Εκδοχές του μαύρου

«Το λευ­κό συ­ντί­θε­ται από κόκ­κους μαύ­ρου» (Από τη θε­ω­ρία της φω­το­γρα­φί­ας)

Εκδοχές του μαύρου

Αρε­τή Κα­ρά­μπε­λα, Με­λα­νά όπως τα μού­ρα, Θρά­κα 2018

*

Τα αυ­το­νό­η­τα (;)

«Σκέ­πτο­μαι πως το δι­ή­γη­μα και το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι και τα δύο σύν­θε­τα και απαι­τη­τι­κά εί­δη, το κα­θέ­να για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους. Το δι­ή­γη­μα πρέ­πει να απο­δώ­σει με λί­γα λό­για μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη ποι­η­τι­κή ιδέα, και ως εκ τού­του απαι­τεί με­γα­λύ­τε­ρη ικα­νό­τη­τα συ­γκέ­ντρω­σης και άκρα επι­δε­ξιό­τη­τα», τό­νι­ζε ο σπου­δαί­ος Ερ­νέ­στο Σά­μπα­το σε συ­ζή­τη­σή του κά­πο­τε με τον Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες.
Ο τε­λευ­ταί­ος τον άκου­γε με ευα­ρέ­σκεια για­τί, θυ­μί­ζω, ήταν λά­τρης της μι­κρής φόρ­μας και πο­τέ δεν επι­χεί­ρη­σε να γρά­ψει μυ­θι­στό­ρη­μα, θε­ω­ρώ­ντας αυ­τήν τη μορ­φή σχοι­νο­τε­νή και αντι­ποι­η­τι­κή. Οπωσ­δή­πο­τε από­λυ­τη άπο­ψη, πλην όμως εδρα­ζό­με­νη στο επι­χεί­ρη­μα ότι κά­θε πε­ρί­φρα­ση, όπως μα­θαί­να­με στο σχο­λεία από μι­κροί, προ­δί­δει εκ­φρα­στι­κή δυ­σκο­λία (όσον αφο­ρά αυ­τό το ανα­φο­ρι­κό που μας τα­λαι­πω­ρεί ακό­μα…).
Όσα υπο­στή­ρι­ζαν οι δύο με­γά­λοι Αρ­γε­ντί­νοι πριν από χρό­νια, που ευ­ρύ­τε­ρα θε­ω­ρού­νται αν όχι αυ­το­νό­η­τα, του­λά­χι­στον μη… βλά­σφη­μα, δυ­στυ­χώς πα­ρ’ ημίν, μό­νο σχε­τι­κά πρό­σφα­τα άρ­χι­σαν να θε­ω­ρού­νται ως μη αι­ρε­τι­κά.
Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πε­ζο­γρά­φοι στη χώ­ρα μας, από πα­λιά, έχο­ντας κα­τά νου ότι μό­νο οι ανε­πτυγ­μέ­νες κουλ­τού­ρες μπο­ρούν να καλ­λιερ­γή­σουν τη με­γά­λη αφή­γη­ση, επι­δό­θη­καν στη συγ­γρα­φή μυ­θι­στο­ρη­μά­των «ευ­ρεί­ας ρά­χης» και όχι, προ­σπα­θώ­ντας να απο­δεί­ξουν ότι και ημείς μπο­ρού­με να την υπη­ρε­τή­σου­με.
Έτσι, εί­χα­με αφή­σει το δι­ή­γη­μα στην τύ­χη του, επα­να­παυ­μέ­νοι στο αξί­ω­μα (;) ότι εί­μα­στε ποι­η­τι­κός λα­ός και ως εκ τού­του τη μι­κρή φόρ­μα την κα­λύ­πτει ο στί­χος.
Να όμως που, τε­λευ­ταία, η δι­η­γη­μα­τι­κή έκ­φρα­ση που πρό­τει­νε ο Πόε και μέ­σα στα χρό­νια δο­ξά­στη­κε από μέ­γι­στα ονό­μα­τα της πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας, άρ­χι­σε και εδώ να κάμ­πτει τη δυ­σπι­στία και να θε­ω­ρεί­ται πλέ­ον όχι εκ­φρα­στι­κή προ­γύ­μνα­ση του υπο­ψη­φί­ου μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου αλ­λά ολο­κλη­ρω­μέ­νος και αυ­τάρ­κης λό­γος.
Αρ­κε­τοί, λοι­πόν, νε­ό­τε­ροι Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς στρέ­φο­νται στο δι­ή­γη­μα, και επι­μέ­νουν σε αυ­τό με τη συ­νεί­δη­ση της ολο­κλη­ρω­μέ­νης έκ­φρα­σης, χω­ρίς το ανά­λο­γο σύν­δρο­μο πολ­λών σκη­νο­θε­τών ται­νιών μι­κρού μή­κους, που θε­ω­ρούν ότι όσα δη­μιουρ­γούν εί­ναι πρό­λο­γος σε μια μελ­λο­ντι­κή ται­νία εκτε­νούς αφή­γη­σης.

Έκρι­να ανα­γκαία τη μι­κρή ει­σα­γω­γή που έκα­να για­τί, δια­πι­στώ­νω, εδώ και και­ρό, ότι έχου­με εξαι­ρε­τι­κές επι­δό­σεις στον χώ­ρο του δι­η­γή­μα­τος από πρω­το­εί­σα­κτους (αλ­λά και όχι μό­νο) συγ­γρα­φείς μας, τις οποί­ες καί­τοι επι­ση­μαί­νει μέ­ρος της κρι­τι­κής και κι­νούν το ανα­γνω­στι­κό εν­δια­φέ­ρον, εντού­τοις στη συ­νο­λι­κό­τε­ρη συ­νεί­δη­σή μας ό,τι καλ­λιερ­γούν οι δι­η­γη­μα­το­γρά­φοι πα­ρα­μέ­νει, δυ­στυ­χώς, πρό­να­ος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.

Το οι­κείο ως ανοί­κειο

Η Αρε­τή Κα­ρά­μπε­λα, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, με την πρώ­τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των της με τον όχι τό­σο εύ­η­χο τί­τλο, Με­λα­νά όπως τα μού­ρα, προ­τεί­νει δυ­να­μι­κά ένα ευ­ρη­μα­τι­κό βι­βλίο με ασκη­μέ­νη γλώσ­σα και οξύ­τα­το βλέμ­μα.
Η συγ­γρα­φέ­ας δεν εί­ναι άγνω­στη στο ενη­με­ρω­μέ­νο κοι­νό: υπήρ­ξε επί χρό­νια με­τα­φρά­στρια και σχο­λιά­στρια ξέ­νων κει­μέ­νων που δη­μο­σιεύ­θη­καν στο Δέ­ντρο. Λά­τρης, επί­σης, και της παι­δι­κής «πα­ρα­λο­γο­τε­χνί­ας», τε­λευ­ταία εξέ­δω­σε σχε­τι­κό βι­βλίο.
Τα εί­κο­σι πέ­ντε σύ­ντο­μα δι­η­γή­μα­τα του μι­κρού τό­μου εντυ­πω­σιά­ζουν, σπεύ­δω να το­νί­σω, με την ώρι­μη γρα­φή τους, για­τί υπο­βάλ­λουν πα­ρά­ξε­να, μυ­θο­πλα­στι­κά και εκ­φρα­στι­κά στοι­χεία, που θα έλε­γε κα­νείς ότι προ­έρ­χο­νται από μια και­νο­φα­νή ει­δο­λο­γι­κή πε­ριο­χή: ενός νε­ο­ρε­α­λι­στι­κού/μα­γι­κού και μα­ζί… νε­ο­γοτ­θι­κού ιδιώ­μα­τος.
Τον όρο «νε­ο­γοτ­θι­κό» τον χρη­σι­μο­ποιώ κά­πως αδό­κι­μα, αλ­λά με δι­καιο­λο­γεί πι­στεύω μια εντε­λώς πρω­τό­τυ­πη εκ μέ­ρους της Κα­ρά­μπε­λα δια­χεί­ρι­ση της γνω­στής ρο­μα­ντι­κής σκη­νο­γρα­φί­ας του γκό­θικ, μέ­σω ενός τα­πει­νού νε­ο­ελ­λη­νι­κού εξω­τε­ρι­κού υλι­κού, που δεν θυ­μί­ζει ασφα­λώς την ει­κο­νι­στι­κή του κλα­σι­κού εί­δους με τις στε­ρε­ο­τυ­πί­ες του αλ­λά εντού­τοις επι­βάλ­λει το εξω­κο­σμι­κό και πει­σι­θά­να­το.

Η συγγραφέας ενσταλάζει βήμα βήμα στον αναγνώστη ένα αίσθημα απώλειας στήριξης, την αίσθηση ενός εγγενούς κινδύνου για τα χειρότερα, που το πολύχρωμο φάσμα της παρουσίας των πάντων εγκυμονεί σε κάθε αντίδρασή του.

Η κυ­κλο­φο­ρία σε όλα τα δι­η­γή­μα­τα μιας ‘‘dark’’ διά­θε­σης, που έχει ως ση­μείο εκ­κί­νη­σης τη ρο­μα­ντι­κή πα­ρά­δο­ση του μα­γι­κού και αλ­λό­κο­του από τη σχε­τι­κή ελ­λη­νι­κή αλ­λά και ξέ­νη πα­ρα­μυ­θια­κή αντί­λη­ψη, ενο­φθαλ­μι­σμέ­νη πρω­τό­τυ­πα στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, χα­ρί­ζει στο όλο εγ­χεί­ρη­μα αιφ­νι­δια­στι­κή δύ­να­μη...
Οι ήρω­ες της Κα­ρά­μπε­λα δεν τρώ­νε χώ­μα όπως η Ρε­μέ­διος του Μάρ­κες στο Εκα­τό χρό­νια μο­να­ξιά, ού­τε εί­ναι πε­πτω­κό­τες άν­θρω­ποι με φτε­ρά αγ­γέ­λου σε κά­ποιον ορ­νι­θώ­να της πα­τρί­δας του κο­λομ­βια­νού συγ­γρα­φέα. Έχουν από­λυ­τα ρε­α­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αλ­λά κι­νού­νται σε μιαν από­κο­σμη ατμό­σφαι­ρα ενός εξ­πρε­σιο­νι­στι­κού σκη­νι­κού, που δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά η διά­θλα­ση του… οι­κεί­ου πε­ρι­βάλ­λο­ντός μας, χω­ρίς ρο­μα­ντι­κά ψι­μύ­θια.
Πριν από χρό­νια ο Επα­μει­νών­δας Γο­να­τάς εί­χε αν­θο­λο­γή­σει από την πα­λιά εγ­χώ­ρια πε­ζο­γρα­φία Αλ­λό­κο­τες ιστο­ρί­ες, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας την απω­θη­μέ­νη πα­ρου­σία της γρα­φής του φα­ντα­στι­κού, ενώ ο Μά­κης Πα­νώ­ριος στη σει­ρά των αν­θο­λο­γιών του πα­γκό­σμιου και ελ­λη­νι­κού φα­ντα­στι­κού εί­χε επι­χει­ρή­σει κά­τι ανά­λο­γο.
Η Κα­ρά­μπε­λα, επα­να­λαμ­βά­νω, αν και καλ­λιερ­γεί ένα κλί­μα που πα­ρα­πέ­μπει σε εκτρο­χια­σμέ­νο ρε­α­λι­σμό, με ηχώ από το φα­ντα­στι­κό, δεν δε­σμεύ­ε­ται από τις… ασυ­δο­σί­ες του «μη πραγ­μα­τι­κού», και πεί­θει για την πα­ρου­σία του πα­ρά­ξε­νου και ανορ­θο­λο­γι­κού στον απτό κό­σμο.
Εφ’ όσον η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απαι­τεί φα­ντα­σία, κα­τά το ρη­θέν, δεν χρειά­ζο­νται για τη συγ­γρα­φέα τα ανα­πα­ρα­στα­τι­κά μέ­σα της φα­ντα­στι­κής λο­γο­τε­χνί­ας για να πε­ρι­γρά­ψει τα όντα της, δη­λα­δή, ού­τως ει­πείν, το ένα ον στις ποι­κι­λί­ες του: τον άν­θρω­πο συ­μπλη­ρω­μέ­νο από την «κτη­νώ­δη» πλευ­ρά του, ως αν­θρω­πό­μορ­φο ζώο.
Με άλ­λα λό­για η Κα­ρά­μπε­λα, ρί­χνο­ντας συ­νέ­χεια λο­ξό βλέμ­μα σε μια προ­θή­κη ρε­α­λι­στι­κών δε­δο­μέ­νων, συλ­λαμ­βά­νει την εσώ­τε­ρη λει­τουρ­γία τους, δυ­σπι­στώ­ντας συ­νέ­χεια για την αξιο­πι­στία τους. Έτσι φέρ­νει στην επι­φά­νεια κί­νη­τρα και συ­μπε­ρι­φο­ρές, που λες ότι το πα­ρα­τη­ρού­με­νο αντι­κεί­με­νο τις άφη­σε να φα­νούν σε στιγ­μές αδρά­νειας ή, αντί­θε­τα, έξαρ­σης και πα­ρα­φο­ράς, προ­δί­δο­ντας την φαι­νο­με­νι­κά ου­δέ­τε­ρη ταυ­τό­τη­τά του.
Δεν θα ανα­φερ­θώ σε τί­τλους και πε­ριε­χό­με­να των δι­η­γη­μά­των της συλ­λο­γής, όπως συ­νη­θί­ζε­ται, για­τί προ­τι­μώ να μι­λή­σω για συ­νο­λι­κές εντυ­πώ­σεις μου από το βι­βλίο.
Κι αυ­τό για­τί η συγ­γρα­φέ­ας εν­στα­λά­ζει βή­μα βή­μα στον ανα­γνώ­στη (ή, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, αυ­τό ένιω­σα να προ­κα­λεί σ’ εμέ­να) ένα αί­σθη­μα απώ­λειας στή­ρι­ξης, την αί­σθη­ση ενός εγ­γε­νούς κιν­δύ­νου για τα χει­ρό­τε­ρα, που το πο­λύ­χρω­μο φά­σμα της πα­ρου­σί­ας των πά­ντων εγκυ­μο­νεί σε κά­θε αντί­δρα­σή του. Το Κα­κό, πα­ντα­χού πα­ρών, μοι­ρά­ζει ταυ­τό­τη­τες και ρό­λους σε άτο­μα που κα­τα­λα­βαί­νου­με ότι η ζωή τους εί­ναι μια… λο­γο­κλο­πή από τις σε­λί­δες του, όπως θα έλε­γε και ο Εμίλ Σιο­ράν.
Παί­ζο­ντας με τις εναλ­λα­γές προ­σω­πεί­ων και οπτι­κών γω­νιών (φύ­λου και αφη­γη­μα­τι­κού βλέμ­μα­τος), η Κα­ρά­μπε­λα κυ­κλο­φο­ρεί ανά­με­σα στη με­γά­λη ποι­κι­λία της πέ­ριξ νε­ο­ελ­λη­νι­κής συν­θή­κης, με απί­στευ­τα ευαί­σθη­τες κε­ραί­ες στραμ­μέ­νες στη δια­τα­ραγ­μέ­νη φύ­ση ενός κό­σμου αι­μα­τώ­δους, απει­λη­τι­κού, μοι­ραί­ου, εσω­στρε­φούς και μυ­στι­κού, ακό­μα και στις πιο διά­φα­νες εκ­δη­λώ­σεις του, αφού αυ­τό που πα­ρα­τη­ρεί η συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι εξ ορι­σμού ασυ­νε­χές.
Το έδα­φος εί­ναι ολι­σθη­ρό, κα­θώς η απροσ­διό­ρι­στη Φύ­ση έχει τον τε­λευ­ταίο λό­γο, ει­σχω­ρώ­ντας πα­ντού με τις ανε­ξέ­λεγ­κτες δυ­νά­μεις της. Υπο­βαθ­μι­σμέ­νες συ­νοι­κί­ες του άστε­ως, λα­σπώ­δεις πε­ριο­χές της επαρ­χί­ας, φο­νι­κές λε­ω­φό­ροι, μι­κρές και με­γά­λες τε­λε­τές των κα­θη­με­ρι­νών συ­νη­θειών μας, φό­νοι του αστυ­νο­μι­κού δελ­τί­ου, φα­ντα­σμα­γο­ρί­ες που πλά­θει η μνή­μη, το ασυ­νεί­δη­το, ο φό­βος και η ανά­γκη αλ­λα­γής ζω­ής, ο πα­νι­κός μπρο­στά σε ξαφ­νι­κούς κα­θρέ­φτες, η χοϊ­κή αί­σθη­ση των πραγ­μά­των, το αρ­χαϊ­κό ως βα­θύ­τε­ρο συ­στα­τι­κό της ύπαρ­ξης και της επι­θυ­μί­ας… εί­ναι μό­νο με­ρι­κές από τις κα­λει­δο­σκο­πι­κές ει­κό­νες που πα­γώ­νει σε κια­ρο­σκού­ρο η Κα­ρά­μπε­λα πριν κρυ­σταλ­λω­θούν μέ­σα μας, τε­λι­κά, ως από­λυ­τα σκο­τει­νές.
Ο πα­ρα­μυ­θια­κός Πε­ρό με τον αδυ­σώ­πη­το Άντερ­σεν συ­να­ντούν τη φιλ­μι­κή αλ­λη­γο­ρία Πα­ρέα των λύ­κων του Νιλ Τζόρ­νταν σε μια οθό­νη που σου επι­βάλ­λει το οξύ­μω­ρο ενός ρε­α­λι­σμού με αντη­χή­σεις και κε­κρυμ­μέ­να. Όπως θά ’λε­γε και ο αεί­μνη­στος Μά­ριος Μαρ­κί­δης, ο ανα­γνώ­στης σκο­ντά­φτει και πα­ρα­πα­τά σε ένα έδα­φος που δεί­χνει (φαι­νο­με­νι­κά) ομα­λό και προ­σπε­λά­σι­μο
Η δε­ξιό­τη­τα της πε­ζο­γρά­φου μάς κα­θι­στά μάρ­τυ­ρες πε­ρι­στα­τι­κών με τρό­πο «δό­λιο»: ενώ νο­μί­ζου­με ότι συμ­με­τέ­χου­με στα δρώ­με­να, τε­λι­κά τα πά­ντα μάς δια­φεύ­γουν, οι­κεί­οι με όσα τρο­με­ρά συμ­βαί­νουν και ταυ­τό­χρο­να ξέ­νοι προς αυ­τά.
Η συγ­γρα­φέ­ας μας δεν χρειά­ζε­ται πα­ρά την κο­φτή, οι­κο­νο­μη­μέ­νη φρά­ση στις πε­ρι­γρα­φές της: ο εχθρι­κός κό­σμος εί­ναι δί­πλα (κά­ποιο παι­δί ετοι­μά­ζει έναν βρό­χο κά­τω από το τρα­πέ­ζι σε ένα δι­ή­γη­μα) και πο­ντά­ρει στην αμε­ρι­μνη­σία μας. Όχι πά­ντα προ­γραμ­μα­τι­κά απει­λη­τι­κή η Φύ­ση (αν­θρώ­πι­νη ή πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κή), μας απει­λεί ακρι­βώς με τη δο­λο­φο­νι­κή απά­θειά της, όπως ο ακα­τα­λό­γι­στος δρά­στης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: