­στη­ριό­τη­τας, της πα­ρα­γω­γής και της ανα­ψυ­χής— μπο­ρεί να γί­νει το ανα­πά­ντε­χο λί­κνο της.
Αν, λοι­πόν, το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι ο μο­ντέρ­νος πο­λι­τι­σμός, τό­τε η γε­λοιό­τη­τα εί­ναι εγ­γε­νής στον άν­θρω­πο κι αυ­τός φταί­ει αν ό,τι αγ­γί­ζει το γε­λοιο­ποιεί (ο ίδιος ο Τα­τί, άλ­λω­στε, έλε­γε πως «κα­θέ­νας έχει το με­ρί­διό του στο κω­μι­κό»). Δεν φταί­νε τα πράγ­μα­τα τό­τε, σε όποιο πε­ρι­βάλ­λον κι αν τον το­πο­θε­τή­σεις, δεν θα αρ­γή­σει η στιγ­μή που θα ξε­φτι­λι­στεί. Κι αν αυ­τή εί­ναι μια αυ­θαί­ρε­τη ερ­μη­νεία, όμως, δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να αρ­νη­θεί ότι από το «Playtime» λεί­πει κά­θε ζε­στα­σιά, ότι πρό­κει­ται για ένα έρ­γο χω­ρίς συ­ναί­σθη­μα, όχι ακρι­βώς κλι­νι­κό, σί­γου­ρα πά­ντως μα­κριά από οποια­δή­πο­τε έν­νοια έν­συ­ναί­σθη­σης. Αλ­λά πώς αλ­λιώς, αφού ο Τα­τί επι­φυ­λάσ­σει για τον εαυ­τό του τον ρό­λο ενός ψυ­χρού εξω­τε­ρι­κού πα­ρα­τη­ρη­τή, ενός εντο­μο­λό­γου σχε­δόν, που σπά­ει πλά­κα με τα «μυρ­μη­γκά­κια» και τις αστεί­ες φιο­ρι­τού­ρες τους γύ­ρω απ' τις φω­λιές τους; Πώς αλ­λιώς αφού απου­σιά­ζει ο λό­γος, το πιο αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο του αν­θρώ­που, αυ­τό που τον δια­σώ­ζει μό­νι­μα απ' τον υπο­βι­βα­σμό σ' ένα αυ­τό­μα­το της (όποιας) κοι­νω­νι­κής τά­ξης; Εί­ναι σκλη­ρή η κω­μω­δία, πράγ­μα­τι, εί­ναι αυ­στη­ρή αλ­λά συμ­με­ρί­ζε­ται, κα­τα­λα­βαί­νει, τί­πο­τα το αν­θρώ­πι­νο δεν της εί­ναι ξέ­νο (η θρυ­λι­κή ρή­ση του Τε­ρέ­ντιου θα μπο­ρού­σε να εί­ναι το μό­το κά­θε ση­μα­ντι­κού κω­μω­διο­γρά­φου). Η συ­μπά­θεια προς τον άν­θρω­πο, πα­ρ' όλα τα στρα­βά του, εί­ναι που κά­νει τις με­γά­λες κω­μω­δί­ες. Όποιος υιο­θε­τεί το βλέμ­μα του Θε­ού ή του εξω­γή­ι­νου πά­νω στα αν­θρώ­πι­να, μπο­ρεί ίσως να δη­μιουρ­γή­σει ένα μεί­ζον καλ­λι­τε­χνι­κό έρ­γο αλ­λά όχι απα­ραί­τη­τα μια επι­τυ­χη­μέ­νη κω­μω­δία (ήταν τε­ρά­στια ει­σπρα­κτι­κή απο­τυ­χία το «Playtime», γε­γο­νός που έφε­ρε τον Τα­τί στα όρια της κα­τά­θλι­ψης).

Διό­τι, στο κά­τω κά­τω, όλοι στο ίδιο κα­ζά­νι βρά­ζου­με. Δεν βλά­πτει να το θυ­μό­μα­στε πού και πού.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: