Επτά ποιήματα

Pieter Bruegel ο Πρεσβύτερος: Λεπτομέρεια από τις «Παροιμίες των Κάτω Χωρών» (1559)
Pieter Bruegel ο Πρεσβύτερος: Λεπτομέρεια από τις «Παροιμίες των Κάτω Χωρών» (1559)


Νο­τι­σμέ­να

Νο­τιάς βα­θύ­χρω­μος κι ανά­λα­φρος, ίσα να σε χαϊ­δεύ­ει
κι ένα ψι­λό­βρο­χο ανε­παί­σθη­το, και­ρός με τακτ
να στή­νει σκη­νι­κό, να σου γυ­ρί­ζει σκέ­ψεις.
Κα­μιά φο­ρά το δυ­να­μώ­νει, το βή­μα ακο­λου­θεί ρυθ­μό,
χτυ­πά­νε οι στα­γό­νες τ αλου­μί­νια, από­γευ­μα γυα­λι­στε­ρό
βα­ριά η ανά­σα τώ­ρα, η ψυ­χή του, δη­λα­δή το σώ­μα του
απλώ­νε­ται γύ­ρω απ’ τον Λυ­κα­βητ­τό· η αμε­ρι­μνη­σία του
χα­μέ­νη μες στις νε­ραν­τζιές· όχι στο μά­θη­μα
ού­τε στη συ­νέ­λευ­ση· θα πά­ει στο μπαρ να ξε­δι­ψά­σει.

Μία κα­λο­ντυ­μέ­νη πε­νη­ντά­ρα, λέ­νε, εί­ναι τρε­λή.
Κά­θε­ται σ΄ ένα κιό­σκι ήσυ­χη στο πάρ­κο,
στο πλάι της πά­νω απ' την τσά­ντα αφη­μέ­να δυο βι­βλία
που το κα­θέ­να έχει 154 ποι­ή­μα­τα, ρεμ­βά­ζει,
κοι­τά­ζει εκεί, ανά­με­σα στις ακα­κί­ες, το πα­ρελ­θόν της.
Το «τρέ­λα» εί­ναι άδι­κο, βά­ναυ­σο, χυ­δαίο·
ήταν η τόλ­μη που την έφε­ρε σ’ αυ­τή τη θέ­ση
τόλ­μη ευ­γε­νής, τόλ­μη αγά­πης και οι ψι­χά­λες της βρο­χής
ολό­γυ­ρα κά­τι ψελ­λί­ζου­νε που εκεί­νη νιώ­θει.

Στα­μά­τη­σε η βρο­χή, κλα­διά που στά­ζουν,
φω­τί­ζει ακό­μη, κα­πνοί από τζά­κια,
ένα πο­δή­λα­το περ­νά και κου­δου­νί­ζει.
Μες στο δω­μά­τιο πα­λιά φθαρ­μέ­νη επί­πλω­ση
και πι­πε­ρά­τη οσμή από ξύ­λο, πρά­σι­νο χα­λί,
ήχος βα­θιάς ανα­πνο­ής, δυο τέ­τοιοι ήχοι,
στή­θος που πάλ­λε­ται, πλά­τη που τρέ­μει·
απ’ έξω οι στά­λες πά­νω στον κισ­σό μέ­χρι το χώ­μα
το χώ­μα υγρό στον κή­πο όλο ζωή, να θρέ­ψει τις οπώ­ρες.

[ 1976-2019 ]

Συλ­λέ­κτης Α προ­σώ­που και γρα­φι­κό­τη­τας

Εί­μαι ένας Αθη­ναί­ος στη Στα­δί­ου, στην Αιό­λου
στην Αρ­χαία Αγο­ρά ορ­μη­τι­κός – δι­στα­κτι­κός, χα­μέ­νος
να βρω ένα ερ­γα­λείο, ένα δί­σκο, για το χει­μώ­να μπό­τες,
εί­μαι Σκο­τσέ­ζος επι­σκέ­πτης, χα­ζεύω με απά­θεια
στο Piccadilly Circus και στην Oxford Street, όχι ακρι­βώς,
εί­μαι Αι­γύ­πτιος υπάλ­λη­λος επι­με­λής στο μου­σείο του Καϊ­ρου
—μ’ αρέ­σει ν’ απο­δελ­τιώ­νω φα­ρα­ω­νι­κά φυ­σίγ­για—
θα θε­λα τό­τε βέ­βαια να ’μαι και η γά­τα μου, η Βού­βα­στίς μου,
εί­μαι ένας, που ίσως αιω­ρεί­ται μα­γε­μέ­νος
στα Με­τέ­ω­ρα στην Κα­λα­μπά­κα μα όχι ακρι­βώς
εί­μαι Ιά­πων καλ­λι­γρά­φος και επι­στά­της στην Κα­μά­κου­ρα
με αμ­φι­βο­λί­ες εξ αι­τί­ας μιας πα­λιάς αγά­πης
—ανα­πά­ντε­χα εδώ προ­βάλ­λει σε γκρο πλαν
κόκ­κι­νο εκα­τό­φυλ­λο τρια­ντά­φυλ­λο— όχι ακρι­βώς,
ίσως πά­λι δια­λο­γί­ζο­μαι στις στού­πες του Μπο­ρο­μπου­ντούρ
—θεέ μου ζέ­στη κι υγρα­σία—
κι εί­μαι ένας Σε­νε­γα­λέ­ζος ποι­η­τής στη δε­κα­ε­τία του ’60
(φί­λος δι’ αλ­λη­λο­γρα­φί­ας με τον Λε­ο­πόλντ Σε­ντάρ Σαν­γκόρ),
που αγα­πά­ει τη γυ­ναί­κα του, την αγα­πά­ει πο­λύ
κι εί­μαι υπάλ­λη­λος τα­χυ­δρο­μεί­ου part time τα με­ση­μέ­ρια 
—εκεί σκα­ρώ­νω τα ποι­ή­μα­τά μου, βλέ­πο­ντας απ’ το πα­ρά­θυ­ρο
πο­δή­λα­τα και τρί­κυ­κλα αμα­ξά­κια να περ­νούν— τώ­ρα περ­νά,
σφή­να από Ταν­ζα­νία, κι ένα ελε­φα­ντά­κι απ’ το Χα­τά­ρι — όχι,
κα­νέ­νας κίν­δυ­νος προς το πα­ρόν μό­νο πα­νέ­ρια κα­τι­φέ­δες
ήλιος ντά­λα με­ση­μέ­ρι πλάι στον Γάγ­γη, όχι ακρι­βώς
εί­μαι ένας που κα­πνί­ζει στο κρε­βά­τι του, ρεμ­βά­ζει,
ακούω τους ψι­θύ­ρους του πλα­νή­τη, π.χ. στο που­θε­νά
της ζού­γκλας, σ’ ένα πα­λιό πε­δίο μά­χης, στην Ιν­δο­κί­να μάλ­λον,
ακούω σκα­θά­ρια πά­νω σε όπλα σκου­ρια­σμέ­να πρά­σι­να,
τώ­ρα με ρί­ζες και φύλ­λα και πεί­σμα δρο­σιάς που αχνί­ζουν απ’ τη ζέ­στη
—πα­λιές πνο­ές οι τε­λευ­ταί­ες στρα­τιω­τών προ­τού να ξε­ψυ­χή­σουν—
εί­μαι ένας …             εί­ναι ένας…                         να ησύ­χα­ζα στην σκέ­ψη
                        αυ­τού του αιω­νό­βιου Πλα­τά­νου
                                                        ένας...


Διά­λειμ­μα ανά­γνω­σης

Κα­θό­μα­στε η γά­τα, εγώ κι η σιω­πή.

Μπρο­στά μου το μάρ­μα­ρο πά­τω­μα
στη μέ­ση η γά­τα. Άσπρο το μάρ­μα­ρο,
άσπρη η γά­τα, ακί­νη­τα όλα.

το κε­φά­λι της στρί­βει η γά­τα στο τζά­μι
το κε­φά­λι επα­νέρ­χε­ται.                         Σιω­πή.
Σιω­πή.                                                               Εκεί­νος
αό­ρα­τος, ήσυ­χος, πλέ­ον συ­χνά­ζει, σα φί­λος.
Σκύ­βω στο βι­βλίο με ζή­λο, κι εγώ θε­α­τρί­νος.


Στον κα­να­πέ

Κλαί­ει ξαφ­νι­κά
                τρα­ντά­ζε­ται γε­λά­ει
                                ύστε­ρα ησυ­χά­ζει.

απέ­να­ντι το φως του απο­γεύ­μα­τος
διαυ­γά­ζει                  τη λευ­κή βι­βλιο­θή­κη
                                                                στην τη­λε­ό­ρα­ση —αθό­ρυ­βη—
η κη­δεία στο αβα­είο,                γκρο πλά­νο σε σκου­λή­κι,
ο πά­στο­ρας, η λαί­δη,                επό­με­νη σε­κάνς η δια­θή­κη.

Μπρο­στά απ’ τη βι­βλιο­θή­κη                ένα μπου­φάν
που γέρ­νει σ’ ένα κά­θι­σμα —θυ­μά­ται ένα φι­λί—
επά­νω στο τρα­πέ­ζι χρή­μα­τα, κλει­διά, ένα ποί­η­μα
εν τω γεν­νά­σθαι, άπια­στο, μι­μό­ζα αι­σχυ­ντη­λή,
εδώ μια κού­πα τσάι κι έξω απ’ το σπί­τι
το υπό­λοι­πο εί­ναι,         απί­θα­νο να του χρω­στά­ει.

[ 2005 ]

Ο γέ­ρος η μπό­ρα

Βή­μα τα­χύ
τη μπό­ρα ν’ απο­φύ­γει
πέ­φτει κε­ραυ­νός
σα να’ φα­γε χα­στού­κι ο χρό­νος

μια ακα­κία                 άγρια κλα­δε­μέ­νη
ίσα ο κορ­μός και δυο μπρά­τσα
δη­λώ­να­νε στον ου­ρα­νό «θα δεις!»
το ξύ­λο                 μαύ­ρο απ’ τη βρο­χή
ο ίδιος ρά­τσα                 δαι­μο­νο­πα­θής,
τα εβδο­μή­ντα χρό­νια του τα τρέ­χα­νε
αό­ρα­τοι τρο­χοί, κι αυ­τό κα­τέ­φθα­νε σα φως.


Κοί­ταγ­μα

Να θυ­μη­θεί… ήταν λι­μά­νι ; ... οί­κτος ; … πρά­σι­νο ; ...

το τσάι τε­λειω­μέ­νο                          τα χά­πια ακό­μη άγ­γι­χτα.
Έπλε­κε τα χέ­ρια                                στη λα­βή του μπα­στου­νιού
πλάι στο πα­ρά­θυ­ρο                         που βλέ­πει στην πλα­τεία.

κά­που αμή­χα­νος κο­ντά κι αφη­ρη­μέ­νος
ξε­χά­στη­κε, για λί­γο απο­σύρ­θη­κε ο νους
για λί­γο χώ­ρε­σε χρό­νος κε­νός                 κομ­μά­τι ζω­ής
ελεύ­θε­ρο, ατό­φιο, ακα­τέρ­γα­στο

… τι … κά­τι … εί­ναι και δεν εί­ναι …
                                                                        πά­ει πέ­ρα­σε

η βα­κτη­ρία έμει­νε να μοιά­ζει μό­χθου κώ­πη
ένα κο­ρι­τσά­κι
                        με φλο­ράλ που­κά­μι­σο έπαι­ζε το τό­πι.


Σκη­νή: Όνει­ρο με πυ­ρε­τό

Ένα δυο τρία πά­με !

τρέ­χα­με ο άνε­μος ο σκο­τει­νός
τρέ­χα­με από άλ­λο κό­σμο, καλ­πά­ζα­με
σαν της Αρε­τής τον Κων­στα­ντί­νο
τρέ­χα­με τ’ άλο­γα με μαύ­ρα χα­λι­νά­ρια
φεύ­γα­με νύ­χτα, αμί­λη­τοι, σκιές
σε άγνω­στες κοι­λά­δες και πλα­γιές

φώ­να­ξε κά­ποιος : Cut! Να στα­μα­τή­σουν όλα!

φτά­σα­με, βρή­κα­με άρ­ρω­στη με πυ­ρε­τό την πό­λη
έτρι­ζαν τα πλα­κό­στρω­τα, οι δρό­μοι ζε­μα­τού­σαν
τρέ­χα­με τώ­ρα ακί­νη­τοι μέ­σα στις κά­μα­ρές μας
πέρ­να­γε ο χρό­νος μέ­σα απ’ την κοι­λιά
σαν ξαφ­νι­κή αλή­θεια                  κι έξω
γυρ­νού­σε ο σκη­νο­θέ­της και διεύ­θυ­νε :

«σε πρώ­το πλά­νο το κα­ρό­τσι με τον μου­σα­μά,
 πί­σω, η χαλ­κο­μα­νία-τα­χυ­δρό­μος
 να πη­γαι­νο­έρ­χε­ται ανή­συ­χη στα τζά­μια»

  ύστε­ρα ψι­θύ­ρι­ζε με το χω­νί κα­τε­βα­σμέ­νο

«αχ… ας ήτα­νε λι­γό­τε­ρη η ζωή του κό­σμου
  που σπαρ­τα­ρά από ένα γύ­ρω της Υδρό­γειου
 κά­θε στιγ­μή μες στο κορ­μί μου
 για να μπο­ρού­σα να χα­ρώ στη γλώσ­σα μου
                                δυο ήχους μό­νο.»

[ 2000-2020 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: