Ξυπνήματα

Λεπτομέρεια έργου του Αλέξ. Αλεξανδράκη
Λεπτομέρεια έργου του Αλέξ. Αλεξανδράκη


Πρέ­πει να ήταν κά­που στη γαλ­λι­κή ύπαι­θρο στα χρό­νια του Δευ­τέ­ρου Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου.
Η νύ­χτα εί­ναι κα­τα­σκό­τει­νη και η δι­μοι­ρία του συμ­μα­χι­κού στρα­τού κι­νεί­ται σε πε­ριο­χές που ελέγ­χουν οι Γερ­μα­νοί. Οι φα­ντά­ροι αγω­νιούν. Βα­δί­ζουν σχε­δόν στα τυ­φλά. Ξαφ­νι­κά, πέ­φτουν πά­νω σε μια ερει­πω­μέ­νη αγροι­κία και απο­φα­σί­ζουν να κρυ­φτούν εκεί μέ­χρι να ξη­με­ρώ­σει. Τρυ­πώ­νουν αθό­ρυ­βα μέ­σα όπου και δια­πι­στώ­νουν ότι στην αγροι­κία αυ­τή έχει βρει ήδη κα­τά­λυ­μα μια δι­μοι­ρία του εχθρού, οι φα­ντά­ροι της οποί­ας κοι­μού­νται κα­τά­κο­ποι. Το σχέ­διο σκα­ρώ­νε­ται με νο­ή­μα­τα στη στιγ­μή. Σαν άγ­γε­λοι του σκό­τους, οι ει­σβο­λείς, μοι­ρά­ζο­νται αθό­ρυ­βα τα κου­λου­ρια­σμέ­να «μπο­γα­λά­κια», σκύ­βο­ντας θαρ­ρείς ευ­λα­βι­κά από πά­νω τους. Και, μό­λις ο επι­κε­φα­λής ψι­θυ­ρί­ζει το σύν­θη­μα, μπή­γουν τις ξι­φο­λόγ­χες στις καρ­διές των κοι­μι­σμέ­νων, πα­τώ­ντας γε­ρά με τις αρ­βύ­λες και τα πρό­σω­πά τους, για να πνί­ξουν τον ρόγ­χο μέ­σα στα τα­πω­μέ­να στό­μα­τα. Αν και από κά­ποιο στό­μα μπό­ρε­σε να ξε­φύ­γει, σαν βο­γκη­τό και κλά­μα μα­ζί, η λέ­ξη μα­μά.

Δεν θυ­μά­μαι πια ού­τε τον τί­τλο του έρ­γου ού­τε τους ηθο­ποιούς. Όταν ήμα­σταν παι­διά βλέ­πα­με κά­μπο­σα πο­λε­μι­κά έρ­γα, μα­ζί με τα αστυ­νο­μι­κά και τα κα­ου­μπόι­κα. Κι όμως, η αθό­ρυ­βη εκεί­νη «εξου­δε­τέ­ρω­ση» στοί­χειω­νε στη μνή­μη μου μέ­χρι που ενη­λι­κιώ­θη­κα κι ακό­μα πα­ρα­πά­νω. Αν και προ­τι­μού­σε να με βα­σα­νί­ζει στα ξυ­πνή­μα­τα εκεί­να, όπου κά­ποιος εφιάλ­της έχει δια­κό­ψει τον ύπνο μου. Το πρώ­το που έκα­να, ξορ­κί­ζο­ντας το κα­κό, ήταν να θυ­μώ­νω. Οι Γερ­μα­νοί φα­ντά­ροι κοι­μή­θη­καν δί­χως να βά­λουν σκο­πιά. Αλ­λά και πά­λι, δεν μπο­ρεί. Οι σκο­πιές απο­τε­λούν ρου­τί­να ακό­μα και για τα σώ­μα­τα των ατά­κτων. Φαί­νε­ται όμως ότι ο σκο­πός που έβα­λαν κοι­μή­θη­κε στο πό­στο του για­τί ήταν πο­λύ κου­ρα­σμέ­νος. Κα­τέ­φευ­γα τό­τε στο από­σταγ­μα της σο­φί­ας, που λέ­ει ότι ο θά­να­τος κα­τά τη διάρ­κεια του ύπνου εί­ναι ευ­λο­γία…. Πέ­θα­ναν, από την μια στιγ­μή στην άλ­λη, χω­ρίς να το κα­τα­λά­βουν. Αν όμως πρό­λα­βαν να ξυ­πνή­σουν; Αν το ξύ­πνη­μά τους κρά­τη­σε με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα; Σε μια επί­τα­ση του εφιάλ­τη της μέ­ρας, πλέ­ον, άρ­χι­ζα να φα­ντά­ζο­μαι το τε­λευ­ταίο ξύ­πνη­μα του φα­ντά­ρου εκεί­νου, που πρό­λα­βε να φω­νά­ξει τη μά­να του.

Ο σφά­χτης στο στή­θος, που τον ξύ­πνη­σε για τα κα­λά, εμ­φα­νί­στη­κε πρώ­τα στον ύπνο του ως εφιάλ­της. Έναν εφιάλ­τη, που μα­θη­μέ­νος από τα μέ­χρι τό­τε ξυ­πνή­μα­τα προ­σπά­θη­σε, ξυ­πνώ­ντας, να απο­διώ­ξει με το γνω­στό ανα­στε­ναγ­μό: Ουφ... ήταν ένα κα­κό όνει­ρο. Αν και σχε­δόν αμέ­σως κα­τά­λα­βε, μια στιγ­μή πριν ξε­ψυ­χή­σει, ότι δεν ήταν ένα κα­κό όνει­ρο… ότι ήταν η κα­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Κι έπει­τα, τι θα πει δη­λα­δή αυ­τό το από την μια στιγ­μή στην άλ­λη; Κά­ποια διάρ­κεια κά­ποιες στιγ­μού­λες δεν πρέ­πει να έχει κι ετού­τη η τρο­με­ρή στιγ­μή, που προη­γεί­ται της «άλ­λης»; Κι αν δεν πρό­κει­ται για μια στιγ­μή μο­νά­χα αλ­λά για μία ολό­κλη­ρη ώρα; Τό­σος χρό­νος δεν με­σο­λα­βεί από το ξύ­πνη­μα του θα­να­το­ποι­νί­τη μέ­χρι την προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη ώρα της εκτέ­λε­σής του;

...Απο­βρα­δίς, εί­χα απο­φα­σί­σει να μην κοι­μη­θώ για τί­πο­τα στον κό­σμο. Μό­νο που κά­ποια στιγ­μή βά­ρυ­ναν τα βλέ­φα­ρά μου και βυ­θί­στη­κα σε ύπνο βα­θύ χω­ρίς να το κα­τα­λά­βω. Κό­ντευε να ξη­με­ρώ­σει μά­λι­στα, όταν ξε­κί­νη­σα να βλέ­πω το πιο γλυ­κό όνει­ρο της ζω­ής μου. Όπου όμως το στορ­γι­κό χέ­ρι, που με αγκά­λια­σε τρυ­φε­ρά από τον ώμο, δεν ήταν το χέ­ρι της μά­νας ή της αγα­πη­μέ­νης αλ­λά ήταν το χέ­ρι του απρό­θυ­μου δε­σμο­φύ­λα­κα, που ήθε­λε να με αφή­σει να κοι­μη­θώ λί­γο ακό­μα αλ­λά και που δεν μπο­ρού­σε να κα­θυ­στε­ρή­σει την αφύ­πνι­ση πα­ρα­πά­νω. Έπρε­πε να με ετοι­μά­σουν. Σε λί­γο θα κα­τέ­φθα­νε η κου­στω­δία για να με πα­ρα­λά­βει…


Ξυπνήματα


Ήταν με­τά το όνει­ρο του υπο­ψή­φιου αυ­τό­χει­ρα, ο οποί­ος, ξυ­πνώ­ντας, επι­σπεύ­δει ή κα­θυ­στε­ρεί όσο μπο­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο το απο­νε­νοη­μέ­νο του διά­βη­μα, κα­θώς και το όνει­ρο του καρ­κι­νο­πα­θή, που μό­λις την προη­γού­με­νη μέ­ρα τον εί­χαν ενη­με­ρώ­σει ότι του απο­μέ­νουν τό­σα χρό­νια, τό­σοι μή­νες, τό­σες εβδο­μά­δες ή τό­σες μέ­ρες ζω­ής. Κι όλα αυ­τά ώσπου η γά­τα και το πο­ντί­κι, που απο­τε­λού­σα­με ο εαυ­τός μου και εγώ, να συ­μπέ­σουν επι­τέ­λους στο ίδιο συ­νει­δη­σια­κό σώ­μα.

Τό­τε και μό­νο, έχο­ντας υπο­στεί και απο­λαύ­σει την αυ­το­τι­μω­ρία μου, πε­ριερ­χό­μουν σε πλή­ρη εγρή­γορ­ση και αξιω­νό­μουν την προ­σω­ρι­νή ανα­στο­λή της και­νού­ριας μέ­ρας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: