Ρόι Σπάιβι

Ρόι Σπάιβι



Δύο φο­ρές έχω κά­τσει στο αε­ρο­πλά­νο πλάι σε κά­ποιον διά­ση­μο. Ο πρώ­τος ήταν ο Τζέι­σον Κιντ των Νιου Τζέρ­σεϊ Νετς. Τον ρώ­τη­σα πώς και δεν πε­τού­σε πρώ­τη θέ­ση και μου απά­ντη­σε ότι ο ξά­δερ­φός του δού­λευε σε αε­ρο­πο­ρι­κή εται­ρεία.
«Μα αυ­τός δεν εί­ναι ακό­μη ένας λό­γος για να πε­τάς πρώ­τη θέ­ση;»
«Φά­ση έχει», απά­ντη­σε απλώ­νο­ντας τα πό­δια του στον διά­δρο­μο.
Δεν έδω­σα συ­νέ­χεια – πού να ξέ­ρω εγώ τα κα­θέ­κα­στα της ζω­ής μιας δια­ση­μό­τη­τας. Για το υπό­λοι­πο της πτή­σης, δεν ανταλ­λά­ξα­με κου­βέ­ντα.
Το όνο­μα του δεύ­τε­ρου διά­ση­μου δεν μπο­ρώ να το πω, θα πω μό­νο ότι πρό­κει­ται για Χο­λι­γου­ντια­νό γόη, πα­ντρε­μέ­νο με μια στάρ­λετ. Και κά­τι ακό­μα: υπάρ­χει το γράμ­μα «Β» στο επί­θε­τό του. Φτά­νει – δεν μπο­ρώ ν’ απο­κα­λύ­ψω πε­ρισ­σό­τε­ρα. Μυ­στι­κός πρά­κτο­ρας φά­ση. Εντά­ξει, τέ­λος – αλή­θεια, φτά­νει. Θα τον λέω Ρόι Σπάι­βι, που ‘ναι σχε­δόν ανα­γραμ­μα­τι­σμός τού ονό­μα­τός του.
Αν εί­χα με­γα­λύ­τε­ρη αυ­το­πε­ποί­θη­ση, δεν θα εί­χα πα­ρα­χω­ρή­σει τη θέ­ση μου στην πτή­ση με τις υπε­ρά­ριθ­μες κρα­τή­σεις, δεν θα εί­χα κερ­δί­σει ανα­βάθ­μι­ση στην πρώ­τη θέ­ση, δεν θα ‘χα κα­θί­σει πλάι του. Ήμουν θύ­μα, κι αυ­τή ήταν η αντα­μοι­βή μου. Κα­θ’ όλη τη διάρ­κεια της πρώ­της ώρας εκεί­νος κοι­μό­ταν, κι ήταν εκ­πλη­κτι­κό να βλέ­πεις ένα διά­ση­μο πρό­σω­πο τό­σο ευά­λω­το και άδειο. Κα­θό­ταν πλάι στο πα­ρά­θυ­ρο κι εγώ ήμουν απ’ τη με­ριά τού δια­δρό­μου, κι ένιω­θα να τον προ­φυ­λάσ­σω – τον προ­στά­τευα απ’ τα φώ­τα κι απ’ τους πα­πα­ρά­τσι. Νά­νι νά­νι, μι­κρέ κα­τά­σκο­πε. Κα­θό­λου μι­κρός δεν εί­ναι, όμως ο ύπνος μάς κά­νει όλους παι­διά. Γι’ αυ­τό κι εγώ, απ’ το ξε­κί­νη­μα μιας σχέ­σης, αφή­νω τους άντρες να με χα­ζεύ­ουν όταν κοι­μά­μαι. Τους βοη­θά να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν ότι πα­ρό­λο που εί­μαι πά­νω από 1.80, εί­μαι ευαί­σθη­τη κι έχω ανά­γκη από φρο­ντί­δα. Άντρας που εί­ναι σε θέ­ση να δει τις αδυ­να­μί­ες ενός γί­γα­ντα, εί­ναι αλη­θι­νός άντρας. Σύ­ντο­μα οι μι­κρό­σω­μες γυ­ναί­κες τον κά­νουν να αι­σθά­νε­ται άβο­λα – και, κά­πως έτσι, τρώ­ει κόλ­λη­μα με τις ψη­λές.
Ο Ρόι Σπάι­βι σά­λε­ψε στο κά­θι­σμά του κα­θώς ξυ­πνού­σε. Έκλει­σα γρή­γο­ρα τα μά­τια μου, κι ύστε­ρα τα άνοι­ξα σι­γά σι­γά, σαν να ξυ­πνού­σα κι εγώ. Αχ, μα τα δι­κά του δεν τα ‘χε ανοί­ξει τε­λεί­ως. Ξα­νά­κλει­σα τα μά­τια και τα ξα­νά­νοι­ξα, σι­γά σι­γά, κι εκεί­νος άνοι­ξε τα δι­κά του, σι­γά σι­γά, και τα βλέμ­μα­τά μας συ­να­ντή­θη­καν, κι ήταν λες και εί­χα­με ξυ­πνή­σει από τον ίδιο ύπνο, απ’ το όνει­ρο μιας ολό­κλη­ρης ζω­ής. Εγώ, μια ψη­λή και κα­τά τ’ άλ­λα συ­νη­θι­σμέ­νη γυ­ναί­κα· εκεί­νος, ένας δια­κε­κρι­μέ­νος πρά­κτο­ρας, μα όχι ακρι­βώς, ένας ηθο­ποιός, μα όχι ακρι­βώς, ένας άντρας, ίσως απλώς ένα αγό­ρι. Αυ­τός εί­ναι ο άλ­λος τρό­πος, ο συ­νή­θης τρό­πος, με τον οποίο λει­τουρ­γεί το ύψος μου στους άντρες: γί­νο­μαι μά­να τους.

Για το επό­με­νο δί­ω­ρο δεν στα­μα­τή­σα­με να μι­λά­με, κι ήταν εκεί­νο το εί­δος τής συ­ζή­τη­σης που αφο­ρά τα πά­ντα. Μοι­ρά­στη­κε προ­σω­πι­κές λε­πτο­μέ­ρειες για τη γυ­ναί­κα του, την όμορ­φη κυ­ρία Μ. Ποιος να φα­ντα­ζό­ταν ότι την βα­σά­νι­ζαν όλ’ αυ­τά;
«Φυ­σι­κά, ό,τι γρά­φει ο τύ­πος ισχύ­ει».
«Αλή­θεια;»
«Ναι, ει­δι­κά για τις δια­τρο­φι­κές δια­τα­ρα­χές».
«Και για τις πα­ράλ­λη­λες σχέ­σεις;»
«Για τις σχέ­σεις, όχι, εν­νο­εί­ται πως όχι. Πι­στεύ­εις αυ­τά που λέ­νε οι κί­τρι­νοι;»
«Οι κί­τρι­νοι;»
«Όσοι δου­λεύ­ουν στον κί­τρι­νο τύ­πο. Έτσι τους λέ­με, κί­τρι­νους».

Μας σέρ­βι­ραν φα­γη­τό, κι ήταν λες και τρώ­γα­με μα­ζί πρω­ι­νό στο κρε­βά­τι, κι όταν ση­κώ­θη­κα να πάω στην τουα­λέ­τα μου έκα­νε πλά­κα, «Μη μ’ αφή­νεις!»
Κι εγώ απά­ντη­σα, «Θα επι­στρέ­ψω!»

Κα­θώς περ­πα­τού­σα στον διά­δρο­μο, δεν ήταν λί­γοι εκεί­νοι που με κάρ­φω­ναν με το βλέμ­μα τους – ει­δι­κά οι γυ­ναί­κες. Τι γρή­γο­ρα που κυ­κλο­φο­ρού­σαν τα νέα σε τού­το το μι­κρού­λι ιπτά­με­νο χω­ριό. Ίσως να ‘χε και κά­ποιους κί­τρι­νους στην πτή­ση. Σί­γου­ρα πά­ντως εί­χε έναν σω­ρό ανα­γνώ­στες τους. Μή­πως μι­λού­σα­με δυ­να­τά; Εί­χα την εντύ­πω­ση ότι ψι­θυ­ρί­ζα­με. Κα­θώς κα­του­ρού­σα, κοι­τά­χτη­κα στον κα­θρέ­φτη κι ανα­ρω­τή­θη­κα μή­πως ήμουν το πιο άχα­ρο άτο­μο που εί­χε συ­να­να­στρα­φεί πο­τέ. Έβγα­λα την μπλού­ζα μου κι επι­χεί­ρη­σα να πλύ­νω τις μα­σχά­λες μου, πράγ­μα αδύ­να­το σε τό­σο μι­κρό μπά­νιο. Χρη­σι­μο­ποί­η­σα τις χού­φτες μου, αλ­λά αντί για τις μα­σχά­λες, το νε­ρό προ­σγειώ­θη­κε στη φού­στα μου. Η φού­στα ήταν φτιαγ­μέ­νη από κεί­νο το ύφα­σμα που σκου­ραί­νει μό­λις βρα­χεί. Εί­χα μπλέ­ξει για τα κα­λά. Έδρα­σα γρή­γο­ρα: έβγα­λα τη φού­στα, τη μού­λια­σα στον νε­ρο­χύ­τη, έπει­τα την έστυ­ψα και την ξα­να­φό­ρε­σα. Την ίσιω­σα με τα χέ­ρια. Εντά­ξει. Ήταν όλη έναν τό­νο σκου­ρό­τε­ρη. Επέ­στρε­ψα στη θέ­ση μου δια­σχί­ζο­ντας τον διά­δρο­μο με προ­σο­χή, μην τυ­χόν ακου­μπή­σω κα­νέ­ναν με τη σκού­ρα μου φού­στα.
Όταν με εί­δε ο Ρόι Σπάι­βι, φώ­να­ξε, «Γύ­ρι­σες!»
Γέ­λα­σα, κι εκεί­νος εί­πε, «Τι έπα­θε η φού­στα σου;»
Κά­θι­σα στη θέ­ση μου και του εξή­γη­σα την όλη φά­ση, ξε­κι­νώ­ντας με τις μα­σχά­λες. Με άκου­σε μέ­χρι το τέ­λος, χω­ρίς να δια­κό­πτει.
«Τε­λι­κά τις μα­σχά­λες σου κα­τά­φε­ρες να τις πλύ­νεις;»
«Όχι».
«Μυ­ρί­ζουν;»
«Έτσι νο­μί­ζω».
«Μπο­ρώ να τις μυ­ρί­σω και να σου πω».
«Όχι».
«Μην ανη­συ­χείς. Το κά­νου­με συ­χνά αυ­τό στη σό­ου­μπιζ».
«Αλή­θεια;»
«Ναι. Κοί­τα».
Έγει­ρε μπρο­στά κι ακού­μπη­σε τη μύ­τη του στην μπλού­ζα μου.
«Μυ­ρί­ζουν».
«Εγώ πά­ντως προ­σπά­θη­σα να τις πλύ­νω».

Με­μιάς ση­κώ­θη­κε, με δρα­σκέ­λι­σε, βγή­κε στον διά­δρο­μο κι άρ­χι­σε να ψα­χου­λεύ­ει τις απο­σκευ­ές πά­νω απ’ τα κε­φά­λια μας. Ξα­νά­πε­σε με θε­α­τρι­κό τρό­πο στο κά­θι­σμά του, κρα­τώ­ντας ένα μπου­κα­λά­κι.
«Το λέ­νε ‘Φε­μπρί­ζ’».
«Ακου­στά το έχω».
«Στε­γνώ­νει κα­τευ­θεί­αν, εξα­φα­νί­ζο­ντας τις μυ­ρω­διές. Σή­κω­σε τα χέ­ρια σου».
Τα σή­κω­σα, και με με­γά­λη προ­σο­χή ψέ­κα­σε τρεις φο­ρές κά­τω από κά­θε μα­νί­κι.
«Κα­λό θα ήταν να έχεις τα χέ­ρια απλω­μέ­να μέ­χρι να στε­γνώ­σει».
Τα άπλω­σα λοι­πόν. Το ένα χέ­ρι προ­ε­ξεί­χε στον διά­δρο­μο και το άλ­λο περ­νού­σε μπρο­στά απ’ το στή­θος του, με την πα­λά­μη μου ν’ ακου­μπά­ει στο πα­ρά­θυ­ρο. Κι έτσι ξαφ­νι­κά, το ύψος μου απο­κα­λύ­φθη­κε. Μό­νο κά­ποια πο­λύ ψη­λή θα μπο­ρού­σε να έχει τέ­τοιο άνοιγ­μα χε­ριών. Έρι­ξε μια μα­τιά στο μπρά­τσο μπρο­στά απ’ το στή­θος του, έπει­τα γρύ­λι­σε και το δά­γκω­σε. Και με­τά γέ­λα­σε. Γέ­λα­σα κι εγώ, αλ­λά δεν ήξε­ρα τι ήταν αυ­τό, τι σή­μαι­νε η δα­γκω­νιά.
«Τι ήταν αυ­τό;»
«Ση­μαί­νει ότι μ’ αρέ­σεις!»
«Εντά­ξει».
«Θες να με δα­γκώ­σεις κι εσύ;»
«Όχι».
«Μή­πως δεν σου αρέ­σω;».
«Όχι, μ’ αρέ­σεις».
«Φταί­ει που εί­μαι διά­ση­μος;»
«Όχι».
«Το ότι εί­μαι διά­ση­μος δεν ση­μαί­νει ότι δεν έχω τις ίδιες ανά­γκες που έχει όλος ο κό­σμος. Ορί­στε, δά­γκω­σέ με όπου θες. Δά­γκω­σε τον ώμο μου».
Έρι­ξε το μπου­φάν προς τα πί­σω, ξε­κού­μπω­σε τα πρώ­τα κου­μπιά από το που­κά­μι­σό του και το κα­τέ­βα­σε, απο­κα­λύ­πτο­ντας έναν γε­ρο­δε­μέ­νο ώμο. Έγει­ρα μπρο­στά και με μια γρή­γο­ρη κί­νη­ση τον δά­γκω­σα απα­λά, κι ύστε­ρα πή­ρα τον δια­φη­μι­στι­κό κα­τά­λο­γο με τα εί­δη οι­κια­κής χρή­σης από τη θή­κη τού μπρο­στι­νού κα­θί­σμα­τος και άρ­χι­σα να δια­βά­ζω. Ένα λε­πτό αρ­γό­τε­ρα, κου­μπώ­θη­κε και τρά­βη­ξε με αρ­γές κι­νή­σεις το δι­κό του αντί­τυ­πο. Μεί­να­με έτσι, να δια­βά­ζου­με για κά­να μι­σά­ω­ρο.

Όλη αυ­τή την ώρα, δεν μπή­κα ού­τε στιγ­μή στον πει­ρα­σμό να σκε­φτώ τη ζωή μου. Η ζωή μου βρι­σκό­ταν μα­κριά, κά­τω απ’ τα πό­δια μας, σε μια πο­λυ­κα­τοι­κία από ρο­δο­πορ­το­κα­λή σο­βά. Έμοια­ζε λες και δεν θα επέ­στρε­φα πο­τέ εκεί. Η άκρη της γλώσ­σας μου παλ­λό­ταν απ’ την αλ­μύ­ρα του ώμου του. Ίσως δεν ξα­να­βρι­σκό­μουν κα­τα­με­σής του κα­θι­στι­κού, απο­ρώ­ντας ποια θα εί­ναι η επό­με­νη κί­νη­σή μου. Κά­ποιες φο­ρές στε­κό­μουν έτσι για κα­να­δυό ώρες, κι ήταν αδύ­να­τον να μα­ζέ­ψω αρ­κε­τή δύ­να­μη ώστε να φάω, να βγω, να κα­θα­ρί­σω, να κοι­μη­θώ. Λί­γο απί­θα­νο να έχει τέ­τοιου εί­δους προ­βλή­μα­τα κά­ποιος που μό­λις έχει δα­γκώ­σει κι έχει δα­γκω­θεί από μια δια­ση­μό­τη­τα.
Διά­βα­σα για ηλε­κτρι­κές σκού­πες κα­τάλ­λη­λα σχε­δια­σμέ­νες ώστε να ρου­φά­νε έντο­μα απ’ τον αέ­ρα. Έμα­θα για θερ­μαι­νό­με­νες πε­τσε­το­κρε­μά­στρες και για βρα­χά­κια που χρη­σι­μεύ­ουν ως κρυ­ψώ­νες για κλει­διά. Ξε­κι­νού­σα­με την κά­θο­δο. Φέ­ρα­με τις θέ­σεις μας σε όρ­θια θέ­ση και κλεί­σα­με τα προ­σω­πι­κά μας τρα­πε­ζά­κια. Ξαφ­νι­κά, ο Ρόι Σπάι­βι γύ­ρι­σε και εί­πε: «Λοι­πόν».
«Λοι­πόν», απά­ντη­σα.
«Λοι­πόν, πέ­ρα­σα τέ­λεια μα­ζί σου».
«Κι εγώ το ίδιο».
«Θα γρά­ψω έναν αριθ­μό, αλ­λά θέ­λω να τον κρα­τή­σεις σαν κό­ρη οφθαλ­μού».
«Εντά­ξει».
«Αν αυ­τός ο αριθ­μός τη­λε­φώ­νου πέ­σει σε λά­θος χέ­ρια θα πρέ­πει να βά­λω να μου τον αλ­λά­ξουν, κι εί­ναι με­γά­λος μπε­λάς».
«Εντά­ξει».
Έγρα­ψε τον αριθ­μό σε μια σε­λί­δα από τον δια­φη­μι­στι­κό κα­τά­λο­γο, την έσκι­σε και την έκλει­σε στο χέ­ρι μου.
«Ο αριθ­μός αυ­τός εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νος με την προ­σω­πι­κή γραμ­μή τής ντα­ντάς τού παι­διού μου. Οι μο­να­δι­κοί που την κα­λούν σ’ αυ­τήν τη γραμ­μή εί­ναι ο φί­λος της και ο γιος της. Πά­ντα το ση­κώ­νει. Πά­ντα θα βγά­ζεις γραμ­μή. Και θα ξέ­ρεις πού βρί­σκο­μαι».
Κοί­τα­ξα τον αριθ­μό.
«Λεί­πει ένα νού­με­ρο».
«Το ξέ­ρω. Θέ­λω να μά­θεις απ’ έξω το τε­λευ­ταίο νού­με­ρο, εντά­ξει;»
«Εντά­ξει».
«Εί­ναι το οκτώ».

Στρέ­ψα­με τα πρό­σω­πά μας μπρο­στά, κι ο Ρόι Σπάι­βι τρά­βη­ξε απα­λά το χέ­ρι μου. Κρα­τού­σα ακό­μα το χαρ­τά­κι με τον αριθ­μό, οπό­τε το κρα­τού­σε μα­ζί μου. Ένιω­σα ζε­στα­σιά και οι­κειό­τη­τα. Τί­πο­τα δεν μπο­ρού­σε να πά­ει στρα­βά όσο κρα­τιό­μα­σταν χέ­ρι χέ­ρι, κι όταν θα με άφη­νε θα εί­χα τον αριθ­μό που τέ­λειω­νε σε οκτώ. Πά­ντα ήθε­λα να έχω έναν τέ­τοιο αριθ­μό. Το αε­ρο­πλά­νο προ­σγειώ­θη­κε με χά­ρη, σαν γραμ­μή που σχε­διά­ζε­ται αβί­α­στα στο χαρ­τί. Με βο­ή­θη­σε να τρα­βή­ξω τη χει­ρα­πο­σκευή από το ντου­λα­πά­κι· όλα έμοια­ζαν υπερ­βο­λι­κά οι­κεία.
«Θα με πε­ρι­μέ­νουν οι δι­κοί μου εκεί έξω, οπό­τε δεν θα μπο­ρέ­σω να σ’ απο­χαι­ρε­τή­σω κα­νο­νι­κά».
«Κα­τα­λα­βαί­νω. Δεν τρέ­χει τί­πο­τα».
«Φυ­σι­κά και τρέ­χει. Εί­ναι γε­λοίο».
«Μα το κα­τα­λα­βαί­νω».
«Λοι­πόν, άκου τι θα κά­νου­με. Λί­γο προ­τού βγω από το αε­ρο­δρό­μιο, θα σε πλη­σιά­σω και θα ρω­τή­σω ‘Μή­πως δου­λεύ­ε­τε εδώ;’»
«Δεν χρειά­ζε­ται. Κα­τα­λα­βαί­νω, αλή­θεια».
«Όχι, εί­ναι ση­μα­ντι­κό για μέ­να. Θα ρω­τή­σω ‘Δου­λεύ­ε­τε εδώ;’ Κι εσύ θα πεις την ατά­κα σου».
«Ποια εί­ναι η ατά­κα μου;»
«Θα πεις ‘Όχι’».
«Εντά­ξει».
«Και θα ξέ­ρω τι εν­νο­είς. Εμείς θα γνω­ρί­ζου­με το κρυμ­μέ­νο νό­η­μα».
«Εντά­ξει».

Κοι­τα­χτή­κα­με στα μά­τια μ’ έναν τρό­πο που έλε­γε ότι τί­πο­τα πέ­ρα από εμάς δεν εί­χε ση­μα­σία. Ανα­ρω­τή­θη­κα εάν θα σκό­τω­να τους γο­νείς μου για χά­ρη του, μια ερώ­τη­ση που έκα­να στον εαυ­τό μου από τα δε­κα­πέ­ντε μου. Η απά­ντη­ση συ­νή­θως ήταν θε­τι­κή. Με τον και­ρό, όμως, όλα εκεί­να τα αγό­ρια εί­χαν ξε­θω­ριά­σει, ενώ οι γο­νείς μου ήταν ακό­μα εκεί. Πλέ­ον δεν ήμουν και πο­λύ πρό­θυ­μη να τους σκο­τώ­σω για κα­νέ­ναν· για να ΄μαι ει­λι­κρι­νής, ανη­συ­χού­σα για την υγεία τους. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, όμως, έπρε­πε να πω ναι. Ναι, θα το έκα­να.

Δια­σχί­σα­με τον διά­δρο­μο που ένω­νε το αε­ρο­πλά­νο με την πραγ­μα­τι­κή ζωή, κι έπει­τα, χω­ρίς καν να κοι­τά­ξει προς το μέ­ρος μου, απο­μα­κρύν­θη­κε.

Προ­σπά­θη­σα να μην τον ψά­ξω κα­τά την πα­ρα­λα­βή των απο­σκευών. Θα με έβρι­σκε εκεί­νος προ­τού φύ­γει. Πα­ρέ­λα­βα την τσά­ντα μου. Ήπια νε­ρό απ’ τον ψύ­κτη. Πα­ρα­κο­λού­θη­σα πι­τσι­ρί­κια να πλα­κώ­νο­νται. Τε­λι­κά, άφη­σα το βλέμ­μα μου να πε­ρι­πλα­νη­θεί στο πλή­θος. Όλοι τους ήταν όχι εκεί­νος, κά­θε ένας ξε­χω­ρι­στά. Όμως όλοι ήξε­ραν το όνο­μά του. Όσοι εί­χαν τα­λέ­ντο στο σχέ­διο θα μπο­ρού­σαν να φτιά­ξουν ένα σκί­τσο του από μνή­μης, και όλοι οι υπό­λοι­ποι θα ήταν σε θέ­ση να τον πε­ρι­γρά­ψουν, αν έπρε­πε να το κά­νουν για κά­ποιον τυ­φλό, ας πού­με – αφού μό­νο ένας τυ­φλός δεν θα ‘ξε­ρε το πρό­σω­πό του. Όμως ακό­μα κι οι τυ­φλοί θα γνώ­ρι­ζαν το όνο­μα της γυ­ναί­κας του, και κά­ποιοι ίσως να ήξε­ραν και το όνο­μα της μπου­τίκ από την οποία η κυ­ρία Μ. εί­χε ψω­νί­σει εκεί­νο το βιο­λε­τί σε­τά­κι. Ο Ρόι Σπάι­βι ήταν πα­ντού και που­θε­νά. Κά­ποιος με σκού­ντη­σε στον ώμο.

«Συγ­γνώ­μη, μή­πως δου­λεύ­ε­τε εδώ;»

Ήταν εκεί­νος. Μό­νο που δεν ήταν εκεί­νος, για­τί τα μά­τια του δεν εί­χαν φω­νή· τα μά­τια του ήταν βου­βά. Έπαι­ζε τον ρό­λο του. Εί­πα την ατά­κα μου.
«Όχι».

Μια όμορ­φη νε­α­ρή αε­ρο­συ­νο­δός εμ­φα­νί­στη­κε δί­πλα μου.
«Εγώ δου­λεύω εδώ. Μπο­ρώ να σας βοη­θή­σω», εί­πε με εν­θου­σια­σμό.
Τον εί­δα να κο­ντο­στέ­κε­ται για κά­τι κλά­σμα­τα του δευ­τε­ρο­λέ­πτου, κι ύστε­ρα εί­πε «Τέ­λεια». Πε­ρί­με­να να δω τι θα σκαρ­φι­ζό­ταν, αλ­λά η αε­ρο­συ­νο­δός με αγριο­κοί­τα­ξε σαν να ’μουν κα­μιά πε­ρί­ερ­γη κι έστρε­ψε το βλέμ­μα της σ’ εκεί­νον, λες και τον προ­στά­τευε από τύ­πους σαν εμέ­να. Ήθε­λα να φω­νά­ξω «Ήταν συν­θη­μα­τι­κό! Υπήρ­χε κρυμ­μέ­νο νό­η­μα!» Όμως ήξε­ρα πώς θα ακου­γό­ταν κά­τι τέ­τοιο, οπό­τε απο­μα­κρύν­θη­κα.
Το ίδιο από­γευ­μα βρέ­θη­κα να στέ­κο­μαι κα­τα­με­σής του κα­θι­στι­κού. Εί­χα μα­γει­ρέ­ψει και εί­χα φά­ει, κι ύστε­ρα μου κα­τέ­βη­κε η ιδέα να κα­θα­ρί­σω το σπί­τι. Όμως κα­θώς πή­γαι­να να πά­ρω τη σκού­πα, κά­τι μ’ έπια­σε και στα­μά­τη­σα, φλερ­τά­ρο­ντας με την κε­νό­τη­τα στο κέ­ντρο τού δω­μα­τί­ου. Ήθε­λα να δω αν θα μπο­ρού­σα να ξα­να­ξε­κι­νή­σω. Την απά­ντη­ση, φυ­σι­κά, την ήξε­ρα. Όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο στε­κό­μουν εκεί, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο θα έπρε­πε να στέ­κο­μαι εκεί. Ήταν πε­ρί­πλο­κο και ρα­γδαίο. Έμοια­ζα αδρα­νής, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως ήμουν τό­σο απα­σχο­λη­μέ­νη όσο ένας φυ­σι­κός ή ένας πο­λι­τι­κός. Κα­τά­στρω­να το σχέ­διο για την επό­με­νη κί­νη­σή μου. Το ότι η επό­με­νη κί­νη­ση ήταν να πα­ρα­μεί­νω ακί­νη­τη δεν διευ­κό­λυ­νε και πο­λύ την κα­τά­στα­ση.
Εγκα­τέ­λει­ψα την ιδέα πε­ρί κα­θα­ριό­τη­τας, ελ­πί­ζο­ντας απλώς ότι θα πέ­σω στο κρε­βά­τι σε κά­ποια λο­γι­κή ώρα. Σκέ­φτη­κα τον Ρόι Σπάι­βι στο κρε­βά­τι με την κυ­ρία Μ. Κι ύστε­ρα θυ­μή­θη­κα τον αριθ­μό. Τον έβγα­λα απ’ την τσέ­πη. Τον εί­χε ση­μειώ­σει πά­νω σε μια ει­κό­να με κά­τι ροζ κουρ­τί­νες. Ήταν φτιαγ­μέ­νες από ένα ύφα­σμα αρ­χι­κά σχε­δια­σμέ­νο για δια­στη­μι­κό λε­ω­φο­ρείο· η πυ­κνό­τη­τά τους άλ­λα­ζε ανά­λο­γα με το φως και τη ζέ­στη. Πρό­φε­ρα χα­μη­λό­φω­να όλα τα νού­με­ρα κι ύστε­ρα πρό­σθε­σα δυ­να­τά το τε­λευ­ταίο: «Οκτώ». Έμοια­ζε ρι­ψο­κίν­δυ­νο και πα­ρά­νο­μο. Φώ­να­ξα, «Οκτώ!». Και κι­νή­θη­κα με άνε­ση μέ­χρι το υπνο­δω­μά­τιο. Φό­ρε­σα το νυ­χτι­κό μου, έπλυ­να τα δό­ντια μου και ξά­πλω­σα για ύπνο.

Μέ­σα στα χρό­νια, χρη­σι­μο­ποί­η­σα πολ­λές φο­ρές αυ­τό το νού­με­ρο. Όχι τον αριθ­μό τη­λε­φώ­νου, σκέ­το το οκτώ. Όταν πρω­το­γνώ­ρι­σα τον άντρα μου, ψι­θύ­ρι­ζα «Οκτώ» όπο­τε κά­να­με έρω­τα, επει­δή ήταν τό­σο επί­πο­νο. Ύστε­ρα έμα­θα για μια μι­κρο-επέμ­βα­ση που θα μπο­ρού­σα να κά­νω για να φαρ­δύ­νω. Ψι­θύ­ρι­σα «Οκτώ» όταν ο μπα­μπάς μου πέ­θα­νε από καρ­κί­νο του πνεύ­μο­να. Τό­τε που η κό­ρη μου βρέ­θη­κε μπλεγ­μέ­νη στο Με­ξι­κό, ένας Θε­ός ξέ­ρει για­τί, εί­πα «Οκτώ» από μέ­σα μου κα­θώς της διά­βα­ζα τον αριθ­μό της πι­στω­τι­κής μου κάρ­τας μέ­σω τη­λε­φώ­νου. Πράγ­μα όχι και τό­σο εύ­κο­λο – να σκέ­φτε­σαι ένα νού­με­ρο και να λες ένα άλ­λο. Ο άντρας μου με πει­ρά­ζει για τον τυ­χε­ρό μου αριθ­μό, όμως δεν του εί­πα πο­τέ για τον Ρόι. Δεν πρέ­πει να υπο­τι­μού­με την ικα­νό­τη­τα ενός άντρα να νιώ­σει απει­λού­με­νος. Δεν χρειά­ζε­ται να εί­σαι κα­μιά καλ­λο­νή για να τσα­κω­θούν οι άντρες για χά­ρη σου. Κά­πο­τε, σε μια συ­νά­ντη­ση πα­λιών συμ­μα­θη­τών, έδει­ξα έναν κα­θη­γη­τή με τον οποίο ήμουν τσι­μπη­μέ­νη στο πα­ρελ­θόν, και προ­τού τε­λειώ­σει η βρα­διά ο κα­θη­γη­τής αυ­τός βρέ­θη­κε να πλα­κώ­νε­ται με τον άντρα μου στο γκα­ράζ ενός ξε­νο­δο­χεί­ου. Ο άντρας μου εί­πε ότι ο κα­βγάς τους εί­χε να κά­νει με κά­ποιο ζή­τη­μα φυ­λε­τι­κών δια­κρί­σε­ων, εγώ όμως ήξε­ρα. Κά­ποια πράγ­μα­τα κα­λύ­τε­ρα να μέ­νουν κρυ­φά.

Σή­με­ρα το πρωί, κα­θώς κα­θά­ρι­ζα την κο­σμη­μα­το­θή­κη μου, έπε­σα πά­νω σ’ ένα χαρ­τά­κι με ροζ κουρ­τί­νες. Νό­μι­ζα ότι το εί­χα χά­σει εδώ και και­ρό, όμως ήταν εκεί, δι­πλω­μέ­νο κά­τω από ένα απο­ξη­ρα­μέ­νο γα­ρύ­φαλ­λο και κά­τι θεό-βα­ρια βρα­χιό­λια. Χρό­νια εί­χα να ψι­θυ­ρί­σω «Οκτώ». Η έν­νοια της τύ­χης εί­χε αρ­χί­σει πλέ­ον να με κου­ρά­ζει, όπως τα Χρι­στού­γεν­να όταν έχου­με ακε­φιές.
Στά­θη­κα πλάι στο πα­ρά­θυ­ρο και με­λέ­τη­σα τον γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα τού Ρόι Σπάι­βι στο φως. Εί­χε με­γα­λώ­σει πια –όπως όλοι– μα δεν εί­χε απο­συρ­θεί. Εί­χε τη δι­κή του εκ­πο­μπή στην τη­λε­ό­ρα­ση. Δεν ήταν πλέ­ον κα­τά­σκο­πος· τώ­ρα έπαι­ζε τον πα­τέ­ρα δώ­δε­κα άτα­κτων παι­διών. Μου πέ­ρα­σε απ’ το μυα­λό ότι εί­χα χά­σει τε­λεί­ως το νό­η­μα. Ήθε­λε στ’ αλή­θεια να του τη­λε­φω­νή­σω. Κοί­τα­ξα απ’ το πα­ρά­θυ­ρο κι εί­δα τον άντρα μου, έξω από το γκα­ράζ, να κα­θα­ρί­ζει το αυ­το­κί­νη­το. Κά­θι­σα στο κρε­βά­τι με τον αριθ­μό ακου­μπι­σμέ­νο στα πό­δια μου και το τη­λέ­φω­νο στο χέ­ρι. Πλη­κτρο­λό­γη­σα τα ψη­φία με τη σει­ρά, ακό­μα και το αό­ρα­το, εκεί­νο που με εί­χε κα­θο­δη­γή­σει σ’ όλη την ενή­λι­κη ζωή μου. Ήταν εκτός λει­τουρ­γί­ας. Μα φυ­σι­κά. Πό­σο εξω­φρε­νι­κό εκ μέ­ρους μου να πι­στεύω ότι θα ήταν ακό­μα συν­δε­δε­μέ­νο με την προ­σω­πι­κή γραμ­μή της ντα­ντάς του. Τα παι­διά τού Ρόι Σπάι­βι εί­χαν με­γα­λώ­σει προ πολ­λού. Η ντα­ντά πλέ­ον θα δού­λευε αλ­λού, δεν απο­κλεί­ε­ται να ‘χε κά­νει στρο­φή – σπου­δά­ζο­ντας νο­ση­λευ­τι­κή ή διοί­κη­ση επι­χει­ρή­σε­ων. Μπρά­βο της. Κοί­τα­ξα τον αριθ­μό κι ένιω­σα την απώ­λεια να με πλημ­μυ­ρί­ζει. Ήταν πο­λύ αρ­γά. Εί­χα κα­θυ­στε­ρή­σει υπερ­βο­λι­κά.

Στα αυ­τιά μου έφτα­νε ο ήχος που έκα­ναν τα πα­τά­κια τού αυ­το­κι­νή­του, κα­θώς ο άντρας μου τα χτυ­πού­σε στο πε­ζο­δρό­μιο. Ο γά­τος μας τρι­βό­ταν στα πό­δια μου, ζη­τώ­ντας φα­γη­τό. Μα έμοια­ζε αδύ­να­τον να ση­κω­θώ. Τα λε­πτά περ­νού­σαν, κό­ντευε μία ώρα. Εί­χε αρ­χί­σει να σκο­τει­νιά­ζει. Ο άντρας μου στον κά­τω όρο­φο ετοί­μα­ζε το πο­τό του κι εγώ ετοι­μα­ζό­μουν να ση­κω­θώ. Tα τρι­ζό­νια τρα­γου­δού­σαν στην αυ­λή, κι εγώ ετοι­μα­ζό­μουν να ση­κω­θώ.

Πρω­το­δη­μο­σιεύ­θη­κε το 2007 στο πε­ριο­δι­κό New Yorker.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: