Ο θυρωρός της Ευτυχίας μας

Ο θυρωρός της Ευτυχίας μας

Καθώς με­γά­λω­να στην αστι­κή Αθή­να στις δε­κα­ε­τί­ες του 60 και του 70 έτυ­χε να δια­σταυ­ρω­θώ με πολ­λούς θυ­ρω­ρούς. Από τους πε­ρισ­σό­τε­ρους έχω δια­τη­ρή­σει μια θο­λή γε­νι­κή μνή­μη, ίσα που τους έπια­νε το πλάι του μα­τιού μου στην εί­σο­δο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας αδρα­νείς, θρο­νια­σμέ­νους σαν βα­ριά έπι­πλα στην εσο­χή τους, πό­τε πό­τε να κλί­νουν ελα­φρά το κε­φά­λι, χω­ρίς να εί­ναι ξε­κά­θα­ρο αν ήταν για να με χαι­ρε­τή­σουν ή για­τί τους βά­ραι­νε η νύ­στα. Άλ­λο­τε στρα­βο­χυ­μέ­νοι όλη μέ­ρα σε μια άβο­λη κα­ρέ­κλα να πα­ρα­κο­λου­θούν με βλέμ­μα κα­χύ­πο­πτο τους επι­σκέ­πτες, άλ­λο­τε σε στά­ση ετοι­μό­τη­τας σαν εξυ­πη­ρε­τι­κοί μπά­τλερ, άλ­λοι πο­νη­ροί, άλ­λοι κου­τσο­μπό­λη­δες, άλ­λοι ετοι­μό­λο­γοι με χιού­μορ. Αλ­λά κα­νείς τους δεν με ενο­χλού­σε ιδιαί­τε­ρα. Έμει­ναν όλοι, συσ­σω­μα­τω­μέ­νοι, σαν μια ενιαία πα­ρου­σία στο νού μου. Ένας, όμως, ξε­χω­ρί­ζει σαν αγκά­θι στη μνή­μη μου, εκεί στην χα­μη­λο­τά­βα­νη εί­σο­δο μιας πο­λυ­κα­τοι­κί­ας κο­ντά στην Μι­χα­λα­κο­πού­λου, όπου έμε­νε μια φι­λι­κή μας οι­κο­γέ­νεια. Τους επι­σκε­πτό­μουν συ­χνά για­τί έκα­να πα­ρέα με την κό­ρη τους. Όπο­τε πή­γαι­να σφιγ­γό­ταν το στο­μά­χι μου από πριν, ετοι­μα­ζό­μουν για σύ­γκρου­ση, θω­ρά­κι­ζα την ψυ­χραι­μία μου .... “Που πά­τε;” γά­βγι­ζε στε­ρε­ό­τυ­πα αυ­τός ο θυ­ρω­ρός, με μια στε­γνή δυ­να­τή φω­νή και ύφος γυ­μνα­σιάρ­χη που σε πιά­νει την ώρα που κα­βα­λάς τον τοί­χο για κο­πά­να. “Πά­νω”, μουρ­μού­ρι­ζα εκνευ­ρι­σμέ­νος, με τό­νο αδια­πραγ­μά­τευ­του δι­καιώ­μα­τος στο απόρ­ρη­το, αλ­λά βέ­βαια αυ­τός δεν λύ­γι­ζε: “Επά­νω πού;” Αν δεν έλε­γες δεν πέρ­να­γες. “Μα με ξέ­ρε­τε”, σφύ­ρι­ζα μέ­σα από τα σφιγ­μέ­να δό­ντια μου μπας και τον πτο­ή­σω. Όχι, όχι. Έπρε­πε να ομο­λο­γή­σω ακρι­βώς προ­ο­ρι­σμό, πώς δεν ζή­τα­γε και δια­βα­τή­ριο.
Για­τί θύ­μω­να τό­σο πο­λύ; Για­τί λο­γο­δο­τού­σα. Για­τί μπρο­στά στα εφη­βι­κά μου μά­τια στε­κό­ταν η απα­γό­ρευ­ση προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη σε σχή­μα σκυ­λο­μού­ρη θυ­ρω­ρού! Κέρ­βε­ρος στο δρό­μο μου, φρου­ρός της ελευ­θε­ρί­ας μου. Αυ­τόν τον συ­γκε­κρι­μέ­νο θυ­ρω­ρό μου έφε­ρε στο νου ο τί­τλος της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής της Ευ­τυ­χί­ας Λου­κί­δου. Σε αυ­τού του εί­δους την εξου­σία στο διά­βα μας πι­στεύω ότι ανα­φέ­ρε­ται. Εί­ναι ένας μι­κρός θε­ός ίσως και πε­ρισ­σό­τε­ροι, άλ­λοι μέ­σα μας και άλ­λοι έξω μας, άλ­λοι στην προ­σω­πι­κή μας και άλ­λοι στην δη­μό­σια ιστο­ρία, που ελέγ­χουν την πρό­σβα­ση μας στον προ­ο­ρι­σμό μας, στις επι­θυ­μί­ες μας, στις ανά­γκες μας, στην ευ­τυ­χία, στο όνει­ρο, στην πλη­ρό­τη­τα, στο πα­ρελ­θόν μας και στο μέλ­λον μας, στην ίδια μας τη ζωή που προ­σπα­θού­με να τη ζή­σου­με. Εμπο­δί­ζο­ντας μας την πρό­σβα­ση μας ανα­γκά­ζουν να εκτρέ­που­με τη ζωή μας προς τη φα­ντα­σία μας και να την ολο­κλη­ρώ­νου­με εκεί. Οι πιο δη­μιουρ­γι­κοί την διο­χε­τεύ­ουν στην τέ­χνη. Μια τέ­χνη που γί­νε­ται τό­σο πιο φα­ντα­σμα­γο­ρι­κή όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο εγκλω­βί­ζε­ται κα­νείς στο αδιέ­ξο­δο. Μι­λώ για τραύ­μα­τα, φυ­σι­κά. Κι εκεί που η κοι­νή αφη­γη­μα­τι­κή γλώσ­σα δεν κα­τα­φέρ­νει καν να αγ­γί­ξει τις δια­στά­σεις, ο βου­βός πό­νος και η βου­βή ανά­γκη βρί­σκουν διέ­ξο­δο μό­νο στον ποι­η­τι­κό λό­γο. Μό­νο αυ­τός μπο­ρεί να τα βγά­λει πέ­ρα. Νο­μί­ζε­τε ότι το δρα­μα­το­ποιώ; Όχι πο­λύ...

Πριν πολ­λά χρό­νια σε μια πα­ρου­σί­α­ση του πε­ριο­δι­κού Αuto da fe στους Αέ­ρη­δες, στην Πλά­κα, μια έκ­δο­ση των εκτο­πι­σμέ­νων από ανά την γη συγ­γρα­φέ­ων από ολο­κλη­ρω­τι­κά κα­θε­στώ­τα εί­χε ρω­τή­σει κά­ποιος τον νο­μπε­λί­στα ακτι­βι­στή ποι­η­τή Wolle Soyinka: “Πώς δια­φέ­ρει ο συγ­γρα­φέ­ας από έναν πο­λι­τι­κό; ”. «Ο πο­λι­τι­κός ανα­ζη­τά την εξου­σία», εί­χε απα­ντή­σει. «Ο συγ­γρα­φέ­ας την ελευ­θε­ρία».
Η Ευ­τυ­χία Αλε­ξάν­δρα Λου­κί­δου, όπως και όσο την έχω γνω­ρί­σει, εί­ναι ένας πο­λύ ελεύ­θε­ρος άν­θρω­πος, στη σκέ­ψη, στη δρά­ση, στη δια­σκέ­δα­ση, στη φι­λία, στην αγά­πη, στη φρο­ντί­δα. Που έχει κα­τορ­θώ­σει στη ζωή της να επι­ζή­σει από ένα πα­ρελ­θόν οι­κο­γε­νεια­κό και προ­σω­πι­κό γε­μά­το από συμ­βά­μα­τα υπέρ­τε­ρα του αν­θρώ­πι­νου ελέγ­χου που την άφη­σαν με­ρι­κές φο­ρές εκτε­θει­μέ­νη σε κοι­νω­νι­κές δια­κρί­σεις και κρι­τι­κές. Ξέ­ρω ελά­χι­στα από αυ­τά, μό­νο τα πο­λύ με­γά­λα, όμως ο από­η­χός τους, το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό τους βά­ρος (και βά­θος) εί­ναι αυ­τό που βά­ζει φω­τιά στην ποί­η­σή της και την ανοί­γει σαν πυ­ρο­τέ­χνη­μα προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις. Η φα­ντα­σμα­γο­ρία, η δρα­μα­τουρ­γία και ο σαρ­κα­σμός που εν­σω­μα­τώ­νει στο λό­γο της, εί­ναι ευ­θέ­ως ανά­λο­γα της από­γνω­σης για τον χρό­νο που κα­τα­να­λώ­νε­ται χω­ρίς τα ανα­με­νό­με­να να συ­ντε­λού­νται, πα­ρά την προ­σπά­θεια, πα­ρά την οδύ­νη, πα­ρά την αφο­σί­ω­ση. Και μι­λά­ει με­ρι­κές φο­ρές ευ­θέ­ως σε κά­ποιον μέ­σα στο ποί­η­μά της, άρα­γε στον αναί­σθη­το θυ­ρω­ρό; — για­τί νιώ­θει υπο­χρε­ω­μέ­νη να λο­γο­δο­τή­σει και να αμυν­θεί στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον που την ελέγ­χει. Πώς ελευ­θε­ρώ­νε­ται, πώς ξε­φεύ­γει κα­νείς από τη μοί­ρα; Από την απώ­λεια. Από τους μι­κρο­θυ­ρω­ρούς της κοι­νω­νί­ας ;
Αντι­γρά­φω εδώ από μια κρι­τι­κή του Πα­να­γιώ­τη Νι­κο­λαϊ­δη για το βι­βλίο της: “Η ποί­η­ση για τη Λου­κί­δου απο­τε­λεί πρω­τί­στως, ένα ση­μείο-τό­πο κα­τα­φυ­γής, όπου πτυ­χές του πα­ρελ­θό­ντος και του πα­ρό­ντος συν­θέ­τουν ει­κό­νες και συ­γκρο­τούν, εν τέ­λει, ένα ενιαίο και διαρ­κές πα­ρόν... ως λυ­τρω­τι­κό κα­τα­φύ­γιο μέ­σα στο οποίο η ποι­ή­τρια ευ­ελ­πι­στεί να προ­φυ­λά­ξει το πραγ­μα­τι­κό της πρό­σω­πο από τον χρό­νο, τη φθο­ρά και τον θά­να­το.” Και λέ­ει πα­ρα­κά­τω ότι η αφή­γη­σή της δη­μιουρ­γεί τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις ενός οιω­νεί μυ­θι­στο­ρή­μα­τος...”.

Aυ­τό το «οιω­νεί μυ­θι­στό­ρη­μα» εί­ναι φυ­σι­κά ένα πο­λυ­διά­στα­στο και πο­λυ­δια­σπα­σμέ­νο ποι­η­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, που εγώ το δια­βά­ζω σαν μια ανεκ­πλή­ρω­τη λα­χτά­ρα της ποι­ή­τριας για ενό­τη­τα και για μια αδια­σπα­στη —άσχι­στη, αθρυμ­μά­τι­στη, ανε­μπό­δι­στη ίσως— ζωή. Σε μια συ­νέ­ντευ­ξη που έδω­σε φέ­τος η Ευ­τυ­χία στον Ελ­πι­δο­φό­ρο Ιν­τζέ­μπε­λη λέ­ει ότι “Η ποί­η­ση κα­λεί­ται να επα­να­φέ­ρει μιαν άλ­λου τύ­που ενό­τη­τα να υπεν­θυ­μί­σει το χα­μέ­νο ολό­κλη­ρο και ανα­λαμ­βά­νο­ντας τη συ­ναρ­μο­γή των φραγ­μέ­ντων να οδη­γή­σει στην ακε­ραιό­τη­τα…”. Μι­λά­ει εδώ , πι­στεύω, για μια απο­κα­τά­στα­ση του σπα­σμέ­νου, μια επα­νέ­νω­ση των με­ρών που δι­χά­στη­καν και απο­μο­νώ­θη­καν από τον θά­να­το, το χρό­νο, τη διεκ­δί­κη­ση, την εκ­με­τάλ­λευ­ση, όλους αυ­τούς τους μπα­νάλ αλ­λά με εξου­σία θυ­ρω­ρούς της ζω­ής…

Για τον Θυ­ρω­ρό των ημε­ρών της Ευ­τυ­χί­ας έχουν γρα­φτεί πολ­λά και δι­καί­ως. Εί­ναι μια ώρι­μη και ση­μα­ντι­κή συλ­λο­γή στην ποί­η­ση της αλ­λά και στην νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση γε­νι­κό­τε­ρα. Η προ­σω­πι­κή και η κοι­νω­νι­κή της ζωή πα­ρέ­χει την ύλη για το πρώ­το μέ­ρος του βι­βλί­ου αλ­λά στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος μι­λά­ει για την ποι­η­τι­κή της ζωή και τη δια­δι­κα­σία της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας. Εδώ φαί­νε­ται η εμπει­ρία και η ωρι­μό­τη­τά της τό­σο στην γρα­φή όσο και στην με­λέ­τη της. Εί­ναι το απο­τέ­λε­σμα της της επε­ξερ­γα­σί­ας της ποι­η­τι­κής τέ­χνης και του στο­χα­σμού μέ­σα της και η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι η ποί­η­ση στη ζωή του πραγ­μα­τι­κού ποι­η­τή έχει μέ­γε­θος και ορ­μή φυ­σι­κού φαι­νο­μέ­νου και κά­πο­τε φυ­σι­κής κα­τα­στρο­φής: Γρά­φει : “η ποί­η­ση εί­ναι κα­τα­κλυ­σμός/ —δεν εί­ναι κι­βω­τός, κα­λέ μου Νώε”— κι ανα­ρω­τιέ­μαι, εγώ, αν η ποί­η­ση εί­ναι ο κα­τα­κλυ­σμός ποια εί­ναι η κι­βω­τός; Κι­βω­τός εί­ναι η ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση, τα έρ­γα των άλ­λων ποι­η­τών, που το με­λε­τά συ­στη­μα­τι­κά για πολ­λά χρό­νια, άρα αυ­τά της επι­τρέ­πουν κά­ποια ασφά­λεια σε αυ­τό τον ελεύ­θε­ρο πει­ρα­μα­τι­σμό και η αλή­θεια εί­ναι ότι με τον κα­θέ­να ποι­η­τή που με­λε­τά η Ευ­τυ­χία ανα­πτύσ­σει μια εν­συ­ναι­σθη­τι­κή επα­φή, κά­τι σαν μια ιδιαί­τε­ρη προ­σω­πι­κή σχέ­ση.

“Εκεί­νο που κα­θη­με­ρι­νά προ­σπα­θώ εί­ναι η ανά­γνω­ση”, λέ­ει στη συ­νέ­ντευ­ξή της, κά­τι που για μέ­να δεί­χνει κα­θα­ρά την πο­λυ­φω­νία που υπάρ­χει ανά πά­σα στιγ­μή μέ­σα της όταν γρά­φει. Επί­σης μι­λά­ει σε αυ­τό το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλί­ου, για τον πει­ρα­μα­τι­σμό της γρα­φής της, την ελευ­θε­ρία της εξε­ρεύ­νη­σης, το σπρώ­ξι­μο των δη­μιουρ­γι­κών ορί­ων της προς το άγνω­στο, την επι­θυ­μία να εξοι­κειω­θεί το ανοί­κειο να το κα­τα­λά­βει και να ενω­θεί μα­ζί του.
Στην ίδια συ­νέ­ντευ­ξη χρη­σι­μο­ποιεί τη λέ­ξη “εξα­κτι­νώ­νε­ται”, κά­τι που στην αρ­χή μου φά­νη­κε εξε­ζη­τη­μέ­νο, μέ­χρι που αντι­λή­φθη­κα την ακρί­βεια αυ­τού του χα­ρα­κτη­ρι­σμού για το ποι­η­τι­κό της ιδί­ω­μα. Μέ­σα στην ποί­η­ση της Ευ­τυ­χί­ας Λου­κί­δου «εξα­κτι­νώ­νε­ται», πράγ­μα­τι, μια ταυ­τό­χρο­νη ελεύ­θε­ρη κυ­κλο­φο­ρία σε πολ­λα­πλά βιω­μα­τι­κά σύ­μπα­ντα. Η Θε­ώ­νη Κο­τί­νη, σε μια εξαί­ρε­τη κρι­τι­κή της για τον Θυ­ρω­ρό των ημε­ρών, επι­ση­μαί­νει την αντί­θε­ση στη λι­τό­τη­τα και την αφαί­ρε­ση που ανα­μέ­νει κα­νείς στην ποί­η­ση με τονφρα­στι­κό πλη­θω­ρι­σμόμε τον οποίο βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πος κα­νείς στην ποί­η­ση της Ευ­τυ­χί­ας και που το χα­ρα­κτη­ρί­ζειαρ­μο­νία του πε­ριτ­τού”, φα­ντα­σμα­γο­ρι­κόερει­πιώ­να των ανα­μνή­σε­ων”. Εί­ναι όμως η αφαί­ρε­ση αυ­τό που πε­ρι­μέ­νει κα­νείς στην ποί­η­ση; Και μό­νο ο Γιάν­νης Ρί­τσος, για πα­ρά­δειγ­μα δεν μου φαί­νε­ται εμέ­να κα­θό­λου αφαι­ρε­τι­κός. Ο τρό­πος που εί­ναι γραμ­μέ­νος ο Θυ­ρω­ρός των Ημε­ρών μού έφε­ρε και λί­γο στο νου αυ­τό που πα­ρου­σί­α­ζε η πε­ρυ­σι­νή ται­νία που πή­ρε το όσκαρ «Τα πά­ντα όλα» (ακρι­βής με­τά­φρα­ση : τα πά­ντα πα­ντού ταυ­τό­χρο­να — everything, everywhere, all at once). Εί­ναι ένας εξαι­ρε­τι­κά μο­ντέρ­νος τρό­πος σύλ­λη­ψης και γρα­φής και εί­ναι ο τρό­πος που οι ανα­μνή­σεις και οι πα­ρα­τη­ρή­σεις της Ευ­τυ­χί­ας απλώ­νο­νται συ­νειρ­μι­κά προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις και φτιά­χνουν το σύ­μπαν της, ξε­φεύ­γο­ντας ενώ προ­σπα­θεί να την ελέγ­ξει ο μί­ζε­ρος θυ­ρω­ρός. Στην τέ­χνη όλα εί­ναι πα­ρό­ντα, και όλα εί­ναι πά­ντα δυ­να­τά. Και ας δη­μιουρ­γούν σύγ­χυ­ση και πο­λυ­δύ­να­μο χά­ος με­ρι­κές φο­ρές. Η λύ­ση που πρό­τει­νε η ται­νία στον υπαρ­ξια­κό κα­τα­κλυ­σμό που δέ­χε­ται κα­νείς από αυ­τή την πολ­λα­πλό­τη­τα εί­ναι η απλό­τη­τα της σχέ­σης, της ένω­σης και αυ­τή ακρι­βώς την ανά­γκη υπο­γραμ­μί­ζει δια­κα­ώς, ρη­τά και άρ­ρη­τα, όλο το βι­βλίο της Ευ­τυ­χί­ας.
Ο Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζής έχει προ­τεί­νει να προ­σεγ­γί­σου­με το έρ­γο σαν “συ­ναι­σθη­μα­τι­κές ενό­τη­τες που ενο­ποιού­νται σε μια κε­ντρι­κή ιδέα πα­ρά για θε­μα­το­λο­γία”. πι­στεύω έχει δί­κιο. Η ανα­ζή­τη­ση της σα­φή­νειας, μιας ακρι­βούς αντι­στοί­χη­σης με γε­γο­νό­τα της βιο­γρα­φί­ας της ποι­ή­τριας θα χα­λά­σει αυ­τή την αει­κί­νη­τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και στο­χα­στι­κή πε­ρι­διά­βα­ση στην οποία μας ελευ­θε­ρώ­νει κα­θώς πα­ρα­δί­δε­ται κι η ίδια στον κα­τα­κλυ­σμό της. Το απο­τέ­λε­σμα κα­τα­λή­γει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από το άθροι­σμα των με­ρών.

Ο θυ­ρω­ρός των ημε­ρών, λοι­πόν, για να μην κά­νω κα­τά­χρη­ση του χρό­νου σας, εν κα­τα­κλεί­δι, αυ­τό το πο­λύ ση­μα­ντι­κό πιο πρό­σφα­το ποι­η­τι­κό βι­βλίο της Ευ­τυ­χί­ας Αλε­ξάν­δρας Λου­κί­δου, συγ­χρό­νως μα­θή­τριας και δα­σκά­λας της ποί­η­σης και τη ζω­ής και εξαι­ρε­τι­κά ευαί­σθη­της δη­μιουρ­γού, πα­ρου­σιά­ζει την φα­ντα­σμα­γο­ρία της φθο­ράς μας, την πο­λύ­χρω­μη και πο­λυ­θε­μα­τι­κή ιστο­ρία της πο­ρεί­ας μας προς την κα­τα­στρο­φή, που όμως βαθ­μιαία και στα­δια­κά, κα­θώς την αντι­κρί­ζου­με και την εξε­ρευ­νού­με, μας απε­λευ­θε­ρώ­νει από τον φό­βο και τα όρια, και φυ­σι­κά φτά­νει στο τέ­λος να μας απε­λευ­θε­ρώ­σει από την ίδια τη ζωή. Αυ­τή βέ­βαια εί­ναι η πιο τρο­μα­κτι­κή από όλες τις αντι­φά­σεις σε αυ­τό το ξέ­φρε­νο τα­ξί­δι που έτσι κιν­δυ­νεύ­ει να ακυ­ρώ­σει και το οποιο­δή­πο­τε νό­η­μα. Αυ­τό όμως που δεν ακυ­ρώ­νει εί­ναι η ζωή ως εκεί, η πε­ρι­πέ­τεια, η ποι­κι­λό­τη­τα, οι εμπει­ρί­ες, οι σχέ­σεις, οι απο­λαύ­σεις, οι πό­νοι, το εδώ και τώ­ρα που εί­ναι πά­ντα ζω­ντα­νό, όσο υπάρ­χει ένα εδώ και τώ­ρα. Αυ­τό εί­ναι και το νό­η­μα της ποί­η­σης ως τέ­χνης. Το ίδιο το βί­ω­μα της ζω­ής, για­τί άλ­λο δεν έχει, στιγ­μιαίο ή διαρ­κές, με­γά­λο ή μι­κρό, σκο­τει­νό ή λα­μπε­ρό. Και μέ­σα στην ποί­η­ση της Ευ­τυ­χί­ας αυ­τό απο­τυ­πώ­νε­ται συ­γκι­νη­τι­κά και εντυ­πω­σια­κά για να μας το θυ­μί­ζει στο δι­η­νε­κές. Όσο διαρ­κεί κι αυ­τό.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: