Η επαναστατική ευφυία του Χένρι Μίλερ

Ο Χένρι Μίλερ με την (τέταρτη) σύζυγό του Eve Mc Clure στην παραλία (Πηγή φωτογραφίας: www.tutorialathome.in)
Ο Χένρι Μίλερ με την (τέταρτη) σύζυγό του Eve Mc Clure στην παραλία (Πηγή φωτογραφίας: www.tutorialathome.in)




Ο Χέν­ρι Μί­λερ γεν­νή­θη­κε το μα­κρι­νό 1891 στη Νέα Υόρ­κη και με­γά­λω­σε στο Μπρού­κλιν, σε μία επο­χή στην οποία σή­με­ρα εί­ναι τό­σο δύ­σκο­λο να με­τα­βού­με νο­ε­ρά, όσο και σε εκεί­νη της ευ­ρω­παϊ­κής Ανα­γέν­νη­σης ή του Δια­φω­τι­σμού. Εί­ναι η επο­χή που στη Γαλ­λία ονο­μά­στη­κε «Belle Époque», μία πε­ρί­ο­δος οι­κο­νο­μι­κής και (ση­μα­ντι­κό­τε­ρα) πο­λι­τι­σμι­κής άν­θη­σης. Οι γο­νείς του Μί­λερ ήταν εύ­πο­ροι με­σο­α­στοί, με γερ­μα­νι­κές ρί­ζες και Λου­θη­ρα­νι­κές πε­ποι­θή­σεις. Ο μέλ­λων συγ­γρα­φέ­ας έζη­σε, τα πρώ­τα χρό­νια της ζω­ής του, σε ένα σπί­τι στο Γιόρκ­βιλ του Μαν­χά­ταν και σαν πρώ­τη του γει­το­νιά θυ­μό­ταν το Ουί­λιαμ­σμπεργκ, στο Μπρού­κλιν, κα­θώς η οι­κο­γέ­νειά του με­τα­κό­μι­σε εκεί πριν ο Μί­λερ κλεί­σει τα δέ­κα του χρό­νια. Με­γα­λω­μέ­νος, λοι­πόν, στην ανα­πτυσ­σό­με­νη τό­τε ακό­μα μη­τρό­πο­λη της Νέ­ας Υόρ­κης και φοι­τώ­ντας στο City College of New York για ένα εξά­μη­νο, ο Χέν­ρι Μί­λερ υπήρ­ξε «γέν­νη­μα-θρέμ­μα» του αμε­ρι­κα­νι­κού και συ­γκε­κρι­μέ­να του νε­ο­ϋ­ορ­κέ­ζι­κου τρό­που ζω­ής. Ήταν η κα­ριέ­ρα του ως συγ­γρα­φέ­ας (και όχι εκεί­νη στη Western Union, όπου δού­λε­ψε ως το 1924) που τον οδή­γη­σε, τε­λι­κά, στο Πα­ρί­σι και τον έκα­νε, κά­νο­ντας επί­κλη­ση στη ρο­μα­ντι­κή του πλευ­ρά, να ερω­τευ­τεί πα­ρά­φο­ρα τον πνευ­μα­τι­κά ανώ­τε­ρο αυ­τό τό­πο και να εγκα­τα­λεί­ψει την πα­τρί­δα του, απο­φα­σί­ζο­ντας να ζή­σει ως «εκ­πα­τρι­σμέ­νος» συγ­γρα­φέ­ας, σαν τον Χέ­μιν­γου­εϊ ή τη Γερ­τρού­δη Στάιν, που βρί­σκο­νταν ήδη εκεί.
Η συ­ναι­νε­τι­κή «ξε­νι­τιά», όπως αυ­τή του Μί­λερ, κα­τά την πε­ρί­ο­δο του Με­σο­πο­λέ­μου, ήταν ένα φαι­νό­με­νο που εί­χε πά­ρει δια­στά­σεις «μό­δας» στους κύ­κλους των δια­νο­ού­με­νων όλου του Δυ­τι­κού κό­σμου. Η από­φα­ση του συγ­γρα­φέα να αφή­σει πί­σω την πα­τρί­δα του, δεν συ­νέ­πε­σε καν με το «κραχ» της Γουόλ Στριτ, που έλα­βε χώ­ρα το 1929 και οδή­γη­σε τον αμε­ρι­κα­νι­κό λαό στη Με­γά­λη Ύφε­ση της δε­κα­ε­τί­ας του 1930, κά­τι το οποίο ήρ­θε να επι­βε­βαιώ­σει ηθι­κά την από­φα­ση του Μί­λερ. Ο συγ­γρα­φέ­ας εγκα­τα­στά­θη­κε στο Πα­ρί­σι και μπλέ­χτη­κε, χω­ρίς πολ­λή σκέ­ψη, σε οποια­δή­πο­τε σε­ξουα­λι­κή και κά­θε άλ­λου εί­δους πε­ρι­πέ­τεια εμ­φα­νί­στη­κε στο δρό­μο του. Απο­τε­λέ­σμα­τα αυ­τής της ατε­λεί­ω­της διο­νυ­σια­κής γιορ­τής και εγκω­μί­ου της ζω­ής, εί­ναι η τρι­λο­γία του Μί­λερ, που ξε­κι­νά­ει με τον Τρο­πι­κό του Καρ­κί­νου (1934), ένα ημι-αυ­το­βιο­γρα­φι­κό βι­βλίο, το οποίο στην Αμε­ρι­κή έπε­σε κα­τευ­θεί­αν στα δί­χτυα της λο­γο­κρι­σί­ας, με την κα­τη­γο­ρία πως επρό­κει­το για «πορ­νο­γρά­φη­μα».

Πορ­τρέ­το του Μί­λερ (Ιαν. 1940) από τον Καρλ Βαν Βέ­κτεν. Πη­γή ει­κό­νας: en.​wik​iped​ia.​org

Ο Μί­λερ, αν και συ­χνά γρά­φει συ­νειρ­μι­κά, απο­κλί­νο­ντας από την κυ­ρί­ως πλο­κή του έρ­γου, εί­ναι πα­ρά­ξε­να ακρι­βής και δια­θέ­τει μία μα­γευ­τι­κή πέ­να, που ανα­γά­γει κα­θε­τί ασή­μα­ντο ή κα­θη­με­ρι­νό, σε κά­τι το θεϊ­κό, με πα­ντο­τι­νές αξί­ες, κερ­δί­ζο­ντας επά­ξια τη θέ­ση του ανά­με­σα στους Μο­ντερ­νι­στές της γε­νιάς του. Η κα­τη­γο­ρία ότι Ο Τρο­πι­κός του Καρ­κί­νου ή η Μαύ­ρη Άνοι­ξη (1936) και ο Τρο­πι­κός του Αι­γό­κε­ρω (1939) εί­ναι πορ­νο­γρα­φι­κά εί­ναι το λι­γό­τε­ρο άτο­πη, κα­θώς, μο­λο­νό­τι ο Μί­λερ εξι­στο­ρεί σε αυ­τά τις εξορ­μή­σεις του στα μπορ­ντέ­λα και τις συ­νευ­ρέ­σεις του με πόρ­νες του Πα­ρι­σιού με ει­λι­κρί­νεια, θα μπο­ρού­σαν κάλ­λι­στα να έχουν ως θέ­μα τους το βίο ενός Άγιου, χά­ρη στις συ­χνές ανα­φο­ρές τους σε εσω­τε­ρι­κά κεί­με­να του πα­ρελ­θό­ντος, αλ­λά και τη δι­κή του μο­να­δι­κή επε­ξερ­γα­σία των γνώ­σε­ων που έχει απο­κο­μί­σει δια­βά­ζο­ντας, συ­νι­στώ­ντας κά­τι σαν ένα φι­λο­σο­φι­κό εγ­χει­ρί­διο των δρό­μων.
Η όμορ­φη επο­χή που ο Μί­λερ πε­ρι­γρά­φει, στα πρώ­τα του έρ­γα, στην «Πό­λη του Φω­τός», έφτα­σε στο τέ­λος της με ένα σκλη­ρό και βά­ναυ­σο τρό­πο. Το ξέ­σπα­σμα του Β’ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου κα­τέ­στρε­ψε τη γό­νι­μη για τις Τέ­χνες πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στη Γαλ­λία και κα­τέ­στη­σε το Πα­ρί­σι επι­κίν­δυ­νο, όντας στο επί­κε­ντρο της πα­γκό­σμιας αυ­τής σύ­γκρου­σης. Μία πρό­σκλη­ση του Λό­ρενς Ντά­ρελ, που στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του 1930 ζού­σε μό­νι­μα στην Κέρ­κυ­ρα, έφε­ρε τον Μί­λερ στην Ελ­λά­δα για ένα «προ­σκύ­νη­μα» που ση­μά­δε­ψε για πά­ντα τη ζωή του και απο­τέ­λε­σε τη βά­ση για ένα από τα πιο αξιό­λο­γα έρ­γα του, τον Κο­λοσ­σό του Μα­ρου­σιού (1941). Για τον Έλ­λη­να ανα­γνώ­στη, η ση­μα­σία αυ­τού του έρ­γου εί­ναι διτ­τή: Αφε­νός, πρό­κει­ται για ένα γνή­σιο Χέν­ρι Μί­λερ, στα κα­λύ­τε­ρά του, που ση­μαί­νει ότι πρό­κει­ται για ένα έρ­γο με συ­γκε­ντρω­μέ­νη πλο­κή, αλ­λά και με μία πνευ­μα­τι­κή ανά­λυ­ση των γε­γο­νό­των που συμ­βαί­νουν στη ζωή του κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα, που αφή­νει συγ­γρα­φείς, όπως τον Νί­κο Κα­ζαν­τζά­κη, πί­σω με δια­φο­ρά. Αφε­τέ­ρου, ένας Έλ­λη­νας ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να βρει εδώ μια αμε­ρό­λη­πτη μα­τιά επά­νω στη χώ­ρα του, και να πα­ρα­τη­ρή­σει τι εντύ­πω­ση κά­νουν κά­ποια κα­θη­με­ρι­νά πράγ­μα­τα σε έναν ξέ­νο, κά­τι το οποίο μπο­ρεί να πά­ρει έως και ψυ­χε­δε­λι­κές δια­στά­σεις. Πράγ­μα­τι, το έρ­γο αυ­τό ενέ­πνευ­σε πολ­λούς οπα­δούς του ψυ­χε­δε­λι­κού κι­νή­μα­τος, κα­τά τη δε­κα­ε­τία του 1960, προ­τρέ­πο­ντάς τους να τα­ξι­δέ­ψουν στην Ελ­λά­δα και να βρουν τον δι­κό τους Κα­τσί­μπα­λη, που ζει μία σχε­δόν ασκη­τι­κή ζωή.
Ο Μί­λερ έφυ­γε από την Ελ­λά­δα με πλοίο, μέ­σω του Πει­ραιά, με προ­ο­ρι­σμό ακό­μη μία φο­ρά τη μα­κρι­νή Αμε­ρι­κή. Οι εντυ­πώ­σεις του συγ­γρα­φέα από την «επι­στρο­φή» του αυ­τή, οι οποί­ες βρί­σκο­νται συ­νο­ψι­σμέ­νες στο βι­βλίο του με τον κυ­νι­κό τί­τλο, Κλι­μα­τι­ζό­με­νος εφιάλ­της (1945), εί­ναι, ύστε­ρα από τρία χρό­νια «πε­ριο­δεί­ας» στις διά­φο­ρες Πο­λι­τεί­ες της Αμε­ρι­κής, επιει­κώς κα­κές. Ο Μί­λερ δια­βλέ­πει στην προ­σπά­θεια ανα­στή­λω­σης της πλη­γω­μέ­νης από την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση χώ­ρας και στην ανά­γκη της κυ­βέρ­νη­σης Ρούζ­βελτ να στρα­φεί προς τη γρή­γο­ρη ανά­πτυ­ξη, ού­τως ώστε να πα­ρη­γο­ρή­σει τους «δια­λυ­μέ­νους» ψυ­χο­λο­γι­κά πο­λί­τες με το αι­σιό­δο­ξο όνει­ρο του κα­πι­τα­λι­σμού, το έσχα­το ξε­πού­λη­μα της χώ­ρας και μία χώ­ρα όπου η από­στα­ση με­τα­ξύ του αν­θρώ­που και της φύ­σης εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη από οπου­δή­πο­τε αλ­λού στον κό­σμο. Αν και το βι­βλίο εί­ναι εξαι­ρε­τι­κό, ο Μί­λερ πε­ριέ­γρα­ψε την όλη εμπει­ρία σε ένα φί­λο του, ως «χά­σι­μο χρό­νου».

Μέ­σα από πε­ριό­δους φτώ­χειας και πολ­λα­πλών με­τα­κι­νή­σε­ων, ο Μί­λερ που εί­χε πά­ντα με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον για τις ανα­το­λί­τι­κες φι­λο­σο­φί­ες και ει­δι­κά τον Ιν­δουι­σμό και τον Βου­δι­σμό, βρή­κε τε­λι­κά το «σα­τό­ρι» που έψα­χνε δια­κα­ώς, δη­λα­δή τη δύ­να­μη να βλέ­πει τα πράγ­μα­τα ή τους αν­θρώ­πους όπως πραγ­μα­τι­κά εί­ναι. Μέ­ρος αυ­τής της δια­δι­κα­σί­ας της «επι­φοί­τη­σης» μπο­ρεί κα­νείς να συ­να­ντή­σει στις σε­λί­δες της συλ­λο­γής, Μπιγκ Σουρ και τα πορ­το­κά­λια του Ιε­ρώ­νυ­μου Μπος (1957), που ο συγ­γρα­φέ­ας μι­λά­ει για τη ζωή του στο Μπιγκ Σουρ της Κα­λι­φόρ­νια και τις φι­λί­ες ή τις γνω­ρι­μί­ες του εκεί. Ο Τζακ Κέ­ρουακ υπήρ­ξε μό­νο ένα από τα ση­μα­ντι­κά ονό­μα­τα μπίτ­νικ ή χί­πις λο­γο­τε­χνών, που επη­ρε­ά­στη­καν άμε­σα από το έρ­γο του Μί­λερ. Αν και με­γά­λος πια σε ηλι­κία, ο συγ­γρα­φέ­ας (που το 1953 πα­ντρεύ­τη­κε την τέ­ταρ­τη σύ­ζυ­γό του, την ει­κα­στι­κό, Eve McClure, 37 χρό­νια νε­ό­τε­ρή του, για να τη χω­ρί­σει και αυ­τή, τε­λι­κά, το 1960) έγι­νε κά­τι πα­ρα­πά­νω από απο­δε­κτός από την κουλ­τού­ρα των Μπιτ. Την επο­χή εκεί­νη, όπως συ­νέ­βη και με πολ­λούς άλ­λους καλ­λι­τέ­χνες, ο αλ­κο­ο­λι­σμός τό­σο του ίδιου, όσο και των θη­λυ­κών συ­ντρό­φων του, κα­τά και­ρούς, χει­ρο­τέ­ρευ­σε, δη­μιουρ­γώ­ντας προ­βλή­μα­τα στη σω­μα­τι­κή και την ψυ­χι­κή του υγεία. Από την άλ­λη, η συ­νε­χής του τρι­βή με τη «νέα γε­νιά» τον οδή­γη­σε στο να γρά­ψει τη νου­βέ­λα, Ήσυ­χες μέ­ρες στο Κλι­σί (1956) και να ολο­κλη­ρώ­σει τη ση­μα­ντι­κή τρι­λο­γία του (που επι­κε­ντρώ­νει στη σχέ­ση με τη δεύ­τε­ρη γυ­ναί­κα του, Τζουν Μί­λερ και την ερω­μέ­νη του, Ανα­ΐς Νιν), Η ρό­δι­νη σταύ­ρω­ση, που απο­τε­λεί­ται από τα βι­βλία: Sexus (1949), Plexus (1955) και Nexus (1960).

Ο Χέν­ρι Μί­λερ πέ­θα­νε το 1980, στο σπί­τι του, στο Λος Άν­τζε­λες, σε ηλι­κία 88 ετών. Σε μία ση­με­ρι­νή ανά­λυ­ση, η πο­λύ­πλο­κη και πε­ρι­πε­τειώ­δης βιο­γρα­φία του φαί­νε­ται, μάλ­λον, το ίδιο σκαν­δα­λώ­δης, όπως φαι­νό­ταν στους συ­ντη­ρη­τι­κούς κρι­τι­κούς της δε­κα­ε­τί­ας του 1930, όταν ξε­κί­νη­σε την κα­ριέ­ρα του. Ο ίδιος, πά­ντα προ­κλη­τι­κός και αντι­δρα­στι­κός, αν άκου­γε τους λό­γους που θα τον εξο­στρά­κι­ζε η «πο­λι­τι­κή ορ­θό­τη­τα», πι­θα­νό­τα­τα θα γέ­λα­γε και θα απα­ντού­σε με κά­τι ακό­μα πιο εξω­φρε­νι­κό, ού­τως ώστε να προ­κα­λέ­σει ακραί­ες αντι­δρά­σεις. Η πι­κρή αλή­θεια εί­ναι πως εκα­τό χρό­νια με­τά, ακό­μα δεν έχου­με κα­τα­φέ­ρει, ως κοι­νω­νία, να αγκα­λιά­σου­με ένα τό­σο ελεύ­θε­ρο πνεύ­μα σαν και εκεί­νο του Μί­λερ, χω­ρίς να μας κρα­τά­νε πια πί­σω τα τα­μπού και οι προ­κα­τα­λή­ψεις που υπήρ­χαν τό­τε. Αυ­τό ίσως και να κά­νει τον Χέν­ρι Μί­λερ ακό­μα πιο επί­και­ρο σή­με­ρα, απ’ ότι ήταν όταν έγρα­ψε τον Τρο­πι­κό του Καρ­κί­νου, το 1934. Εί­ναι κά­θε φο­ρά που η ύπου­λη λο­γο­κρι­σία δο­κι­μά­ζει να στραγ­γα­λί­σει τον αυ­θορ­μη­τι­σμό, που πρέ­πει να ζη­τά­με τη βο­ή­θεια «ανταρ­τών» σαν τον Μί­λερ, για να επα­να­φέ­ρουν την κο­σμι­κή ισορ­ρο­πία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: