Μνεία τής σωστής παύσης

Μνεία τής σωστής παύσης

 

Η σωστή παύση


Η για­γιά μου ήταν ημιε­παγ­γελ­μα­τί­ας ηθο­ποιός. Κα­νο­νι­κά, πρέ­πει να ήταν απλά ερα­σι­τέ­χνης, αυ­τή έλε­γε ότι ήταν ηθο­ποιός σκέ­το.  Όπως και να 'χει, μας έλε­γε διά­φο­ρες ιστο­ρί­ες από το σα­νί­δι από τις οποί­ες εί­χα ξε­χω­ρί­σει την πιο κου­λή.
Λέ­ει ότι μια χρο­νιά έπαι­ζαν ένα έρ­γο στο οποίο ήταν όλες ντυ­μέ­νες Μα­ρί­ες Αντουα­νέ­τες και μία ηθο­ποιός ήταν πιο πρω­τα­γω­νί­στρια από τις υπό­λοι­πες. Η για­γιά πρέ­πει να έπαι­ζε τον Πε­ρα­στι­κό γ΄. H ου­σία, όπως και να ΄χει, εί­ναι ότι με­τά την πα­ρά­στα­ση στο κα­μα­ρί­νι έφε­ραν κρα­σί για να γιορ­τά­σουν την, και κα­λά, επι­τυ­χία. Η πιο πρω­τα­γω­νί­στρια, αφού ήπιε κά­μπο­σες φο­ρές, άρ­χι­σε να νιώ­θει τρο­με­ρή ζα­λά­δα, να λι­πο­θυ­μά­ει, να ξα­να­ση­κώ­νε­ται, μέ­χρι που κό­ντε­ψε να πε­θά­νει από δη­λη­τη­ρί­α­ση. Έτσι, εί­παν εκ των υστέ­ρων κα­θώς την πή­ραν ση­κω­τή για το νο­σο­κο­μείο. Τε­λι­κώς, τη γλί­τω­σε.
Όση ώρα επι­κρα­τού­σε αυ­τή η ανα­στά­τω­ση, όλα τα βλέμ­μα­τα των υπο­λοί­πων ηθο­ποιών άρ­χι­σαν να στρέ­φο­νται κα­τά της λι­γό­τε­ρο πρω­τα­γω­νί­στριας, η οποία, λέ­γα­νε, ζή­λευε την πρω­το­πρω­τα­γω­νί­στρια. Η για­γιά δεν θυ­μά­ται τι ει­πώ­θη­κε και από ποια, αλ­λά, κο­ντο­λο­γίς, την κα­τη­γο­ρού­σαν με μια φω­νή ότι αυ­τή σχε­δί­α­σε την δη­λη­τη­ρί­α­ση. Η δευ­τε­ρα­γω­νί­στρια άρ­χι­σε να κλαί­ει έτσι όπως την εί­χαν στρι­μώ­ξει στην γω­νία και αρ­νού­ταν τα πά­ντα. Άλ­λω­στε, τι την ένοια­ζε; Ήδη εί­χε κλεί­σει ρό­λο σε μία ται­νία της επο­χής.
Μια πιο λο­γι­κή, από τις άλ­λες, Μα­ρία Αντουα­νέ­τα, εκεί­νη την στιγ­μή, σκέ­φτη­κε να φω­νά­ξει την ηλι­κιω­μέ­νη κυ­ρία του κυ­λι­κεί­ου του θε­ά­τρου απ’ όπου ήρ­θε και το κρα­σί με τα πο­τή­ρια, μή­πως αυ­τή ήξε­ρε ή εί­δε κά­τι πε­ρί­ερ­γο. Ήρ­θε, λοι­πόν, η γριού­λα και κά­θι­σε σε ένα σκα­μπό και άνα­ψε ένα σλιμ τσι­γά­ρο. Επι­κρά­τη­σε η από­λυ­τη σιω­πή μέ­χρι να ανοί­ξει το στό­μα και να πει με από­λυ­τη ηρε­μία: «Εγώ το έκα­να! Ήταν τό­σο ατά­λα­ντη, παι­διά μου.»
Η για­γιά στα­μα­τού­σε την ιστο­ρία πά­ντα σε αυ­τό το ση­μείο. Πά­ντα γε­λού­σα­με με αυ­τή της την αφή­γη­ση από τα πα­λιά. Και ίσως η για­γιά να απο­κό­μι­σε κά­τι από το θέ­α­τρο. Να κά­νει παύ­ση εκεί που πρέ­πει.

 

Μνεία


Δεν ξέ­ρω τι πά­στας άν­θρω­πος ήταν αυ­τός ο πα­ντε­λώς άγνω­στος σε εμέ­να. Μπο­ρεί να ήταν ο χει­ρό­τε­ρος αλ­λά ακού­στε τι μού εί­παν ότι του συ­νέ­βη.
Αυ­τός ο άν­θρω­πος έμε­νε σε ένα χω­ριό έξω από το Αγρί­νιο. Δεν ξέ­ρω να σας πω σε ποιο, αλ­λά δεν έχει ση­μα­σία πολ­λή. Δεν εί­χε οι­κο­γέ­νεια, γυ­ναί­κα ή παι­διά. Κά­ποιοι γο­νείς τον γέν­νη­σαν, πά­ντως.
Ήταν αυ­τό που λέ­με ο μπε­κρής, ο με­θύ­στα­κας του χω­ριού. Ας πού­με ότι τον λέ­γα­νε Γιώρ­γο. Ο Γιώρ­γος μπο­ρεί να έκα­νε κα­νέ­να με­ρο­κά­μα­το το πρωί. Σί­γου­ρα εί­χε μια στέ­γη και λί­γα χρή­μα­τα για τσι­γά­ρα και για να πί­νει τα βρά­δια. Μπο­ρεί να λάμ­βα­νε κα­νέ­να επί­δο­μα ή να εί­χε κα­νέ­να χω­ρά­φι εκεί γύ­ρω.
Τον Γιώρ­γο τον κερ­νού­σαν συ­χνά πυ­κνά στο κα­φε­νείο. Κά­ποιου ο γιος θα πα­ντρεύ­τη­κε, κά­ποιου η κό­ρη θα πή­ρε πτυ­χίο. Όλο και κά­τι θα γι­νό­ταν ώστε να υπάρ­ξει αφορ­μή για πιό­μα και κέ­ρα­σμα των λοι­πών θα­μώ­νων.
Κα­θό­ταν, λοι­πόν, μια μέ­ρα από το από­γευ­μα στο κα­φε­νείο. Έξω εί­χε κρύο, αλ­λά αυ­τό δεν πτό­η­σε κα­νέ­ναν να 'ρ­θει να κά­τσει στη γνω­στή του θέ­ση. «Πιά­σε ένα τσί­που­ρο για μέ­να κι ένα για τον Γιώρ­γο». Πό­σες φο­ρές να ακού­στη­κε, άρα­γε; Κά­ποιες φο­ρές πα­ρήγ­γει­λε κι ο ίδιος. Δεν εί­χε πα­ρα­πά­νω χρή­μα­τα για να αντα­πο­δώ­σει το κέ­ρα­σμα. Ακό­μη μια βρα­διά που έγι­νε λιώ­μα. Σι­γά-σι­γά ο κό­σμος έφευ­γε. Εί­χαν κι οι­κο­γέ­νεια και δου­λειές την άλ­λη μέ­ρα. Πή­ρε κι αυ­τός, λί­γο πριν κλεί­σει το κα­φε­νείο, τον δρό­μο για το σπί­τι.
Κι έπε­σε. Κά­τω. Με το κε­φά­λι. Λό­γω ενός σκάμ­μα­τος, μιας με­γά­λης πέ­τρας, ενός ολι­σθη­ρού δρό­μου ή της σού­ρας του. Και το κε­φά­λι του άνοι­ξε κι έρ­ρεε το αί­μα αρ­γά. Και ήταν νύ­κτα. Όλο και κά­ποιος θα πέ­ρα­σε, όλο και κά­ποιος θα τον εί­δε και θα σκέ­φτη­κε «πά­λι τύ­φλα εί­ναι αυ­τός» και θα προ­σπέ­ρα­σε.
Το πρωί, κα­τά τις έξι, ήρ­θε ασθε­νο­φό­ρο να τον πά­ει στο Νο­σο­κο­μείο. Ήταν ζω­ντα­νός. Τον βά­λα­νε σε ένα κρε­βά­τι και τον αφή­σα­νε εκεί. Δεν τον ανα­ζή­τη­σε κα­νείς, κα­νείς δεν ήταν δί­πλα του. Κι έτσι δεν πιέ­στη­κε και κά­ποιος για­τρός να τον κοι­τά­ξει αμέ­σως ή κά­ποιος νο­σο­κό­μος να κά­νει κά­τι πέ­ρα από τα βα­σι­κά. Ψέλ­λι­ζε κά­τι και βο­γκού­σε, τον δι­κό του ρόγ­χο συ­νέ­θε­τε. Κα­τά τις δύο ήρ­θε ένας για­τρός κι επι­βε­βαί­ω­σε τον θά­να­το του.
Κά­πως έτσι μού τα εί­παν κι εμέ­να κι ομο­λο­γώ ότι τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω δεν ξέ­ρω γι’ αυ­τόν, πα­ρά μό­νο την τε­λευ­ταία μέ­ρα του. Μπο­ρεί να ήταν ένα κά­θαρ­μα, μπο­ρεί και όχι.
- Θεία σε ποιον μι­λάς;
- Ού­τε κι εγώ ξέ­ρω, μι­κρέ μου, αλ­λά άκου αυ­τό. Μια μέ­ρα, όταν η θεία σου δού­λευε στην Αθή­να σαν μα­νια­κή να προ­λά­βει λε­ω­φο­ρεία, δι­κα­στή­ρια και πε­λά­τες, έπε­σε ένας άντρας κά­τω στο πε­ζο­δρό­μιο δί­πλα της και τον προ­σπέ­ρα­σε. Τον σή­κω­σαν κά­τι πε­ρα­στι­κοί. Εί­ναι κα­κό πράγ­μα η βια­σύ­νη, αγό­ρι μου.

     

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: