Το υποσυνείδητο μάς δείχνει τους δρόμους του για τη ζωή και για την τέχνη

Το υποσυνείδητο μάς δείχνει τους δρόμους του για τη ζωή και για την τέχνη

Ιφιγένεια Σιαφάκα, «Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις», Δρόμων 2023


Η γρα­φή λέ­γε­ται ότι επι­διώ­κει την τά­ξη στο χά­ος των πολ­λα­πλών σκέ­ψε­ων, των αι­σθη­μά­των, των εμπει­ριών ενός ατό­μου, το φιλ­τρά­ρι­σμά τους, την απο­κρυ­στάλ­λω­ση ώστε να γί­νε­ται κά­θε φο­ρά απο­λύ­τως κα­τα­νοη­τό το πε­ριε­χό­με­νο της συ­νεί­δη­σης από τον εαυ­τό πρώ­τα και από τρί­τους με­τά. Ωστό­σο το ρεύ­μα του αμι­γούς σου­ρε­α­λι­σμού δεν εν­δια­φέρ­θη­κε για την προ­βο­λή προς τα έξω ενός λό­γου προς συ­νεν­νό­η­ση, όπως εί­ναι εκεί­νος της κα­θη­με­ρι­νής γλώσ­σας, αλ­λά πώς θα ανα­σύ­ρει το πε­ριε­χό­με­νο του ασυ­νει­δή­του, του ονεί­ρου, της φα­ντα­σί­ας, ακό­μα και της επι­θυ­μί­ας και πώς θα ανα­δεί­ξει ως κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο στη γλώσ­σα την έκ­πλη­ξη ή και την πρό­κλη­ση κά­πο­τε, ξε­φεύ­γο­ντας εσκεμ­μέ­να από τα κα­θιε­ρω­μέ­να, αλ­λά και από αυ­τή την απαί­τη­ση του ελέγ­χου από τη λο­γι­κή τό­σο του υπο­κει­μέ­νου, όσο και του κει­μέ­νου.
Βε­βαί­ως στη με­ταϋ­περ­ρε­α­λι­στι­κή επο­χή, έχουν κρα­τη­θεί κά­ποια γό­νι­μα στοι­χεία, όπως η απρό­σμε­νη χρή­ση της γλώσ­σας, η πα­ρά­θε­ση ασύν­δε­των ει­κό­νων που συμ­βάλ­λουν στην όρα­ση του κό­σμου με ένα εντε­λώς και­νού­ριο βλέμ­μα, η ερ­μη­νεία των γε­γο­νό­των του πε­ρι­βάλ­λο­ντος από το υπο­κεί­με­νο με ψυ­χο­λο­γι­κούς όρους. Σε αυ­τό το ρεύ­μα κα­τά βά­ση ανή­κουν και τα εγ­χει­ρή­μα­τα της Ιφι­γέ­νειας Σια­φά­κα να δο­μή­σει το δι­κό της ιδιαί­τε­ρο ποι­η­τι­κό σύ­μπαν δια μέ­σου μιας εξαι­ρε­τι­κά ελ­λει­πτι­κής γρα­φής με κα­τα­κλυ­σμιαί­ες ει­κό­νες, πα­ρα­στά­σεις και σκη­νές που με­τα­βάλ­λο­νται διαρ­κώς και με ανοί­κειες συν­δέ­σεις αντι­κει­μέ­νων, γε­γο­νό­των, χρο­νι­κών πε­ριό­δων, σκέ­ψε­ων. Με αυ­τά τα ευ­ρή­μα­τα η ποί­η­ση της κα­θί­στα­ται ένα συ­μπα­γές προ­σω­πι­κό κει­με­νι­κό σώ­μα όπου από μι­κρές δια­νοί­ξεις προ­βάλ­λουν κά­ποιες γνω­στές απο­τυ­πώ­σεις της κα­θη­με­ρι­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας (αίφ­νης «ένα σκι­σμέ­νο φα­νε­λά­κι» ή «μια γό­βα με φού­ξια στρας» ή «μια φλού­δα από πορ­το­κά­λι…μια ρό­δα από κα­ου­τσούκ, ένα τσου­ρέ­κι με λειω­μέ­νη σο­κο­λά­τα»), που η μνή­μη της επα­να­φέ­ρει από την πα­ρελ­θού­σα ζωή της, συν­δε­δε­μέ­νες με άλ­λες της φα­ντα­σί­ας και του υπο­συ­νεί­δη­του σε ένα αξε­διά­λυ­το σύ­μπλο­κο («νυ­φί­τσες αγκα­λιά­ζουν λα­μέ πο­ντί­κια φτε­ρω­τά, χο­ρεύ­ουν βαλς σ’ έναν λο­φί­σκο ροζ με πού­που­λα και ου­ρο­βό­ρα φί­δια μυ­θι­κά»). Εί­ναι σαν να κυ­λούν με τα­χύ­τη­τα οι συ­νε­χείς και εναλ­λασ­σό­με­νες ει­κό­νες ενός φιλμ. Ο τρό­πος αυ­τός γρα­φής βέ­βαια απαι­τεί πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις και τη με­γί­στη εστί­α­ση της προ­σο­χής ώστε να μπο­ρέ­σει να ει­σχω­ρή­σει κά­ποιος στα εν­δό­μυ­χα της γρα­φής και των προ­θέ­σε­ων της ποι­ή­τριας. Το απο­τέ­λε­σμα όμως δεν εί­ναι χα­ο­τι­κό, όπως στον κα­θα­ρό πρώ­ι­μο σου­ρε­α­λι­σμό, εί­ναι φα­νε­ρή σε αυ­τή τη συλ­λο­γή η λο­γι­κή ορ­γά­νω­ση των πλη­θω­ρι­κών απο­σπα­σμα­τι­κών ει­κό­νων σε συ­γκε­κρι­μέ­νο κά­να­βο. Αν και δεν μπο­ρού­με εύ­κο­λα να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με όλα τα ποι­ή­μα­τα ανι­χνεύ­ο­ντας τις λε­πτο­μέ­ρειές τους, εί­ναι φα­νε­ρό ότι εί­ναι μια ποί­η­ση τραυ­μά­των, εφιαλ­τών, προ­δο­σί­ας ερω­τι­κής, πέν­θους εν τέ­λει, που κά­πο­τε κρύ­βο­νται και άλ­λο­τε φα­νε­ρώ­νο­νται μέ­σα από τις πε­ριε­λί­ξεις της γλώσ­σας.
Πράγ­μα­τι ως προ­οί­μιο της πρώ­της ενό­τη­τας της συλ­λο­γής αυ­τής που εί­ναι δο­μη­μέ­νη σε πέ­ντε συ­νο­λι­κά ενό­τη­τες και η οποία ονο­μά­ζε­ται ερω­τι­κή οι­κο­νο­μία το­πο­θε­τεί υπο­βοη­θη­τι­κά των νοη­μά­των της τα εξής: «απα­λά στα σε­ντό­νια σπαρ­γα­νώ­νει/ με ρυ­τί­δες η μνή­μη/ φά­ντα­σμα ερώ­των – εμέ­να/ νάρ­κισ­σο νε­ο­γνό/ με­λα­νια­σμέ­νο απ’ το θρή­νο ερή­μην». Αμέ­σως ο χρό­νος των ποι­η­μά­των ορί­ζε­ται στο πα­ρελ­θόν με τον έρω­τα φά­ντα­σμα, πε­θα­μέ­νο δηλ. και απο­τυ­χη­μέ­νο. Η μνή­μη ανα­κα­λεί θραύ­σμα­τα πα­ρω­χη­μέ­νων ει­κό­νων και επι­χει­ρεί την ανα­σύν­θε­σή τους προ­σπα­θώ­ντας να κα­τα­λά­βει, να εξη­γή­σει, να τα­ξι­νο­μή­σει, να θε­ρα­πευ­τεί πι­θα­νά από το πέν­θος. Η γλώσ­σα της επι­θυ­μί­ας εί­ναι πα­ρού­σα στην ενό­τη­τα αυ­τή αλ­λά και σε όλο το βι­βλίο, κα­θώς ο σου­ρε­α­λι­σμός πά­ντα υπερ­θε­μα­τί­ζει τις φρο­ϋ­δι­κές κα­τα­βο­λές του. «Ερα­στές, ερω­τι­δείς, σπέρ­μα, «όρ­χεις και αι­δοία», «αφρι­σμέ­νοι ορ­γα­σμοί», «στύ­ση γα­λα­ντό­μος» και πα­ρό­μοια. Ο άντρας βέ­βαια πα­ρου­σιά­ζε­ται με ελ­λεί­ψεις και αδυ­να­μί­ες, ιδω­μέ­νος από τη θη­λυ­κή πλευ­ρά. Τα κα­τά τό­πους σύμ­βο­λά της επί­σης εί­ναι δυ­σοί­ω­να, πχ ο Κο­ντο­ρε­βι­θού­λης (πρό­σω­πο που κιν­δυ­νεύ­ει να χά­σει το δρό­μο του) ή η Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα (που κα­τα­πί­νε­ται από το λύ­κο), ο Οδυσ­σέ­ας (που οφεί­λει πά­ντα να επι­στρέ­φει).
Στην επό­με­νη ενό­τη­τα Ερή­μην θα συ­να­ντή­σου­με και οντο­λο­γι­κές σκέ­ψεις, ότι και το σύ­μπαν ολό­κλη­ρο ενέ­χει το ερω­τι­κό στοι­χείο και όλα τα δια­σπαρ­μέ­να κομ­μά­τια του επα­νέρ­χο­νται σε μια άγνω­στη άυ­λη αρ­χή. Εδώ αρ­χί­ζει να φτιά­χνει ιστο­ρί­ες, αφαι­ρε­τι­κές μεν και πά­λι, όμως με πιο συ­γκε­κρι­μέ­νο σχε­δια­σμό και κα­τά­λη­ξη στων οποί­ων το νό­η­μα εί­ναι πιο εύ­κο­λο να ει­σχω­ρή­σει κα­νείς αφού ο λό­γος απο­δί­δε­ται με πρό­ζα ποι­η­τι­κή. Μια εναλ­λα­γή λοι­πόν μου­σι­κών κομ­μα­τιών και πρό­ζας, θέ­λο­ντας προ­φα­νώς να ανα­μεί­ξει τα εί­δη. Πράγ­μα­τι, κα­θώς σκε­φτό­μουν εν­διά­με­σα ότι τα πε­ζό­μορ­φα αυ­τά κομ­μά­τια θα μπο­ρού­σαν άνε­τα να βρί­σκο­νται και σε ένα βι­βλίο αφαι­ρε­τι­κών δι­η­γη­μά­των, μα­θαί­νω από τις τε­λευ­ταί­ες σε­λί­δες του βι­βλί­ου ότι κά­ποια από αυ­τά εί­χαν πε­ρι­λη­φθεί σε πα­λαιό­τε­ρο βι­βλίο της με αφη­γή­μα­τα και απλά ανα­δη­μο­σιεύ­ο­νται στην πα­ρού­σα συλ­λο­γή με­τά από κά­ποιες διορ­θώ­σεις. Εδώ βε­βαί­ως απο­δει­κνύ­ε­ται και η προ­σπά­θεια για τη με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τόν γλωσ­σι­κή τε­λειό­τη­τα με τους όρους βε­βαί­ως της προ­σω­πο­πα­γούς ποι­η­τι­κής της. Ωραίο και το θέ­μα της γυ­ναι­κο­κτο­νί­ας.
Στην επό­με­νη ενό­τη­τα «Σα­βά­να στο κε­φά­λι» η ζού­γκλα ρέ­ει μέ­σα από το πλα­στι­κό κα­πέ­λο της γυ­ναί­κας, οι συ­νειρ­μοί μας πά­λι όμως στρέ­φουν την προ­σο­χή στην ομοη­χία των σα­βά­να – σά­βα­να, δη­λω­τι­κό και αυ­τό εδώ των κα­τα­στά­σε­ων απώ­λειας και πέν­θους.
Στην πα­ρα­πέ­ρα ενό­τη­τα «Μι­κρό μνη­μό­συ­νο ερω­διών στις λέ­ξεις» που απο­τε­λεί και το γε­νι­κό τί­τλο της συλ­λο­γής, και πά­λι φαί­νε­ται η ότι η συλ­λο­γή εί­ναι κα­τά το με­γά­λο της μέ­ρος αυ­τό που εί­πα­με και πά­ρα πά­νω, ένα μνη­μό­συ­νο σε μια ερω­τι­κή ιστο­ρία (ή και σε πε­ρισ­σό­τε­ρες όταν η αφή­γη­ση γί­νε­ται τρι­το­πρό­σω­πη, ενώ προη­γου­μέ­νως εί­ναι εξο­μο­λο­γη­τι­κή). Εδώ με αυ­τούς τους τί­τλους ακρι­βώς θα υμνη­θούν ποι­η­τι­κά το μά­τι, η φω­νή του αγα­πη­μέ­νου, το χέ­ρι που «αγ­γί­ζει τους μοβ παν­σέ­δες της κοι­λιάς», το όνο­μά του ακό­μα.
Στην τε­λευ­ταία ενό­τη­τα «Ρου­μύ» εντυ­πω­σιά­ζει το ποί­η­μα «κε­κλει­σμέ­νων ερα­στών» (σε ανα­λο­γία με το γνω­στό κε­κλει­σμέ­νων των θυ­ρών, δη­λώ­νο­ντας μια ερω­τι­κή ασφυ­ξία ίσως). Δω­μά­τια με ερω­τι­κές σκη­νές αλ­λά «πέ­ρα­σαν χρό­νια», «ησύ­χως συσ­σω­ρεύ­τη­καν ο βί­ος και η σκό­νη», τα γε­γο­νό­τα εί­ναι πα­ρελ­θό­ντα. Ο θά­να­τος του γά­του και η τα­ρί­χευ­σή του ση­μα­το­δο­τεί το θά­να­το και την απο­τυ­χία του έρω­τα και την τα­ρί­χευ­σή του στη μνή­μη, μέ­σω της οποί­ας όμως μπο­ρεί να ανα­δυ­θεί στην επι­φά­νεια της συ­νεί­δη­σης.

Η ποί­η­ση της Σια­φά­κα εντυ­πω­σιά­ζει με τον πλού­το των ει­κό­νων και την ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα των δια­τυ­πώ­σε­ων που ωστό­σο δεν εί­ναι κα­θα­ρά δια­κο­σμη­τι­κές αλ­λά κρύ­βουν διά­φο­ρα επί­πε­δα συν­δέ­σε­ων συ­νει­δη­τής και ασυ­νεί­δη­της συ­νο­μι­λί­ας. Η γλώσ­σα δια­τρέ­χει όλους τους ψυ­χι­κούς και νοη­τι­κούς τό­πους και τις εμπει­ρί­ες της ποι­ή­τριας, απο­δει­κνύ­ο­ντας την αφθο­νία της. Πο­λύ συ­χνά γί­νε­ται ένα παι­χνί­δι με τις ση­μα­σί­ες συγ­γε­νών ηχη­τι­κά λέ­ξε­ων (πχ έρω­τες – ερω­διοί), αφού η γλώσ­σα αντλεί και από τις δύο πη­γές. Η ασυ­ναρ­τη­σία του χρό­νου και η σχε­τι­κό­τη­τα του χώ­ρου, η ρευ­στό­τη­τα των αι­σθη­μά­των, η απο­τυ­χία των σχέ­σε­ων ανα­δύ­ο­νται μέ­σα από την ποί­η­ση αυ­τή. Ακό­μα πα­ρα­τη­ρή­σεις συ­μπε­ρι­φο­ρών, ανι­χνεύ­σεις στοι­χεί­ων του χα­ρα­κτή­ρα, απο­δο­μή­σεις και ανα­τρο­πές των κα­θιε­ρω­μέ­νων και μια μα­τιά οπωσ­δή­πο­τε φε­μι­νι­στι­κή. Ανά­με­σα στα κυ­ρί­ως θέ­μα­τά της με μια υπο­δό­ρια ει­ρω­νεία ―και με χρή­ση συ­χνά της κα­θα­ρεύ­ου­σας― καυ­τη­ριά­ζο­νται κα­τα­στά­σεις της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής, ενώ ο σαρ­κα­σμός κά­πο­τε πε­ρι­λαμ­βά­νει και τον εαυ­τό. ( «δεν επι­βα­ρύ­να­με τα κρα­τι­κά νο­σο­κο­μεία» ή «με­τα­φο­ρά στε­φά­νων δό­ξης και τι­μής» ή «επά­νω σε σκοι­νιά για τα πλυ­μέ­να, σε πο­λυ­έ­λαιους, κο­λό­νες, πλα­τεί­ες Δη­μο­σί­ου, κοι­νο­βού­λια, εκ­κλη­σί­ες – ακ­μά­ζου­με σε πρω­θύ­στε­ρους θα­νά­τους, αφού εκεί νο­μο­θε­τή­σα­με τά­ξη και χα­ρές». Το χιού­μορ όμως κα­τά τό­πους ελα­φραί­νει το βά­ρος των αφη­γή­σε­ων. Εξ αι­τί­ας της ελ­λει­πτι­κό­τη­τάς της ίσως δεν εί­ναι μια ποί­η­ση για τους πολ­λούς (και μή­πως γε­νι­κά με την ποί­η­ση δεν συμ­βαί­νει αυ­τό;), αλ­λά πολ­λές φο­ρές την τέ­χνη δεν εί­ναι ανά­γκη να την κα­τα­λα­βαί­νει και να την εξη­γεί κα­νείς ―ακό­μα και στα πλαί­σια ενός κρι­τι­κού ση­μειώ­μα­τος― αλ­λά απλώς να την αι­σθά­νε­ται. Για­τί οι λέ­ξεις και ο τρό­πος των συν­δέ­σε­ών τους εί­ναι φο­ρείς ενέρ­γειας και γνω­ρί­ζουν πώς να επι­δρούν πά­νω στην ψυ­χή. Εδώ θα θυ­μη­θώ και έναν στί­χο από το πα­λαιό­τε­ρο βι­βλίο της με τί­τλο Με­τάlipsi: «Από το ακα­τά­λη­πτο προ­έρ­χε­ται η σο­φία.» Το υπο­συ­νεί­δη­το μάς δεί­χνει τους δρό­μους του για τη ζωή και για την τέ­χνη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: