Απόδραση από την παραμυθοχώρα: Η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη και μια νέα έμμετρη μετάφραση

Η θυσία της Ιφιγένειας, Τοιχγραφία, Αρχαιολογικό Μουσείο Νεάπολης (Ιταλία)
Η θυσία της Ιφιγένειας, Τοιχγραφία, Αρχαιολογικό Μουσείο Νεάπολης (Ιταλία)

Ευριπίδη, «Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταυρίων». Εισαγωγή-μετάφραση Νίκος Μανουσάκης. Gutenberg 2022



Το λο­γο­τε­χνι­κό στοί­χη­μα

Στα χρο­νι­κά της λο­γο­τε­χνι­κής ιστο­ρί­ας έχει μεί­νει θρυ­λι­κή μια βρα­διά του 1936 ή 1937, όταν ο Κ. Σ. Λιού­ις και ο Τόλ­κιν, πί­νο­ντας στην αγα­πη­μέ­νη τους παμπ στην Οξ­φόρ­δη, έβα­λαν ένα δη­μιουρ­γι­κό στοί­χη­μα ανα­με­τα­ξύ τους. Και οι δυο τους ήταν έν­θερ­μοι ανα­γνώ­στες φα­ντα­στι­κών δι­η­γη­μά­των, αλ­λά πα­ρα­πο­νού­νταν ότι δεν έβρι­σκαν στα ανα­γνώ­σμα­τα του και­ρού τους την αρ­χε­τυ­πι­κή μυ­θι­κή δύ­να­μη και την πνευ­μα­τι­κή έξαρ­ση που θα όφει­λαν να δια­κρί­νουν τα έρ­γα της αυ­θε­ντι­κής μυ­θο­ποι­ί­ας. Εκεί­νο το βρά­δυ λοι­πόν, ενώ το φά­ντα­σμα του με­γά­λου πο­λέ­μου πλα­νιό­ταν ήδη πά­νω από την Ευ­ρώ­πη, ο Λιού­ις εί­πε στον φί­λο του: «Τόλ­λερς, φο­βά­μαι ότι δεν υπάρ­χουν ιστο­ρί­ες σαν αυ­τές που θα θέ­λα­με. Ίσως θα πρέ­πει να κα­τα­πια­στού­με εμείς οι δύο να τις γρά­ψου­με».[1] Από­το­κοι της κα­τα­πλη­κτι­κής αυ­τής συμ­φω­νί­ας, που συ­νο­μο­λο­γή­θη­κε ίσως πά­νω από δύο πε­λώ­ρια κα­νά­τια μπύ­ρας, υπήρ­ξαν εν και­ρώ, από την πλευ­ρά του Λιού­ις, η δια­στη­μι­κή τρι­λο­γία επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας και τα πε­ρί­φη­μα Χρο­νι­κά της Νάρ­νια, και από την πλευ­ρά του Τόλ­κιν, το Χό­μπιτ και ο Άρ­χο­ντας των Δα­χτυ­λι­διών, τα σπου­δαιό­τε­ρα έρ­γα λο­γο­τε­χνί­ας του φα­ντα­στι­κού κα­τά τον ει­κο­στό αιώ­να.

Θα μπο­ρού­σα­με να φα­ντα­στού­με μιαν ανά­λο­γη συμ­φω­νία ανά­με­σα στους δύο κο­ρυ­φαί­ους ποι­η­τές της Αθή­νας κα­τά τα χρό­νια ενός άλ­λου με­γά­λου πο­λέ­μου, εκεί­νου που σφρά­γι­σε το τέ­λος της χρυ­σής επο­χής του αρ­χαί­ου κό­σμου. Ιδού ο διά­λο­γος που θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να έχει δια­μει­φθεί ανά­με­σα στον Ευ­ρι­πί­δη και στον Αρι­στο­φά­νη, μια νύ­χτα εκεί γύ­ρω στην άνοι­ξη του 415 ή 414, όταν οι δυο τους θα γύ­ρι­ζαν από κά­ποιο εορ­τα­στι­κό συ­μπό­σιο προς τι­μήν της νί­κης του ενός ή του άλ­λου ομο­τέ­χνου τους στα Με­γά­λα Διο­νύ­σια. Ο Αρι­στο­φά­νης, που ήταν πε­ρι­βό­η­τη η αγά­πη του για την οι­νο­πο­σία, εί­χε κα­τε­βά­σει κά­μπο­ση πο­σό­τη­τα από τα δώ­ρα του Διο­νύ­σου κα­τά την πε­ρί­στα­ση. Τώ­ρα περ­πα­τού­σε στον δρό­μο με αστα­θές βή­μα, υπο­βα­στα­ζό­με­νος πε­ριο­δι­κά από τον σω­μα­τώ­δη Φρύ­γα δού­λο του, ο οποί­ος κρα­τού­σε επί­σης ένα αναμ­μέ­νο φα­νά­ρι για να φω­τί­ζει τα σκο­τει­νά σο­κά­κια της πό­λης μέ­σα στη νύ­χτα. Ο Ευ­ρι­πί­δης, στρυφ­νός και λι­το­δί­αι­τος ανέ­κα­θεν, όπως το μαρ­τυ­ρεί και ο Σε­φέ­ρης που τον γνώ­ρι­σε κα­λά στα τέ­λη της ζω­ής του,[2] εί­χε πιει ελά­χι­στα: ως συ­νή­θως, φρό­ντι­ζε να υπάρ­χει στην κού­πα του πιο πο­λύ νε­ρό πα­ρά κρα­σί. Ήταν λοι­πόν νη­φά­λιος και προ­χω­ρού­σε στη­τός, αν και έδι­νε διαρ­κώς την εντύ­πω­ση πως το μυα­λό του ήταν απορ­ρο­φη­μέ­νο με άλ­λα πράγ­μα­τα.

Με­τα­ξύ των κα­λε­σμέ­νων, στο συ­μπό­σιο που εί­χε προη­γη­θεί, ήταν φυ­σι­κά και ο Σω­κρά­της, ο φι­λό­σο­φος της αγο­ράς και των γυ­μνα­στη­ρί­ων, ο οποί­ος κα­τόρ­θω­νε πά­ντο­τε να εξα­σφα­λί­ζει τις κα­λύ­τε­ρες προ­σκλή­σεις. Όπο­τε βρι­σκό­ταν σε τέ­τοια συ­ντρο­φιά, ο φι­λό­σο­φος δεν έχα­νε ευ­και­ρία να ρη­το­ρεύ­ει και να εκ­θέ­τει τις πε­ρί­ερ­γες από­ψεις του για κά­θε το­μέα του επι­στη­τού. Αυ­τή τη φο­ρά, κα­θώς το γλέ­ντι γι­νό­ταν στο σπί­τι νι­κη­φό­ρου θε­α­τρι­κού συγ­γρα­φέα και οι συν­δαι­τυ­μό­νες ήταν κυ­ρί­ως ομό­τε­χνοι, ο Σω­κρά­της βάλ­θη­κε να ανα­πτύ­ξει τη δι­δα­σκα­λία του πε­ρί δρα­μα­τι­κής ποί­η­σης. «Αυ­τός ο δια­χω­ρι­σμός που έχε­τε εσείς οι συγ­γρα­φείς στα θέ­α­τρα», τους έλε­γε, «άλ­λος να γρά­φει τις τρα­γω­δί­ες και άλ­λος τις κω­μω­δί­ες, εί­ναι εντε­λώς αστή­ρι­κτος φι­λο­σο­φι­κά και αι­σθη­τι­κά. Μά­λι­στα, σας το λέω εγώ. Ο ίδιος ποι­η­τής θα έπρε­πε να μπο­ρεί να γρά­φει και τρα­γω­δία και κω­μω­δία και όλα τα υπό­λοι­πα εί­δη: ιστο­ρι­κό έρ­γο, βου­κο­λι­κό, ιστο­ρι­κό-βου­κο­λι­κό, τρα­γι­κό-ιστο­ρι­κό, τρα­γι­κό-κω­μι­κό-ιστο­ρι­κό-βου­κο­λι­κό, και ό,τι άλ­λο θέ­λε­τε.[3] Και να μου το θυ­μη­θεί­τε, θα έρ­θει μια μέ­ρα όπου θα φα­νεί στον κό­σμο ένας τέ­τοιος βαρ­βά­τος ποι­η­τής, ο οποί­ος θα δια­κρι­θεί και θα δο­ξα­στεί ομοί­ως σε όλα αυ­τά τα εί­δη».

Κα­θώς οι δύο ποι­η­τές έφευ­γαν από το σπί­τι του οι­κο­δε­σπό­τη, μέ­σα στους αξη­μέ­ρω­τους δρό­μους, ο Αρι­στο­φά­νης κλω­θο­γυρ­νού­σε στο με­θυ­σμέ­νο του κε­φά­λι τα λό­για του Σω­κρά­τη. «Τι πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα βρή­κε πά­λι αυ­τός ο σο­φι­στής να μας πει», συλ­λο­γι­ζό­ταν ο κω­μι­κός. «Ακούς εκεί ο ίδιος ποι­η­τής να γρά­φει και τρα­γω­δία και κω­μω­δία». Και ξαφ­νι­κά μια σκέ­ψη άστρα­ψε, σαν τον κε­ραυ­νό του Διός, ανά­με­σα στα σύν­νε­φα του κρα­σιού που πλα­νιού­νταν στο θο­λω­μέ­νο του μυα­λό: «Βρε συ Ευ­ρι­πί­δη», φώ­να­ξε στον σύ­ντρο­φό του, «δεν κα­τα­πια­νό­μα­στε εμείς να το κά­νου­με, να τον βά­λου­με κά­τω αυ­τόν τον τσαρ­λα­τά­νο με τις σο­φι­στεί­ες του; Άμ’ έπος άμ’ έρ­γον: εγώ θα γρά­ψω μια τρα­γω­δία, και εσύ μια κω­μω­δία. Και θα του δεί­ξου­με πώς, όσες φι­λο­σο­φί­ες και θε­ω­ρί­ες ξέ­ρει αυ­τός να ξε­στο­μί­ζει στον αέ­ρα, εμείς οι πρα­κτι­κοί άν­θρω­ποι της τέ­χνης κα­τέ­χου­με να τις κά­νου­με πρά­ξη πά­νω στη σκη­νή».

Ο Ευ­ρι­πί­δης δεν απο­κρί­θη­κε τί­πο­τε εκεί­νη τη στιγ­μή. Ζύ­γω­ναν άλ­λω­στε στο σπί­τι του Αρι­στο­φά­νη, στη συ­νοι­κία των Κυ­δα­θη­ναί­ων κά­τω από τη σκιά του ιε­ρού βρά­χου. Ο κω­μι­κός πή­γε αμέ­σως στο δω­μά­τιό του για ύπνο και ρο­χά­λι­ζε μέ­χρι το επό­με­νο με­ση­μέ­ρι, τυ­λιγ­μέ­νος σε πέ­ντε κου­βέρ­τες. Ο Ευ­ρι­πί­δης, που φι­λο­ξε­νού­νταν στην οι­κία του Αρι­στο­φά­νη κά­θε φο­ρά που ανέ­βαι­νε στην Αθή­να, λα­γο­κοι­μή­θη­κε σε έναν κα­να­πέ στο σα­λό­νι μέ­χρι το χά­ρα­μα, και την αυ­γή έφυ­γε αθό­ρυ­βα για το Πέ­ρα­μα, για να προ­λά­βει το πρω­ι­νό πορ­θμείο προς το νη­σί του, τη Σα­λα­μί­να. Στη συ­ζή­τη­ση της προη­γού­με­νης νύ­χτας δεν δό­θη­κε συ­νέ­χεια. Όμως επί­μο­να η ποι­η­τι­κή ιδέα πά­ει κι έρ­χε­ται. Τα επό­με­να χρό­νια έμελ­λε να δουν το φως τα απο­τε­λέ­σμα­τα του προ­κλη­τι­κού καλ­λι­τε­χνι­κού στοι­χή­μα­τος που εί­χε προ­τεί­νει ο Αρι­στο­φά­νης πά­νω στο με­θύ­σι. Ο ίδιος ο κω­μι­κός έγρα­ψε και πα­ρου­σί­α­σε το 411 τις Θε­σμο­φο­ριά­ζου­σες, ένα δρά­μα που σχε­δόν όλο το υλι­κό του εί­ναι αντλη­μέ­νο από τον Ευ­ρι­πί­δη: μέ­σα στα όρια ενός και μό­νο έρ­γου συ­μπυ­κνώ­νε­ται μια ολό­κλη­ρη τε­τρα­λο­γία τρα­γω­διών, σαν να ήθε­λε ο Αρι­στο­φά­νης να γε­μί­σει μο­να­χός του το πλή­ρες πρό­γραμ­μα τρα­γι­κών πα­ρα­στά­σε­ων στα Διο­νύ­σια.[4]

Όσο για τον Ευ­ρι­πί­δη, τσί­μπη­σε και αυ­τός το λο­γο­τε­χνι­κό δό­λω­μα, και οι συ­νέ­πειες για τη δι­κή του πα­ρα­γω­γή ήταν ακό­μη πιο απο­δο­τι­κές. Κα­τά τα επό­με­να τρία ή τέσ­σε­ρα χρό­νια ο με­γά­λος τρα­γι­κός επρό­κει­το να συν­θέ­σει μια σει­ρά έρ­γων όπου οι μύ­θοι και οι συμ­βά­σεις της τρα­γω­δί­ας ανα­κα­τεύ­ο­νται με κω­μι­κά στοι­χεία και δρα­μα­το­ποιού­νται με γε­ρές δό­σεις χιού­μορ, ει­ρω­νεί­ας και πα­ρα­μυ­θέ­νιου εξω­τι­σμού: Ιφι­γέ­νεια η εν Ταύ­ροις, Ελέ­νη και Αν­δρο­μέ­δα συ­νι­στούν τον πυ­ρή­να αυ­τής της ομά­δας δρα­μά­των, ενώ στην πε­ρι­φέ­ρειά της βρί­σκο­νται ακό­μη ο Ίων, η Υψι­πύ­λη, ίσως και άλ­λα χα­μέ­να έρ­γα.[5] Αυ­τές εί­ναι οι ευ­ρι­πί­δειες δη­μιουρ­γί­ες που η νε­ό­τε­ρη κρι­τι­κή δεν ξέ­ρει πώς να τις κα­τα­τά­ξει γραμ­μα­το­λο­γι­κά και με ποια ορο­λο­γία να τις κα­το­νο­μά­σει. Έχουν βα­φτι­στεί τρα­γι­κω­μω­δί­ες, πα­ρα­μυ­θο­δρά­μα­τα, ακό­μη και ρο­μάν­τζα (romances στη γλώσ­σα των Ευ­ρω­παί­ων ει­δι­κών), ενώ κά­ποιοι Αγ­γλο­σά­ξο­νες με­λε­τη­τές τις πα­ραλ­λή­λι­σαν με τα ση­με­ρι­νά B-movies και τις τη­λε­ο­πτι­κές σα­που­νό­πε­ρες.[6]



Η Ιφι­γέ­νεια και τα ευ­ρι­πί­δεια πα­ρα­μυ­θο­δρά­μα­τα

Οι τρεις κε­ντρι­κές τρα­γι­κω­μω­δί­ες της ομά­δας, η Ιφι­γέ­νεια, η Ελέ­νη και η απο­σπα­σμα­τι­κά σω­ζό­με­νη Αν­δρο­μέ­δα, γρά­φτη­καν και πα­ρου­σιά­στη­καν πο­λύ κο­ντά η μία στην άλ­λη, στο ίδιο φε­στι­βάλ ή σε δια­δο­χι­κές χρο­νιές. Και οι τρεις ανα­πα­ρά­γουν το ίδιο πρό­τυ­πο πλο­κής, έχουν την ίδια βα­σι­κή δο­μή και πο­λύ πα­ρό­μοια αι­σθη­τι­κή και δρα­μα­τουρ­γία, και συ­νι­στούν τα πιο εμ­βλη­μα­τι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα αυ­τού του τύ­που δρά­μα­τος. Τα κύ­ρια συ­στα­τι­κά της συ­ντα­γής εί­ναι αφε­νός η πα­ρα­μυ­θέ­νια υπό­θε­ση, το­πο­θε­τη­μέ­νη σε πε­ρι­βάλ­λον εξω­τι­κό και αλ­λό­κο­σμο, και αφε­τέ­ρου η αξε­διά­λυ­τη μί­ξη του τρα­γι­κού με το κω­μι­κό. Το υλι­κό της πλο­κής αντλεί­ται από τα αρ­χε­τυ­πι­κά θέ­μα­τα του λαϊ­κού φα­ντα­σια­κού, που εί­ναι δια­δε­δο­μέ­να στις μυ­θο­λο­γί­ες και στα πα­ρα­μύ­θια όλου του κό­σμου: ανα­ζή­τη­ση μιας πο­λύ­τι­μης οντό­τη­τας, που υπο­χρε­ώ­νει τον ήρωα σε πε­ρι­πε­τειώ­δη τα­ξί­δια· πε­ρι­πλα­νή­σεις σε μα­κρι­νούς τό­πους στις εσχα­τιές της γης, με θαυ­μα­στά θε­ά­μα­τα και πρω­τό­φα­ντες εμπει­ρί­ες· πά­λη με τέ­ρα­τα ή με εχθρι­κούς ιθα­γε­νείς· σω­τη­ρία μιας αιχ­μά­λω­της δε­σπο­σύ­νης, που έχει απα­χθεί και φυ­λα­κι­στεί στον αγριό­το­πο. Αυ­τά τα στοι­χεία, σε διά­φο­ρους συν­δυα­σμούς, δια­τρέ­χουν τις μυ­θο­ποι­ί­ες των λα­ών από τη χα­ραυ­γή του πο­λι­τι­σμού μέ­χρι το λυ­κό­φως της αν­θρω­πό­τη­τας που ζού­με σή­με­ρα.[7]

Σύμ­φω­να με αυ­τό το αρ­χέ­τυ­πο, στα ευ­ρι­πί­δεια δρά­μα­τα ο ήρω­ας τα­ξι­δεύ­ει με πολ­λούς μό­χθους και άθλους σε μια εξω­τι­κή πε­ριο­χή στην πε­ρι­φέ­ρεια του γνω­στού κό­σμου, και εκεί βρί­σκει την αιχ­μά­λω­τη και τη σώ­ζει από το άγριο θε­ριό ή από τους ανή­με­ρους ιθα­γε­νείς. Στην Αν­δρο­μέ­δα ο τρα­γι­κός δρα­μα­τουρ­γός δια­τη­ρεί την κλα­σι­κή πα­ρα­μυ­θέ­νια εκ­δο­χή αυ­τής της πε­ρι­πέ­τειας: το ζευ­γά­ρι των ηρώ­ων εί­ναι ένα νέο παλ­λη­κά­ρι και μια πα­νέ­μορ­φη πρι­γκι­πο­πού­λα, που ερω­τεύ­ο­νται και πα­ντρεύ­ο­νται στο τέ­λος.[8] Στα λοι­πά έρ­γα το πα­ρα­δο­σια­κό σχή­μα πα­ραλ­λάσ­σε­ται για να προ­σαρ­μο­στεί σε άλ­λους γνω­στούς μύ­θους. Στην Ελέ­νη το κε­ντρι­κό ζεύ­γος συν­δέ­ε­ται και αυ­τό με σχέ­ση γά­μου, αλ­λά δεν εί­ναι νε­α­ροί στις απαρ­χές του έρω­τά τους. Ο Με­νέ­λα­ος και η Ελέ­νη εί­ναι αν­δρό­γυ­νο σε ώρι­μη ηλι­κία, που τους χώ­ρι­σαν τα πέ­λα­γα και οι πα­ρε­ξη­γή­σεις της τύ­χης, και ξα­να­σμί­γουν στην ξε­νι­τιά με­τά από απα­γω­γές, πο­λέ­μους και ναυά­για, όπως θα πα­θαί­νουν αρ­γό­τε­ρα οι πρω­τα­γω­νι­στές των ελ­λη­νι­στι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των.

Στην Ιφι­γέ­νεια, πά­λι, η μορ­φή της ιστο­ρί­ας εί­ναι μο­να­δι­κή στην πα­γκό­σμια γραμ­μα­τεία: οι δύο νέ­οι εί­ναι αδέλ­φια, όχι ερω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι. Τη θέ­ση του ρο­μα­ντι­κού έρω­τα την κα­τα­λαμ­βά­νουν σε αυ­τό το δρά­μα δύο άλ­λα, συ­να­φή αλ­λά όχι ταυ­τό­ση­μα αι­σθή­μα­τα: αφε­νός η αδελ­φι­κή αγά­πη με­τα­ξύ του Ορέ­στη και της Ιφι­γέ­νειας, η αφο­σί­ω­σή τους στους δε­σμούς της ξε­κλη­ρι­σμέ­νης τους οι­κο­γέ­νειας, που τη συ­ντά­ρα­ξε τό­σο τρα­γι­κά η μοί­ρα. Αφε­τέ­ρου, η ισχυ­ρή φι­λία ανά­με­σα στον Ορέ­στη και στον Πυ­λά­δη, η οποία κι­νεί­ται κά­που ανά­με­σα στη συ­γκι­νη­τι­κή συ­ντρο­φι­κό­τη­τα των Χό­μπιτς του Τόλ­κιν και στην ανο­μο­λό­γη­τα ομο­ε­ρω­τι­κή σύν­δε­ση των αρ­χαιό­τε­ρων επι­κών ηρώ­ων της αν­θρω­πό­τη­τας, του Γιλ­γα­μές και του Εν­κι­ντού.

Όσο για την αιχ­μά­λω­τη πρι­γκι­πο­πού­λα του έρ­γου, την εξα­φα­νι­σμέ­νη από τον κό­σμο Ιφι­γέ­νεια, αυ­τή εί­ναι ση­μα­δε­μέ­νη από την τύ­χη της ώστε να κεί­τε­ται για πά­ντα έξω από τη σφαί­ρα του έρω­τα και των γλυ­κό­πι­κρων πα­θών του. Η μο­να­δι­κή εμπλο­κή της στα χτυ­πο­κάρ­δια του γά­μου, όταν την έφε­ραν παι­δού­λα ακό­μη στην Αυ­λί­δα τά­χα για να πα­ντρευ­τεί τον ωραίο Αχιλ­λέα, δεν ήταν πα­ρά μια κα­κό­τε­χνη απά­τη, την οποία έστη­σαν σε βά­ρος της θε­οί και άν­θρω­ποι, για να την οδη­γή­σουν πρώ­τα στη μά­χαι­ρα της θυ­σί­ας και κα­τό­πιν στη διά βί­ου παρ­θε­νία της ιε­ρο­σύ­νης. Αν εξαι­ρέ­σου­με τη με­τα­φο­ρά της από την άγρια πα­ρα­μυ­θο­χώ­ρα στον πο­λι­τι­σμέ­νο κό­σμο της Ελ­λά­δας, η μοί­ρα της δεν αλ­λά­ζει ου­σιω­δώς στο τέ­λος του έρ­γου. Η Ιφι­γέ­νεια θα πα­ρα­μεί­νει ιέ­ρεια της Άρ­τε­μης, ορ­κι­σμέ­νη στα ισό­βια δε­σμά της αγνό­τη­τας, μια αέ­ναη νοι­κο­κυ­ρά του υπερ­βα­τι­κού, να φυ­λά­ει ανελ­λι­πώς τον ναό και το λα­τρευ­τι­κό άγαλ­μα της θε­άς, χω­ρίς δι­κό της σπι­τι­κό και οι­κο­γέ­νεια.[9] Πρέ­πει να έχου­με κα­τά νουν, άλ­λω­στε, ότι η Ιφι­γέ­νεια εί­ναι αρ­κε­τά με­γα­λύ­τε­ρη σε ηλι­κία από τον Ορέ­στη, που ήταν νή­πιο όταν πή­ραν την έφη­βη αδελ­φή του για τον προ­σποι­η­τό γά­μο της Αυ­λί­δας. Στο έρ­γο του Ευ­ρι­πί­δη, όπου έχει πε­ρά­σει σχε­δόν μια ει­κο­σα­ε­τία από εκεί­να τα γε­γο­νό­τα, η Ιφι­γέ­νεια πλη­σιά­ζει πια το ηλι­κια­κό όριο που σή­μαι­νε το τέ­λος της επο­χής του γά­μου και της μη­τρό­τη­τας για τις γυ­ναί­κες του αρ­χαί­ου κό­σμου. Με τα λό­για του Σε­φέ­ρη, η Ιφι­γέ­νεια γέ­ρα­σε ανά­με­σα στον βω­μό της Αυ­λί­δας και στα μα­χαί­ρια των Ταυ­ρί­ων. Ακό­μη και όταν κα­τα­κτά­ει τη λευ­τε­ριά της από τη βαρ­βα­ρι­κή γη, δεν έχει μπρο­στά της άλ­λη επι­λο­γή από εκεί­νην που προ­δια­γρά­φει ο τρε­λός Άμ­λετ για τη δύ­στυ­χη Οφη­λία (Άμ­λετ Γ΄ 1.123-143): το μο­να­στή­ρι, ή μάλ­λον το αρ­χαίο του αντί­στοι­χο.

Σε όλες τις ευ­ρι­πί­δειες τρα­γι­κω­μω­δί­ες η δρά­ση το­πο­θε­τεί­ται σε μέ­ρος μα­κρι­νό και εξω­τι­κό, στην πε­ρι­φέ­ρεια του τεκ­μη­ριω­μέ­νου κό­σμου της εμπει­ρί­ας των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων.[10] Πρό­κει­ται για πε­ριο­χές που λει­τουρ­γού­σαν ως σκη­νι­κό για τις θαυ­μα­στές πε­ρι­πέ­τειες των ηρώ­ων ήδη στη μυ­θι­κή πα­ρά­δο­ση, στα επι­κά άσμα­τα για τον Οδυσ­σέα και την Αρ­γο­ναυ­τι­κή εκ­στρα­τεία, και αρ­γό­τε­ρα θα γί­νουν αγα­πη­μέ­να θέ­μα­τα της ελ­λη­νι­κής εθνο­γρα­φί­ας.[11] Η Αί­γυ­πτος, όπου ο Με­νέ­λα­ος ξα­να­βρί­σκει την Ελέ­νη στο ακρο­θα­λάσ­σι του Πρω­τέα, ήταν από την ομη­ρι­κή επο­χή κιό­λας ο πιο κο­ντι­νός προς την Ελ­λά­δα τό­πος όπου το θαύ­μα λει­τουρ­γού­σε ακό­μη – μια πα­ρα­μυ­θέ­νια ζώ­νη εναλ­λα­κτι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας σε από­στα­ση μιά­μι­ση μέ­ρα θα­λασ­σι­νού τα­ξι­διού από την Κρή­τη.[12] Η Ταυ­ρί­δα, στην πο­λύ­πα­θη χερ­σό­νη­σο της Κρι­μαί­ας στον Εύ­ξει­νο Πό­ντο, βρι­σκό­ταν κο­ντά στην Κολ­χί­δα, τη μυ­θι­κή χώ­ρα του χρυ­σό­μαλ­λου δέ­ρα­τος και των μα­γισ­σών που με­τα­μορ­φώ­νουν τους άν­δρες σε γου­ρού­νια ή τους κά­νουν να ξα­να­νιώ­σουν μέ­σα στη θαυ­μα­τουρ­γή χύ­τρα τους.[13] Γει­τό­νευε επί­σης με τις εκτά­σεις των Σκυ­θών, των πε­ρή­φα­νων νο­μά­δων στις αρ­χαί­ες στέ­πες της Ου­κρα­νί­ας, που εί­ναι γρα­φτό της να γί­νε­ται ατέρ­μο­να στό­χος βί­αιων και ατε­λέ­σφο­ρων ει­σβο­λών, από τον Δα­ρείο και τον Αφρα­σι­γιάμπ ώς τον Χί­τλερ και τον Πού­τιν.[14] Όσο για τη θρυ­λι­κή Αι­θιο­πία της Αν­δρο­μέ­δας, αυ­τή ήταν η κα­τε­ξο­χήν επι­κρά­τεια του θαυ­μα­στού και της μα­γεί­ας για όλους τους πο­λι­τι­σμέ­νους λα­ούς της αρ­χαιό­τη­τας, τους Έλ­λη­νες όσο και τους Αι­γύ­πτιους και τους Πέρ­σες.[15]

Η αρ­χαία εθνο­γρα­φία, η επι­στή­μη του Ηρό­δο­του και του Εκα­ταί­ου, έδει­ξε επί­σης έντο­νο εν­δια­φέ­ρον για αυ­τές τις πε­ριο­χές και τα πα­ρά­ξε­να έθι­μα των λα­ών τους. Ιδί­ως το έρ­γο του Ηρό­δο­του εί­ναι γε­μά­το σχε­τι­κές διε­ρευ­νή­σεις.[16] Η δι­ή­γη­ση του Ηρό­δο­του για τη δια­μο­νή της Ελέ­νης στην αυ­λή του Πρω­τέα στην Αί­γυ­πτο (2.112-120) μοιά­ζει με εκλο­γι­κευ­μέ­νη πα­ραλ­λα­γή του πα­ρα­μυ­θο­δρά­μα­τος του Ευ­ρι­πί­δη.[17] Η πε­ρι­κο­πή του για την Ταυ­ρί­δα (4.99-103) πε­ρι­λαμ­βά­νει λε­πτο­με­ρή πε­ρι­γρα­φή για τις αν­θρω­πο­θυ­σί­ες των ντό­πιων, το τε­λε­τουρ­γι­κό τους και τη με­γά­λη θεά στην οποία αφιε­ρώ­νο­νται.[18] Θα πί­στευε κα­νείς ότι τα σκη­νι­κά των ευ­ρι­πί­δειων τρα­γι­κω­μω­διών προ­έ­κυ­ψαν από μια δη­μιουρ­γι­κή ανά­γνω­ση του ηρο­δό­τειου έρ­γου. Κα­τά βά­θος, όμως, οι εξω­τι­κοί τό­ποι του πα­ρα­μυ­θο­δρά­μα­τος δεν εί­ναι οι γε­ω­γρα­φι­κά και αν­θρω­πο­λο­γι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­νες εθνι­κές οντό­τη­τες της τα­ξι­διω­τι­κής και ιστο­ρι­κής γρα­φής. Ο Ευ­ρι­πί­δης δα­νεί­ζε­ται μο­νά­χα λί­γες γρα­φι­κές λε­πτο­μέ­ρειες από την εθνο­γρα­φι­κή γραμ­μα­τεία, ίσα-ίσα για να δώ­σει ένα επί­χρι­σμα το­πι­κού χρώ­μα­τος στα ποι­κι­λώ­νυ­μα αλ­λο­ε­θνή σκη­νι­κά του. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο χώ­ρος δρά­σης σε όλα αυ­τά τα έρ­γα εί­ναι η θαυ­μα­στή και αγε­ω­γρά­φη­τη επι­κρά­τεια του πα­ρα­μυ­θιού, με τα φο­βε­ρά τέ­ρα­τα και τις επι­κίν­δυ­νες θά­λασ­σες, τις φυ­λα­κι­σμέ­νες δε­σπο­σύ­νες και τους αφι­λό­ξε­νους μο­νάρ­χες.[19]

Στην ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας έχει γί­νει κοι­νός τό­πος να πα­ραλ­λη­λί­ζο­νται τα πα­ρα­πά­νω έρ­γα του Ευ­ρι­πί­δη με τα ύστε­ρα πα­ρα­μυ­θο­δρά­μα­τα του Σαίξ­πηρ, από τον Πε­ρι­κλή ώς το Χει­μω­νιά­τι­κο Πα­ρα­μύ­θι και την Τρι­κυ­μία, που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται και αυ­τά από εξω­τι­κές το­πο­θε­σί­ες, θαυ­μα­στά θα­λασ­σι­νά τα­ξί­δια και ρο­μα­ντι­κές πλο­κές.[20] Κά­ποιοι με­λε­τη­τές κά­νουν συ­γκρί­σεις και με τις ιστο­ρί­ες ίντρι­γκας και από­δρα­σης που συ­νη­θί­ζο­νται στην κλα­σι­κή κω­μι­κή όπε­ρα, φέ­ρ’ ει­πείν στην Απα­γω­γή από το σε­ράι του Μό­τσαρτ και στην Ιτα­λί­δα στο Αλ­γέ­ρι του Ροσ­σί­νι.[21] Όμως το απώ­τε­ρο πρό­τυ­πο του Ευ­ρι­πί­δη ανή­κει στην ίδια την ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία: εί­ναι ο πε­ρι­πε­τειώ­δης και μα­γε­μέ­νος κό­σμος της Οδύσ­σειας, που απλώ­νε­ται και αυ­τός σε μα­κρι­νές θά­λασ­σες και πα­ρα­μυ­θέ­νιους τό­πους και εμπε­ριέ­χει επί­σης μια μα­κρό­χρο­νη ανα­ζή­τη­ση του ήρωα και μια δέ­σποι­να που πε­ρι­μέ­νει υπο­μο­νε­τι­κά τον σω­τή­ρα της μέ­σα στο κά­στρο. Οι ευ­ρι­πί­δειες τρα­γι­κω­μω­δί­ες εί­ναι από την άπο­ψη αυ­τή εγ­γό­νια της Οδύσ­σειας, όπως από­γο­νοί της θα εί­ναι και τα ελ­λη­νι­στι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα.[22]

Εί­ναι αξιο­ση­μεί­ω­το ότι το 415, λί­γο πριν να αφο­σιω­θεί στη συγ­γρα­φή αυ­τών των έρ­γων, ο Ευ­ρι­πί­δης εί­χε πα­ρου­σιά­σει στο θέ­α­τρο τη λε­γό­με­νη «τρω­ι­κή τρι­λο­γία» του, μια τριά­δα τρα­γω­διών με θέ­μα­τα παρ­μέ­να από τον κα­τα­στρο­φι­κό πό­λε­μο της Τροί­ας, η οποία ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τις συ­γκλο­νι­στι­κές Τρω­ά­δες. Συ­νέ­θε­σε έτσι τη δι­κή του εκ­δο­χή της Ιλιά­δας, ένα μνη­μειώ­δες σκη­νι­κό πα­νό­ρα­μα όπου διε­κτρα­γω­δού­νταν τα δει­νά του πο­λέ­μου.[23] Πι­θα­νώς απο­κα­μω­μέ­νος από αυ­τήν την τρα­γι­κή δη­μιουρ­γία, οπωσ­δή­πο­τε απο­γοη­τευ­μέ­νος από το κλί­μα της οδύ­νης και της αγω­νί­ας που επι­κρα­τού­σε στην Αθή­να λό­γω της δυ­σοί­ω­νης τρο­πής του πο­λέ­μου, ο Ευ­ρι­πί­δης απο­φά­σι­σε, με­τά την αντι­πο­λε­μι­κή του Ιλιά­δα, να συν­θέ­σει και μια θε­α­τρι­κή Οδύσ­σεια, μια τα­ξι­διά­ρι­κη μυ­θι­στο­ρία με πιο χα­ρού­με­νους και ρο­μα­ντι­κούς τό­νους.

Σαν τον ομη­ρι­κό Οδυσ­σέα και τους πρω­τα­γω­νι­στές των πα­ρα­μυ­θιών, οι ιδιό­τυ­ποι ήρω­ες των τρα­γι­κω­μω­διών του Ευ­ρι­πί­δη εί­ναι αιχ­μά­λω­τοι στην πα­ρα­μυ­θο­χώ­ρα, και προ­σπα­θούν να δια­φύ­γουν από εκεί και να επι­στρέ­ψουν στον αλη­θι­νό κό­σμο.[24] Ίσως για αυ­τόν τον λό­γο ο ποι­η­τής της Ιφι­γέ­νειας δί­νει τό­ση έμ­φα­ση στη σύν­δε­ση των πε­ρι­πε­τειών των προ­σώ­πων του με έθι­μα και τε­λε­τουρ­γί­ες της κλα­σι­κής Αθή­νας, που ήταν πο­λύ οι­κεία στο κοι­νό, όπως οι Χό­ες και η κα­τά μό­νας οι­νο­πο­σία τους, οι θυ­σί­ες στον ναό της Ταυ­ρο­πό­λου Άρ­τε­μης στις Αρα­φη­νί­δες Αλές (έναν πα­ρά­λιο δή­μο της Ατ­τι­κής κά­που στη ση­με­ρι­νή Λού­τσα) και η λα­τρεία της θε­άς στη Βραυ­ρώ­να.[25] Όλες αυ­τές οι ανα­φο­ρές, μέ­ρος της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας των Αθη­ναί­ων θε­α­τών, το­νί­ζουν την απε­γνω­σμέ­νη προ­σπά­θεια των κε­ντρι­κών προ­σώ­πων της τρα­γω­δί­ας να απε­γκλω­βι­στούν από τον ανυ­πό­στα­το κό­σμο της φα­ντα­σί­ας και να γυ­ρί­σουν στην απτή και οι­κεία μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ώστε να τε­λειώ­σει κα­λά το πα­ρα­μύ­θι.

Τρα­γι­κό και κω­μι­κό σε δια­φο­ρε­τι­κές δο­σο­λο­γί­ες

Όσο για τη συ­νύ­φαν­ση του κω­μι­κού και του σο­βα­ρού, αυ­τή απο­τε­λού­σε συ­στα­τι­κό στοι­χείο της αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας από τις απαρ­χές της, αλ­λά δεν φαί­νε­ται να εί­χε επι­χει­ρη­θεί σε τό­σο με­γά­λη κλί­μα­κα πριν από τον Ευ­ρι­πί­δη. Στην κλα­σι­κή τρα­γι­κή δρα­μα­τουρ­γία, όπως τη γνω­ρί­ζου­με από τον Αι­σχύ­λο και τον Σο­φο­κλή, με­μο­νω­μέ­νες σκη­νές με κω­μι­κό τό­νο και χιου­μο­ρι­στι­κά στοι­χεία μπο­ρούν κάλ­λι­στα να πα­ρεμ­βάλ­λο­νται στη δρά­ση, ανά­με­σα στα δει­νά των ηρώ­ων. Εί­ναι όμως ενό­τη­τες ξε­χω­ρι­στές, πε­ριο­ρι­σμέ­νες και λί­γο-πο­λύ αυ­τό­νο­μες, που κα­τα­λαμ­βά­νουν μι­κρή έκτα­ση και λει­τουρ­γούν συ­νή­θως σαν ιλα­ρά ιντερ­μέ­δια, για να δη­μιουρ­γή­σουν αντί­θε­ση ή αντί­στι­ξη προς πα­ρα­κεί­με­να επει­σό­δια με­γά­λης δρα­μα­τι­κής έντα­σης ή τρα­γι­κού πά­θους. Ο ποι­η­τής πα­ρεμ­βάλ­λει ένα σύ­ντο­μο κω­μι­κό στιγ­μιό­τυ­πο, χα­λα­ρώ­νο­ντας κά­πως την έξαρ­ση της δρά­σης, και κα­τό­πιν πα­ρου­σιά­ζει μια σκη­νή υψη­λής πε­ρι­πά­θειας ή δρα­μα­τι­κής κο­ρύ­φω­σης. Έτσι, η αντί­θε­ση ανά­με­σα στο φαι­δρό ιντερ­μέ­διο και στο σο­βα­ρό επει­σό­διο που ακο­λου­θεί, το­νί­ζει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τη δρα­μα­τι­κό­τη­τα και την έντα­ση του δεύ­τε­ρου.[26]

Με άλ­λα λό­για, το κω­μι­κό στοι­χείο χρη­σι­μο­ποιεί­ται σε με­τρη­μέ­νες, φει­δω­λές δό­σεις, ώστε να προ­βά­λει αντι­στι­κτι­κά τις πιο ση­μα­ντι­κές σκη­νές τρα­γι­κής σύ­γκρου­σης ή πά­θους – σαν μια πρέ­ζα πι­πέ­ρι που προ­σθέ­τει ο ζα­χα­ρο­πλά­στης για να ενι­σχύ­σει τη γεύ­ση του γλυ­κού. Ας ανα­λο­γι­στού­με για πα­ρά­δειγ­μα την αστεία μορ­φή του ευ­θυ­νό­φο­βου και συμ­φε­ρο­ντο­λό­γου φύ­λα­κα στη σο­φό­κλεια Αντι­γό­νη (223-331, 384-445): τα ευ­τε­λή κα­μώ­μα­τά του ανοί­γουν τον δρό­μο για την αντι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ Κρέ­ο­ντα και Αντι­γό­νης, που συ­νι­στά τη δρα­μα­τι­κή ρα­χο­κο­κα­λιά της τρα­γω­δί­ας. Ανά­λο­γα λει­τουρ­γεί η γριά τρο­φός στις Χοη­φό­ρους του Αι­σχύ­λου, η οποία κά­νει ένα γρή­γο­ρο πέ­ρα­σμα από την ορ­χή­στρα μι­λώ­ντας για τις μω­ρου­δια­κές πά­νες του μι­κρού Ορέ­στη (734-782), προ­τού κα­τα­φτά­σει ο Αί­γι­σθος και λά­βει χώ­ρα η φο­βε­ρή σκη­νή των φό­νων. Ο Σαίξ­πηρ ήξε­ρε κα­λά να χει­ρί­ζε­ται την ίδια τε­χνι­κή, έστω και αν δεν εί­χε δια­βά­σει τους αρ­χαί­ους. Μάλ­λον την ανα­κά­λυ­ψε και την εφάρ­μο­σε από έν­στι­κτο, όπως θα έλε­γε και ο αγα­πη­μέ­νος του ήρω­ας, ο Φάλ­σταφ (Ερ­ρί­κος Δ΄, πρώ­το μέ­ρος, Β΄ 5.274-276). Στον Μακ­μπέθ ο φι­λο­παίγ­μων θυ­ρω­ρός ξε­στο­μί­ζει κά­μπο­σα αστεία όταν ση­κώ­νε­ται να ανοί­ξει την πύ­λη του πα­λα­τιού μέ­σα στην κρύα νύ­χτα – λί­γο προ­τού να ανα­κα­λυ­φθεί η αι­μα­τη­ρή δο­λο­φο­νία του βα­σι­λιά (Β΄ 3).[27] Στο Αντώ­νιος και Κλε­ο­πά­τρα ο κω­μι­κός του θιά­σου φέρ­νει στην Κλε­ο­πά­τρα το κα­λά­θι με το δη­λη­τη­ριώ­δες φί­δι, και η βα­σί­λισ­σα της Αι­γύ­πτου κα­τα­δέ­χε­ται να ακού­σει τα ευ­φυο­λο­γή­μα­τά του, προ­τού πα­ρα­δο­θεί στον τε­λευ­ταίο της ποι­η­τι­κό μο­νό­λο­γο και στο δά­γκω­μα του θα­νά­του (Ε΄ 2.238-308).[28]

Στα ύστε­ρα έρ­γα του ο Ευ­ρι­πί­δης εφηύ­ρε έναν άλ­λον τρό­πο τρα­γι­κής εκ­με­τάλ­λευ­σης του κω­μι­κού στοι­χεί­ου. Ήταν ανα­κά­λυ­ψη απο­λύ­τως δι­κή του, με την οποία ο με­γά­λος τρα­γι­κός πή­ρε εκ­δί­κη­ση από τον Αρι­στο­φά­νη και τους άλ­λους συγ­γρα­φείς της κω­μω­δί­ας. Αυ­τοί οι τε­λευ­ταί­οι δα­νεί­ζο­νταν συ­χνά-πυ­κνά τα υλι­κά των ευ­ρι­πί­δειων τρα­γω­διών και τα δια­κω­μω­δού­σαν για να προ­κα­λέ­σουν γέ­λιο. Ο Ευ­ρι­πί­δης τούς ξε­πλή­ρω­σε αντι­στρό­φως: σφε­τε­ρί­στη­κε τις τε­χνι­κές της κω­μω­δί­ας για να πε­τύ­χει υψη­λή δρα­μα­τι­κή έντα­ση και τρα­γι­κή συ­γκί­νη­ση. Συ­γκλο­νι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι η σκη­νή της με­ταμ­φί­ε­σης του Πεν­θέα σε γυ­ναί­κα, κο­ντά στο τέ­λος των Βακ­χών (912-976).[29] Πρό­κει­ται για το τυ­πι­κό κω­μι­κό μο­τί­βο της πα­ρεν­δυ­σί­ας, που δια­σκέ­δα­ζε για αιώ­νες το κοι­νό, από τον Μνη­σί­λο­χο του Αρι­στο­φά­νη ώς τον Κε­ρου­μπί­νο του Μπω­μαρ­σαί και τους συ­να­δέλ­φους της Μαί­ρι­λυν Μον­ρόε στο Με­ρι­κοί το προ­τι­μούν καυ­τό.[30] Στις Βάκ­χες όμως, πί­σω από τα στοι­χεία της φάρ­σας, κρύ­βε­ται το ρί­γος της υπερ­φυ­σι­κής δύ­να­μης του θε­ού, κα­θώς και η αγω­νία για το τρο­με­ρό τέ­λος του Πεν­θέα, που πλη­σιά­ζει. Ο Διό­νυ­σος μάς έχει ήδη ανα­κοι­νώ­σει από πρω­τύ­τε­ρα την έκ­βα­ση των πραγ­μά­των: ο Πεν­θέ­ας, ντυ­μέ­νος γυ­ναι­κεία, θα οδη­γη­θεί στο βου­νό όπου θα τον κομ­μα­τιά­σει η ίδια του η μη­τέ­ρα (847-861). Έτσι, ολό­κλη­ρη η αστεία σκη­νή της πα­ρεν­δυ­σί­ας δια­δρα­μα­τί­ζε­ται κά­τω από τη σκιά της φο­βε­ρής θεϊ­κής πρόρ­ρη­σης. Ο Πεν­θέ­ας, ο αν­δρό­γυ­νος τρε­λός και αλ­λο­παρ­μέ­νος κλό­ουν, εί­ναι επί­σης ένας άν­θρω­πος ση­μα­δε­μέ­νος για θά­να­το που βα­δί­ζει προς τον χα­μό. Το κω­μι­κό συν­δυά­ζε­ται με το από­κο­σμο και το φρι­κτό, με τρό­πο ανε­πα­νά­λη­πτο. Μά­λι­στα, τα δύο αυ­τά συ­στα­τι­κά της σκη­νής αλ­λη­λε­πι­δρούν με­τα­ξύ τους. Το κω­μι­κό το­νί­ζει αντι­θε­τι­κά τη δρα­μα­τι­κή έντα­ση και την τρα­γι­κή φρί­κη. Και αντι­στρό­φως, όμως, η τρα­γι­κή φρί­κη χρω­μα­τί­ζει τα αστεία με αλ­λό­κο­τες και σκο­τει­νές απο­χρώ­σεις. Αυ­τό που ακού­με στις Βάκ­χες δεν εί­ναι το εύ­θυ­μο γέ­λιο της κω­μω­δί­ας αλ­λά ένα άγριο, γκρο­τέ­σκο στοι­χείο, το οποίο πα­γώ­νει το γέ­λιο στο λα­ρύγ­γι μας και το με­τα­τρέ­πει σε ρί­γος τρό­μου. Δεν εί­ναι εύ­κο­λο να πε­τύ­χει κα­νείς αυ­τό το «εξό­χως σο­βα­ρό χιού­μορ», όπως θα το έλε­γε ο Τ. Σ. Έλιοτ.[31] Ο Σαίξ­πηρ το κα­τόρ­θω­σε, ώς έναν βαθ­μό, στις σκη­νές του Ληρ και του τρε­λού μέ­σα στη θύ­ελ­λα (Βα­σι­λιάς Ληρ Γ΄ 2, Γ΄ 4, Γ΄ 6). Ο Τζων Ου­έ­μπ­στερ το προ­σπά­θη­σε στη Δού­κισ­σα του Μάλ­φι, στην τέ­ταρ­τη πρά­ξη, όπου οι τρε­λοί ει­σβάλ­λουν στο δω­μά­τιο με τις πα­λα­βο­μά­ρες τους, λί­γο πριν να θα­να­τω­θεί η άμοι­ρη ηρω­ί­δα (Δ΄ 2). Όμως όταν παί­ζε­ται η σκη­νή αυ­τή στο θέ­α­τρο σή­με­ρα, πολ­λοί θε­α­τές τη βρί­σκουν αφό­ρη­τη.[32]

Στην Ιφι­γέ­νεια και στις άλ­λες όψι­μες τρα­γι­κω­μω­δί­ες του ο Ευ­ρι­πί­δης εφάρ­μο­σε τρί­το δρό­μο για τη σύ­ζευ­ξη του κω­μι­κού με το τρα­γι­κό. Τα δύο στοι­χεία συ­νυ­φαί­νο­νται εδώ αξε­διά­λυ­τα, διεισ­δύ­ουν και επι­δρούν το ένα στο άλ­λο, σε ση­μείο που να εί­ναι αδύ­να­τον να τα δια­χω­ρί­σει κα­νείς, όπως δεν μπο­ρείς να απο­σπά­σεις τη μία από την άλ­λη τις δύο πλευ­ρές ενός πα­νιού, ή να δι­υ­λί­σεις το γλυ­κό από το πι­κρό στη γεύ­ση από το νε­ράν­τζι. Για να πε­τύ­χει αυ­τή τη θαυ­μα­τουρ­γή μί­ξη των αι­σθη­τι­κών ποιο­τή­των, ο Ευ­ρι­πί­δης εφαρ­μό­ζει τις ακρι­βείς κι­νή­σεις του μα­γι­κού αλ­χη­μι­στή και το αλά­θη­το πά­τη­μα του σχοι­νο­βά­τη. Το υλι­κό του μύ­θου εί­ναι παρ­μέ­νο από τις πιο πο­λυ­δά­κρυ­τες πε­ρι­πέ­τειες του αρ­χαί­ου ηρω­ι­κού κό­σμου: μια βα­σι­λο­πού­λα που θυ­σιά­ζε­ται στο άν­θος της ηλι­κί­ας της, ένας πο­λύ­νε­κρος πό­λε­μος που φέρ­νει την κα­τα­στρο­φή σε νι­κη­μέ­νους και νι­κη­τές, ένας θριαμ­βευ­τής στρα­τη­λά­της που σφά­ζε­ται μέ­σα στον οί­κο του από την άπι­στη γυ­ναί­κα του, ένας νε­α­ρός εξό­ρι­στος που πα­ρα­δέρ­νει ανά­με­σα στην οι­κο­γε­νεια­κή ντρο­πή και στην ανεί­πω­τη φρί­κη, ένας μη­τρο­κτό­νος που κα­τα­διώ­κε­ται από τα φο­βε­ρά ορά­μα­τα των Ερι­νύ­ων δί­χως να βρί­σκει πο­τέ τη γα­λή­νη.

Όμως ο χει­ρι­σμός αυ­τής της γο­ε­ρής ιστο­ρί­ας γί­νε­ται με χέ­ρι πιο ανά­λα­φρο, που με­τριά­ζει τη δρι­μύ­τη­τα και την οδύ­νη των γε­γο­νό­των. Τα σκλη­ρά πε­ρι­γράμ­μα­τα της τρα­γι­κής μοί­ρας απα­λύ­νο­νται και γλυ­καί­νο­νται, σαν να βλέ­που­με τα πά­θη των προ­σώ­πων μέ­σα από ένα ημι­δια­φα­νές πέ­πλο μυ­θι­στο­ρι­κής ει­ρω­νεί­ας. Δεν εί­ναι μό­νο ότι η πο­λύ­πα­θη πο­ρεία των ηρώ­ων κα­τα­λή­γει σε ευ­τυ­χές τέ­λος, με τους κα­λούς να αντα­μεί­βο­νται και τους άγριους εχθρούς να κα­τα­τρο­πώ­νο­νται,[33] όπως οφεί­λει να κά­νει κά­θε σω­στή μυ­θο­πλα­σία κα­τά τον Όσκαρ Ουάιλντ. Η ίδια η δρα­μα­το­ποί­η­ση των πε­ρι­πε­τειών τους γί­νε­ται με τρό­πο ει­ρω­νι­κά απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νο και αδιό­ρα­τα παι­γνιώ­δη, σαν να θέ­λει ο ποι­η­τής να μας υπο­δεί­ξει πως δεν πρέ­πει να πά­ρου­με πο­λύ στα σο­βα­ρά τις δο­κι­μα­σί­ες των ηρώ­ων και τους κιν­δύ­νους που τους απει­λούν. Η δρά­ση πλέ­κε­ται γύ­ρω από μια ίντρι­γκα πο­νη­ρής εξα­πά­τη­σης, που την εξυ­φαί­νει μια επι­τή­δεια γυ­ναι­κεία μορ­φή για να ξε­γε­λά­σει ανό­η­τους και αφε­λείς ξέ­νους. Το σκη­νι­κό θέ­α­μα ποι­κίλ­λε­ται με πολ­λές χιου­μο­ρι­στι­κές ψη­φί­δες που λα­μπρύ­νουν τα χρώ­μα­τα του ζο­φε­ρού φό­ντου: πα­ρε­ξη­γή­σεις και δι­φο­ρού­με­να παι­χνί­δια με τη γλώσ­σα, λα­μπρές ατά­κες και ευ­φυο­λο­γή­μα­τα, αστεί­οι χα­ρα­κτή­ρες και φω­να­κλά­δι­κες σκη­νές θε­α­τρι­κού σλάπ­στικ.[34]

Ο Άγ­γε­λος Τερ­ζά­κης, σε ένα από τα δο­κί­μια που έγρα­φε για τα πα­λαιά προ­γράμ­μα­τα του Εθνι­κού Θε­ά­τρου, πα­ρα­τή­ρη­σε ότι ο Κυμ­βε­λί­νος βα­σί­ζε­ται στο ίδιο λί­γο-πο­λύ υλι­κό με τον Βα­σι­λιά Ληρ, με μό­νη δια­φο­ρά ότι στον Κυμ­βε­λί­νο η οξύ­τη­τα της τρα­γω­δί­ας εί­ναι με­τρια­σμέ­νη, λες και η ατμό­σφαι­ρα του Ληρ έχει με­τα­σταθ­μεύ­σει στην πε­ριο­χή του πα­ρα­μυ­θιού.[35] Ανά­λο­γα, θα μπο­ρού­σε να ει­πω­θεί ότι η Ιφι­γέ­νεια η εν Ταύ­ροις ξα­να­γρά­φει την Ορέ­στεια, αλ­λά σε χα­ρού­με­νο τό­νο και με πιο φω­τει­νή πα­λέ­τα χρω­μά­των. Η αι­μα­τη­ρή θυ­σία της βα­σι­λο­κό­ρης από την πά­ρο­δο του Αγα­μέ­μνο­να, η φο­βε­ρή μη­τρο­κτο­νία και οι πα­ρα­κρού­σεις του Ορέ­στη από τις Χοη­φό­ρους, η δο­κι­μα­σία του ήρωα στην Αθή­να από τις Ευ­με­νί­δες, όλα τα βα­σι­κά συ­στα­τι­κά της αι­σχύ­λειας τρι­λο­γί­ας εί­ναι πα­ρό­ντα στο ευ­ρι­πί­δειο έρ­γο, αλ­λά σκη­νο­θε­τού­νται σαν πε­ρι­πε­τειώ­δης και ψυ­χα­γω­γι­κή μυ­θι­στο­ρία. Το δρά­μα των Ατρει­δών δεν παί­ζε­ται πια στο μα­τω­μέ­νο πα­λά­τι των Μυ­κη­νών ή στη σε­μνο­πρε­πή κα­θέ­δρα του Αρεί­ου Πά­γου, αλ­λά στο μα­κρι­νό μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό νη­σί του Πο­λύ­φη­μου και του Κά­λι­μπαν.

Μια νέα έμ­με­τρη με­τά­φρα­ση

Είναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό που έχου­με τώ­ρα στα χέ­ρια μας μια έμ­με­τρη με­τά­φρα­ση της Ιφι­γέ­νειας, σμι­λε­μέ­νη με την πα­λαιά μα­στο­ριά των τε­χνι­τών του πα­ρα­δο­σια­κού στί­χου, αλ­λά κα­μω­μέ­νη στη σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή μας γλώσ­σα, σύμ­φω­να με τις ευαι­σθη­σί­ες του ση­με­ρι­νού κοι­νού. Αυ­τό πα­ρα­μέ­νει ένα με­γά­λο ζη­τού­με­νο για την πο­λυ­με­τα­φρα­σμέ­νη και πο­λυ­παιγ­μέ­νη αρ­χαία τρα­γω­δία. Οι τε­λευ­ταί­οι με­τα­φρα­στές του αρ­χαί­ου θε­ά­τρου που ήξε­ραν και εφάρ­μο­ζαν την τε­χνι­κή της αυ­στη­ρής στι­χουρ­γί­ας σώ­πα­σαν προ­τού να κλεί­σει ο ει­κο­στός αιώ­νας. Κά­ποιοι από αυ­τούς, όπως ο Γρυ­πά­ρης και ο Θρα­σύ­βου­λος Σταύ­ρου, εί­χαν ανα­τρα­φεί αι­σθη­τι­κά και ποι­η­τι­κά με την τε­χνο­τρο­πία της γε­νιάς του Πα­λα­μά και του Σι­κε­λια­νού. Οι με­τα­φρα­στι­κές ερ­γα­σί­ες τους, όσο και αν απο­τε­λούν μνη­μεία των γραμ­μά­των μας, δια­κρί­νο­νται από έναν ποι­η­τι­κό στόμ­φο και ρη­το­ρι­σμό που ξε­νί­ζει τον σύγ­χρο­νο θε­α­τή και ανα­γνώ­στη, του­λά­χι­στον όποιον δεν εί­ναι εξει­δι­κευ­μέ­νος ιστο­ρι­κός της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Ακό­μη και νε­ό­τε­ροι με­τα­φρα­στές που καλ­λιέρ­γη­σαν ευ­δο­κί­μως τις πα­ρα­δο­σια­κές έμ­με­τρες φόρ­μες, όπως ο Τά­σος Ρούσ­σος, απη­χούν στα έρ­γα τους τα ποι­η­τι­κά ακού­σμα­τα της με­σο­πο­λε­μι­κής γε­νιάς, τους ρυθ­μούς και την έκ­φρα­ση του Από­στο­λου Με­λα­χρι­νού και του Φώ­του Πο­λί­τη. Στην αντί­πε­ρα όχθη του εν­δο­γλωσ­σι­κού μας πο­τα­μού απλώ­νε­ται η πλειο­νό­τη­τα των νε­ό­τε­ρων με­τα­φρά­σε­ων, που βα­σί­ζο­νται στη μο­ντερ­νι­στι­κή τε­χνο­τρο­πία του ελεύ­θε­ρου στί­χου, με πε­ρισ­σό­τε­ρα ή λι­γό­τε­ρα αλ­λά οπωσ­δή­πο­τε άτα­κτα και ευ­και­ρια­κά με­τρι­κά τε­χνά­σμα­τα – από τη συ­ντο­νι­σμέ­νη ευ­ρυθ­μία του Πά­νου Μουλ­λά και του Μί­νω Βο­λα­νά­κη ώς την ιδιό­τυ­πη πα­λί­ντο­νον αρ­μο­νί­αν του Γιώρ­γου Χει­μω­νά, και έως την πλή­ρη καρ­δια­κή αρ­ρυθ­μία την οποία ακού­με δυ­στυ­χώς όλο και συ­χνό­τε­ρα στα τω­ρι­νά Επι­δαύ­ρια.

Ένας ξέ­νος ποι­η­τής, σαν νέ­ος τυ­φλός Όμη­ρος της επο­χής μας, άκου­σε και κα­τέ­γρα­ψε το ση­μείο κα­μπής στη με­τα­φρα­στι­κή και πα­ρα­στα­σια­κή αι­σθη­τι­κή της σύγ­χρο­νης επο­χής. Το 1983 ο Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες επι­σκέ­φθη­κε την Ελ­λά­δα με τη σύ­ντρο­φό του Μα­ρία Κο­δά­μα, και οι δυο τους πα­ρα­κο­λού­θη­σαν μια πα­ρά­στα­ση τρα­γω­δί­ας στην Επί­δαυ­ρο. Από τις φω­το­γρα­φί­ες που τρά­βη­ξε η Κο­δά­μα, δια­κρί­νε­ται πως πρό­κει­ται για τον Προ­μη­θέα Δε­σμώ­τη σε σκη­νο­θε­σία του Σπύ­ρου Ευαγ­γε­λά­του, με τον θί­α­σο του Αμ­φι-Θε­ά­τρου. Εί­ναι ευ­διά­κρι­τες οι μορ­φές του Δη­μή­τρη Πα­πα­μι­χα­ήλ, στον ρό­λο του κα­θη­λω­μέ­νου Προ­μη­θέα, και της Λή­δας Τα­σο­πού­λου, η οποία υπο­δύ­ε­ται την Ιώ με τη φο­ρε­σιά της δα­μά­λας. Ο τυ­φλός Μπόρ­χες δεν μπο­ρού­σε να δει το θέ­α­μα της πα­ρά­στα­σης, μό­νο να ακού­σει τα λό­για των ηθο­ποιών, που ηχού­σαν στα αυ­τιά του σαν μου­σι­κή, κα­θώς δεν κα­τα­λά­βαι­νε ού­τε τα αρ­χαία ού­τε τα νέα ελ­λη­νι­κά. Κα­τέ­γρα­ψε την εμπει­ρία του στο τα­ξι­διω­τι­κό του βι­βλίο με τί­τλο Άτλας,[36] όπου εξαί­ρει τη γοη­τεία των ήχων του αρ­χαί­ου θε­ά­τρου, αλ­λά ση­μειώ­νει και μια πα­ρα­τή­ρη­ση: «Οι ηθο­ποιοί», γρά­φει, «όσο μπό­ρε­σα να κα­τα­λά­βω, δεν πρό­φε­ραν έμ­με­τρα τους στί­χους».[37] Ο Μπόρ­χες δεν διά­βα­ζε τα πρω­τό­τυ­πα ελ­λη­νι­κά κεί­με­να, ήξε­ρε όμως ότι η αρ­χαία τρα­γω­δία εί­ναι θέ­α­τρο ποι­η­τι­κό. Στο κεί­με­νό του την αντι­πα­ρα­βάλ­λει με τα έρ­γα του Σαίξ­πηρ, του Ου­γκώ, του Σέλ­λεϋ, του Λό­πε ντε Βέ­γα. Πε­ρί­με­νε να ακού­σει τον τρα­γι­κό λό­γο το­νι­σμέ­νο σε εύ­ρυθ­μους στί­χους, και απο­γοη­τεύ­τη­κε. Ο Ευαγ­γε­λά­τος εί­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την έμ­με­τρη και κα­λο­σμι­λε­μέ­νη με­τά­φρα­ση του Τά­σου Ρούσ­σου. Όμως οι ηθο­ποιοί δεν ήταν εκ­παι­δευ­μέ­νοι να απαγ­γέλ­λουν έμ­με­τρα, και ο ρυθ­μός του κλα­σι­κού ποι­η­τι­κού δρά­μα­τος δια­λύ­θη­κε, κα­θώς φαί­νε­ται, σε ένα εί­δος μου­σι­κής πρό­ζας.

Από εκεί­νη την επο­χή, βέ­βαια, κύ­λη­σε νε­ρό στο αυ­λά­κι του θε­ά­τρου μας, και πολ­λά έχουν αλ­λά­ξει. Τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες οι πιο δό­κι­μοι Έλ­λη­νες καλ­λι­τέ­χνες ανα­κά­λυ­ψαν ξα­νά την αξία του έμ­με­τρου λό­γου στη θε­α­τρι­κή εμπει­ρία. Οι δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βοι της Χρύ­σας Προ­κο­πά­κη στις μο­λιε­ρι­κές πα­ρα­στά­σεις του Λευ­τέ­ρη Βο­για­τζή, η ρυθ­μι­κή αγω­γή του λό­γου στις δη­μιουρ­γί­ες του Δη­μή­τρη Μαυ­ρί­κιου, αυ­τά τα επι­τεύγ­μα­τα δεν θα σβή­σουν πο­τέ από τη μνή­μη όσων τα άκου­σαν. Οι σαιξ­πη­ρι­κές εκ­δο­χές του Διο­νύ­ση Κα­ψά­λη απο­τε­λούν αξιο­ζή­λευ­τα υπο­δείγ­μα­τα στι­χουρ­γί­ας. Όμως χρειά­ζε­ται ακό­μη δου­λειά προς αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση ει­δι­κά για το αρ­χαίο δρά­μα. Υπάρ­χει ανά­γκη για έμ­με­τρες με­τα­φρά­σεις των αρ­χαί­ων τρα­γι­κών που θα συν­δυά­ζουν τη ρυθ­μι­κή στι­χουρ­γι­κή με την ευαι­σθη­σία της νέ­ας ποι­η­τι­κής μας γλώσ­σας.

Ο Νί­κος Μα­νου­σά­κης προ­σφέ­ρει ένα με­τα­φρα­στι­κό πρό­τυ­πο σε αυ­τόν τον δύ­σκο­λο χώ­ρο. Στα δια­λο­γι­κά μέ­ρη της Ιφι­γέ­νειάς του τη­ρεί τον ιαμ­βι­κό δω­δε­κα­σύλ­λα­βο, με λί­γες με­τρι­κές και το­νι­κές ελευ­θε­ρί­ες οι οποί­ες εί­ναι κα­θιε­ρω­μέ­νες στον νε­ο­ελ­λη­νι­κό ποι­η­τι­κό κα­νό­να ήδη από την επο­χή του Κα­βά­φη και του Σι­κε­λια­νού. Το με­γά­λο του επί­τευγ­μα εί­ναι το ύφος και η ροή των δια­λό­γων, που κυ­λούν χω­ρίς στόμ­φο και με­γα­λο­στο­μί­ες, σαν κεί­με­νο κου­βε­ντια­στό που όμως δεν ξε­χνά­ει πο­τέ πως εί­ναι ποί­η­μα. Ο Μα­νου­σά­κης πέ­τυ­χε στα απαγ­γελ­λό­με­να τμή­μα­τα της τρα­γω­δί­ας αυ­τό που εί­χε θέ­σει ο Τ. Σ. Έλιοτ για στό­χο στα δι­κά του ποι­η­τι­κά δρά­μα­τα: μια μορ­φή ρυθ­μι­κού λό­γου που ανυ­ψώ­νει την καλ­λιερ­γη­μέ­νη κα­θη­με­ρι­νή ομι­λία στο επί­πε­δο της δό­κι­μης ποί­η­σης.[38] Ιδού ένα δείγ­μα από τη ρή­ση του αγ­γε­λια­φό­ρου στο πρώ­το επει­σό­διο, όπου πε­ρι­γρά­φο­νται με ζω­η­ρά χρώ­μα­τα οι πα­ρα­κρού­σεις του στοι­χειω­μέ­νου Ορέ­στη (στί­χοι 280-296 και 310-328 της με­τά­φρα­σης):

Και τό­τε φεύ­γει ο ένας απ᾽ τον βρά­χο,
κι όπως κά­νει να στα­θεί, το κε­φά­λι του
άγρια τι­νά­ζει πά­νω κά­τω και βο­γκά­ει
με τα χέ­ρια τρε­μά­με­να, σε μα­νία
χα­μέ­νος, φω­νά­ζο­ντας: «Πυ­λά­δη, τη μαύ­ρη
σκύ­λα τη βλέ­πεις; Δεν βλέ­πεις του θα­νά­του
τη δρά­και­να που απο­ζη­τά το τέ­λος μου
κι απά­νω μου –στό­μα­τα φρι­χτά– έχι­δνες
στρέ­φει; Κι η άλ­λη δί­πλα φω­τιά και φό­νο
στην ανά­σα βγά­ζει τα φτε­ρά χτυ­πώ­ντας –
δες, τη μά­να μου κρα­τά στην αγκα­λιά της,
στο κε­φά­λι μου –λι­θά­ρι– να τη ρί­ξει.
Αλί­μο­νο, θα με σκο­τώ­σει· πού να πάω;»
Κι όμως, απ᾽ όσα πε­ριέ­γρα­φε τί­πο­τα
δεν υπήρ­χε για να το δεις – τον θό­ρυ­βο
των μο­σχα­ριών και των σκυ­λιών κραυ­γές κεί­νος
τις άκου­γε φω­νές από Ερι­νύ­ες.

[...]

Μα ξε­θύ­μα­νε η κρί­ση της μα­νί­ας
κι ο ξέ­νος σω­ριά­ζε­ται, αφρούς βγά­ζο­ντας
απ᾽ το στό­μα· όταν εμείς τον εί­δα­με
έτσι βο­λι­κά να ξα­πλώ­νε­ται, κα­θέ­νας
βάλ­θη­κε να τον χτυ­πά με πέ­τρες. Όμως,
ο άλ­λος ξέ­νος πή­ρε να του σκου­πί­ζει
τους αφρούς, και του φί­λου του ασφά­λι­ζε
το σώ­μα στου χι­τώ­να του τ᾽ ολό­πυ­κνο
υφά­δι, τις βο­λές μας προ­λα­βαί­νο­ντας
πριν τον πλη­γώ­σουν – πο­λύ φρο­ντί­ζο­ντάς τον.
Κι ο πε­σμέ­νος ξα­νάρ­θε στα συ­γκα­λά του,
κι όπως ση­κώ­θη­κε το ᾽νιω­σε που πλή­θος
εχθρών τούς απει­λεί, και βα­ριά στέ­να­ξε·
εμείς πά­λι, στιγ­μή δεν στα­μα­τού­σα­με
απ᾽ όλες τις με­ριές να τους πε­τά­με πέ­τρες.
Εδώ ήταν που το γεν­ναίο ακού­σα­με
πα­ράγ­γελ­μα· «Πυ­λά­δη, θα πε­θά­νου­με·
όμως κοί­τα να πε­θά­νου­με σπου­δαί­οι –
το σπα­θί τρά­βα κι ακο­λού­θα με».

Όσο για τα χο­ρι­κά άσμα­τα, εκεί ο με­τα­φρα­στής αφή­νε­ται να κα­θο­δη­γη­θεί από την πο­λυρ­ρυθ­μία του αρ­χαί­ου μέ­λους. Χρη­σι­μο­ποιεί ομόρ­ρυθ­μες με­τρι­κές ενό­τη­τες με ποι­κί­λο εύ­ρος, πό­τε μα­κρό­τε­ρες και πό­τε σύ­ντο­μες, σε μια προ­σπά­θεια να τε­χνουρ­γή­σει τη μου­σι­κή των λέ­ξε­ων. Ένα από τα πιο κα­τορ­θω­μέ­να κομ­μά­τια πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο δεύ­τε­ρο στά­σι­μο, όπου ο χο­ρός των αιχ­μά­λω­των Ελ­λη­νί­δων εύ­χε­ται να εί­χε φτε­ρά, για να πε­τά­ξει πί­σω στην πα­τρί­δα (στ. 1139-1148):

Στου ήλιου το τα­ξί­δι ας ήμουν επι­βά­της
το φως ν᾽ ακο­λου­θή­σω, το φως εκεί ψη­λά·
το σπί­τι μου μα­κριά σαν τ᾽ αντι­κρύ­σω
να στα­μα­τή­σω να χτυ­πάω τα φτε­ρά·
το χέ­ρι μου στο χέ­ρι ν᾽ ακου­μπή­σω
των κο­ρι­τσιών που παί­ζα­με παι­διά,
το κο­ρι­τσά­κι που ήμου­να να θυ­μη­θώ ξα­νά,
πώς χό­ρευε σαν ήξε­ρε κι εκεί­νο τη χα­ρά.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: