Συντρώγοντας με τον Χάντκε ή τρόποι προσεταιρισμού ενός συγγραφέα

Συντρώγοντας με τον Χάντκε ή τρόποι προσεταιρισμού ενός συγγραφέα


Δεν μου άρε­σαν πο­τέ τα μα­νι­τά­ρια. Αλ­λά δεν ήταν καν αυ­τό το θέ­μα μου, όταν στις αρ­χές του κα­λο­και­ριού του 99 έσπρω­ξα τη βα­ριά σι­δε­ρό­πορ­τα της οδού de Jouy 57 στη Chaville έξω από το Πα­ρί­σι. Εκεί μέ­νει σ’ ένα πα­λιό σπί­τι με κή­πο ο στρυφ­νός υπο­τί­θε­ται ερη­μί­της Πέ­τερ Χά­ντ­κε, εκεί θα κά­να­με μια συ­νέ­ντευ­ξη με αφορ­μή τον βομ­βαρ­δι­σμό της πρώ­ην Γιου­γκο­σλα­βί­ας από το ΝΑ­ΤΟ. Έκα­νε ζέ­στη στη Σα­βίλ και με δέ­χθη­κε ξυ­πό­λυ­τος στον κή­πο. Στο τρα­πέ­ζι κά­τω από τη με­γά­λη κα­στα­νιά κα­λο­ξυ­σμέ­να μο­λύ­βια, μια γο­μο­λά­στι­χα κι ένα ση­μειω­μα­τά­ριο, τα σύ­νερ­γα της γρα­φής. Η έκ­πλη­ξη: Πα­ρά το ότι ο Χά­ντ­κε εί­ναι επι­φυ­λα­κτι­κός ένα­ντι των δη­μο­σιο­γρά­φων, πα­ρά το ότι δεν γνω­ρι­ζό­μα­στε ακό­μα, μου έχει μα­γει­ρέ­ψει. Τι; Μα, μα­νι­τά­ρια που έχει μα­ζέ­ψει ο ίδιος στο δά­σος. Δί­πλα στο κυ­ρί­ως φα­γη­τό, κά­στα­να από το δέ­ντρο, βαλ­κα­νι­κό σα­λά­μι αέ­ρος, φι­στί­κια Αι­γί­νης. Αυ­τά τα μα­νι­τά­ρια μα­γει­ρε­μέ­να με λί­γο λά­δι στο τη­γά­νι εί­ναι μια ανα­κά­λυ­ψη: μια μο­να­δι­κή, ασύ­γκρι­τη, θε­σπέ­σια γεύ­ση. Ανα­κα­λύ­πτω έτσι τη σα­γή­νη του απέ­ριτ­του αυ­τού εδέ­σμα­τος. Εξάλ­λου η σα­γή­νη του απέ­ριτ­του εί­ναι και γε­νι­κό­τε­ρα η ου­σία του έρ­γου αυ­τού του ση­μα­ντι­κού συγ­γρα­φέα που αφή­νο­ντας τα πιο απλά και δευ­τε­ρεύ­ο­ντα πράγ­μα­τα να μι­λή­σουν μό­να τους, απε­λευ­θε­ρω­μέ­να από τις προ­κα­τα­βο­λι­κές ση­μα­σί­ες που τους έχου­με επι­βά­λει, κα­τα­στρώ­νει μια μο­ντέρ­να επι­κή γρα­φή. Κι αυ­τή η δευ­τε­ρεύ­ου­σα γα­στρι­μαρ­γι­κή εμπει­ρία στη Σα­βίλ θα με βοη­θή­σει εί­κο­σι και πλέ­ον χρό­νια αρ­γό­τε­ρα να αντι­λη­φθώ και να με­τα­φρά­σω το βι­βλίο του Χά­ντ­κε «Δο­κί­μιο για τον μα­νι­τα­ρο­μα­νή». Ένα ση­μείο μό­νο απ’ αυ­τό το βι­βλίο, η συ­νά­ντη­ση με το βα­σι­λο­μα­νί­τα­ρο:

«Έεπ! Για δες εκεί!: Ένιω­σε σαν να πε­ρί­με­νε, χω­ρίς να το ξέ­ρει, αυ­τή τη στιγ­μή, το αντί­κρι­σμα, αυ­τή τη συ­νά­ντη­ση κι αυ­τή τη συ­νεύ­ρε­ση. Από πό­τε; Ήταν χρό­νος που δεν μπο­ρού­σε να προ­σμε­τρη­θεί: «από αμνη­μο­νεύ­των χρό­νων», κι αυ­τό μπο­ρού­σε να εί­ναι πριν από τη γέν­νη­σή του ή και μό­λις από χθες. Μή­πως υπε­ρέ­βαλ­λε, κα­τ’ αρ­χήν απέ­να­ντι στον ίδιο του τον εαυ­τό, έτσι όπως βρέ­θη­κε απρό­ο­πτα, φα­ντά­σου το, μπρο­στά στο πρώ­το του βα­σι­λο­μα­νί­τα­ρο, ένα όχι και ιδιαί­τε­ρα με­γά­λο, που μό­λις εί­χε ξε­πε­τα­χτεί, με στιλ­πνό κα­φε­κόκ­κι­νο κα­πέ­λο και την πάλ­λευ­κη κά­τω πλευ­ρά του, άθι­κτο ακό­μα από σα­λι­γκά­ρια ή άλ­λα ζώα. Σαν σε βι­βλίο ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο; Μάλ­λον, σαν να ’χε βγει από το βα­σί­λειο του μύ­θου; Υπήρ­χε λοι­πόν αυ­τό το βα­σί­λειο, ήταν μέ­ρος ή συ­στα­τι­κό της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας· μ’ αυ­τό το μυ­θι­κό πλά­σμα απο­δει­κνυό­ταν πως το βα­σί­λειο ήταν πιο ζω­ντα­νό απ’ οτι­δή­πο­τε άλ­λο· «το να βρε­θώ μα­ζί του ενώ­πιος ενω­πίω», μου έγρα­φε ο μα­νι­τα­ρο­μα­νής πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, «σή­μαι­νε για μέ­να κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο, ή του­λά­χι­στον κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό, από το να δω ένα λιο­ντά­ρι να με πλη­σιά­ζει μέ­σ’ από τα δέ­ντρα –ένα από τα όνει­ρα που από μι­κρός έβλε­πα συ­χνά–, ή να βρε­θώ ας πού­με ξαφ­νι­κά μπρο­στά σ’ έναν ου­ρα­νο­κα­τέ­βα­το ρι­νό­κε­ρο, και κά­τι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό απ’ αυ­τό που συ­νέ­βη κα­τά τον θρύ­λο στον κυ­νη­γό και με­τέ­πει­τα άγιο, όταν στην καρ­διά του δά­σους εί­δε το ελά­φι με τον σταυ­ρό στα κέ­ρα­τα. Το μυ­θι­κό μου πλά­σμα, το πρώ­το και ση­μειω­τέ­ον τε­λευ­ταίο που έχω δει μέ­χρι σή­με­ρα, δεν εί­χε τί­πο­τα κοι­νό με ζώο του θρύ­λου. Ήταν μέ­ρος και στοι­χείο της πιο λα­μπρής ημέ­ρας, κι αντί να θέ­τει εν αμ­φι­βό­λω την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, να τη σπρώ­χνει στο μι­σο­σκό­τα­δο και να με απο­στα­θε­ρο­ποιεί, όπως στο όνει­ρο με το λιο­ντά­ρι που γλι­στρά­ει αθό­ρυ­βα κα­τά τη με­ριά μου, αυ­τό εδραί­ω­νε κι εμέ­να αλ­λά και το φως της μέ­ρας· το μυ­θι­κό φυ­τό δυ­νά­μω­νε για μέ­να την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της μέ­ρας, κά­τι αδια­νό­η­το να μου συμ­βεί στη συ­νά­ντη­ση μ’ έναν ρι­νό­κε­ρο που ξε­φυ­τρώ­νει από το που­θε­νά, άσε που πο­τέ μέ­χρι σή­με­ρα δεν έχω δει κα­νέ­ναν ζω­ντα­νό μπρο­στά μου: εξαι­τί­ας του, ή επί­σης βλέ­πο­ντας το λιο­ντά­ρι, ή τε­ντώ­νο­ντας σαν κυ­νη­γός το βέ­λος και το τό­ξο ή ό,τι άλ­λο κα­τά του ελα­φιού, σί­γου­ρα η καρ­διά μου θα χτυ­πού­σε πιο γρή­γο­ρα, έτσι κι αλ­λιώς. Όμως, πί­στε­ψέ με, μπρο­στά στο πρώ­το μου βα­σι­λο­μα­νί­τα­ρο, έχο­ντας κιό­λας δια­νύ­σει πά­νω από τη μι­σή μου ζωή, η καρ­διά μου χτυ­πού­σε ακό­μα πιο γρή­γο­ρα, τό­σο γρή­γο­ρα όσο πο­τέ άλ­λο­τε, εί­τε με πι­στεύ­εις εί­τε όχι!»


Στην πε­ρί­πτω­ση των μα­νι­τα­ριών έχου­με μια εμπει­ρία που δια­φω­τί­ζει στη συ­νέ­χεια το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο. Υπάρ­χει όμως και το αντί­στρο­φο, το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο να δια­φω­τί­σει μια εμπει­ρία. Θυ­μά­μαι για πα­ρά­δειγ­μα ένα από­γευ­μα στην Αθή­να, ήταν τέ­λη Μαρ­τί­ου του 2000, όταν η ΕΣΗΕΑ εί­χε κα­λέ­σει τον Χά­ντ­κε με αφορ­μή τον ένα χρό­νο από τη να­τοϊ­κή επέμ­βα­ση στην πρώ­ην Γιου­γκο­σλα­βία. Στο λό­μπι της Με­γά­λης Βρε­τα­νί­ας εί­μα­στε μα­ζε­μέ­νοι μια μι­κρή πα­ρέα γύ­ρω από τον συγ­γρα­φέα. Κά­τι πί­νου­με. Κά­τι συ­ζη­τά­με για το βρα­δι­νό πρό­γραμ­μα. Αίφ­νης ο Χά­ντ­κε βγά­ζει τα πα­πού­τσια και τις κάλ­τσες του και συ­νε­χί­ζει ατά­ρα­χος και ξυ­πό­λυ­τος την κου­βε­ντού­λα. Οι πα­ρι­στά­με­νοι από λε­πτό­τη­τα δεν σχο­λιά­ζουν τη μι­κρή αυ­τή απρέ­πεια, ατά­ρα­χοι κι αυ­τοί πλην πα­που­τσω­μέ­νοι συ­νε­χί­ζουν. Τι εί­χε συμ­βεί; Λί­γο και­ρό με­τά με­τέ­φρα­σα για το πε­ριο­δι­κό Ποί­η­ση το φι­λο­σο­φι­κό ποί­η­μα του Χά­ντ­κε «Ωδή στη διάρ­κεια», Πρό­κει­ται για μια διάρ­κεια κά­θε άλ­λο πα­ρά διαρ­κή, πρό­κει­ται για κά­ποιες στιγ­μές μό­νο, όταν ο άν­θρω­πος κα­τα­κλύ­ζε­ται από υπαρ­ξια­κή βε­βαιό­τη­τα μέ­σα στην ακα­τά­σχε­τη και θο­λή ροή των γε­γο­νό­των. Υπο­χω­ρεί τό­τε το μαρ­τύ­ριο της έρη­μης χώ­ρας και ο άν­θρω­πος νιώ­θει εντό­πιος μέ­σα στον κό­σμο. Στο εκτε­νές αυ­τό ποί­η­μα εγκλεί­ο­νται τέ­τοιες στιγ­μές, να μια από τα παι­δι­κά χρό­νια:

Κα­νέ­νας ξέ­νος δεν ξέ­ρει τη λί­μνη του Γκρί­φεν,
σή­με­ρα πια ακό­μα και με­ρι­κά παι­διά
στο χω­ριό όπου γεν­νή­θη­κα
δεν ξέ­ρουν ότι κο­ντά τους βρί­σκε­ται μια λί­μνη
κι ότι στον με­σο­πό­λε­μο υπήρ­χαν ακό­μα καρτ-πο­στάλ
με νού­φα­ρα και την επι­γρα­φή
«Το Γκρί­φεν πα­ρά την ομώ­νυ­μον λί­μνην».
Κι όμως αυ­τό το τέλ­μα, που όλο και ξε­ραί­νε­ται
και που σε λί­γο θα έχει εξα­φα­νι­στεί από προ­σώ­που γης,
έτσι υπο­λο­γί­ζουν οι σχε­δια­στές της εθνι­κής,
εί­ναι για μέ­να μέ­γας τό­πος της διάρ­κειας.
Σαν παι­δί πή­γαι­να εκεί με τον παπ­πού
για να μα­ζέ­ψου­με τρο­φή για τα γε­λά­δια….
Απο­μα­κρυ­νό­μα­σταν απ’ την ξη­ρά
μέ­σα σ’ ένα σχε­δόν τε­τρά­γω­νο βαρ­κά­κι…
και σπρώ­χνο­ντάς το μ’ ένα ξύ­λο μέ­σα απ’ τις πυ­κνές κα­λα­μιές
φθά­να­με στην πε­ριο­χή που εί­χα­με μι­σθώ­σει,
κι όπου ήταν τα πρα­σι­νω­πά, ζου­με­ρά υδρό­βια φυ­τά, τα «χας»,
η αγα­πη­μέ­νη τρο­φή των αγε­λά­δων.
Και ξα­να­κούω τις στά­λες της πρω­ι­νής βρο­χής
να πέ­φτουν στο βαρ­κά­κι μας,
κι ακούω τώ­ρα πά­λι τα δό­ντια των βο­διών να μα­σου­λά­νε.
Με τον και­ρό το βαρ­κά­κι άρ­χι­σε να κά­νει νε­ρά,
μαύ­ρη λά­σπη έμπαι­νε από τις ρωγ­μές του,
φέρ­νο­ντας μέ­σα βδέλ­λες,
που ο παπ­πούς έβα­ζε στα πό­δια του παι­διού και τα δι­κά του,
πό­δια που δεν έβλε­πε το φως, ασπρου­λιά­ρι­κα,
επει­δή ήταν «κα­λό για την υγειά μας»:
να πε­ρι­μέ­νεις τη στιγ­μή που τα μι­κρά σκου­λή­κια,
γρα­πω­μέ­να στο δέρ­μα,
το δά­γκω­ναν μ’ ένα από­το­μο τσί­μπη­μα
και σι­γά-σι­γά φού­σκω­ναν
και γί­νο­νταν πιο με­γά­λα κι από γυ­μνο­σά­λια­γκους.

Έτσι λύ­θη­κε και το μυ­στή­ριο της Με­γά­λης Βρε­τα­νί­ας. Ο Χά­ντ­κε εί­χε πά­θει μι­κρός κρυο­πα­γή­μα­τα στα πό­δια και ο παπ­πούς προ­σπα­θού­σε να τα θε­ρα­πεύ­σει με αφαι­μά­ξεις χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αρ­χαία για­τρι­κά, τις βδέλ­λες. Μέ­χρι σή­με­ρα, όταν κά­νει ζέ­στη τα πό­δια του συγ­γρα­φέα πρή­ζο­νται αφό­ρη­τα και η μό­νη λύ­ση εί­ναι να ξυ­πο­λη­θεί.

________

Ήταν στα τέ­λη του 2001, όταν εί­χα ανα­λά­βει να με­τα­φρά­σω για τις εκ­δό­σεις Εξά­ντας το εκτε­νές μυ­θι­στό­ρη­μα του Χά­ντ­κε Οι χα­μέ­νες ει­κό­νες ή Μέ­σα από τη Σιέ­ρα δε Γκρέ­δος. Δεν πρό­κει­ται για τυ­πι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα που στη­ρί­ζε­ται στην πλο­κή και τους χα­ρα­κτή­ρες του. Εί­ναι μια δον­κι­χω­τι­κής πνο­ής ου­το­πι­κή μυ­θι­στο­ρία, στον αντί­πο­δα του συ­νη­θι­σμέ­νου ρε­α­λι­σμού, και μια αλ­λη­λου­χία εντυ­πω­σια­κών ει­κό­νων, ποι­η­τι­κών νε­κρών φύ­σε­ων. Το αντι-έρ­γο αυ­τό εί­ναι μια προ­σπά­θεια να υπο­νο­μευ­θεί η κυ­ριαρ­χία του ήδη εκ των προ­τέ­ρων σε­ση­μα­σμέ­νου κό­σμου στη λο­γο­τε­χνία και να ανα­δει­χθεί η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κά­τω από τα επι­φαι­νό­με­να των λε­γό­με­νων γε­γο­νό­των και εξε­λί­ξε­ων. Οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις της όποιας δρά­σης, οι το­πι­κοί και χρο­νι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί πα­ρα­δί­δο­νται ηθε­λη­μέ­να στην αο­ρι­στία, ενώ οι όποιοι χα­ρα­κτή­ρες προ­σεγ­γί­ζο­νται με την πα­ρα­τή­ρη­ση της δρά­σης τους εκ των έξω και όχι με μια ορ­γα­νω­μέ­νη ψυ­χο­λο­γι­κή εμ­βά­θυν­ση. Ο κό­σμος του Χά­ντ­κε με­τα­κι­νεί τα κέ­ντρα βά­ρους που έχου­με συ­νη­θί­σει να θέ­του­με κα­τά την πρό­σλη­ψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας γύ­ρω μας. Συ­χνά το φαι­νο­με­νι­κά δευ­τε­ρεύ­ον γί­νε­ται λα­βή για μια νέα πε­ρι­γρα­φή του κό­σμου. Αι­σθάν­θη­κα λοι­πόν τό­τε την ανά­γκη, πριν αρ­χί­σω την από­δο­ση αυ­τού του opus magnum, να απο­συρ­θώ κα­τ’ αρ­χήν μα­ζί του σε κά­ποιον τό­πο εκτός επι­και­ρό­τη­τας, ας πού­με. Στα τέ­λη λοι­πόν του 2001 κλεί­στη­κα με το βι­βλίο στο δω­μά­τιο κά­ποιου ξε­νο­δο­χεί­ου, κά­που στη νό­τια Τυ­νη­σία, στην πό­λη Γκα­μπές κο­ντά στα λι­βυ­κά σύ­νο­ρα, μα­κριά από κά­θε ορ­γα­νω­μέ­νη του­ρι­στι­κή γρα­φι­κό­τη­τα και άνε­ση. Μό­νο όταν τέ­λειω­σα το πρώ­το διά­βα­σμα, άρ­χι­σα να πα­ρα­τη­ρώ τους αν­θρώ­πους και τα πράγ­μα­τα γύ­ρω μου και να κρα­τώ με­ρι­κές ση­μειώ­σεις. Εκ των υστέ­ρων συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι η κα­ται­γι­στι­κή ποι­η­τι­κή δύ­να­μη αυ­τού του βι­βλί­ου με εξα­νά­γκα­ζε σχε­δόν να συλ­λα­βί­ζω τα όσα έβλε­πα με τον δι­κό του τρό­πο. Με άλ­λα λό­για εί­χα μπει στον ρυθ­μό της κα­τα­νό­η­σής του. Πι­στεύω δε ότι αυ­τό απη­χεί την εμπει­ρία κά­θε με­τα­φρα­στή: την προ­σω­ρι­νή έστω απο­πλά­νη­ση της συ­νεί­δη­σής του από τον συγ­γρα­φέα που με­τα­φρά­ζει. ΟΙ ση­μειώ­σεις μου εκεί­νες δη­μο­σιεύ­θη­καν τό­τε στο πε­ριο­δι­κό Με­τά­φρα­ση με τί­τλο «Ο Χά­ντ­κε στην Γκα­μπές». Ένα μι­κρό από­σπα­σμα. Εί­ναι η πρώ­τη βρο­χή με­τά από τρία χρό­νια σ’ αυ­τή τη δια­κε­καυ­μέ­νη πό­λη και το μά­τι μου πέ­φτει στα βρω­μό­νε­ρα, σ’ ένα δρο­μά­κι με σι­δε­ρά­δι­κα κι ακο­νι­στή­ρια, εν­νο­εί­ται με τον τρό­πο του Χά­ντ­κε.

«Έξω από τα σι­δε­ρά­δι­κα το νε­ρό ανα­κα­τε­μέ­νο με τη μου­τζού­ρα γί­νε­ται βόρ­βο­ρος, κι επει­δή τα φρε­ά­τια εί­ναι βου­λω­μέ­να κι οι κα­γκε­λω­τές τρύ­πες των υπο­νό­μων στις άκρες του δρό­μου θυ­μί­ζουν μπου­κω­μέ­να με μέ­λα­να ζω­μό στό­μα­τα θη­ρί­ων, λι­μνά­ζει στα βα­θου­λώ­μα­τα του οδο­στρώ­μα­τος σχη­μα­τί­ζο­ντας μι­κρές τε­χνη­τές λί­μνες, όπου δεν ευ­δο­κι­μεί κα­νέ­να έμ­βιο ον, μό­νο τσα­λα­κω­μέ­να χαρ­τιά και ζα­ρω­μέ­νες φλού­δες από πορ­το­κά­λι επι­πλέ­ουν εδώ κι εκεί στα σκο­τει­νά νε­ρά τους σαν ξε­κοι­λια­σμέ­να κνώ­δα­λα που δεν επέ­ζη­σαν μιας με­γά­λης μυ­στη­ριώ­δους κα­τα­στρο­φής. Και μέ­σα στα σι­δε­ρά­δι­κα πα­λιά αμό­νια, προ­κα­τα­κλυ­σμιαία φυ­σε­ρά, γι­γά­ντιες τα­νά­λιες, με μια ήρε­μη δύ­να­μη και σι­γου­ριά, ού­τε πα­λιά, ού­τε ξε­πε­ρα­σμέ­να, ερ­γα­λεία που αντλούν δι­καιω­μα­τι­κά την ύπαρ­ξή τους από την ανά­γκη, στιλ­πνά πα­ρά τη σκό­νη των αιώ­νων, λεία πα­ρά τα ρι­νί­σμα­τα που τους κρέ­μο­νται από τις μου­σού­δες και τα σκε­βρω­μέ­να δά­χτυ­λα, σαν σε μια κα­τά­στα­ση αέ­ναης ανα­μο­νής και ετοι­μό­τη­τας. Και ξαφ­νι­κά πά­νω σ’ έναν τοί­χο μια έγ­χρω­μη ξύ­λι­νη επι­γρα­φή: Atelier d’ Affûtage et d’ Aiguisement, σε παλ φό­ντο ζω­γρα­φι­σμέ­να ένα ψα­λί­δι, ένα μα­χαί­ρι κι ένας μπαλ­τάς, αλ­λά αυ­τά όχι ολύ­μπια και σε­βά­σμια όπως μέ­σα στα σι­δε­ρά­δι­κα, αλ­λά πα­σι­χα­ρή και κά­πως να­ζιά­ρι­κα, το ψα­λί­δι με ορ­θά­νοι­χτα σκέ­λια, το μα­χαί­ρι να τα­νύ­ε­ται σαν ελα­στι­κό, ο μπαλ­τάς σαν αχνι­στή φρα­τζό­λα, χα­μο­γε­λα­στά που θα πέ­σουν στα χέ­ρια του κα­λού ακο­νι­στή, η πρώ­τη μορ­φή δια­φή­μι­σης. Κα­τά κα­νό­να σ’ αυ­τή την πα­ρα­θα­λάσ­σια πο­λι­τεία, όπου δεν υπάρ­χει αφθο­νία, τα λι­γο­στά αντι­κεί­με­να έχουν χα­ρα­κτή­ρα. Υπάρ­χουν αλή­θεια αντι­κεί­με­να με χα­ρα­κτή­ρα;»




Ανα­κοί­νω­ση στο δια­δι­κτυα­κό σε­μι­νά­ριο «Με­τα­_Γρα­φές: Θε­ω­ρία και πρα­κτι­κή της με­τά­φρα­σης» που συν­διορ­γά­νω­σαν στις 6 Οκτω­βρί­ου 2021 από το Βε­ρο­λί­νο οι λο­γο­τε­χνι­κοί σύλ­λο­γοι Diablog Vision και Lettrétage.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: