Ομάδα κολύμβησης

Μιράντα Τζουλάι
Μιράντα Τζουλάι

 

Ώρα για κεί­νη την ιστο­ρία που όσο ήμα­σταν ζευ­γά­ρι αρ­νιό­μουν να δι­η­γη­θώ. Επέ­με­νες να ρω­τάς και να ξα­να­ρω­τάς, κι οι υπο­θέ­σεις σου ήταν όλες τό­σο με­λο­δρα­μα­τι­κές και συ­γκε­κρι­μέ­νες. Μή­πως με εί­χα­νε σπι­τώ­σει; Μή­πως το Μπελ­βε­ντέ­ρε εί­ναι σαν τη Νε­βά­δα, όπου η μα­στρο­πεία εί­ναι νό­μι­μη; Μή­πως εί­χα πε­ρά­σει έναν ολό­κλη­ρο χρό­νο τσι­τσί­δι; Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­χε αρ­χί­σει να μου φαί­νε­ται πε­ζή. Και με τον και­ρό συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πως αν η αλή­θεια έχα­νε το εν­δια­φέ­ρον της, τό­τε μάλ­λον δεν θα μέ­να­με ζευ­γά­ρι για πο­λύ ακό­μα.

——————

Δεν ήθε­λα να ζή­σω στο Μπελ­βε­ντέ­ρε, αλ­λά δεν άντε­χα να ζη­τάω απ’ τους γο­νείς μου λε­φτά για με­τα­κό­μι­ση. Κρύ­ος ιδρώ­τας μ’ έλου­ζε κά­θε πρωί που θυ­μό­μουν ότι ζού­σα μό­νη σ’ εκεί­νη την πό­λη – που δεν ήταν καν πό­λη τό­σο μι­κρή που ήταν. Όλα κι όλα κά­τι σπί­τια πλάι σ’ ένα βεν­ζι­νά­δι­κο, κι έπει­τα πιο κά­τω, ού­τε δύο χι­λιό­με­τρα από­στα­ση, ένα μα­γα­ζί και τέ­λος. Αυ­το­κί­νη­το δεν εί­χα, τη­λέ­φω­νο δεν εί­χα, ήμουν εί­κο­σι δύο και κά­θε βδο­μά­δα έγρα­φα στους δι­κούς μου, τους έστελ­να ιστο­ρί­ες από τη δου­λειά μου στο πρό­γραμ­μα READ. Δια­βά­ζα­με σε νέ­ους που βρί­σκο­νταν σε κίν­δυ­νο. Ήταν ένα πι­λο­τι­κό πρό­γραμ­μα χρη­μα­το­δο­τού­με­νο από το κρά­τος. Πο­τέ μου δεν έβγα­λα άκρη τι σή­μαι­ναν τα αρ­χι­κά READ, όμως κά­θε φο­ρά που έγρα­φα «πι­λο­τι­κό πρό­γραμ­μα» έμε­να έκ­πλη­κτη με τις εκ­φρά­σεις που χρη­σι­μο­ποιού­σα. Μια άλ­λη που μου άρε­σε ήταν το «έγκαι­ρη πα­ρέμ­βα­ση».
Δεν θα μας πά­ρει και πο­λύ αυ­τή η ιστο­ρία για­τί το πιο φο­βε­ρό από κεί­νη τη χρο­νιά εί­ναι ότι δεν συ­νέ­βη σχε­δόν τί­πο­τα. Οι κά­τοι­κοι του Μπελ­βε­ντέ­ρε νό­μι­ζαν ότι το όνο­μά μου εί­ναι Μα­ρία. Πο­τέ δεν εί­πα ότι με λέ­νε Μα­ρία αλ­λά κά­πως ξε­κί­νη­σε αυ­τό, και στην ιδέα και μό­νο ότι έπρε­πε ν’ απο­κα­λύ­ψω το αλη­θι­νό μου όνο­μα σε τρία άτο­μα, πε­λά­γω­να. Τα ονό­μα­τα αυ­τών των τριών ήταν Ελί­ζα­μπεθ, Κέλ­ντα και Τζακ Τζακ. Δεν ξέ­ρω για ποιο λό­γο το Τζακ ήταν δι­πλό, και δεν βά­ζω το χέ­ρι μου στη φω­τιά για το Κέλ­ντα, αλ­λά έτσι το άκου­γα οπό­τε έτσι τη φώ­να­ζα. Τα άτο­μα αυ­τά τα ήξε­ρα από κά­τι μα­θή­μα­τα κο­λύμ­βη­σης που τους έκα­να. Και να που φτά­σα­με στο ψα­χνό τού­της της ιστο­ρί­ας, αφού ως γνω­στόν στο Μπελ­βε­ντέ­ρε δεν υπάρ­χουν ού­τε λί­μνες ού­τε πι­σί­νες. Αυ­τό ήταν το θέ­μα συ­ζή­τη­σης μια μέ­ρα στο μα­γα­ζί, και ο Τζακ Τζακ, που λο­γι­κά θα ’χει πε­θά­νει τώ­ρα αφού ήταν υπερ­βο­λι­κά με­γά­λος, σχο­λί­α­σε ότι δεν εί­χε και πολ­λή ση­μα­σία μιας και οι δυο τους με την Κέλ­ντα δεν γνώ­ρι­ζαν κο­λύ­μπι οπό­τε θα κιν­δύ­νευαν να πνι­γούν. Η Ελί­ζα­μπεθ πρέ­πει να ’ταν ξα­δέρ­φη τής Κέλ­ντα. Κι η Κέλ­ντα γυ­ναί­κα τού Τζακ Τζακ. Ήταν όλοι πά­νω από ογδό­ντα. Η Ελί­ζα­μπεθ εί­πε ότι εί­χε κο­λυ­μπή­σει κά­μπο­σες φο­ρές ένα κα­λο­καί­ρι όταν ήταν μι­κρή, τό­τε που εί­χε επι­σκε­φθεί κά­ποια ξα­δέρ­φη της (προ­φα­νώς όχι την ξα­δέρ­φη Κέλ­ντα). Μπή­κα στην κου­βέ­ντα μό­νο και μό­νο για­τί, σύμ­φω­να με την Ελί­ζα­μπεθ, για να κο­λυ­μπή­σεις πρέ­πει να ξέ­ρεις ν’ ανα­πνέ­εις κά­τω απ’ το νε­ρό.
Δεν εί­ν’ αλή­θεια, φώ­να­ξα. Ήταν οι πρώ­τες λέ­ξεις που έβγαι­ναν απ’ το στό­μα μου εδώ και κά­τι βδο­μά­δες. Η καρ­διά μου χτυ­πού­σε λες κι εί­χα ζη­τή­σει από κά­ποιον να τα φτιά­ξου­με. Πρέ­πει απλά να κρα­τάς την ανα­πνοή σου.
Η Ελί­ζα­μπεθ έδει­ξε να τσα­ντί­ζε­ται και με­τά εί­πε ότι έκα­νε πλά­κα.
Η Κέλ­ντα εί­πε ότι δεν θα τολ­μού­σε να κρα­τή­σει την ανα­πνοή της για­τί ένας θεί­ος της εί­χε πε­θά­νει επει­δή κά­πο­τε κρά­τη­σε πολ­λή ώρα την ανά­σα του σ’ έναν δια­γω­νι­σμό κρα­τή­μα­τος ανα­πνο­ής.
Ο Τζακ Τζακ τη ρώ­τη­σε αν στ’ αλή­θεια το πί­στευε αυ­τό, κι η Κέλ­ντα εί­πε, Ναι, φυ­σι­κά και το πι­στεύω, κι ο Τζακ Τζακ εί­πε, Ο θεί­ος σου πέ­θα­νε από έμ­φραγ­μα, δεν ξέ­ρω πού πας και τις βρί­σκεις αυ­τές τις ιστο­ρί­ες, Κέλ­ντα.
Κι ύστε­ρα μεί­να­με για λί­γο σιω­πη­λοί. Απο­λάμ­βα­να στ’ αλή­θεια την πα­ρέα τους κι ήλ­πι­ζα να κρα­τή­σει κι άλ­λο, πράγ­μα που έγι­νε για­τί ο Τζακ Τζακ εί­πε: Έχεις κο­λυ­μπή­σει, λοι­πόν.
Τους εί­πα για το γυ­μνά­σιο, τό­τε που συμ­με­τεί­χα σε μια ομά­δα κο­λύμ­βη­σης και πή­ρα μέ­ρος και σε κά­τι αγώ­νες της πο­λι­τεί­ας αλ­λά έχα­σα νω­ρίς από το Bishop O’Dowd, ένα κα­θο­λι­κό σχο­λείο. Έδει­ξαν να τους συ­νε­παίρ­νει η ιστο­ρία μου. Δεν μου εί­χε πε­ρά­σει από το μυα­λό μέ­χρι τό­τε, αλ­λά κα­τά­λα­βα ότι επρό­κει­το στ’ αλή­θεια για μια πο­λύ συ­ναρ­πα­στι­κή ιστο­ρία, γε­μά­τη αγω­νία και χλω­ρί­νες κι άλ­λα πολ­λά που η Ελί­ζα­μπεθ, η Κέλ­ντα κι ο Τζακ Τζακ δεν εί­χαν ζή­σει πο­τέ από πρώ­το χέ­ρι. Και τό­τε η Κέλ­ντα εί­πε ότι ήταν κρί­μα που δεν υπήρ­χε πι­σί­να στο Μπελ­βε­ντέ­ρε για­τί εί­χαν την τύ­χη να ζουν στην ίδια πό­λη με μια προ­πο­νή­τρια κο­λύμ­βη­σης. Δεν εί­χα πει ότι εί­μαι προ­πο­νή­τρια κο­λύμ­βη­σης αλ­λά κα­τά­λα­βα τι εν­νο­ού­σε. Ήταν κρί­μα.
Κι έπει­τα κά­τι πα­ρά­ξε­νο συ­νέ­βη. Εί­χα το βλέμ­μα στραμ­μέ­νο προς τα κά­τω, χά­ζευα τα πα­πού­τσια μου στο μου­σα­μα­δέ­νιο πά­τω­μα και σκε­φτό­μουν ότι στά­νταρ το δά­πε­δο εί­χε να πλυ­θεί κά­να εκα­τομ­μύ­ριο χρό­νια και ξαφ­νι­κά ένιω­σα ότι θα πέ­θαι­να. Αλ­λά αντί να πε­θά­νω, εί­πα: Μπο­ρώ να σας μά­θω να κο­λυ­μπά­τε. Δεν χρεια­ζό­μα­στε καν πι­σί­να.
Συ­να­ντιό­μα­σταν δυο φο­ρές τη βδο­μά­δα στο δια­μέ­ρι­σμά μου. Κά­θε φο­ρά που ερ­χό­ντου­σαν, εί­χα τρεις λε­κά­νες με ζε­στό νε­ρό στοι­χι­σμέ­νες στο πά­τω­μα και μια τέ­ταρ­τη λε­κά­νη από μπρο­στά, για την προ­πο­νή­τρια. Πρό­σθε­τα αλά­τι στο νε­ρό για­τί λέ­νε πως το ζε­στό αλα­τό­νε­ρο κά­νει κα­λό στη μύ­τη, κι όλο και λί­γο αλα­τό­νε­ρο θα ρου­φού­σαν κα­τά λά­θος. Τους έδει­ξα πώς να βά­ζουν τη μύ­τη και το στό­μα στο νε­ρό και πώς να παίρ­νουν ανά­σα από το πλάι. Ύστε­ρα προ­σθέ­σα­με τα πό­δια και με­τά τα χέ­ρια. Μπο­ρεί να μην ήταν οι πλέ­ον ιδα­νι­κές συν­θή­κες για να μά­θουν κο­λύ­μπι, τους τό­νι­σα όμως ότι έτσι προ­πο­νού­νται για τους Ολυ­μπια­κούς αγώ­νες όταν δεν υπάρ­χει πι­σί­να εύ­και­ρη. Ναι ναι ναι, ήταν ψέ­μα, αλ­λά ψέ­μα απα­ραί­τη­το για τέσ­σε­ρις αν­θρώ­πους που ξα­πλώ­νουν στο δά­πε­δο της κου­ζί­νας και κλω­τσά­νε δυ­να­τά σαν να μη φο­βού­νται να δεί­ξουν πό­σο θυ­μω­μέ­νοι, πό­σο εξα­γριω­μέ­νοι, πό­σο απο­γοη­τευ­μέ­νοι κι αγα­να­κτι­σμέ­νοι εί­ναι. Για να τους ανα­γκά­σω να συν­δε­θούν με το κο­λύ­μπι χρειά­στη­κε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω κου­βέ­ντες βα­ριές. Της Κέλ­ντα της πή­ρε αρ­κε­τές βδο­μά­δες μέ­χρι να μά­θει να βά­ζει το πρό­σω­πό της στο νε­ρό. Εντά­ξει, εντά­ξει!, εί­πα. Εσέ­να θα σε ξε­κι­νή­σου­με με σα­νί­δα. Της έδω­σα ένα βι­βλίο. Εί­ναι απο­λύ­τως φυ­σιο­λο­γι­κό να αντι­στέ­κε­σαι στη λε­κά­νη, Κέλ­ντα. Το σώ­μα σου προ­σπα­θεί να σου δεί­ξει ότι αρ­νεί­ται να πε­θά­νει. Ναι αρ­νεί­ται, συμ­φώ­νη­σε.
Τους έμα­θα όλες τις κι­νή­σεις που ήξε­ρα. Η πε­τα­λού­δα ήταν το κά­τι άλ­λο, πραγ­μα­τι­κά απί­θα­νη. Πί­στευα ότι το πά­τω­μα δεν θα άντε­χε άλ­λο, θα υπο­χω­ρού­σε κι οι τρεις τους θα χά­νο­νταν μα­κριά, με τον Τζακ Τζακ να τους οδη­γεί. Ήταν αν μη τι άλ­λο πο­λύ προ­χω­ρη­μέ­νος για την ηλι­κία του. Κου­νιό­ταν στ’ αλή­θεια, μια από δω και μια από κει πά­νω στο δά­πε­δο, κι έπαιρ­νε και τη λε­κά­νη με το αλα­τό­νε­ρο μα­ζί. Έκα­νε μια γύ­ρα στο υπνο­δω­μά­τιο κι επέ­στρε­φε στην κου­ζί­να κο­πα­νώ­ντας το κορ­μί του στο πά­τω­μα, βου­τηγ­μέ­νος στον ιδρώ­τα και τη σκό­νη, κι η Κέλ­ντα σή­κω­νε το κε­φά­λι και τον κοί­τα­ζε με το βι­βλίο στα χέ­ρια, κι έλα­μπε από χα­ρά. Κο­λύ­μπα προς τα δω, του φώ­να­ζε, αλ­λά φο­βό­ταν υπερ­βο­λι­κά, κι εδώ που τα λέ­με θέ­λει πολ­λή δύ­να­μη στον κορ­μό για να κα­τα­φέ­ρεις να κο­λυ­μπή­σεις στη στε­ριά.
Ήμουν από κεί­νους τους προ­πο­νη­τές που στέ­κο­νται στο πλάι της πι­σί­νας χω­ρίς να βου­τά­νε, αλ­λά δεν τε­μπέ­λια­ζα στιγ­μή. Δεν θέ­λω ν’ ακου­στεί ψω­νί­στι­κο, αλ­λά αντί για νε­ρό εί­χαν εμέ­να. Ρύθ­μι­ζα τα πά­ντα. Μι­λού­σα αστα­μά­τη­τα, όπως κά­νουν οι δά­σκα­λοι του αε­ρό­μπικ, και σφύ­ρι­ζα ρυθ­μι­κά με τη σφυ­ρί­χτρα δεί­χνο­ντάς τους τα όρια της πι­σί­νας. Στρι­φο­γυρ­νού­σαν ταυ­τό­χρο­να και πή­γαι­ναν απ’ την άλ­λη. Κά­θε φο­ρά που η Ελί­ζα­μπεθ ξε­χνού­σε να κου­νή­σει τα χέ­ρια, φώ­να­ζα: Ελί­ζα­μπεθ! Τα πό­δια σου εί­ναι ψη­λά αλ­λά το κε­φά­λι σου βου­λιά­ζει! Κι εκεί­νη άρ­χι­ζε να κου­νιέ­ται με μα­νία, κι ερ­χό­ταν πά­λι στην επι­φά­νεια. Η μέ­θο­δος δι­δα­σκα­λί­ας μου ήταν σχο­λα­στι­κή κι έδι­νε έμ­φα­ση στην πρα­κτι­κή: Για τις βου­τιές έπαιρ­ναν θέ­ση στο γρα­φείο μου και ξε­κι­νού­σαν με μια άψο­γη φι­γού­ρα για να κα­τα­λή­ξουν με την κοι­λιά στο κρε­βά­τι. Το κά­να­με έτσι για ασφά­λεια αλ­λά βου­τιά ήταν και πά­λι: Έβα­ζες στην άκρη τον εγω­ι­σμό των θη­λα­στι­κών κι αφη­νό­σουν στη δύ­να­μη της βα­ρύ­τη­τας. Η Ελί­ζα­μπεθ πρό­σθε­σε έναν κα­νό­να, να βγά­ζου­με όλοι έναν ήχο κα­θώς πέ­φτου­με. Πα­ρα­ή­ταν ευ­ρη­μα­τι­κό για τα γού­στα μου, αλ­λά ήμουν ανοι­χτή σε νε­ω­τε­ρι­σμούς. Ήθε­λα να ’μαι απ’ τις δα­σκά­λες που ακούν τους μα­θη­τές τους. Η Κέλ­ντα έκα­νε έναν ήχο σαν δέ­ντρο που πέ­φτει – ένα θη­λυ­κό δέ­ντρο που πέ­φτει. Η Ελί­ζα­μπεθ έβγα­ζε κά­τι «αυ­θόρ­μη­τους ήχους» που ήταν πά­ντα ίδιοι κι απα­ράλ­λα­χτοι, κι ο Τζακ Τζακ έλε­γε, Βόμ­βα! Στο τέ­λος του μα­θή­μα­τος σκου­πι­ζό­μα­σταν και ο Τζακ Τζακ μου έσφιγ­γε το χέ­ρι και η Κέλ­ντα ή η Ελί­ζα­μπεθ μου άφη­ναν ένα πιά­το φαΐ, κά­ποιο λα­δε­ρό ή μια μα­κα­ρο­νά­δα. Αυ­τό ήταν το αντάλ­λαγ­μα που μου έδι­ναν, και χά­ρη σ’ αυ­τό δεν χρειά­στη­κε να πιά­σω δεύ­τε­ρη δου­λειά.
Κά­να­με δυο ώρες τη βδο­μά­δα όλο κι όλο, όμως όλες οι υπό­λοι­πες ώρες υπήρ­χαν γι’ αυ­τές τις δυο. Κά­θε Τρί­τη και Πέμ­πτη πρωί, ξυ­πνού­σα και σκε­φτό­μουν: Έχου­με προ­πό­νη­ση σή­με­ρα. Τα υπό­λοι­πα πρω­ι­νά, ξυ­πνού­σα και σκε­φτό­μουν: Δεν έχου­με προ­πό­νη­ση. Όταν πε­τύ­χαι­να κά­ποιον μα­θη­τή μου στην πό­λη, ας πού­με στο βεν­ζι­νά­δι­κο ή στο μα­γα­ζί, ρω­τού­σα: Έκα­νες εξά­σκη­ση τη βου­τιά με τη μύ­τη; Κι απα­ντού­σε: Ναι, προ­πο­νή­τρια, το δου­λεύω!
Ξέ­ρω ότι δεν σου εί­ναι εύ­κο­λο να με φα­ντα­στείς σαν προ­πο­νή­τρια. Στο Μπελ­βε­ντέ­ρε ήμουν τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή, γι’ αυ­τό δυ­σκο­λευό­μουν τό­σο πο­λύ να το συ­ζη­τή­σω μα­ζί σου. Εκεί δεν εί­χα πο­τέ αγό­ρι· δεν ασχο­λιό­μουν με την τέ­χνη, δεν εί­χα κα­μία σχέ­ση με τα καλ­λι­τε­χνι­κά. Ήμουν εντε­λώς αθλη­τι­κός τύ­πος – η προ­πο­νή­τρια μιας ομά­δας κο­λύμ­βη­σης. Αν μου περ­νού­σε απ’ το μυα­λό ότι θα σ’ εν­διέ­φε­ρε αυ­τή η ιστο­ρία θα στην εί­χα πει νω­ρί­τε­ρα, κι ίσως να ’μα­σταν ακό­μα ζευ­γά­ρι. Πά­νε τρεις ώρες απ’ τη στιγ­μή που σε πέ­τυ­χα στο βι­βλιο­πω­λείο μ’ εκεί­νη την κο­πέ­λα με το λευ­κό παλ­τό. Τι υπέ­ρο­χο παλ­τό. Εί­ναι φα­νε­ρό ότι εί­σαι κιό­λας τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος και ολο­κλη­ρω­μέ­νος, πα­ρό­λο που έχει μό­νο δυο βδο­μά­δες που χω­ρί­σα­με. Δεν ήμουν καν σί­γου­ρη αν έχου­με χω­ρί­σει μέ­χρι που σε εί­δα μα­ζί της. Μοιά­ζεις τό­σο μα­κρι­νός, λες και στέ­κε­σαι στην αντί­πε­ρα όχθη μιας λί­μνης. Μια κου­κί­δα τό­σο μι­κρο­σκο­πι­κή που δεν έχει φύ­λο ού­τε ηλι­κία· απλά χα­μο­γε­λά. Τι μου λεί­πει τώ­ρα, από­ψε; Μου λεί­πει η Ελί­ζα­μπεθ, μου λεί­πει η Κέλ­ντα, μου λεί­πει ο Τζακ Τζακ. Έχου­νε πε­θά­νει πια, εί­μαι βέ­βαιη. Τι αβά­στα­χτη θλί­ψη. Πρέ­πει να ’μαι η πιο δυ­στυ­χι­σμέ­νη προ­πο­νή­τρια κο­λύμ­βη­σης σ’ όλη τη γη.


 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: