Ο Δύστηνος Άγγελος

Ο Δύστηνος Άγγελος

«Μό­νο μέ­σα απ’ το αί­μα μου θα νι­κή­σω το αί­μα. Μα­κριά. Στα ανα­το­λι­κά της Εδέμ».
Νά­σια Διο­νυ­σί­ου, Πε­ριτ­τή ομορ­φιά.



Ο Γιάν­νης Λει­βα­δάς κα­τε­βαί­νει με τις Ρου­τί­νες του ως δύ­στη­νος άγ­γε­λος, ριγ­μέ­νος μέ­σα στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα προ­σπα­θώ­ντας να αιχ­μα­λω­τί­σει την ου­σία της ζω­ής, να ρου­φή­ξει το με­δού­λι της ζω­ής και για αυ­τό το λό­γο πρέ­πει να γί­νει αντι­λη­πτή η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του ως ένα οδοι­πο­ρι­κό διαρ­κούς δη­μιουρ­γί­ας, η οποία μας «προ­σφέ­ρει τη δυ­να­τό­τη­τα για γνή­σια κοι­νω­νι­κή δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα με στό­χο τον αι­σθη­τι­κό-πο­λι­τι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νι­κή μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας», όπως ση­μειώ­νει ο καθ. Νί­κος Ερη­νά­κης στο βι­βλίο του, Αυ­θε­ντι­κό­τη­τα και Αυ­το­νο­μία| από τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα στην αυ­το­νο­μία. Ωστό­σο, πέ­ραν του ευ­γε­νούς προ­τάγ­μα­τός τους, οι Ρου­τί­νες ει­σά­γουν κά­τι και­νο­φα­νές μέ­σα στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση: έναν αι­μο­στα­γή σπι­νο­ζι­σμό στον οποίο όλα εί­ναι πα­ρό­ντα, πραγ­μα­τι­κά στο εδώ και τώ­ρα με μιάν ανα­μο­νή αλη­θι­νού. Αυ­τό θα γί­νει σα­φέ­στε­ρο με την πα­ρά­θε­ση της συ­νέ­ντευ­ξης που μου έδω­σε ο Γιάν­νης Λει­βα­δάς σχε­τι­κά με τις Ρου­τί­νες:

MΙ­ΧΑΗ­ΛΙ­ΔΗΣ: Η ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση, Ρου­τί­νες, τρί­τη κα­τά σει­ρά, απο­τε­λεί εί­δος ασυ­νά­ντη­το και πι­θα­νώς ανε­μπί­πτον στον ρου της σύγ­χρο­νης ποί­η­σης. Στο συ­νο­δευ­τι­κό κεί­με­νο γί­νε­ται λό­γος για «δη­μιουρ­γία νέ­ου πε­ριε­χο­μέ­νου», θα μπο­ρού­σα­τε να εξη­γή­σε­τε τι εν­νο­εί­τε με αυ­τό;

ΛΕΙ­ΒΑ­ΔΑΣ: Θα χρεια­στεί να γί­νω κά­πως ανα­λυ­τι­κός. Από την επο­χή του μο­ντερ­νι­σμού, υπήρ­ξε εκ νέ­ου χρή­ση ή επα­νε­ξέ­τα­ση προ­ϋ­πάρ­χο­ντος πε­ριε­χο­μέ­νου μα όχι δη­μιουρ­γία πε­ριε­χο­μέ­νου. Ο ποι­η­τής δη­μιουρ­γεί εκεί­νο που δεν εί­ναι σε θέ­ση να ορί­σει, κι αυ­τό όχι διό­τι εκεί­νο δεν εί­ναι δυ­να­τό να εκ­φρα­στεί μα διό­τι εάν δεν το δη­μιουρ­γή­σει δεν υπάρ­χει.
Οι υπο­φή­τες, οι χρη­σμω­δοί, οι αντιρ­ρη­σί­ες πε­ρισ­σεύ­ουν, εντού­τοις αδυ­να­τούν να δια­κρί­νουν πως τα ση­μα­ντι­κά πράγ­μα­τα κιν­δυ­νεύ­ουν όσο και τα ασή­μα­ντα απ’ την αλή­θεια. Ο πα­ρα­λο­γι­σμός εί­ναι δε­δο­μέ­νος κα­θώς επι­κρα­τεί η αντί­λη­ψη πως ο εν­στερ­νι­σμός απο­τε­λεί εγκυ­ρο­ποί­η­ση και πως αυ­τή η εγκυ­ρο­ποί­η­ση επι­τυγ­χά­νε­ται με τη μί­μη­ση. Το βά­θος αυ­τής της πα­ρερ­μη­νεί­ας εί­ναι δυ­σθε­ώ­ρη­το.
Η ου­σία της τέ­χνης, συ­γκε­κρι­μέ­να εδώ της ποί­η­σης, δεν έχει να κά­νει τό­σο με πα­ρά­γο­ντες και συν­θή­κες, που πράγ­μα­τι παί­ζουν ρό­λο ση­μα­ντι­κό, μα κυ­ρί­ως με το δη­μιουρ­γι­κό πνεύ­μα, δη­λα­δή το πνεύ­μα που υπερ­βαί­νει πα­ρά­γο­ντες και συν­θή­κες και ορι­σμέ­νες φο­ρές δη­μιουρ­γεί πρω­τό­τυ­πους πα­ρά­γο­ντες και και­νο­φα­νείς συν­θή­κες, επη­ρε­ά­ζο­ντας δη­λα­δή αυ­τό που ευ­ρύ­τε­ρα ή ει­δι­κό­τε­ρα ονο­μά­ζε­ται ζωή μέ­σω δη­μιουρ­γί­ας (ου­δό­λως κα­τα­σκευ­ής) ποί­η­σης. Αυ­τό μέ­νει να το ανα­γνω­ρί­σει κα­νείς ως βά­σι­μο και βα­σι­κό επα­νε­ξε­τά­ζο­ντας τον τύ­πο και την ου­σία της ποί­η­σης, προ­χω­ρώ­ντας σε δια­χω­ρι­σμό της τέ­χνης του λό­γου από τα δια­δε­δο­μέ­να πρό­τυ­πα πα­ρα­γω­γής και κα­τα­νά­λω­σης κει­μέ­νων.
Σε αυ­τό το ση­μείο η επι­κρα­τού­σα αντί­λη­ψη πε­ρί διάρ­κειας/απο­τε­λέ­σμα­τος γί­νε­ται τό­σο φα­ει­νή που τυ­φλώ­νει: η τέ­χνη το­πο­θε­τεί­ται στη σκιά των κοι­νω­νι­κών επι­δό­σε­ων. Άλ­λο το πρό­βλη­μα άλ­λος ο προ­βλη­μα­τι­σμός. Αυ­τό το διε­ρευ­νη­τι­κό διά­κε­νο άλ­λο­τε συν­δέ­ε­ται κι άλ­λο­τε απο­συν­δέ­ε­ται με αμ­φι­σβη­τού­με­νες πο­λι­τι­σμι­κο-κοι­νω­νι­κές πα­ρα­δο­χές από τις οποί­ες εξαρ­τά­ται ση­μα­ντι­κά η αντί­λη­ψη των πε­ρισ­σο­τέ­ρων σχε­τι­κά με τη θε­ω­ρία και την τέ­χνη στην με­τα­μο­ντέρ­να κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα – μα όχι στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα.
Η ανα­πα­ρά­στα­ση απο­τε­λεί αλή­θεια μό­νο εφό­σον η αλή­θεια δεν εί­ναι, κα­τά πρώ­το, αρε­στή, ανα­πα­ρα­στή­σι­μη και κα­τά δεύ­τε­ρο κα­τα­νοη­τή – μο­λο­νό­τι εί­ναι ανα­πό­σπα­στη, θα προ­σθέ­σω επί­σης πως εί­ναι αδιάρ­πα­στη. Αυ­τό το εί­δος αλή­θειας δεν κρί­νε­ται ως τέ­τοιο μα ως προ­τί­μη­ση και η ανα­πα­ρά­στα­σή της συ­ντί­θε­ται μέ­σω βο­λι­κών ή επι­τρε­πό­με­νων επι­λο­γών, όχι μέ­σω ανα­πα­ρα­στά­σε­ων της αλή­θειας. Το ίδιο ισχύ­ει στα πε­δία αι­τιό­τη­τας/συ­νέ­πειας, γραμ­μι­κό­τη­τας/συ­νέ­χειας. Συ­νε­πώς εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρω­χη­μέ­νο πα­ρά αμ­φι­σβη­τού­με­νο να πι­στεύ­ει κα­νείς πως υπάρ­χουν νέ­ες προ­κλή­σεις. Αυ­τό που υπάρ­χει εί­ναι μία μό­νο εκ νέ­ου πρό­κλη­ση. Η πει­σμα­τι­κή αντί­στα­ση σε διαρ­κή επι­χει­ρή­μα­τα δεν οδη­γεί σε νέα επι­χει­ρή­μα­τα. Ού­τε βε­βαί­ως και η προ­θυ­μία εξα­κο­λού­θη­σής τους.
Κά­θε αι­σθη­τι­κή ή καλ­λι­τε­χνι­κή ιδε­ο­λο­γία που ακο­λου­θεί­ται μέ­χρι τέ­λους με­τα­τρέ­πε­ται σε θρη­σκεία. Προ­ϋ­πό­θε­ση σε αυ­τό δεν απο­τε­λεί η ύπαρ­ξη κά­ποιας θε­με­λιώ­δους αρ­χής μα η πί­στη πως μια ακο­λου­θία υπο­φερ­τών ή ανε­κτών πα­ρεμ­βά­σε­ων ―ικα­νές να απο­δώ­σουν το νό­η­μα και τη ση­μα­σία της πα­ρέμ­βα­σης που φέ­ρουν― μπο­ρούν να αντι­κα­τα­στή­σουν την ανυ­πό­φο­ρη ισχύ του χω­ρο­χρό­νου, της ακο­λου­θί­ας του – για να το θέ­σω κά­πως σχη­μα­τι­κά. Πρό­κει­ται, δη­λα­δή, για πί­στη σε ακο­λου­θία πα­ρεμ­βά­σε­ων που δη­μιουρ­γούν διάρ­κεια αντί­θε­τη, αντί­δρο­μη, προς τη διάρ­κεια η οποία δεν εί­ναι πα­ρά μια ακο­λου­θία των πά­ντων όπου οι πα­ρεμ­βά­σεις απο­τε­λούν απλό μέ­ρος της διάρ­κειας και τα έρ­γα απο­κα­λύ­πτουν την απι­θα­νό­τη­τα και την κε­νό­τη­τά της.

ΜΙ­ΧΑΗ­ΛΙ­ΔΗΣ: Γρά­φε­τε στη σε­λί­δα, 37 τους εξής στί­χους: «η αν­θρω­πό­τη­τα ως έχει εί­ναι ένα έρ­γο τέ­χνης/με­τα­ξύ αν­θρώ­πων, που τους χω­ρί­ζει, μια άβυσ­σος ζω­ής/μια άβυσ­σος θα­νά­του». Υπάρ­χει κά­τι που μπο­ρεί να ενώ­σει την αν­θρω­πό­τη­τα;

ΛΕΙ­ΒΑ­ΔΑΣ: Ο νο­ση­ρός ποι­η­τι­κι­σμός της τε­λευ­ταί­ας 30ε­τί­ας ωρί­μα­σε. Απο­σύν­θε­ση στο­λι­σμέ­νη με ποι­η­τι­κή άδεια. Κά­θε απά­τη σαλ­πί­ζε­ται ως προ­σέγ­γι­ση ου­σί­ας και διαρ­κεί πε­ρισ­σό­τε­ρο, όπως η δυ­σω­δία που εξα­κο­λου­θεί για και­ρό στο πε­ρι­βάλ­λον ενός απο­συ­ντε­θη­μέ­νου κορ­μιού. Εάν μπο­ρεί να σχο­λιά­σει κα­νείς πράγ­μα­τι κά­τι, αυ­τό εί­ναι η δυ­να­μι­κή μί­ας κοι­νής επι­δί­ω­ξης. Αυ­τή η νε­ω­τε­ρι­κή ανοη­σία φα­ντά­ζει στους πε­ρισ­σό­τε­ρους ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κή διό­τι διευ­ρύ­νει τα όριά της ώστε να επι­τύ­χει γρά­φο­ντας και εκ­δί­δο­ντας το ξε­πά­στρε­μα, την εξα­φά­νι­ση μιας τέ­χνης που δεν κα­τα­νο­εί επει­δή εί­ναι προς εκεί­νη αντί­θε­τη ή ανάρ­μο­στη.
Η μο­να­ξιά απο­δί­δε­ται με κρί­μα ή κλά­ψα. Εάν δεν φέ­ρει ένα από τα δυο αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως ατο­μι­κι­σμός. Η ατο­μο­κρα­τία, επί­σης, αντι­με­τω­πί­ζε­ται συ­χνό­τα­τα ως εγω­τι­σμός. Κά­θε αδύ­να­μο πνεύ­μα κα­τα­φεύ­γει, αρ­γά ή γρή­γο­ρα, στα πε­δία της ισο­πα­λί­ας, της ισο­δυ­να­μί­ας όπου τα πά­ντα ρυθ­μί­ζο­νται με κα­νό­να τον εξι­σω­τι­σμό.
Η ση­μα­σία χρή­σης συ­γκε­κρι­μέ­νων στοι­χεί­ων, μορ­φών κτλ., δεν απο­τε­λεί θε­τι­κο­ποί­η­ση μα ού­τε, ιδιαι­τέ­ρως σπά­νια, το αντί­θε­το. Όπως βε­βαί­ως κι ένα σύ­νο­λο στί­χων το οποίο στη­ρί­ζε­ται στην ποιο­τι­κο­ποί­η­ση ή στην ανά­δει­ξη των θε­με­λιω­δών του στοι­χεί­ων δεν απο­τε­λεί ποί­η­μα. Δεν εξα­κο­λου­θού­με στην επο­χή του Γουί­τμαν.
Σχε­δόν πα­ντού, ό,τι εμ­φα­νί­ζε­ται δεν δια­θέ­τει, δεν επι­δέ­χε­ται εύ­ρος με ακα­θό­ρι­στα άκρα μα ιδε­ο­λο­γί­ες επί εύ­ρους και ορί­ων. Τι εν­νοώ με αυ­τό, πως τα κεί­με­να απο­τε­λούν εί­δη εξα­κο­λου­θη­τι­κής ακρί­βειας συ­γκε­κρι­μέ­νων προ­τύ­πων, οι συ­ντά­κτες αυ­τών των κει­μέ­νων απλά έρ­χο­νται αστα­μά­τη­τα σε κά­ποιου τα λό­για. Στον συν­δε­τή­ρα, στον πα­ρο­χέα, στο έρ­γο του οποί­ου θα επι­βε­βαιω­θεί ένα μοί­ρα­σμα λό­γων. Η προ­ϋ­πο­τι­θέ­με­νη ση­μα­σία εί­ναι το άπαν, η απρο­ϋ­πό­θε­τη, δη­λα­δή η ποί­η­ση, αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως λύ­μα.

ΜΙ­ΧΑΗ­ΛΙ­ΔΗΣ: Οι Ρου­τί­νες εί­ναι ποί­η­ση συλ­λο­γι­κή, η οποία βρί­σκει σε κά­θε τι μι­κρό κά­τι με­γα­λειώ­δες, χω­ρίς να πέ­φτει στην πα­γί­δα της αμε­τρο­έ­πειας. Λει­τουρ­γούν ως κει­με­νι­κό από­το­κο, ή ως εσω­τε­ρι­κή συ­νέ­πεια;

ΛΕΙ­ΒΑ­ΔΑΣ: Εί­ναι αδύ­να­το, εν­νοώ φύ­σει αδύ­να­το, να βρε­θεί κα­νείς σε κα­τά­στα­ση ποί­η­σης δί­χως να εί­ναι ποι­η­τής, συ­νε­πώς στη σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έγι­ναν στα­δια­κά απο­δε­κτές άλ­λες κα­τα­στά­σεις ώστε να εί­ναι δυ­να­τή η σύ­στα­ση ενός πο­λι­τι­σμι­κού απο­λύ­του, ενός διαρ­κώς με­τα­τρε­πό­με­νου πο­λι­τι­σμι­κού απο­λύ­του με απο­λύ­τως ορι­σμέ­νη έν­νοια λο­γο­τε­χνι­κού νό­μου, ώστε να υπάρ­ξουν εξί­σου συ­γκε­κρι­μέ­νες απο­δό­σεις, να μπο­ρεί κα­νείς να απο­λαμ­βά­νει εί­τε το εντός εί­τε το εκτός νό­μου.
Ο επη­ρε­α­σμός του κοι­νω­νι­κού και ιστο­ρι­κού πλαι­σί­ου εί­ναι βα­σι­κός στη σύ­μπη­ξη, στη θε­με­λί­ω­ση, μα δεν εί­ναι επι­κα­θο­ρι­στι­κός, ολο­κλη­ρω­μα­τι­κός, διό­τι ο ποι­η­τής ενερ­γεί, επι­νο­εί κι εντέ­λει δη­μιουρ­γεί, ανε­ξαρ­τή­τως πλαι­σί­ων, η κοι­νω­νι­κο-ιστο­ρι­κή ση­μα­σία λοι­πόν απο­δί­δει μία βά­ση μα η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα και η επί­δο­ση εί­ναι ανε­πη­ρέ­α­στες από αυ­τή, δεν υπάρ­χει τί­πο­τα που μην χρή­ζει υπέρ­βα­σης, μα αυ­τή απο­δει­κνύ­ε­ται με κά­ποιο ανά­πτυγ­μα.
Στον με­τα­μο­ντερ­νι­σμό η ανι­στο­ρι­κή αι­σθη­τι­κή απο­δεί­χθη­κε πο­λύ πιο απο­δο­τι­κή και πιο καί­ρια από τον ανι­στο­ρι­κό φορ­μα­λι­σμό του μο­ντερ­νι­σμού όμως εντέ­λει ο πο­λυ­κλα­δι­κός φορ­μα­λι­σμός του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, αυ­τό που συμ­βαί­νει πια σχε­δόν πα­ντού, αυ­τή η νέα εξου­σια­στι­κή αι­σθη­τι­κή εξί­σω­ση δι­καιω­μα­τι­σμών την υπο­βάθ­μι­σε.
Η ομοιω­τι­κή γρα­φή έχει υπο­κα­τα­στή­σει την ποί­η­ση. Εί­ναι ομοιω­τι­κή ανε­ξαρ­τή­τως του αν εί­ναι πρό­χει­ρη, αντι­γρα­φι­κή και άτε­χνη, εν­δε­λε­χής, πρω­το­βου­λια­κή και έντε­χνη∙ εί­ναι ομοιω­τι­κή για­τί λει­τουρ­γεί σύμ­φω­να με προ­τύ­πα συλ­λο­γι­σμού. Όσο για τους επι­κα­λού­με­νους άλ­λους, αυ­τοί εί­ναι όλοι ανα­με­τα­ξύ τους ίδιοι. Οι τά­σεις, τα φαι­νό­με­να, τα κι­νή­μα­τα, απο­τε­λούν πα­ρο­ξυ­σμούς άρ­νη­σης ανα­γνώ­ρι­σης της αλή­θειας. Η αν­θρω­πό­τη­τα σέρ­νε­ται εδώ και αιώ­νες για­τί προ­σπα­θεί να ελέγ­ξει το αυ­τό προ­σπα­θώ­ντας να εκ­παι­δεύ­σει τον εαυ­τό της κα­τά την ανά­γκη αυ­τού του ελέγ­χου και όχι κα­τά το αυ­τό.
Όχι μό­νο εί­ναι παι­δα­ριώ­δες να νοη­μα­το­δο­τού­με το μέλ­λον νο­σταλ­γώ­ντας το πα­ρελ­θόν μα εί­ναι εξί­σου παι­δα­ριώ­δες να νοη­μα­το­δο­τού­με το πα­ρελ­θόν υπο­βι­βά­ζο­ντας σε ου­το­πία το μέλ­λον. Στην ποί­η­ση δεν εντο­πί­ζει κα­νείς ένα κέ­ντρο ή ένα όριο μα ένα άνυ­σμα, όχι από ένα όριο προς ένα κέ­ντρο μα από ένα δη­μιουρ­γού­με­νο κέ­ντρο προς ένα δη­μιουρ­γού­με­νο όριο.
Πι­στεύω πως δεν υπάρ­χει τό­ση ποί­η­ση όση λε­κτι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά, η οποία μά­λι­στα δεν εί­ναι ποι­κί­λη. Το πε­ριε­χό­με­νο της λε­κτι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς θε­ω­ρεί­ται πε­ριε­χό­με­νο ποί­η­σης μο­λο­νό­τι δεν εί­ναι. Ακρι­βώς το ίδιο συμ­βαί­νει στους το­μείς της κρι­τι­κής και του δο­κι­μί­ου. Η λε­κτι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά δεν εί­ναι λι­γό­τε­ρο ευ­τρά­πε­λη από απει­λή αυ­το­κτο­νί­ας που διαρ­κεί μια ολό­κλη­ρη ζωή, με το υπο­κεί­με­νο να πε­θαί­νει εντέ­λει από προ­χω­ρη­μέ­νο γή­ρας».

Εν κα­τα­κλεί­δι, κά­θε εί­δους ποί­η­σης και ποι­η­τι­κής ελ­κύ­ουν τα μυ­στή­ρια της αν­θρω­πό­τη­τας, εφό­σον το εκ­μα­γείο των λέ­ξε­ων που κα­τέ­χει ο ποι­η­τής εί­ναι φορ­τι­σμέ­νο με πε­ριε­χό­με­νο στον ψη­λό­τε­ρο δυ­να­τό βαθ­μό, για­τί, όπως λέ­γει ο Έζ­ρα Πά­ουντ, ο ποι­η­τής των ποι­η­τών, στο δο­κί­μιο του, Πώς να δια­βά­ζου­με, «εί­ναι τό­σο σπου­δαίο να δια­τη­ρή­σου­με τη γλώσ­σα επαρ­κή για χά­ρη της σκέ­ψης, όσο σπου­δαίο εί­ναι να κρα­τή­σου­με τα μι­κρό­βια του τε­τά­νου σ’ ένα χει­ρουρ­γείο, μα­κριά απ’ τους συν­δέ­σμους». Αυ­τό το κα­τορ­θώ­νει ο Γιάν­νης Λει­βα­δάς με τις Ρου­τί­νες του, αυ­τός ο δύ­στη­νος άγ­γε­λος χά­ρη στον αστε­ρι­σμό που φτιά­χνει με τις λέ­ξεις του για κά­νει τις νύ­χτες φω­τει­νές, και τις μέ­ρες φω­τει­νό­τε­ρες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: