Θεατρική Ολυμπιάδα: Όλος ο κόσμος μια σκηνή

Το 9ο φε­στι­βάλ MITEM (Madach International Theatre Meeting), του Εθνι­κού Θε­ά­τρου της Βου­δα­πέ­στης, ανέ­λα­βε το βα­ρύ φορ­τίο να φι­λο­ξε­νή­σει φέ­τος για τρεις μή­νες (από τις 15 Απρι­λί­ου μέ­χρι τις 13 Ιου­νί­ου, 2023), τη 10η Θε­α­τρι­κή Ολυ­μπιά­δα, το όρα­μα του Θό­δω­ρου Τερ­ζό­που­λου που μας το σύ­στη­σε στους Δελ­φούς το 1995, έχο­ντας ως συ­νο­δοι­πό­ρους στη Διε­θνή Επι­τρο­πή κο­ρυ­φαία ονό­μα­τα του χώ­ρου (Τα­ντά­σι Σου­ζού­κι, Μπομπ Γουίλ­σον, Γιού­ρι Λιου­μπί­μοφ, Νού­ρια Εσπέρτ, Αντού­νες Φί­λο, Τό­νι Χά­ρι­σον, και Χάι­νερ Μί­λερ). Δι­ήρ­κε­σε δύο εβδο­μά­δες και φι­λο­ξέ­νη­σε εν­νέα πα­ρα­στά­σεις από εφτά χώ­ρες.
Αμέ­σως με­τά τους Δελ­φούς τη σκυ­τά­λη θα πά­ρει η Ια­πω­νία (1999), η οποία θα φι­λο­ξε­νή­σει 42 πα­ρα­στά­σεις από 20 χώ­ρες, σε διά­στη­μα δύο μη­νών. Έκτο­τε η Ολυ­μπιά­δα θα συ­νε­χί­σει να με­γα­λώ­νει και να εξε­λίσ­σε­ται, ακο­λου­θώ­ντας από κο­ντά τις καλ­λι­τε­χνι­κές και κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις.


Θόδωρος Τερζόπουλος: ο εμπνευστής και θεμελιωτής της Θεατρικής Ολυμπιάδας και πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής
Θόδωρος Τερζόπουλος: ο εμπνευστής και θεμελιωτής της Θεατρικής Ολυμπιάδας και πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής

Ανα­τρέ­χο­ντας κα­νείς στις εκα­το­ντά­δες συμ­με­το­χές, θα δια­σταυ­ρω­θεί με όλα τα ρεύ­μα­τα που δια­μόρ­φω­σαν τη φυ­σιο­γνω­μία του πα­γκό­σμιου θε­ά­τρου τα τε­λευ­ταία πε­νή­ντα πε­ρί­που χρό­νια: συμ­με­το­χι­κό θέ­α­τρο, θέ­α­τρο των ει­κό­νων, θέ­α­τρο της υψη­λής τε­χνο­λο­γί­ας, θέ­α­τρο site specific, θέ­α­τρο της επι­νό­η­σης, διά­λε­ξη-θέ­α­τρο, θέ­α­τρο της σκλη­ρό­τη­τας, σω­μα­τι­κό θέ­α­τρο, κλα­σι­κό θέ­α­τρο, δια­σκευ­ές κλα­σι­κών έρ­γων, κου­κλο­θέ­α­τρο, εγκα­τα­στά­σεις, χο­ρο-θέ­α­τρο, χο­ρός, θέ­α­τρο για παι­διά και νέ­ους, μι­μι­κή, τσίρ­κο. Ένα εντυ­πω­σια­κό θε­α­τρι­κό αν­θο­λό­γιο με τη συμ­με­το­χή καλ­λι­τε­χνών από 100 και πλέ­ον χώ­ρες. Μια ει­δο­λο­γι­κή, αι­σθη­τι­κή, στι­λι­στι­κή και γε­ω­γρα­φι­κή δια­σπο­ρά όχι μό­νο ευ­πρόσ­δε­κτη αλ­λά ανα­πό­φευ­κτη και συ­νά­μα ανα­γκαία, εάν λά­βου­με υπό­ψη πό­σα πράγ­μα­τα έχουν αλ­λά­ξει από τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 μέ­χρι σή­με­ρα.
Μπρο­στά μας και γύ­ρω μας στρο­βι­λί­ζε­ται ένας κό­σμος δια­φο­ρε­τι­κός, ένας κό­σμος δυ­σερ­μή­νευ­τος, φουρ­του­νια­σμέ­νος, με­τα­βα­τι­κός, και με­τα­μορ­φω­τι­κός. Ένας κό­σμος απί­στευ­τα υψη­λών τα­χυ­τή­των, γε­γο­νός που ανα­γκά­ζει και το θέ­α­τρο να τρέ­χει ασθμαί­νο­ντας να τον προ­λά­βει, να τον κα­τα­γρά­ψει, να τον ακτι­νο­γρα­φή­σει, να τον εκλο­γι­κεύ­σει, άλ­λο­τε με επι­τυ­χία και άλ­λο­τε όχι. Ανα­με­νό­με­νο. Ας μην ξε­χνά­με ότι η πρω­τό­γνω­ρη τα­χύ­τη­τα που έχει επι­φέ­ρει στο lifestyle και στον τρό­πο σκέ­ψης των αν­θρώ­πων η τε­χνο­λο­γία εί­ναι ένα από τα πλέ­ον ακαν­θώ­δη ζη­τή­μα­τα που έχει να δια­χει­ρι­στεί το σύγ­χρο­νο θέ­α­τρο, υπό την έν­νοια ότι δεν έχει πια την πο­λυ­τέ­λεια του χρό­νου να στο­χα­στεί επά­νω στις ίδιες τις κα­τα­κτή­σεις του. Βρί­σκε­ται διαρ­κώς κά­τω από ανε­λέ­η­τη πί­ε­ση. Πριν κα­λά-κα­λά κα­τα­λα­γιά­σει κά­τι στους κόλ­πους του προ­κύ­πτει αμέ­σως κά­τι άλ­λο στη θέ­ση του, με απο­τέ­λε­σμα να μην μπο­ρούν να ανα­πτυ­χθούν οι ανα­γκαί­ες ρί­ζες που τρο­φο­δο­τούν τους χυ­μούς στο θε­α­τρι­κό δέ­ντρο ώστε να με­γα­λώ­σει και να ωρι­μά­σει αβί­α­στα και φυ­σιο­λο­γι­κά. Υπάρ­χει κά­τι σχε­δόν εκ­βια­στι­κό στις εξε­λί­ξεις του τύ­που «τρέ­ξε ει­δάλ­λως χά­νε­σαι». Με όλα αυ­τά υπό­ψη, δεν υπερ­βάλ­λου­με εάν ισχυ­ρι­στού­με ότι πο­τέ άλ­λο­τε στη μο­ντέρ­να ιστο­ρία του (από το 1850 πε­ρί­που και με­τά) το θέ­α­τρο δεν έζη­σε σε τό­σο μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα τό­σο έντο­νους κρα­δα­σμούς, όπως και τό­σο με­γά­λη αβε­βαιό­τη­τα ως προς τον κοι­νω­νι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό του ρό­λο. Εί­ναι ένα θέ­α­τρο σε συ­νε­χές τρέ­ξι­μο. Ένα θέ­α­τρο- νο­μά­δας. Με­τα­κι­νεί­ται διαρ­κώς σε ανα­ζή­τη­ση νέ­ου κοι­νού αλ­λά συ­νά­μα και νέ­ων ερ­γα­λεί­ων για να αντι­με­τω­πί­σει ένα κό­σμο πο­λύ­πλο­κο και ολο­έ­να λι­γό­τε­ρο πραγ­μα­τι­κό. Οι πιο χα­ρι­σμα­τι­κοί κα­τα­θέ­τουν έρ­γο που αντέ­χει. Άλ­λοι έρ­γο που ξε­χνιέ­ται γρή­γο­ρα. Δεν έχει ση­μα­σία. Όλα εί­ναι μέ­σα στο παι­χνί­δι της δη­μιουρ­γί­ας και της επι­βί­ω­σης. Και αυ­τή τη βά­σα­νο της ανα­ζή­τη­σης και της αβε­βαιό­τη­τας συ­να­ντά κα­νείς και στη φυ­σιο­γνω­μία του πιο συ­μπε­ρι­λη­πτι­κού θε­α­τρι­κού γε­γο­νό­τος, της Θε­α­τρι­κής Ολυ­μπιά­δας, η οποία κά­θε τέσ­σε­ρα χρό­νια, πέ­ρα από και­νούρ­για ονό­μα­τα, μας εκ­θέ­τει στις αγω­νί­ες, στις τά­σεις και στα ορά­μα­τα που κυ­ριαρ­χούν στον χώ­ρο και εκ­θέ­το­ντάς μας σε αυ­τά θέ­τει ταυ­τό­χρο­να σε δο­κι­μα­σία και τα ερ­γα­λεία του κρι­τι­κού μας λό­γου, υπό την έν­νοια ότι οι αλ­λα­γές που πα­ρα­τη­ρού­νται στα υλι­κά και στις ιδέ­ες κα­τα­σκευ­ής των πα­ρα­στά­σε­ων επι­βάλ­λουν τη συ­νε­χή ανα­νέ­ω­ση και των ερ­γα­λεί­ων της κρί­σης τους. Πρό­κει­ται για μια γό­νι­μη, κα­τά την άπο­ψή μου, «ανα­μέ­τρη­ση» η οποία με τον τρό­πο της καλ­λιερ­γεί και ένα διά­λο­γο ου­σί­ας ανά­με­σα στο έρ­γο τέ­χνης και τον κρι­τι­κό, εμπλου­τί­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να και τους δύο, και φυ­σι­κά την ίδια την κοι­νό­τη­τα, τον τε­λι­κό απο­δέ­κτη.
Αυ­τά ως μια πο­λύ γε­νι­κή ει­σα­γω­γή στη 10η Ολυ­μπιά­δα, μι­κρό μέ­ρος της οποί­ας εί­χα την τύ­χη να πα­ρα­κο­λου­θή­σω.


10η Ολυ­μπιά­δα: η ογκω­δέ­στε­ρη

Η Ολυ­μπιά­δα στη Βου­δα­πέ­στη εί­ναι, εξ όσων γνω­ρί­ζω, η με­γα­λύ­τε­ρη μέ­χρι σή­με­ρα από άπο­ψη όγκου συμ­με­το­χών. Και αυ­τό εί­ναι ένα εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο, για­τί δεί­χνει ότι το δέ­ντρο του θε­ά­τρου, πα­ρ’ όλη την κρί­ση που βιώ­νει, κυ­ρί­ως οι­κο­νο­μι­κή, εξα­κο­λου­θεί να πα­ρά­γει και­νούρ­γιους καρ­πούς, επα­λη­θεύ­ο­ντας τη γνω­στή άπο­ψη που λέ­ει ότι το θέ­α­τρο εί­ναι παι­δί της κρί­σης, ένα εί­δος που αντλεί υλι­κό και έμπνευ­ση μέ­σα από συ­γκρού­σεις, δυ­σκο­λί­ες και κα­κο­το­πιές.
Επί­σης, αξί­ζει να ση­μειω­θεί στα ιδιαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της φε­τι­νής διορ­γά­νω­σης και η εντυ­πω­σια­κή γε­ω­γρα­φι­κή δια­σπο­ρά των εκ­δη­λώ­σε­ων. Η ορ­γα­νω­τι­κή επι­τρο­πή, με πρό­ε­δρο τον καλ­λι­τε­χνι­κό διευ­θυ­ντή του Εθνι­κού Θε­ά­τρου Ατί­λα Βι­ντ­νιάν­σκι, έκρι­νε (και πο­λύ σω­στά) ότι θέ­α­τρο δεν μπο­ρεί να έχει μό­νο η πρω­τεύ­ου­σα, η Βου­δα­πέ­στη, γι’ αυ­τό άνοι­ξε τη φε­στι­βα­λι­κή βε­ντά­λια ώστε οι πε­ρισ­σό­τε­ρες πό­λεις της χώ­ρας να απο­λαύ­σουν έστω και ένα μι­κρό μέ­ρος της πα­γκό­σμιας αλ­λά και της εγ­χώ­ριας δρα­μα­τουρ­γί­ας και των πα­ρα­στα­τι­κών τε­χνών, εφαρ­μό­ζο­ντας στην πρά­ξη ένα από τα βα­σι­κά motto του θε­σμού: «δια­σχί­ζο­ντας σύ­νο­ρα», εσω­τε­ρι­κά ή εξω­τε­ρι­κά, δεν έχει ση­μα­σία. Ση­μα­σία έχει η με­τα­κί­νη­ση του ενός και μο­να­δι­κού κέ­ντρου (εν προ­κει­μέ­νω της Βου­δα­πέ­στης) και προς άλ­λα κέ­ντρα.


To κτήριο που στεγάζει το Εθνικό Θέατρο της Βουδαπέστης εγκαινιάστηκε το 2002. Στο εν λόγω κτίριο, με τις τρεις σκηνές, φιλοξενήθηκαν οι μεγάλες παραγωγές της Θεατρικής Ολυμπιάδας. Βρίσκεται στις όχθες του Δούναβη. Για την ιστορία να πούμε ότι η Ουγγαρία απέκτησε το πρώτο της Εθνικό Θέατρο το 1837
To κτήριο που στεγάζει το Εθνικό Θέατρο της Βουδαπέστης εγκαινιάστηκε το 2002. Στο εν λόγω κτίριο, με τις τρεις σκηνές, φιλοξενήθηκαν οι μεγάλες παραγωγές της Θεατρικής Ολυμπιάδας. Βρίσκεται στις όχθες του Δούναβη. Για την ιστορία να πούμε ότι η Ουγγαρία απέκτησε το πρώτο της Εθνικό Θέατρο το 1837

Πε­ρί­που 100 θέ­α­τρα και επι­λεγ­μέ­νοι χώ­ροι σε όλη την χώ­ρα θα έχουν φι­λο­ξε­νή­σει μέ­χρι τα μέ­σα Ιου­νί­ου που λή­γει η Ολυ­μπιά­δα, 750 εκ­δη­λώ­σεις, που εκτός από πα­ρα­στά­σεις πε­ρι­λαμ­βά­νουν, συ­νέ­δρια, συ­ζη­τή­σεις στρογ­γυ­λής τρά­πε­ζας, βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις κ.λπ. 7500 καλ­λι­τέ­χνες από 58 χώ­ρες και συ­νο­λι­κό κό­στος 22 εκα­τομ­μύ­ρια, εί­ναι ο τε­λι­κός απο­λο­γι­σμός. Ανά­με­σα στους καλ­λι­τέ­χνες που συμ­με­τέ­χουν εί­ναι ονό­μα­τα όπως: Ρό­μεο Κα­στε­λού­τσι, Κρι­στιάν Λού­πα, Βα­λε­ρί Φο­κίν, Τιά­γκο Ρο­ντρί­γκες, Πί­πινγκ Τομ, Χάι­νερ Γκέ­μπελς, Σίλ­βιου Πουρ­κα­ρέ­τε, Ντέ­κλαν Ντό­νε­λαν, Κρι­στόφ Μαρ­τά­λε, Αλε­σά­ντρο Σέ­ρα, Εου­τζί­νιο Μπάρ­μπα, Ίβο βον Χό­βε, Σάι­μον Μακ­μπέρ­νι, Έμα Ντά­ντε, Γιαν Φαμπρ, Γιαν Κλά­τα, Τζον Κα­λα­μά­ντα­λαμ, Γκα­μπόρ Τό­μπα, και από την Ελ­λά­δα, Θό­δω­ρος Τερ­ζό­που­λος, Σάβ­βας Στρού­μπος και Δη­μή­τρης Πα­παϊ­ω­άν­νου, με­τα­ξύ δε­κά­δων άλ­λων.


Το σύμ­βο­λο της φε­τι­νής Ολυ­μπιά­δας

Σύμ­βο­λο της 10ης Ολυ­μπιά­δας εί­ναι η κι­βω­τός, η οποία απο­τε­λεί μέ­ρος της πρό­σο­ψης του Εθνι­κού Θε­ά­τρου. Επε­λέ­γη από τους σχε­δια­στές του κτη­ρί­ου ώστε να πα­ρα­πέ­μπει κυ­ρί­ως στο βι­βλι­κό αφή­γη­μα, δη­λα­δή στο συμ­βο­λι­κό μέ­σον σω­τη­ρί­ας των αν­θρώ­πι­νων αξιών και όλων εκεί­νων που απο­φα­σί­ζουν να επι­βι­βα­στούν σε αυ­τή. Το φορ­τίο της απο­τε­λούν αρ­χαιο­πρε­πείς ελ­λη­νι­κοί κί­ο­νες και κιο­νό­κρα­να, που πα­ρα­πέ­μπουν συμ­βο­λι­κά στις αθη­ναϊ­κές αφε­τη­ρί­ες του θε­ά­τρου και κυ­ριο­λε­κτι­κά στο πρώ­το κτή­ριο του Εθνι­κού θε­ά­τρου της Ουγ­γα­ρί­ας στις αρ­χές του 19ου αιώ­να. Δη­λα­δή, στο φορ­τίο της συ­νυ­πάρ­χουν και συ­ντε­λούν η πα­ρά­δο­ση με την και­νο­το­μία, όπως ακρι­βώς συμ­βαί­νει και με τη Θε­α­τρι­κή Ολυ­μπιά­δα, απο­στο­λή της οποί­ας εί­ναι να γε­φυ­ρώ­νει χά­σμα­τα και απο­στά­σεις, να βοη­θά τον κό­σμο να δει πιο κα­θα­ρά τι γί­νε­ται γύ­ρω του, να του υπο­δει­κνύ­ει νέα δρο­μο­λό­για ώστε να αντι­με­τω­πί­ζει πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά τις προ­κλή­σεις της επο­χής, τις συ­γκρού­σεις, τις αντι­πα­λό­τη­τες, τις επι­πτώ­σεις της κλι­μα­τι­κής αλ­λα­γής, τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα, τον θρη­σκευ­τι­κό φα­να­τι­σμό, τις έμ­φυ­λες σχέ­σεις.


H πλώρη της κιβωτού μπροστά από το επιβλητικό Εθνικό Θέατρο της Βουδαπέστης.
H πλώρη της κιβωτού μπροστά από το επιβλητικό Εθνικό Θέατρο της Βουδαπέστης.

Το «πι­στεύω» της ορ­γα­νω­τι­κής επι­τρο­πής λέ­ει πως σε μια φουρ­του­νια­σμέ­νη θά­λασ­σα, όπως εί­ναι ο κό­σμος σή­με­ρα, έρ­γο του καλ­λι­τέ­χνη του θε­ά­τρου που βρί­σκε­ται στην κι­βω­τό εί­ναι να φέρ­νει πιο κο­ντά τους λα­ούς, χω­ρίς να θυ­σιά­ζει τις δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τές τους. Ο καλ­λι­τέ­χνης του θε­ά­τρου δεν προ­πα­γαν­δί­ζει, δεν εγκλω­βί­ζει την τέ­χνη του σε μο­νο­μα­νί­ες και προ­σω­πι­κές ιδε­ο­λο­γι­κές αγκυ­λώ­σεις. Δεν δι­δά­σκει πο­λι­τι­κή αλ­λά πρω­τί­στως δι­δά­σκει διά­λο­γο. Ο διά­λο­γος και όχι ο μο­νό­λο­γος, εί­ναι η ύψι­στη μορ­φή πο­λι­τι­κής έκ­φρα­σης. Ο διά­λο­γος εί­ναι ο μο­να­δι­κός δρό­μος που οδη­γεί στη δη­μο­κρα­τία, για­τί ακρι­βώς ζει μέ­σα από τη συ­νά­ντη­ση δια­φο­ρε­τι­κών θέ­σε­ων. Όπως λέ­ει ο συγ­γρα­φέ­ας Χά­ου­πτμαν, «Το θέ­α­τρο, μα­ζί με το κοι­νό του, εί­ναι η πιο πα­λιά πνευ­μα­τι­κή κοι­νό­τη­τα στον κό­σμο». Και η κι­βω­τός επε­λέ­γη για να κου­βα­λή­σει συμ­βο­λι­κά αυ­τή την κοι­νό­τη­τα στα δύ­σκο­λα μο­νο­πά­τια του 21ου αιώ­να.


Το όρα­μα της Θε­α­τρι­κής Ολυ­μπιά­δας

Ο Τερ­ζό­που­λος, ο εμπνευ­στής και θε­με­λιω­τής αυ­τού του πο­λύ ση­μα­ντι­κού θε­σμού, εί­ναι από­λυ­τα σα­φής όταν λέ­ει ότι το όρα­μα πί­σω από τη δη­μιουρ­γία της Θε­α­τρι­κής Ολυ­μπιά­δας εί­ναι τα όρα­μα της συ­νύ­παρ­ξης, όπως ήταν το όρα­μα των αρ­χαί­ων Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων, για χα­τί­ρι των οποί­ων ανα­στέλ­λο­νταν ακό­μη και οι πιο αι­μα­τη­ρές πο­λε­μι­κές συ­γκρού­σεις. Και προς επίρ­ρω­ση αυ­τού, ο Τερ­ζό­που­λος ανα­φέ­ρει ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα το γε­γο­νός ότι αμέ­σως με­τά την εξαγ­γε­λία της δη­μιουρ­γί­ας του θε­σμού το 1992, για πρώ­τη φο­ρά συ­να­ντή­θη­καν οι υπουρ­γοί πο­λι­τι­σμού της Ελ­λά­δος και της Τουρ­κί­ας για να συ­ζη­τή­σουν τρό­πους υπο­στή­ρι­ξής του (απο­τέ­λε­σμα: η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη θα γί­νει μία από τις πό­λεις που θα φι­λο­ξε­νή­σει την Ολυ­μπιά­δα — το 2006).
Και κά­τι ακό­μη που αξί­ζει να ση­μειω­θεί. Σε μια επο­χή που επι­διώ­κει την ομο­γε­νο­ποί­η­ση των λα­ών, με όρους όμως οι­κο­νο­μι­κούς, η Θε­α­τρι­κή Ολυ­μπιά­δα επι­διώ­κει κά­τι άλ­λο: τη συ­νύ­παρ­ξη των λα­ών σε­βό­με­νη τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα του κα­θε­νός, κά­τι άλ­λω­στε που το δη­λώ­νουν όλα τα επι­λεγ­μέ­να motto και των δέ­κα Ολυ­μπιά­δων: «δια­σχί­ζο­ντας χι­λιε­τί­ες» στους Δελ­φούς, «Θέ­α­τρο για τον κό­σμο» στη Μό­σχα, «Πέ­ρα από τα σύ­νο­ρα» στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, «Αγά­πη και αν­θρω­πό­τη­τα» στη Νό­τια Κο­ρέα, «Ο κό­σμος ως το μέ­ρος της αλή­θειας» στο Βρό­τσλαβ, «Ση­μαία φι­λί­ας» στο Νέο Δελ­χί, «Δη­μιουρ­γώ­ντας γέ­φυ­ρες» στην Πε­τρού­πο­λη και την Τό­γκα και το πιο πρό­σφα­το «Άν­θρω­πε προ­χώ­ρα, προ­σπά­θη­σε, προ­σπά­θη­σε, έχε πί­στη και εμπι­στο­σύ­νη» στη Βου­δα­πέ­στη, πί­στη στο μέλ­λον που έρ­χε­ται και εμπι­στο­σύ­νη στους αν­θρώ­πους.


Ολυ­μπιά­δα μνή­μης

Η Ολυ­μπιά­δα, αυ­τή η δε­ξα­με­νή των καλ­λι­τε­χνι­κών επι­τευγ­μά­των του αν­θρώ­που, εί­ναι πα­ράλ­λη­λα και μια απο­θή­κη μνή­μης, όπως εύ­στο­χα επι­ση­μαί­νει ο Τερ­ζό­που­λος, μια μνή­μη που πη­γαί­νει ενά­ντια στις λει­τουρ­γί­ες της λή­θης που προ­ω­θεί ο σύγ­χρο­νος πο­λι­τι­σμός.
Η υψη­λή τε­χνο­λο­γία μπο­ρεί να «απει­λεί» με απο­διορ­γά­νω­ση ορι­σμέ­να βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ζω­ντα­νού θε­ά­τρου, όμως αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι ο άν­θρω­πος θα πά­ψει να πα­ρα­κο­λου­θεί θέ­α­τρο. Αυ­τό δεν γί­νε­ται, για­τί απλού­στα­τα το θέ­α­τρο εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νο με τη ζωή. Και όσο θα υπάρ­χει ζωή, το θέ­α­τρο θα εί­ναι πά­ντα εκεί να την πα­ρα­τη­ρεί, να τη σχο­λιά­ζει, να την κρί­νει και να τη συ­γκρί­νει, να την απο­θη­κεύ­ει, θέ­το­ντας κά­θε τό­σο και νέα ερω­τή­μα­τα που να την αφο­ρούν.


Η τέ­χνη δεν απα­ντά, ερω­τά

Μπο­ρεί ορι­σμέ­νοι να υπο­στη­ρί­ζουν ότι η τέ­χνη οφεί­λει να δί­νει απα­ντή­σεις, όμως αυ­τό δεν εί­ναι η δου­λειά της, αλ­λά η δου­λειά του κα­θε­νός από εμάς. Τη θε­α­τρι­κή τέ­χνη δεν την αφο­ρούν οι απα­ντή­σεις αλ­λά τα ζη­τή­μα­τα που βά­ζει προς κρί­ση και προ­βλη­μα­τι­σμό.
Το σπου­δαίο θέ­α­τρο εί­ναι εκεί­νο που μας στέλ­νει στο σπί­τι με­τά από μια πα­ρά­στα­ση φορ­τω­μέ­νους με λο­γής-λο­γής απο­ρί­ες. Το σπου­δαίο θέ­α­τρο αρ­χί­ζει εκεί όπου στα­μα­τά η δι­κή μας φα­ντα­σία. Το σπου­δαίο θέ­α­τρο μας κά­νει να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τις ελ­λεί­ψεις μας, το πό­σο λί­γα πράγ­μα­τα γνω­ρί­ζου­με για τον κό­σμο , ακό­μη και για τον εαυ­τό μας. Και ένα σπου­δαίο γε­γο­νός όπως μια Θε­α­τρι­κή Ολυ­μπιά­δα μας φέρ­νει πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με τις βα­σι­κές απο­ρί­ες που αφο­ρούν την αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη, τις ατέ­λειες του αν­θρώ­που όπου γης, όπως εύ­στο­χα θα πει και πά­λι ο Τερ­ζό­που­λος στην πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα συ­ζή­τη­σή του με τον Τα­ντά­σι Σου­ζού­κι λί­γες μέ­ρες με­τά την έναρ­ξη της Ολυ­μπιά­δας.



Ορι­σμέ­νες πα­ρα­στά­σεις: Εν αρ­χή η Νό­ρα

Εντε­λώς δειγ­μα­το­λη­πτι­κά στέ­κο­μαι σε ορι­σμέ­νες πα­ρα­στά­σεις που φι­λο­ξε­νή­θη­καν μέ­σα στον Απρί­λιο, αρ­χί­ζο­ντας με ένα πο­λύ σύ­ντο­μο σχό­λιο για τη «δι­κή μας» «Νό­ρα» (προ­σαρ­μο­γή του ιψε­νι­κού «Κου­κλό­σπι­του»), σε σκη­νο­θε­σία Θό­δω­ρου Τερ­ζό­που­λου, η οποία θα εγκαι­νιά­σει τη 10η Ολυ­μπιά­δα στην κε­ντρι­κή σκη­νή του Εθνι­κού Θέ­α­τρου της Βου­δα­πέ­στης. Δυ­στυ­χώς δεν πρό­λα­βα να δω την πα­ρά­στα­ση στη Βου­δα­πέ­στη, επει­δή όμως γνω­ρί­ζω την αθη­ναϊ­κή, μπο­ρώ να κα­τα­λά­βω πού οφεί­λε­ται ο με­γά­λος εν­θου­σια­σμός του κό­σμου που γέ­μι­σε ασφυ­κτι­κά την αί­θου­σα.



H «Nόρα» ενθουσίασε τους θεατρόφιλους που γέμισαν ασφυκτικά την κεντρική αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου της Βουδαπέστης. Φωτογραφία: Johanna Weber
H «Nόρα» ενθουσίασε τους θεατρόφιλους που γέμισαν ασφυκτικά την κεντρική αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου της Βουδαπέστης. Φωτογραφία: Johanna Weber

Η ιδιαί­τε­ρη σκη­νι­κή γρα­φή του με­γά­λου Έλ­λη­να καλ­λι­τέ­χνη, ο πο­λυ­ση­μαί­νον μι­νι­μα­λι­σμός του, η αυ­στη­ρή δια­χεί­ρι­ση της ση­μειω­τι­κής του χώ­ρου, η προ­σο­χή και στην ελά­χι­στη κί­νη­ση, η με μα­θη­μα­τι­κή ακρί­βεια ανά­δει­ξη του σώ­μα­τος σε ύψι­στο εκ­φρα­στή νοη­μά­των, ο δι­υ­λι­σμέ­νος λό­γος που απε­λευ­θε­ρώ­νει κα­τά κύ­μα­τα το παλ­λό­με­νο σώ­μα λες και απε­λευ­θε­ρώ­νει χο­ρευ­τές, το κοι­νω­νι­κό Εγώ που στέ­κε­ται εκ­στα­τι­κό απέ­να­ντι στο άφα­το, το φο­βι­σμέ­νο Εγώ της κρυμ­μέ­νης αλή­θειας, το εγκλω­βι­σμέ­νο σώ­μα που ανα­λαμ­βά­νει δρά­ση λειαί­νο­ντας την έξο­δο της Νό­ρας από τα προ­σω­πι­κά της αδιέ­ξο­δα, όλα αυ­τά που εί­χαν συ­νε­πά­ρει το αθη­ναϊ­κό κοι­νό, μα­θαί­νω από τον ίδιο τον σκη­νο­θέ­τη ότι εν­θου­σί­α­σαν εξί­σου εάν όχι πε­ρισ­σό­τε­ρο και τον κό­σμο στη Βου­δα­πέ­στη. Επί 8 λε­πτά, μου εί­πε ο Θό­δω­ρος Τερ­ζό­που­λος, ο κό­σμος χει­ρο­κρο­τού­σε όρ­θιος, κα­τα­θέ­το­ντας τη δι­κή του αδιά­ψευ­στη ετυ­μη­γο­ρία. Ένα λα­μπρό και τι­μη­τι­κό για τον Έλ­λη­να καλ­λι­τέ­χνη ξε­κί­νη­μα της 10ης διορ­γά­νω­σης.


Στιγμιότυπο από την «Αναφορά για μια ακαδημία». Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM. Εθνικό Θέατρο, Βουδαπέστη.
Στιγμιότυπο από την «Αναφορά για μια ακαδημία». Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM. Εθνικό Θέατρο, Βουδαπέστη.

Επί­σης, με θέρ­μη θα υπο­δε­χτεί ο κό­σμος, δύο μέ­ρες με­τά τη «Νό­ρα», την «Ανα­φο­ρά για μια Ακα­δη­μία», τη σπου­δαία δου­λειά του συ­νε­χι­στή του Τερ­ζό­που­λου και διαρ­κώς εξε­λισ­σό­με­νου Σάβ­βα Στρού­μπου. Μια πα­ρά­στα­ση-σε­μι­νά­ριο σω­μα­τι­κού και φω­νη­τι­κού θε­ά­τρου. Μια πυ­κνή, μι­νι­μα­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση του δι­η­γή­μα­τος του Κάφ­κα, γε­μά­τη συμ­βο­λι­σμούς, ει­κό­νες και νο­ή­μα­τα γύ­ρω από τον βί­αιο εξαν­θρω­πι­σμό μιας μαϊ­μούς.



Οι Τρω­ά­δες και η Ηλέ­κτρα του Σου­ζού­κι

Ο Τα­ντά­σι Σου­ζού­κι, ο έτε­ρος συ­νο­δοι­πό­ρος του Τερ­ζό­που­λου στη Διε­θνή Επι­τρο­πή της Θε­α­τρι­κής Ολυ­μπιά­δας, και γνώ­ρι­μος στο θε­α­τρό­φι­λο κοι­νό της Ελ­λά­δος (εί­δα­με δου­λειές του στους Δελ­φούς και στην Επί­δαυ­ρο), θα δη­λώ­σει το πα­ρόν του με δύο από τις με­γά­λες και δια­χρο­νι­κές του επι­τυ­χί­ες, τις «Τρω­ά­δες» και την «Ηλέ­κτρα».
Κα­τά δι­κή του ομο­λο­γία, η εμπει­ρία της ήτ­τας των Ια­πώ­νων στον Δεύ­τε­ρο Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο εί­ναι αυ­τή που θα τον οδη­γή­σει στις ευ­ρι­πί­δειες «Τρω­ά­δες» στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, προ­κει­μέ­νου να υπο­γραμ­μί­σει το πα­ναν­θρώ­πι­νο αί­σθη­μα του πό­νου και της απώ­λειας.
«Δεν υπάρ­χει τί­πο­τε πιο δρα­μα­τι­κό», γρά­φει στις ση­μειώ­σεις του για το έρ­γο ο σκη­νο­θέ­της, «από τα να εί­σαι ανα­γκα­σμέ­νος να πε­ρι­μέ­νεις και να φα­ντά­ζε­σαι ένα μέλ­λον κα­τα­στραμ­μέ­νο και μια μοί­ρα ανα­πό­φευ­κτη. Πι­στεύω πως πολ­λοί από μας στην Ια­πω­νία, που βί­ω­σαν την εμπει­ρία της ήτ­τας του Δεύ­τε­ρου Πα­γκό­σμιου πό­λε­μου, δο­κι­μά­στη­καν από μια ανά­λο­γη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Τέ­τοιες σκέ­ψεις με οδή­γη­σαν να επι­λέ­ξω το έρ­γο αυ­τό. Ήθε­λα να δω κα­τά πό­σο, με­τα­τρέ­πο­ντας τους χα­ρα­κτή­ρες σε Ιά­πω­νες που επι­βί­ω­σαν μέ­σα από τα ερεί­πια του πο­λέ­μου, θα μπο­ρού­σα, μέ­σα από την σκη­νι­κή τους πα­ρου­σία, να ξα­να­ζω­ντα­νέ­ψω τα πά­θη των Τρω­ά­δων. Εκεί­νο που ελ­πί­ζω μέ­σα από αυ­τή τη δι­πλή προ­σέγ­γι­ση, εί­ναι να μπο­ρέ­σω να απο­κα­λύ­ψω πώς ο αν­θρώ­πι­νος πό­νος υπερ­βαί­νει τον χρό­νο και τον χώ­ρο, τό­σο στην Ια­πω­νία όσο και πέ­ρα από αυ­τήν».



Ταντάσι Σουζούκι, «Τρωάδες». Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM. Εθνικό Θέατρο, Βουδαπέστη
Ταντάσι Σουζούκι, «Τρωάδες». Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM. Εθνικό Θέατρο, Βουδαπέστη


Έκτο­τε ο Σου­ζού­κι θα τα­ξι­δέ­ψει σε διά­φο­ρα φε­στι­βάλ με το έρ­γο αυ­τό, το οποίο θε­ω­ρεί ως μια από τις πλέ­ον ση­μα­ντι­κές, κα­θο­ρι­στι­κές σκη­νο­θε­σί­ες του. Στο πρό­σω­πο της Εκά­βης συ­μπυ­κνώ­νε­ται το δρά­μα των ητ­τη­μέ­νων και κυ­ρί­ως των γυ­ναι­κών που πλη­ρώ­νουν το τί­μη­μα μιας πρά­ξης που απο­φά­σι­σαν οι άντρες. Μό­νες και αβο­ή­θη­τες κα­λού­νται να δώ­σουν τον δι­κό τους αγώ­να επι­βί­ω­σης.
Με την κα­τά Ευ­ρι­πί­δη και Ού­γκο φον Χόφ­μαν­σταλ «Ηλέ­κτρα» ο Σου­ζού­κι συ­νε­χί­ζει να κα­τα­δύ­ε­ται στα βά­θη του εθνι­κού και πα­ναν­θρώ­πι­νου τραύ­μα­τος. Ένα τραύ­μα που εξα­κο­λου­θεί να χά­σκει και να αι­μορ­ρα­γεί. Η Ηλέ­κτρα, βυ­θι­σμέ­νη στα πά­θη και την ορ­γή της, πα­γι­δευ­μέ­νη σε κα­τα­στά­σεις από τις οποί­ες δεν μπο­ρεί να απαλ­λα­γεί, απευ­θύ­νει διαρ­κώς τον λό­γο της στο κοι­νό. Η έντα­ση της φω­νής γί­νε­ται ακό­μη πιο τρο­μα­κτι­κή από τις πα­ρα­μορ­φω­τι­κές, τις γκρο­τέ­σκες εκ­φρά­σεις του προ­σώ­που της. Απέ­να­ντί της εί­ναι μια Κλυ­ται­μνή­στρα ητ­τη­μέ­νη, άυ­πνη, εξου­θε­νω­μέ­νη, όμως και κα­κο­ποι­η­τι­κή απέ­να­ντι στην οι­κο­νό­μο της και χει­ρι­στι­κή με το προ­σω­πι­κό της. Αυ­τή εξου­σιά­ζει, αυ­τή ορί­ζει (η νο­μί­ζει ότι ορί­ζει) τη βιο­πο­λι­τι­κή της ιστο­ρί­ας. Δεν έχει όμως και τό­ση ση­μα­σία, για­τί στο τέ­λος το απο­τέ­λε­σμα με­τρά­ει. Η κραυ­γή της τη στιγ­μή του φό­νου στα πα­ρα­σκή­νια φτά­νει στο κοι­νό με τρό­πο εκ­κω­φα­ντι­κό, ώστε να υπο­γραμ­μι­στεί το μέ­γε­θος της πρά­ξης αλ­λά και της ύβρε­ως.


Ο Χορός στην «Ηλέκτρα». Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM. Εθνικό Θέατρο, Βουδαπέστη
Ο Χορός στην «Ηλέκτρα». Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM. Εθνικό Θέατρο, Βουδαπέστη


Ο Σου­ζού­κι, σχο­λιά­ζο­ντας το έρ­γο, υπο­στη­ρί­ζει πως κα­νέ­νας άν­θρω­πος δεν εί­ναι στο απυ­ρό­βλη­το. Όλους μας αφο­ρούν και μας δι­δά­σκουν αυ­τές οι πρά­ξεις εκ­δί­κη­σης και από­δο­σης δι­καιο­σύ­νης. Από την Ηλέ­κτρα απο­μο­νώ­νω εν τά­χει τον Χο­ρό των πέ­ντε ηθο­ποιών σε αμα­ξί­δια. Συ­γκλο­νι­στι­κός! Απί­στευ­το τάι­μινγκ, απί­στευ­τη ενέρ­γεια και σω­μα­τι­κή αρ­μο­νία. Μό­νο κο­λα­κευ­τι­κά λό­για αρ­μό­ζουν στην ηθο­ποιό Sato Aki/Ηλε­κτρα. Χάρ­μα ιδέ­σθαι. Όπως χάρ­μα ιδέ­σθαι ήταν όλοι γε­νι­κά οι συ­ντε­λε­στές, και στις δυο πα­ρα­στά­σεις. Δύο πα­ρα­στά­σεις που προ­τεί­νουν και υπο­στη­ρί­ζουν με κα­θα­ρό­τη­τα, πυ­κνό­τη­τα και συ­νέ­πεια την πρό­τα­σή τους, που αφο­ρά το ανέ­βα­σμα κλα­σι­κών έρ­γων.
Συ­γκρί­νο­ντας τες με το πως τις εί­δα πα­λαιό­τε­ρα να λει­τουρ­γούν σε ανοι­κτό θέ­α­τρο, υπάρ­χουν δια­φο­ρές Πιο πο­λύ έχω εντυ­πω­σια­στεί τώ­ρα από τη δυ­να­μι­κή του φω­τι­σμού σε κλει­στό θέ­α­τρο, μια δυ­να­μι­κή που εί­ναι αδύ­να­το να ανα­πα­ρα­χθεί το ίδιο εντυ­πω­σια­κά σε ένα υπαί­θριο θέ­α­τρο. Το φως πολ­λές φο­ρές με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε από­λυ­το πρω­τα­γω­νι­στή, σε φο­ρέα που με­τα­τρέ­πει τους υπο­κρι­τι­κούς όγκους σε σκιές, σαν σκιές της ίδιας της ιστο­ρί­ας που στοι­χειώ­νει τους αν­θρώ­πους, τα όνει­ρα τους, τις πρά­ξεις τους. Λες και κα­νείς δεν μπο­ρεί να απαλ­λα­γεί από την ιστο­ρία (του). Εί­ναι το ρι­ζι­κό του. Η σκιά του. Το φως και το σκο­τά­δι του. Ανά­λο­γης δια­πε­ρα­στι­κής ενέρ­γειας και απο­κα­λυ­πτι­κής έντα­σης οι ήχοι--οι οποί­οι εί­ναι αδύ­να­το να φτά­σουν όλοι ακέ­ραιοι στον θε­α­τή σε ένα ανοι­κτό θέ­α­τρο. Πολ­λοί χά­νο­νται. Εξαί­ρε­ση, οι ήχοι της τυ­μπα­νί­στριας (εκ­πλη­κτι­κή δε­ξιο­τε­χνία).
Αυ­τά πο­λύ βια­στι­κά για δυο πα­ρα­στά­σεις που δεί­χνουν ότι αντέ­χουν ακό­μη στις απο­δο­μη­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες του χρό­νου.



Τρί­πτυ­χο από τους Peeping Tοm

Ανά­με­σα στα από­λυ­τα highlights της φε­τι­νής Ολυ­μπιά­δας ανή­κει η φο­βε­ρή δου­λειά που κα­τέ­θε­σε στο «Τρί­πτυ­χο» (Triptych) η βελ­γι­κή ομά­δα Peeping Tom. Τρεις ανε­ξάρ­τη­τες ιστο­ρί­ες (των Gabriela Carrizo και Frank Chartier) που εκτυ­λίσ­σο­νται γύ­ρω από μια λέ­ξη: ανα­ζή­τη­ση. Ανα­ζή­τη­ση της ελ­πί­δας, η ανα­ζή­τη­ση ενός ονεί­ρου, η ανα­ζή­τη­ση μιας εξό­δου από τα άπει­ρα αδιέ­ξο­δα, η ανα­ζή­τη­ση του φω­τός. Εξού και οι δη­λω­τι­κοί τί­τλοι κά­θε ιστο­ρί­ας: Η απού­σα πόρ­τα [Missing Door], To χα­μέ­νο δω­μά­τιο [The Lost Room] και Το κρυμ­μέ­νο πά­τω­μα [The Hidden Floor].
Η «πόρ­τα» και στις τρεις ιστο­ρί­ες, λει­τουρ­γεί ως το από­λυ­το εμπό­διο, το σύμ­βο­λο του εγκλει­σμού και πα­ράλ­λη­λα η γέ­φυ­ρα από τη μια ιστο­ρία στην άλ­λη. Και στις τρεις ιστο­ρί­ες η πόρ­τα συμ­βάλ­λει κα­θο­ρι­στι­κά στη σύν­θε­ση ενός σκο­τει­νού και απει­λη­τι­κού λα­βύ­ριν­θου, δο­σμέ­νου σε τό­νους και χρώ­μα­τα φιλμ νουάρ.

Σκηνή από τη χοροθεατρική περφόρμανς «Τρίπτυχο». Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM. Εθνικό Θέατρο, Βουδαπέστη.
Σκηνή από τη χοροθεατρική περφόρμανς «Τρίπτυχο». Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM. Εθνικό Θέατρο, Βουδαπέστη.


Πρό­κει­ται για έναν ύμνο στην ομορ­φιά του χο­ρού και του σω­μα­τι­κού θε­ά­τρου, μια περ­φόρ­μανς η οποία με τον τρό­πο της συ­νε­χί­ζει την ενα­σχό­λη­ση της ομά­δας με την έν­νοια του κλει­στού χώ­ρου, εί­τε αυ­τός ο χώ­ρος έχει την έν­νοια τη χω­ρι­κή εί­τε τη ψυ­χι­κή.
Να θυ­μί­σω πως από την πρώ­τη κιό­λας δου­λειά της ομά­δας (με τον εν­δει­κτι­κό τί­τλο «Caravana», 1999), ο χώ­ρος, ως δρώ­σα δύ­να­μη, θα μπει στο επί­κε­ντρο των δο­κι­μα­σιών και ανα­ζη­τή­σε­ών της. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη περ­φόρ­μανς, οι θε­α­τές βρί­σκο­νταν εκτός του χώ­ρου/αί­θου­σας επι­τέ­λε­σης και πα­ρα­κο­λου­θού­σαν («έπαιρ­ναν μά­τι») τους επι­τε­λού­ντες εντός του τρο­χό­σπι­του, μια χω­ρι­κή τα­κτο­ποί­η­ση των σχέ­σε­ων θε­α­τή και θε­ά­μα­τος σύμ­φω­νη με τον τί­τλο που εί­χαν επι­λέ­ξει να δώ­σουν στην ομά­δα τους: «Μα­τά­κη­δες/Peeping Tοm», μια ονο­μα­σία που μπο­ρεί στα αγ­γλι­κά να φέ­ρει σε­ξουα­λι­κά υπο­νο­ού­με­να, όπως το­νί­ζει η αρ­γε­ντί­νι­κης κα­τα­γω­γής χο­ρο­γρά­φος Gabriella Carizzo, όμως κα­μία σχέ­ση δεν έχει με αυ­τό που κά­νουν. Η ίδια διευ­κρι­νί­ζει σε μια συ­νέ­ντευ­ξή της πώς προ­έ­κυ­ψε το όνο­μα: «Πα­ρα­κο­λου­θού­με τον κό­σμο πώς τρώ­ει, πώς εί­ναι, και κα­τε­βά­ζου­με ιδέ­ες. Ανα­ζη­τού­με κα­τα­στά­σεις στη ζωή μας και στις οι­κο­γέ­νειές μας. Μι­λά­με για τα­μπού. Κι έτσι εί­πα­με, οκ εί­μα­στε μα­τά­κη­δες». Δη­λα­δή, πα­ρα­τη­ρη­τές της ζω­ής που βλέ­πουν αυ­τό που δια­φεύ­γει της προ­σο­χής των πολ­λών, εμ­βο­λιά­ζο­ντάς το με και­νούρ­για ενέρ­γεια και εν­δια­φέ­ρον. Ένα εί­δος δη­μιουρ­γι­κής απο­δό­μη­σης του οι­κεί­ου, μια ανα­νε­ω­μέ­νη γνω­ρι­μία με τον κό­σμο και τα μυ­στή­ριά του.
Αξί­ζει να ση­μειώ­σου­με εδώ πως για την περ­φόρ­μανς του Τρί­πτυ­χου θα πε­ρά­σουν από ακρό­α­ση 600 άτο­μα (σε σύ­νο­λο 2000 αι­τή­σε­ων), για να κα­τα­λή­ξουν στους εφτά χο­ρευ­τές που εί­δα­με.


Πό­λε­μος και ει­ρή­νη

Το Εθνι­κό Θέ­α­τρο του Βε­λι­γρα­δί­ου επέ­λε­ξε να φέ­ρει στην Ολυ­μπιά­δα το επι­κό έρ­γο του Τολ­στόι «Πό­λε­μος και Ει­ρή­νη», σε σκη­νoθε­σία Μπό­ρις Λι­γιέ­σε­βιτς. Ένα πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νο πε­ζο­γρά­φη­μα που κα­λύ­πτει την πε­ρί­ο­δο από το 1805, τη μά­χη του Άου­στερ­λιτς (γνω­στή και ως «Η Μά­χη των Τριών Αυ­το­κρα­τό­ρων»), μέ­χρι την κα­τά­κτη­ση της Μό­σχας από τον Να­πο­λέ­ο­ντα τον Σε­πτέμ­βριο του 1812. Τε­ρά­στιο το δια­κύ­βευ­μα για κά­θε θε­α­τρι­κό καλ­λι­τέ­χνη, εάν ανα­λο­γι­στεί κα­νείς τον όγκο των 1400 σε­λί­δων, όπου ο συγ­γρα­φέ­ας με χει­ρουρ­γι­κό τρό­πο ακτι­νο­γρα­φεί ένα σύ­μπαν ολό­κλη­ρο. Πρό­κει­ται για ένα πα­νο­ρα­μι­κό έρ­γο όπου χω­ρά­ει όλη η αν­θρω­πό­τη­τα, ένα έρ­γο που αγ­γί­ζει τα πά­ντα, την αγά­πη, τον πό­λε­μο, την ει­ρή­νη, τον Θεό, το μί­σος, οπό­τε εύ­λο­γο και το ερώ­τη­μα: πώς μπο­ρεί να χω­ρέ­σει σε μια πα­ρά­στα­ση πε­ριο­ρι­σμέ­νου χώ­ρου και χρό­νου, χω­ρίς να τσα­λα­κω­θεί;


«Πόλεμος και ειρήνη», στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Βουδαπέστης. Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM.
«Πόλεμος και ειρήνη», στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Βουδαπέστης. Φωτογραφία: Zsolt Eöri-Szabó. Ευγενική προσφορά της 10ης Θεατρικής Ολυμπιάδας και του 9ου Φεστιβάλ MITEM.


Τρεις ώρες χρειά­στη­κε ο σκη­νο­θέ­της, σε συ­νερ­γα­σία με τον δια­σκευα­στή-συγ­γρα­φέα Φέ­ντορ Σού­λι, να μας δώ­σει με πο­λύ αδρές πι­νε­λιές ορι­σμέ­να μό­νο από τα βα­σι­κά συ­στα­τι­κά του έρ­γου. Κα­τα­φεύ­γο­ντας στο πρώ­το μέ­ρος σε τε­χνι­κές με­τα­δρα­μα­τι­κής αι­σθη­τι­κής, προ­σπά­θη­σε να γε­φυ­ρώ­σει την από­στα­ση ανά­με­σα στη σε­λί­δα και τη σκη­νή, χω­ρίς ωστό­σο κά­τι το ιδιαί­τε­ρο. Η ανά­γνω­ση επι­λεγ­μέ­νων απο­σπα­σμά­των από το βι­βλίο, τα δια­λο­γι­κά και αυ­το­σχε­δια­στι­κά ιντερ­μέ­δια, ο κα­τά τό­πους αφη­γη­μα­τι­κός τό­νος από­δο­σης, η χα­λα­ρή ατμό­σφαι­ρα (σαν σε πρό­βα), η με­τω­πι­κή επι­κοι­νω­νία με το κοι­νό κ.λπ. εί­ναι πια κοι­νός τό­πος, οπό­τε από αυ­τή την άπο­ψη δεν εί­δα­με κά­τι και­νούρ­γιο.
Επί­σης, η σκια­γρά­φη­ση των χα­ρα­κτή­ρων, κά­τι στο οποίο ο Τολ­στόι δί­νει ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία αφιε­ρώ­νο­ντας δε­κά­δες σε­λί­δες, στην πα­ρά­στα­ση δεν εί­χε εκ των πραγ­μά­των πολ­λά πε­ρι­θώ­ρια να ανα­πτυ­χθεί, με απο­τέ­λε­σμα να χα­θεί ένα μέ­ρος του κοι­νω­νι­κού και οι­κο­γε­νεια­κού άλ­μπουμ των δρώ­ντων προ­σώ­πων.
Το δεύ­τε­ρο μέ­ρος, ωστό­σο, όπου η σκη­νο­θε­σία έδω­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο χώ­ρο να ανα­πτυ­χθεί το δρά­μα χω­ρίς τις με­τα­δρα­μα­τι­κές σφή­νες του πρώ­του, η πα­ρά­στα­ση και οι ερ­μη­νεί­ες ζω­ντά­νε­ψαν, απέ­κτη­σαν κα­λύ­τε­ρο και πιο συ­μπα­γή ρυθ­μό, πιο άμε­σο επι­κοι­νω­νια­κό γκελ και υπο­στη­ρί­χθη­καν με επάρ­κεια από όλα τα μέ­λη του θιά­σου και από τα πα­λαιό­τε­ρα και από τα νε­ό­τε­ρα.



Εν κα­τα­κλεί­δι

Μέ­νω σε αυ­τά τα εν­δει­κτι­κά δείγ­μα­τα σκη­νι­κής γρα­φής, αφή­νο­ντας εξ ανά­γκης εκτός συ­ζή­τη­σης δε­κά­δες άλ­λες πα­ρα­στά­σεις που φέ­ρουν την υπο­γρα­φή σπου­δαί­ων σκη­νο­θε­τών, κά­ποιες από τις οποί­ες έχου­με δει και στην Ελ­λά­δα, όπως για πα­ρά­δειγ­μα το «Bros» του Romeo Castelucci (Στέ­γη Ωνάσ­ση).
Κλεί­νω με μια ευ­χή. Μα­κά­ρι κά­ποια στιγ­μή να μπο­ρέ­σει αυ­τό το με­γά­λο καλ­λι­τε­χνι­κό γε­γο­νός να φι­λο­ξε­νη­θεί ξα­νά στην χώ­ρα μας, και ει­δι­κά στη Θεσ­σα­λο­νί­κη (που το έχει πε­ρισ­σό­τε­ρο ανά­γκη από ό,τι η Αθή­να). Θα ήταν μια μο­να­δι­κή ευ­και­ρία στους θε­α­τρό­φι­λους της πό­λης και τους καλ­λι­τέ­χνες της (και όχι μό­νο) να έχουν μια σφαι­ρι­κή και ποιο­τι­κή ει­κό­να του πα­γκό­σμιου θε­ά­τρου και των πα­ρα­στα­τι­κών εν γέ­νει τε­χνών σή­με­ρα. Κο­στί­ζει. Όμως, αξί­ζει μια τέ­τοια επέν­δυ­ση. Δεν εί­ναι τυ­χαίο που οι πε­ρισ­σό­τε­ρες χώ­ρες της πρώ­ην Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης το πρώ­το πράγ­μα που έκα­ναν με­τά την κα­τάρ­ρευ­ση του κομ­μου­νι­στι­κού μπλοκ ήταν να επεν­δύ­σουν χρή­μα­τα στον πο­λι­τι­σμό (όπως: φι­λο­ξε­νία με­γά­λων πο­λι­τι­στι­κών γε­γο­νό­των, κα­θιέ­ρω­ση showcases, δη­μιουρ­γία διε­θνών φε­στι­βάλ, διευ­κό­λυν­ση εξα­γω­γής της εγ­χώ­ριας θε­α­τρι­κής πα­ρα­γω­γής κ.λπ. Βλ.. εν­δει­κτι­κά τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυ­τής της πο­λι­τι­κής στην Πο­λω­νία, Ρου­μα­νία, Σλο­βα­κία, με­τα­ξύ άλ­λων). Ο πο­λι­τι­σμός εί­ναι πλέ­ον ισχυ­ρός πα­ρά­γο­ντας της πα­γκό­σμιας δι­πλω­μα­τί­ας. Ένα διε­θνές δια­βα­τή­ριο. Οφεί­λου­με να το αξιο­ποι­ή­σου­με. Αυ­τό έκα­νε και η Ουγ­γα­ρία φέ­τος με την Ολυ­μπιά­δα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: