Δεν γίνονται με συνταγές τα ποιήματα ούτε τα τριαντάφυλλα

Ο Παράκελσος. Έργο άγνωστου Φλαμανδού ζωγράφου (ενδεχομένως του Quinten Massys), 16ος αι.(Λάδι σε καμβά, 0.72 x 0.54 μ.). Λούβρο, Παρίσι
Ο Παράκελσος. Έργο άγνωστου Φλαμανδού ζωγράφου (ενδεχομένως του Quinten Massys), 16ος αι.(Λάδι σε καμβά, 0.72 x 0.54 μ.). Λούβρο, Παρίσι



Ήθε­λα πά­ντα να φτιά­χνω νέα πράγ­μα­τα.
Βα­ριό­μουν εύ­κο­λα.
Πράγ­μα­τα από το μη­δέν,
για το κε­νό, στο κέ­ντρο τού μη­δε­νός.
Ένα μη­δέν, νο­μί­ζω, ο κα­θέ­νας κου­βα­λά.
Ιδιόρ­ρυθ­μο, ιδιω­τι­κό, ανε­πα­νά­λη­πτο.
Μη­δέν από μη­δέν ίσον μη­δέν, μά­θαι­να.
Μη­δέν συν μη­δέν πά­λι μη­δέν, απο­ρού­σα.
Αδια­χεί­ρι­στο και σκο­τει­νό.
Το φως, λοι­πόν, σκέ­φτη­κα, το φως.
Αυ­τό θα δεί­ξει τα πρώ­τα πράγ­μα­τα,
τό­τε που απλά μα­θαί­να­με λέ­ξεις,
τις φτιά­να­με από συλ­λα­βές
κι αυ­τές από γράμ­μα­τα.
Τώ­ρα τις μα­γει­ρεύ­ου­με
με συ­ντα­γές Ελ­λη­νο­σύ­ρων μά­γων,
με συ­ντα­γές των χη­μι­κών.
Κι εγώ, σαν χη­μι­κός,
με συ­ντα­γές έχω να κά­νω,
ακό­μη και φα­γη­τών.
Για τα ποι­ή­μα­τα δεν έχω συ­ντα­γές,
αντι­στέ­κο­νται σθε­να­ρά.
Αδυ­να­τώ να τα μα­γει­ρέ­ψω.
Εί­ναι εξάλ­λου ζω­ντα­νά, στά­ζουν αί­μα,
με­του­σιω­μέ­νο αί­μα εί­ναι,
δεν γί­νο­νται με συ­ντα­γές,
δεν γί­νο­νται με μα­θή­μα­τα Ποι­η­τι­κής.
Το ήξε­ρε κα­λά ο Αρι­στο­τέ­λης,
όταν μι­λού­σε για την Τρα­γω­δία,
για το από­λυ­το ποί­η­μα.
Κρέ­μο­νται επί ασπα­λά­θων τα ποι­ή­μα­τα,
γί­νε­σαι κομ­μά­τια να τα πιά­σεις.
Ο κα­θείς επί των δι­κών του ασπα­λά­θων,
χω­ρίς να εί­ναι τύ­ραν­νος,
και ίσως για­τί δεν εί­ναι.
Πά­ντως οι ασπά­λα­θοι εί­ναι ασπά­λα­θοι
και το αί­μα εί­ναι αί­μα,
δε γί­νε­ται νε­ρό.
Γρά­φει ποι­ή­μα­τα ο κα­θέ­νας,
τα βά­ζει πά­νω στις πλη­γές, αι­μο­στα­τι­κά.
Και με­τά κα­τα­σκευά­ζει τρια­ντά­φυλ­λα,
ναι, κα­τα­σκευά­ζει τρια­ντά­φυλ­λα,
τό­σο απλά.
Έτσι, κα­τα­σκεύ­α­σε εκεί­νη το μπλε τρια­ντά­φυλ­λο,
όχι με χρω­μα­τι­σμέ­νο νε­ρό,
ού­τε με μπλε χαρ­τί.
Με το γο­νι­δια­κό ψα­λί­δι
τα γο­νί­διά του άλ­λα­ξε
και εγέ­νε­το τρια­ντά­φυλ­λο μπλε.
Πο­λύς ιδρώ­τας και αί­μα για ένα μπλε τρια­ντά­φυλ­λο.
Αύ­ριο θα έχει μα­ρα­θεί.
Ίσως χρειά­ζε­ται το Νε­ρό τής Ζω­ής,
δεν ξέ­ρει.
Βια­στι­κά το κρά­τη­σε στο δε­ξί της χέ­ρι
και πέ­τα­ξε πά­νω από γα­λά­ζιες θά­λασ­σες
στο νη­σί Τρι­στάν ντα Κού­νια,
στα Αλε­ού­τια νη­σιά, στη χερ­σό­νη­σο της Καμ­τσά­κα,
στο μι­κρό χω­μα­τό­νη­σο, Αντά, στη μέ­ση του 'Ε­βρου πο­τα­μού,
κο­ντά στη μι­κρή της πό­λη με το όνο­μα μιας βα­λα­νι­διάς, Αγάτς.
Αυ­τό ήταν το ξε­κί­νη­μά της.
Τώ­ρα, τό­σο με­γά­λη πια,
το έβλε­πε για πρώ­τη φο­ρά
και το απο­χαι­ρε­τού­σε μα­ζί.
Πέ­τα­ξε στον αέ­ρα το γα­λά­ζιο τρια­ντά­φυλ­λο.
Τα γα­λά­ζια τρια­ντά­φυλ­λα
δεν τα βά­ζουν στα βά­ζα ού­τε βα­θιά στις τσέ­πες.
Αυ­τά εί­ναι για να πε­τούν ελεύ­θε­ρα στο ου­ρα­νό.
Εξάλ­λου κι ο ου­ρα­νός μπο­ρεί να εί­ναι πύ­κνω­ση γα­λά­ζιων τρια­ντά­φυλ­λων.
Δεν το ανα­ζη­τά πλέ­ον.
Ξέ­ρει πως εί­ναι δί­πλα της,
στον ύπνο και στον ξύ­πνιο, ακα­τά­λυ­το πλέ­ον.
Ήταν απλό, πο­λύ απλό, σκέ­φτε­ται.
Αυ­τό ήξε­ρε κι ο Πα­ρά­κελ­σος και το πέ­τα­ξε απλά στη φω­τιά.
Άλ­λοι ανα­ζη­τού­σαν το χρυ­σά­φι που δεν καί­γε­ται
και το νε­ρό της ζω­ής που δεν πί­νε­ται.
Εκεί­νη έφτια­ξε το γα­λά­ζιο τρια­ντά­φυλ­λο
που δεν τρώ­γε­ται.
Και δεν θα επι­χει­ρή­σει πο­τέ ένα κί­τρι­νο να φτιά­ξει.
Τα κί­τρι­να τρια­ντά­φυλ­λα ανή­κουν μό­νο στον Πα­ρά­δει­σο.
Κά­που όμως στον κό­σμο χρειά­ζο­νται λά­δι και ψω­μί,
δεν θέ­λουν τρια­ντά­φυλ­λα, ού­τε πα­ντε­σπά­νι.
Κά­που βομ­βάρ­δι­σαν όλες τις σο­δειές.
Δεν έχει λά­δι, δεν έχει ψω­μί,
μό­νο αλά­τι για τις πλη­γές.
Πώς να κά­νει αυ­τή σι­τά­ρι,
πώς να κά­νει ηλιό­σπο­ρους.
Μια απλή χη­μι­κός εί­ναι.
Και τα τρια­ντά­φυλ­λα, τα τρια­ντά­φυλ­λα!
Τι να τα κά­νουν σε τέ­τοιους και­ρούς.
Μό­νο τα πέ­τα­λα να τρώ­νε,
ή να βγά­ζουν ρο­δό­στα­μα,
βάλ­σα­μο για τις πλη­γές.
Μό­νον αυ­τό.
Αυ­τό μό­νο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: