Μήτσος Παπανικολάου

Μήτσος Παπανικολάου, «Ποιητικά έργα και αθησαύριστα πεζά. Άπαντα τα ευρεθέντα», Εισαγωγή–επιμέλεια–σημειώσεις: Μιχαήλ Χ. Ρέμπας, Όγδοο, Αθήνα 2023

Μήτσος Παπανικολάου



Η συ­γκέ­ντρω­ση των ποι­η­μά­των, των ποι­η­τι­κών με­τα­φρά­σε­ων και των αθη­σαύ­ρι­στων πε­ζών του Μή­τσου Πα­πα­νι­κο­λά­ου και η έντα­ξή τους σε έναν ενιαίο τό­μο με προ­λό­γους των Θω­μά Κο­ρο­βί­νη και Γιώρ­γου Μαρ­κό­που­λου και με εκτε­νή ει­σα­γω­γή του Μι­χα­ήλ Ρε­μπά συ­νι­στά ένα εγ­χεί­ρη­μα με ιδιαί­τε­ρη αξία και ση­μα­σία δε­δο­μέ­νης της θέ­σης που κα­τέ­χει ο ποι­η­τής μέ­σα στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, κυ­ρί­ως ως γέ­φυ­ρα ανά­με­σα στον Με­σο­πό­λε­μο και τον Μο­ντερ­νι­σμό. Το εν­δια­φέ­ρον λοι­πόν του σύγ­χρο­νου ανα­γνώ­στη στρέ­φε­ται κα­τά βά­ση στον εντο­πι­σμό και την επι­σή­μαν­ση αυ­τών των ση­μεί­ων στα οποία ο ποι­η­τής φαί­νε­ται πως με­τε­ω­ρί­ζε­ται με­τα­ξύ της με­σο­πο­λε­μι­κής στι­χουρ­γί­ας και μιας νέ­ας έκ­φρα­σης που θα κά­νει δυ­να­μι­κά την εμ­φά­νι­σή της τα αμέ­σως επό­με­να χρό­νια. Μέ­σα στο πλαί­σιο αυ­τό μπο­ρεί κα­νείς να αντι­κρί­σει το όλο ζή­τη­μα δια­φο­ρε­τι­κά και να θε­λή­σει να εντο­πί­σει τα στοι­χεία εκεί­να που απο­μα­κρύ­νουν τον Πα­πα­νι­κο­λά­ου από την ποί­η­ση του Με­σο­πο­λέ­μου, όπως αυ­τή δια­μορ­φώ­θη­κε από τους βα­σι­κό­τε­ρους εκ­προ­σώ­πους της και θε­με­λιώ­θη­κε πά­νω στη βά­ση συ­γκε­κρι­μέ­νων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών, και, από την άλ­λη, τα στοι­χεία εκεί­να που τον κρα­τούν μα­κριά από τον μο­ντερ­νι­σμό και ανα­στέλ­λουν την εξ ολο­κλή­ρου έντα­ξη του ποι­η­τή στη λο­γι­κή και την τε­χνο­τρο­πία του. Πρό­κει­ται για μια αντι­στρο­φή που μπο­ρεί να απο­κα­λύ­ψει πολ­λά για τον τρό­πο με τον οποίο ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου το­πο­θε­τεί­ται στο πε­ρι­θώ­ριο της με­σο­πο­λε­μι­κής ποί­η­σης, σε ένα ση­μείο όπου αυ­τή στέλ­νει ξε­κά­θα­ρα το από­η­χό της, από­η­χος οι­κεί­ος και γνώ­ρι­μος στον δη­μιουρ­γό που έχει αφο­μοιώ­σει γε­ρά τα δι­δάγ­μα­τα της ποί­η­σης της επο­χής του, ταυ­τό­χρο­να όμως και ένα ση­μείο από το οποίο μπο­ρεί να αντι­κρί­ζει το μέλ­λον της ποί­η­σης, μιας ποί­η­σης που στις πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κές της στιγ­μές, πα­ρου­σιά­ζε­ται με ένα εντε­λώς νέο πρό­σω­πο που σε τί­πο­τα δεν θυ­μί­ζει το πα­λιό.
Πράγ­μα­τι, αν δια­βά­σει κα­νείς συ­γκρι­τι­κά τα ποι­ή­μα­τα θα δια­πι­στώ­σει αφε­νός μεν την διά­θε­σή τους, κά­πο­τε ανε­παί­σθη­τη, κά­πο­τε πιο έντο­νη, να δια­φο­ρο­ποι­η­θούν από τη με­σο­πο­λε­μι­κή ποί­η­ση και ποι­η­τι­κή με­τερ­χό­με­να έναν πιο αφη­γη­μα­τι­κό τό­νο, μια πιο με­γα­λό­σχη­μη, ενί­ο­τε, μορ­φή, ένα πιο ρε­α­λι­στι­κό πε­ρί­γραμ­μα, έναν λυ­ρι­σμό που εκ­φρά­ζε­ται ως αί­σθη­μα και όχι ως αι­σθη­μα­το­λο­γία, μια πιο τολ­μη­ρή έκ­φρα­ση, πιο θαρ­ρα­λέα και ανα­τρε­πτι­κή, χω­ρίς όμως στιγ­μή να προ­δί­δουν την έντα­ξή τους μέ­σα στο πλαί­σιο του νε­ο­ρο­μα­ντι­σμού και του νε­ο­συμ­βο­λι­σμού, των δύο λο­γο­τε­χνι­κών αυ­τών ρευ­μά­των που σφρά­γι­σαν την ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή του πρώ­του μι­σού του 20ου αιώ­να και κα­θο­δή­γη­σαν τη δη­μιουρ­γι­κή πρά­ξη και πρα­κτι­κή. Από την άλ­λη, και πα­ρά την έκ­δη­λη εκτρο­πή του ποι­η­τι­κού του λό­γου προς μια πε­ριο­χή που προ­α­ναγ­γέλ­λει ξε­κά­θα­ρα τη νέα ποί­η­ση, ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου πα­ρα­μέ­νει μέ­σα στην ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση του Με­σο­πο­λέ­μου βα­θαί­νο­ντάς την ως προς τις πα­ρα­μέ­τρους του λυ­ρι­σμού, της με­λαγ­χο­λί­ας, του λυγ­μι­κού και νο­σταλ­γι­κού τό­νου, του ερω­τι­σμού και της ονει­ρο­πό­λη­σης, στοι­χεί­ων δη­λα­δή που συ­νέ­χουν την ποί­η­ση της πε­ριό­δου και της δί­νουν την ιδιαί­τε­ρη φυ­σιο­γνω­μία και το στίγ­μα της: Εί­ναι βα­ριά, πο­λύ βα­ριά, σα σύ­γνε­φο η λύ­πη,/ σύ­γνε­φο χι­νο­πω­ρι­νό που βρί­σκει αρα­ξο­βό­λι,/ πά­νω απ’ το ήσυ­χο χω­ριό κι απ’ την πο­λύ­βουη πό­λη/ με μια βρο­χού­λα σι­γα­νή να πει το καρ­διο­χτύ­πι. («Μια λύ­πη»)
Ιδιαί­τε­ρα απο­κα­λυ­πτι­κές για τη λο­γο­τε­χνι­κή συ­γκρό­τη­ση του Πα­πα­νι­κο­λά­ου εί­ναι οι με­τα­φρά­σεις ποι­η­μά­των, Γάλ­λων κυ­ρί­ως συμ­βο­λι­στών, που πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο ποι­η­τής κα­θ’ όλη τη διάρ­κεια της συγ­γρα­φι­κής του πα­ρου­σί­ας στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα. Κι αυ­τό για­τί τα με­τα­φρα­σμέ­να ποι­ή­μα­τα ανοί­γουν έναν ιδιαί­τε­ρα προ­σο­δο­φό­ρο διά­λο­γο με τα πρω­τό­τυ­πα, νο­μι­μο­ποιώ­ντας συν­δέ­σεις που μπο­ρεί να απο­δει­χθούν δια­φω­τι­στι­κές για τη σχέ­ση της ελ­λη­νι­κής με τη γαλ­λι­κή ποί­η­ση της επο­χής πά­νω στη βά­ση κυ­ρί­ως της επι­δί­ω­ξης της «κα­θα­ρό­τη­τας». Κά­τι ανά­λο­γο συμ­βαί­νει και με τα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα τα οποία πα­ρό­λο που κα­τα­λαμ­βά­νουν μια συ­γκρι­τι­κά μι­κρό­τε­ρη έκτα­ση μέ­σα στο σύ­νο­λο της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής του συγ­γρα­φέα, απο­κα­λύ­πτουν ένα άλ­λο πρό­σω­πο του Πα­πα­νι­κο­λά­ου, μία γρα­φή που δεν αφή­νει από κα­μία σχε­δόν χα­ρα­μά­δα να δια­φα­νεί η ποι­η­τι­κή ιδιό­τη­τα του δη­μιουρ­γού της. Αντι­λαμ­βά­νε­ται λοι­πόν κα­νείς πό­σο εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του δη­μιουρ­γού αυ­τού που μέ­σα στο μι­κρό διά­στη­μα της ζω­ής του κα­τόρ­θω­σε να εναρ­μο­νι­στεί με την πα­ρά­δο­ση και να χα­ρά­ξει τη νέα της πο­ρεία, να ανοί­ξει νέ­ους στι­χουρ­γι­κούς και ποι­η­τι­κούς ορί­ζο­ντες, απο­τε­λώ­ντας ου­σια­στι­κά μια γέ­φυ­ρα ή μια στιγ­μή, τη στιγ­μή κα­τά την οποία πραγ­μα­το­ποιεί­ται η αλ­λα­γή της σκυ­τά­λης.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: