Το δώρο της Τζέσικα

Το δώρο της Τζέσικα

Μου αρέ­σει η ερ­γέ­νι­κη ζωή μου. Τα βρα­διά συ­νή­θως βγαί­νω με φί­λους και μό­νο αρ­γά το βρά­δυ κά­θο­μαι στον κα­να­πέ μου και πε­ρι­η­γού­μαι στο δια­δί­κτυο. Πριν με­ρι­κούς μή­νες, μου έκα­νε αί­τη­μα φι­λί­ας μια και­νού­ρια φί­λη που δεν την γνώ­ρι­ζα, η Τζέ­σι­κα. Το απο­δέ­χθη­κα με χα­ρά.
Από τό­τε σχε­δόν κά­θε βρά­δυ επι­κοι­νω­νού­με. Φαί­νε­ται πνευ­μα­τώ­δης και με πο­λύ χιού­μορ. Εδώ και δύο εβδο­μά­δες μι­λά­με και με ηχη­τι­κά μη­νύ­μα­τα. Έχει μια ελα­φρώς βρα­χνή φω­νή, που εί­ναι όμως πο­λύ αι­σθη­σια­κή. Μου έστει­λε και φω­το­γρα­φί­ες της. Οφεί­λω να ομο­λο­γή­σω ότι μου αρέ­σει πο­λύ. Έχει λί­γα βρά­δια τώ­ρα που της πα­ρα­πο­νιέ­μαι ότι πο­νά­ει πο­λύ η μέ­ση μου.
Έτσι στα φε­τι­νά γε­νέ­θλια μου με πε­ρί­με­νε ένα δώ­ρο-έκ­πλη­ξη.
Στις επτά ακρι­βώς το από­γευ­μα, έξω από την πόρ­τα μου έφτα­σε ένα τε­ρά­στιο δέ­μα. Δεν πρό­λα­βα τον κού­ριερ άφη­σε το δέ­μα και έφυ­γε βια­στι­κά από τις σκά­λες.
Του φώ­να­ξα, μα δε γύ­ρι­σε για το φι­λο­δώ­ρη­μα.
Το δέ­μα ήταν μια μπερ­ζέ­ρα. Εί­χε ένα ση­μεί­ω­μα κολ­λη­μέ­νο επά­νω: 

«Για να μην πο­νά­ει η μέ­ση σου όταν θα επι­κοι­νω­νού­με. Στις εν­νέα ακρι­βώς κά­τσε επά­νω της ανα­παυ­τι­κά και βά­λε το λά­πτοπ στα πό­δια σου, πιες λί­γο από το λι­κέρ που το έφτια­ξα με τα χέ­ρια μου και κά­λε­σε με. Μια από αυ­τές τις μέ­ρες υπό­σχο­μαι να τα πού­με και από κο­ντά. Με αγά­πη Τζέ­σι­κα.»

Βρή­κα υπερ­βο­λι­κή την γεν­ναιο­δω­ρία της, αλ­λά ήταν πο­λύ αρ­γά για να την αρ­νη­θώ.
Η μπερ­ζέ­ρα ήταν ερ­μη­τι­κά κλει­στή. Μέ­σα στην συ­σκευα­σία εί­χε και ένα μι­κρό μπου­κα­λά­κι.
Όταν την άνοι­ξα, πα­ρα­τή­ρη­σα ότι πα­ρό­λο που ήταν ογκώ­δης ήταν πο­λύ ελα­φριά, απί­στευ­τα ανα­το­μι­κή και ότι μύ­ρι­ζε πι­κρα­μύ­γδα­λο.
Εν­νέα πα­ρά ένα λε­πτό κά­θι­σα επά­νω της έβα­λα ένα σφη­νά­κι λι­κέρ ήπια μια γου­λιά και την κά­λε­σα.
Το λι­κέρ μύ­ρι­ζε και αυ­τό πι­κρα­μύ­γδα­λο.
Με έλου­σε κρύ­ος ιδρώ­τας όταν δια­πί­στω­σα ότι η Τζέ­σι­κα εί­χε εξα­φα­νι­στεί στο δια­δί­κτυο. Εντω­με­τα­ξύ η μυ­ρω­διά του πι­κρα­μύ­γδα­λου γι­νό­ταν όλο και πιο έντο­νη, όλο και πιο βα­ριά. Άρ­χι­σα να αι­σθά­νο­μαι δυ­σφο­ρία να πνί­γο­μαι αλ­λά πλέ­ον εί­χα πα­ρα­λύ­σει δεν μπο­ρού­σα να κου­νη­θώ.

Η κα­τά συρ­ροή δο­λο­φό­νος του δια­δι­κτύ­ου ξα­να­χτύ­πη­σε, αυ­τή τη φο­ρά «εξ απο­στά­σε­ως» με υδρο­κυά­νιο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: