Διάλογοι μέσα στον καθρέφτη

 

Ζέ­φη Δα­ρά­κη, Αό­ρα­τη Μα­ρία, Ύψι­λον/βι­βλία, 2022

——————

Στην πρό­σφα­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Ζέ­φης Δα­ρά­κη Αό­ρα­τη Μα­ρία ανα­πτύσ­σο­νται διά­λο­γοι μέ­σα στον κα­θρέ­φτη ανά­με­σα σε ένα ισχυ­ρό εγώ και τον συ­νο­μι­λη­τή του. Η ποι­η­τι­κή persona, η Μα­ρία αντι­προ­σω­πεύ­ει τη γυ­ναι­κεία φω­νή του έρ­γου της και εντάσ­σε­ται στον κα­τά­λο­γο των προ­σω­πεί­ων που χρη­σι­μο­ποιεί η ποι­ή­τρια. Εμ­φα­νί­ζε­ται ήδη στο Ιε­ρό κε­νό (1988) και συ­νο­δεύ­ε­ται από τις μορ­φές των άλ­λων βι­βλί­ων της όπως εί­ναι η Λέ­να Όλεμ, η Θά­λεια, η Μέ­μο­ρη, η Μάρ­θα Σόλ­γκερ αλ­λά και η Ευ­ρυ­δί­κη (Πλού­των και Ευ­ρυ­δί­κη: 1974). Θί­γει όλα τα με­γά­λα ζη­τή­μα­τα της τέ­χνης και της ζω­ής, πά­ντα ωστό­σο σε συν­δυα­σμό με το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, τον αγα­πη­μέ­νο Άλ­λο, κά­πο­τε τον ανα­γνώ­στη. Οι δύο αυ­τές φω­νές δη­μιουρ­γούν ένα υψη­λό ποι­η­τι­κό απο­τέ­λε­σμα, το οποίο δια­τρέ­χει την αν­θρώ­πι­νη εμπει­ρία και εγκα­θί­στα­ται στο κέ­ντρο της γρα­φής, στο ποί­η­μα. (Η συλ­λο­γή διαι­ρεί­ται σε τέσ­σε­ρα μέ­ρη: Άυ­λα φρέ­να, Ανα­θρώ­σκον φως, Αό­ρα­τη Μα­ρία και Περ­πα­τώ εις το ποί­η­μα). Εί­ναι δυ­να­τό όμως οι λέ­ξεις να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σουν την αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση, όταν μά­λι­στα κα­ρα­δο­κεί το ανεί­πω­το; Με­σο­λα­βεί για τον σκο­πό αυ­τό ο κα­θρέ­φτης και δια­θλά τον λό­γο σε άπει­ρες εκ­δο­χές και απο­χρώ­σεις.

Η ποί­η­ση της ΖΔ έχει αφε­τη­ρία τις αι­σθή­σεις, τις οποί­ες όμως υπερ­βαί­νει χά­ρη στη δύ­να­μη της μνή­μης. Δη­μιουρ­γεί­ται το εί­δω­λο «των χε­ριών και των σω­μά­των», το οποίο μέ­σα από τους συ­νειρ­μούς του κα­θρέ­φτη ανα­πα­ρι­στά το πα­ρελ­θόν, ισχυ­ρό­τε­ρο από το πα­ρόν. Οι αι­σθή­σεις ανα­σύ­ρουν όχι την εμπει­ρία, αλ­λά τη μνή­μη: τι εί­μαι ση­μαί­νει τι υπήρ­ξα άλ­λο­τε. Η Μα­ρία στα­θε­ρά ανα­ζη­τεί το εί­δω­λον του νέ­ου σώ­μα­τός της, αφε­τη­ρία ονεί­ρων και ανα­μνή­σε­ων. Οι ει­κό­νες (δείγ­μα­τα της όρα­σης, της ακο­ής και της αφής) εκτυ­λίσ­σο­νται μπρο­στά στα μά­τια της σαν σε κα­λει­δο­σκό­πιο. Αυ­τές απο­τε­λούν το λη­σμο­νη­μέ­νο «πα­νάρ­χαιο όνει­ρο» της με­τα­τρο­πής της της γυ­ναί­κας από ορα­τή σε αό­ρα­τη, την επί­σκε­ψη της πλα­σμα­τι­κής και φα­σμα­τι­κής μορ­φής της στην ονει­ρι­κή χώ­ρα. (Συ­νειρ­μι­κά ανα­κα­λεί­ται το γνω­στό από­σπα­σμα από τον Λά­μπρο του Δ. Σο­λω­μού με τον τί­τλο «Το όνει­ρο της Μα­ρί­ας», κα­θώς και η «Ελέ­νη» του Γ. Σε­φέ­ρη). Η γνώ­ση απο­τε­λεί ανά­μνη­ση και η απά­ντη­ση εί­ναι ανε­ξάρ­τη­τη από την ερώ­τη­ση. Οι λέ­ξεις κα­τ’ ανα­λο­γία χά­νουν το υλι­κό τους βά­ρος, γί­νο­νται σκιώ­δεις και αδυ­να­τούν να κα­λύ­ψουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. «Φεύ­γουν οι λέ­ξεις απ’ τις λέ­ξεις», για­τί δεν επαρ­κούν να κα­λύ­ψουν το όρα­μα, δη­λα­δή την ου­το­πία (Μά­ης του ’68, Επα­νά­στα­ση).

Σκο­πός της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εί­ναι ένας: να γί­νει αό­ρα­τη και στο επό­με­νο βή­μα, ποί­η­μα. (Το ίδιο αί­τη­μα εμ­φα­νί­ζε­ται στον Ρίλ­κε και τον Ελύ­τη). Η Ευ­ρυ­δί­κη απευ­θύ­νε­ται στον Ορ­φέα με τα εξής λό­για: «Εί­μα­στε και οι δύο στί­χοι/εκτός κει­μέ­νου και/εκτός μύ­θου!» Τα πλαί­σια του κει­μέ­νου και του μύ­θου απο­δει­κνύ­ο­νται πο­λύ στε­νά για να πε­ριο­ρί­σουν τις μορ­φές της Ευ­ρυ­δί­κης/Μα­ρί­ας και του Ορ­φέα/συ­νο­μι­λη­τή που επι­κοι­νω­νούν μέ­σα από την επι­φά­νεια του κα­θρέ­φτη. Εξε­λίσ­σε­ται ένας κα­το­πτρι­κός διά­λο­γος, ο οποί­ος πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω στο κοι­νό τους πα­ρελ­θόν, αλ­λά και την δια­με­σο­λά­βη­ση της γρα­φής, το «άλε­κτο μυ­στι­κό» και το «άλε­κτο ποί­η­μα». Οι συ­νο­μι­λη­τές συμ­φω­νούν: «Ας αφή­σου­με ελεύ­θε­ρο εκεί­νο τον/πα­ρα­στρα­τη­μέ­νο τον αδέ­σπο­το στί­χο». Η με­τρι­κή και νοη­μα­τι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση του στί­χου στην ποί­η­ση της ΖΔ διαρ­κώς πραγ­μα­τώ­νε­ται (ήδη στις Με­τα­πτώ­σεις: 1967) και επι­κοι­νω­νεί με εκεί­νη του ιδα­νι­κού συ­νο­μι­λη­τή, Βύ­ρω­να Λε­ο­ντά­ρη. Συλ­λο­γή-το­μή απο­τε­λεί ωστό­σο η Εμπλο­κή (1971), η οποία δια­κρί­νε­ται για τη μο­ντέρ­να δο­μή και τε­χνι­κή της.[1]

Η ΖΔ μι­λώ­ντας κά­ποια στιγ­μή για την Αό­ρα­τη Μα­ρία των και­νούρ­γιων ποι­η­μά­των της, εξο­μο­λο­γεί­ται πως «η Μα­ρία μοιά­ζει να ελ­πί­ζει και να μην ελ­πί­ζει σε κά­τι αό­ρι­στο, σαν ένα ποί­η­μα που ΄΄ζη­τά­ει από τη λέ­ξη να του εξο­μο­λο­γη­θεί τον εαυ­τό του΄΄. Για­τί αυ­τό που θα έπρε­πε να με­τα­κι­νη­θεί από την Τέ­χνη προς τη ζωή και το αντί­στρο­φο, μέ­νει αμε­τα­κί­νη­το. Ή κα­τα­βρο­χθί­ζει τον εαυ­τό του. Κι αυ­τό, για­τί υπάρ­χουν βο­γκη­τά αί­μα­τος και πα­ρα­λη­ρή­μα­τα θα­νά­των. Εδώ, στον 21ο αιώ­να. Κι έτσι η Τέ­χνη ακο­λου­θεί το φά­ντα­σμά της – το φά­ντα­σμα ενός ερει­πω­μέ­νου ου­ρα­νού – που ποιος ξέ­ρει αν κά­πο­τε θα ανα­δυ­θεί σαν μια νε­α­ρή ου­το­πία».

Ο προ­βλη­μα­τι­σμός γύ­ρω στην Τέ­χνη και τη ζωή αφο­ρά και τους δύο συ­νο­μι­λη­τές. «Οι επα­να­στά­σεις πε­θαί­νουν/όταν με­λο­ποιού­νται;» εί­ναι μια ερώ­τη­ση-προ­έ­κτα­ση της σκέ­ψης του ΒΛ σχε­τι­κά με τη με­λο­ποί­η­ση. Την έμπνευ­ση προ­κα­λεί πά­ντα η κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα – ως «το αλω­νά­κι» ή ως «ερει­πω­μέ­νη αυ­λή πα­λιού Ερ­γο­στα­σί­ου». Το πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν επι­πρό­σθε­τα ανα­τρο­φο­δού­νται σε μια διελ­κυ­στίν­δα μνή­μης-λή­θης: «Για­τί ποιος μας θυ­μή­θη­κε Ποιος μας λη­σμό­νη­σε πο­τέ». Προς την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή οδη­γούν τα στοι­χεία του κει­μέ­νου, οι μο­νό­λο­γοι-διά­λο­γοι, οι συ­χνές ερω­τή­σεις, οι ανα­δρο­μές, οι απο­σιω­πή­σεις και τα συμ­φω­νη­μέ­να υπο­νο­ού­με­να. Κοι­νό μέ­λη­μα: μπο­ρεί η τέ­χνη να σώ­σει τον κό­σμο; (Οι δια­κει­με­νι­κές ανα­φο­ρές αφο­ρούν σε όλες τις μορ­φές του καλ­λι­τε­χνι­κού φαι­νο­μέ­νου). Η ποι­η­τι­κή persona απο­χω­ρεί για­τί ο «Ου­ρα­νός εί­ναι ένας γκρε­μός αγέ­ρω­χος». Ο Άγ­γε­λος «με τη μια φτε­ρού­γα» αντί­θε­τα γί­νε­ται «επί­γειος» και ανα­κα­λεί εκεί­νον του Βιμ Βέ­ντερς στην ται­νία «Τα φτε­ρά του έρω­τα». Απο­μέ­νει το ποί­η­μα, αντι­μέ­τω­πο για μια ακό­μη φο­ρά με τις λέ­ξεις και την «αλ­λό­τρια ση­μα­σία» τους και αυ­το­κα­τα­στρέ­φε­ται. (Η τε­λευ­ταία ενό­τη­τα συ­νε­χί­ζει Το Χα­μέ­νο ποί­η­μα:2018). Ποιος ο ρό­λος της ποί­η­σης επο­μέ­νως μπρο­στά στο ιδε­ο­λο­γι­κό και εκ­φρα­στι­κό πρό­βλη­μα; Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο αντλεί από τον βυ­θό της γρα­φής, την πί­σω όψη του κα­θρέ­φτη. Εκεί εντο­πί­ζο­νται τα αγάλ­μα­τα/το­πία μνή­μης. Η πα­ρου­σία/απου­σία του ποι­ή­μα­τος αλ­λά και του υπο­κει­μέ­νου συ­ντε­λεί­ται μέ­σα από τον κα­θρέ­φτη της γρα­φής και συ­νε­χί­ζε­ται «όταν το ποί­η­μα δεν εί­ναι εδώ…»

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: