Υγρή Τρίτη

Σχέδιο: Mirza Jaafar
Σχέδιο: Mirza Jaafar

Με­τά­φρα­ση: Ρα­μιάρ Χο­σεϊ­νί, Γιάν­νης Λ. Γκού­μας

_____________

Η Τρί­τη ήταν υγρή. Η Μα­λι­χέ κά­τω από μια θα­λασ­σιά ομπρέ­λα και μέ­σα στο τσα­ντόρ που κά­λυ­πτε ολό­κλη­ρο το λε­πτό της σώ­μα, περ­νού­σε από ένα στε­νό που εί­χε στρο­φές ίδιες με τους εφιάλ­τες και τα όνει­ρά της. Η βρο­χή έπε­φτε κι αντη­χού­σε στην ομπρέ­λα, στην υδρορ­ροή, στην άσφαλ­το. Απ’ τις δυο πλευ­ρές του δρό­μου, πί­σω από τα πα­ρά­θυ­ρα κρε­μό­ταν ένα πα­ρα­πέ­τα­σμα ζέ­στης από τις σό­μπες των σπι­τιών και ο αέ­ρας ανέ­δυε μυ­ρω­διά κα­μέ­νου πε­τρε­λαί­ου και καυ­σό­ξυ­λου.
Η Μα­λι­χέ εί­χε τρυ­πώ­σει μέ­σα στο τσα­ντόρ ολό­κλη­ρη μέ­χρι τα άβα­φτα μά­τια της και­λα­χα­νια­σμέ­νη με το ρυθ­μι­κό τικ-τακ των τα­κου­νιών της σχε­δόν έτρε­χε. Το φθι­νό­πω­ρο μπερ­δευό­ταν στη θα­λασ­σιά ομπρέ­λα, τρα­βού­σε το τσα­ντόρ απ’ το κορ­μί της κι έπαιρ­νε την ομπρέ­λα απ’ τα χέ­ρια της. Το ασι­δέ­ρω­το που­κά­μι­σο που μύ­ρι­ζε να­φθα­λί­νη κι έβγαι­νε απ’ το τσα­ντόρ, ήταν γε­μά­το φύλ­λα νε­ραν­τζιάς. Η βρο­χή κι η μυ­ρω­διά της να­φθα­λί­νης πλη­σί­α­ζαν το ει­κο­σι­τε­τρά­χρο­νο δέρ­μα της, δέρ­μα που πά­νω του δεν εί­χε περ­πα­τή­σει πο­τέ κα­μιά αν­δρι­κή πα­λά­μη. Εάν κά­ποιος πε­ρί­οι­κος, σκού­πι­ζε τους υδρα­τμούς απ΄το τζά­μι, θα έβλε­πε μια κο­πέ­λα να κρα­τά­ει το τσα­ντόρ με τα δό­ντια και να μην ξέ­ρει τι να κά­νει την ανα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη ομπρέ­λα της. Τε­λι­κά, η Μα­λι­χέ άφη­σε την ομπρέ­λα κι άρ­πα­ξε με τα δυο της χέ­ρια το τσα­ντόρ που ξέ­φευ­γε απ’ το κορ­μί της και τρύ­πω­σε πά­λι μέ­σα του. Ο αέ­ρας πρώ­τα πέ­τα­ξε την ομπρέ­λα σε έναν τοί­χο και με­τά την έρι­ξε στην άσφαλ­το και την πα­ρέ­συ­ρε μέ­χρι που χτύ­πη­σε σε μια κο­λό­να. Κά­ποια ελά­σμα­τα έσπα­σαν και ένα κομ­μά­τι απ΄το υγρό της θα­λασ­σί σκί­στη­κε. Στο τέ­λος του δρό­μου, έφυ­γε απ’ το στύ­λο και πή­γε προς ένα δέ­ντρο. Το ύφα­σμα σκι­ζό­ταν και τα ελά­σμα­τα έσπα­ζαν και αντη­χού­σε όλο και πιο μα­κριά απ’ το ένα πα­ρά­θυ­ρο στο άλ­λο. Ένας
κο­ντο­πό­δα­ρος σκύ­λος βγή­κε από μια ανοι­χτή πόρ­τα και κυ­νή­γη­σε την ομπρέ­λα γα­βγί­ζο­ντας.
Η βρο­χή έστα­ζε σαν αί­μα από τις πλη­γές της ομπρέ­λας. Η ομπρέ­λα χτύ­πη­σε στον κορ­μό ενός δέ­ντρου και ακρι­βώς εκεί κά­τω απ’ τα χέ­ρια και τα πό­δια του φθι­νο­πώ­ρου, ξέ­πνοη κει­τό­ταν ανοι­χτή και γα­λά­ζια χω­ρίς να μοιά­ζει πια σε τί­πο­τα με ομπρέ­λα. Ο σκύ­λος ήρ­θε από πά­νω της και την έφε­ρε ένα γύ­ρο, γά­βγι­σε λί­γο ακό­μα και ύστε­ρα σιώ­πη­σε. Έφυ­γε πά­λι. Κά­θε τό­σο γυρ­νού­σε το κε­φά­λι και κοι­τού­σε την ομπρέ­λα. Δεν άνοι­ξε κα­νέ­να πα­ρά­θυ­ρο ού­τε στιγ­μή. Κα­νείς δεν κα­θά­ρι­σε τους υδρα­τμούς από κά­ποιο πα­ρά­θυ­ρο. Η ομπρέ­λα δεν άκου­γε πια το τσα­λά­κω­μα των ελα­σμά­των της. Πέ­θαι­νε χω­ρίς να θυ­μη­θεί κα­μία βρο­χή. Κρά­τη­σε μο­νά­χα μια μα­κρι­νή και κά­πως ζε­στή ανά­μνη­ση απ’ την πα­λά­μη της Μα­λι­χέ που κι αυ­τή ήρε­μα, σι­γά-σι­γά, ήρε­μα και σι­γά-σι­γά, σι­γά-σι­γά και ήρε­μα ξε­χνιό­ταν. Η ανά­μνη­ση αυ­τή ερ­χό­ταν απ’ το ίδιο πρω­ι­νό της ίδιας μέ­ρας, πί­σω από τις με­γά­λες πόρ­τες της φυ­λα­κής Εβίν. Τη μέ­ρα εκεί­νη μια κυ­ρία με ρυ­τι­δια­σμέ­να μά­τια, με άβα­φο πρό­σω­πο που άδι­κα την έδει­χνε πιο γε­ρα­σμέ­νη και με πα­νά­δες που μό­νο στο φλού­δι του μή­λου μπο­ρεί να δει κα­νείς, έσφιγ­γε τη λα­βή της ομπρέ­λας και το θα­λασ­σί έπε­φτε ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα της.
Ο κό­σμος εί­χε μα­ζευ­τεί γύ­ρω απ’ τους δη­μο­σιο­γρά­φους:

―Δη­λα­δή σή­με­ρα, όντως τους αφή­νουν όλους ελεύ­θε­ρους;
―Ναι, ανα­γκα­στι­κά!

Η κυ­ρία ακου­μπού­σε με τον ώμο της τα πα­γω­μέ­να κά­γκε­λα που υψώ­νο­νταν ανά­με­σα στη φυ­λα­κή και το πλή­θος. Κά­ποια κά­γκε­λα πιο πέ­ρα, η Μα­λι­χέ κοί­τα­ζε επί­μο­να την σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα και το πρω­ι­νό φως που λα­μπο­κο­πού­σε στην άκρη της.
Ένας λο­χί­ας προ­σπα­θού­σε να κα­τε­βά­σει τους δη­μο­σιο­γρά­φους απ’ τις σκά­λες, δί­πλα στα κά­γκε­λα. Η ανά­σα της Τε­χε­ρά­νης ακου­γό­ταν από μα­κριά. Κά­ποιοι έτρι­βαν τα μά­τια σαν να εί­χε μπει σα­πού­νι και προ­σπα­θού­σαν να δουν, να δια­κρί­νουν, τους λό­φους και τα αγκα­θω­τά σύρ­μα­τα.
Η Μα­λι­χέ, βλέ­πο­ντας τους φω­το­γρά­φους, έκρυ­ψε το πρό­σω­πο με τα χέ­ρια και τα φώ­τα των φλας ανά­βαν και σβή­να­νε. Την επό­με­νη μέ­ρα, στο πρω­το­σέ­λι­δο μιας εφη­με­ρί­δας, φαι­νό­ταν το πρό­σω­πο της γυ­ναί­κας που στε­κό­ταν κο­ντά στη Μα­λι­χέ ενώ σε μια άλ­λη εφη­με­ρί­δα, ήταν τυ­πω­μέ­νη η πύ­λη της φυ­λα­κής Εβίν, η πύ­λη που άνοι­γε με τον ήχο του απο­κλει­σμού του '45 μέ­χρι το '78.
Οι άν­θρω­ποι όρ­μη­σαν ασυ­γκρά­τη­τοι. Η Μα­λι­χέ έστρε­φε το βλέμ­μα της από το ένα πρό­σω­πο στο άλ­λο. Μέ­σα σ ’αυ­τήν την πα­γω­νιά γύ­ρω της, που ήταν άδεια πια από το πρωί, η Μα­λι­χέ δεν μπο­ρού­σε, ανά­με­σα στα μά­τια αυ­τά, τα συ­νη­θι­σμέ­να στους τοί­χους, στις πα­ντό­φλες, στα κά­γκε­λα των κρε­βα­τιών, τα συ­νη­θι­σμέ­να να με­τρούν ατέρ­μο­να τις ψη­φί­δες του μω­σαϊ­κού και τις μέ­ρες της χρο­νιάς, η Μα­λι­χέ δεν μπο­ρού­σε να βρει τον Σια­βάς (πί­σω από την πα­τα­τα­πο­θή­κη της Εβίν, τον Σια­βάς Ραϊ­χα­νί, πα­τέ­ρα της Μα­λι­χέ, τον εί­χαν δέ­σει σε έναν πάσ­σα­λο και έτσι, πριν από 7 χρό­νια, τον πυ­ρο­βό­λη­σαν και βέ­βαια, με­τά ξέ­πλυ­ναν με νε­ρό τον πάσ­σα­λο κι η βρο­χή βο­ή­θη­σε να μη στε­γνώ­σει το αί­μα στο χορ­τά­ρι γύ­ρω του). Βέ­βαια, η Μα­λι­χέ, από την άλ­λη πλευ­ρά του τοί­χου με τα κά­γκε­λα, δεν μπο­ρού­σε να δει την απο­θή­κη με τις πα­τά­τες, δεν μπο­ρού­σε να δει ού­τε το χορ­τά­ρι, και δεν εί­χε δει ακό­μη ού­τε την ομπρέ­λα.
Η γυ­ναί­κα με­τα­κι­νού­σε την ομπρέ­λα σαν μπα­στού­νι περ­πα­τώ­ντας μα­ζί με τα πό­δια της .Ανέ­βη­κε τα τσι­με­ντέ­νια σκα­λο­πά­τια και πριν αρ­χί­σει να κλαί­ει, φώ­να­ξε: Αμίρ Χο­σε­ΐν, Αμίρ Χο­σε­ΐν εδώ εί­μαι!
Ένας νέ­ος, που μό­λις εί­χε βγά­λει μαύ­ρο χνού­δι στο πά­νω χεί­λος, άνοι­γε δρό­μο ανά­με­σα στις γυ­ναί­κες. Η γυ­ναί­κα έφτα­σε στη σκά­λα εκεί όπου στε­κό­ταν κι η Μα­λι­χέ. Ο νέ­ος έσπρω­χνε τους αν­θρώ­πους με τους ώμους, με τα μα­κριά του χέ­ρια σαν κου­πιά στο νε­ρό κι ολο­έ­να πλη­σί­α­ζε.

―Αμίρ Χο­σε­ΐν...

Η γυ­ναί­κα κα­τέ­βη­κε τη σκά­λα, το τσα­ντόρ της σερ­νό­ταν στο τσι­μέ­ντο και μπερ­δεύ­τη­κε στα πό­δια της, σκό­ντα­ψε. Η Μα­λι­χέ πε­τά­χτη­κε προς τη γυ­ναί­κα και την έπια­σε απ΄ τη μα­σχά­λη. Ο Αμίρ Χο­σε­ΐν φώ­να­ξε: Πρό­σε­χε μά­να...
Η κυ­ρία έπε­σε πά­νω στη Μα­λι­χέ και πριν αγκα­λιά­σει τον Αμίρ Χο­σε­ΐν της έδω­σε την ομπρέ­λα και της εί­πε: κρα­τά την ένα λε­πτό, κο­ρί­τσι μου.
Κι άγ­γι­ξε με το πρό­σω­πο τον ανοι­χτό για­κά και το δέρ­μα του λαι­μού του Αμίρ Χο­σε­ΐν που εί­χε­α­κό­μα τη μυ­ρω­διά απ’τις κου­βέρ­τες της Εβίν. Αγκα­λιά­στη­καν σφι­χτά και στρο­βι­λί­ζο­νταν, μία απ΄τις τε­λευ­ταί­ες μέ­ρες του φθι­νο­πώ­ρου του 1978, κι έφευ­γαν μα­κριά χω­ρίς να ακού­ει πια κα­νείς τη Μα­λι­χέ που φώ­να­ζε: κυ­ρία, η ομπρέ­λα σας... κυ­ρία... η ομπρέ­λα...
Ο λο­χί­ας φώ­να­ζε από ένα με­γά­φω­νο: πα­ρα­κα­λώ, ανε­βεί­τε στο λε­ω­φο­ρείο, πιο γρή­γο­ρα, κύ­ριε...
Η Μα­λι­χέ ρω­τού­σε: που εί­ναι οι υπό­λοι­ποι;
Εί­χε πά­ρει την ομπρέ­λα αγκα­λιά και όποιον έβλε­πε τον ρω­τού­σε: οι υπό­λοι­ποι που εί­ναι; Μέ­χρι που ανα­γκά­στη­κε να σκου­ντή­ξει στον ώμο το λο­χία και να τον ρω­τή­σει: μό­νο αυ­τοί εί­ναι; Δεν εί­ναι κα­νέ­νας άλ­λος;
Ο λο­χί­ας έδει­ξε με το κε­φά­λι του την φυ­λα­κή.
Ο Σια­βάς στέ­κε­ται στη γε­ρα­σμέ­νη πε­ρη­φά­νεια των πο­διών του, από την άλ­λη πλευ­ρά τη­ςμε­γά­λης πόρ­τας της Εβίν, ανοι­χτή σαν μια πα­λιά και στε­γνή πλη­γή που δεν τρέ­χει πια άλ­λο αί­μα. Ο Σια­βάς φο­ρού­σε στο λαι­μό το ίδιο μα­κρύ και λευ­κό κα­σκόλ που εί­χε πά­ρει από την ξύ­λι­νη ντου­λά­πα, δί­πλα απ’ το που­κά­μι­σο της Μα­λι­χέ, τη νύ­χτα που τον συ­νέ­λα­βαν.
Όλα αυ­τά τα χρό­νια, η Μα­λι­χέ με κά­θε ευ­και­ρία έβγα­ζε το που­κά­μι­σο από την ντου­λά­πα, έβα­ζε να­φθα­λί­νη και το κρε­μού­σε πά­λι ακρι­βώς δί­πλα στο μα­κρύ κα­σκόλ. Τώ­ρα μες το κα­τά­λευ­κο κα­σκόλ, ο Σια­βάς πλη­σιά­ζει την Μα­λι­χέ.
Εί­πε ήρε­μα: Γειά σου πα­τέ­ρα.
Η Μα­λι­χέ ήξε­ρε πως για να αγ­γί­ξει το πρό­σω­πο του πα­τέ­ρα της, έπρε­πε να δια­σχί­σει τη μα­κρι­νή από­στα­ση με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και ονεί­ρου.
Το λε­ω­φο­ρείο εί­χε φύ­γει. Κά­ποιοι βο­ή­θη­σαν την Μα­λι­χέ να ανέ­βει με­τά από τον πα­τέ­ρα τη­ςστο πούλ­μαν κι ο οδη­γός κοι­τού­σε με προ­σο­χή τα μά­τια της μέ­σα απ’ τον κα­θρέ­φτη ενώ δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει αν η επι­βά­τισ­σά του εί­ναι έτοι­μη να κλά­ψει ή αν έχει ήδη κλά­ψει! Με το που γύ­ρι­σε το κλει­δί στη μί­ζα, οι λό­φοι γύ­ρω από την Εβίν άρ­χι­σαν να τρέ­μουν. Το πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο με το με­γά­λο και σβη­στό προ­βο­λέα του χά­θη­κε στην από­στα­ση. Όλα τα δέ­ντρα προ­χώ­ρη­σαν βή­μα-βή­μα δί­πλα στο πούλ­μαν. Τα αγκα­θω­τά σύρ­μα­τα στη σει­ρά ανα­πο­δο­γύ­ρι­σαν κι η αιχ­μή τους τρύ­πω­σε σε μια στα­γό­να βρο­χής, δεν έλε­γε να πέ­σει αλ­λά η Μα­λι­χέ νό­μι­ζε πως έπε­φτε. Ο οδη­γός μπή­κε σε μια κα­τη­φό­ρα. Άδεια­σαν απ’ το πα­ρά­θυ­ρο οι λό­φοι, το πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο και τα αγκα­θω­τά σύρ­μα­τα.

―Τε­λεί­ω­σε μπα­μπά.
―Τι τε­λεί­ω­σε;
―Τώ­ρα πλη­σιά­ζου­με κά­τι τοί­χους και πά­νω τους εί­ναι γραμ­μέ­να διά­φο­ρα πράγ­μα­τα...
―Τοί­χος, τοί­χος και τοί­χος...

Ο πα­τέ­ρας, με το κε­φά­λι του σκυμ­μέ­νο, κοι­τού­σε τα νύ­χια του. Η Μα­λι­χέ δεν μί­λη­σε μέ­χρι τη γέ­φυ­ρα της Τα­τζ­ρίς.

―Κα­πνί­ζεις;

Στη γέ­φυ­ρα, το πούλ­μαν πέ­ρα­σε δί­πλα από ένα τανκ που στην κα­τα­πα­κτή του ένας στρα­τιώ­της κα­θό­ταν και κά­πνι­ζε. Ο οδη­γός εί­δε ένα σύν­νε­φο άο­σμου κα­πνού που μα­ζί με τον βή­χα της επι­βά­τισ­σας θό­λω­σαν τον κα­θρέ­φτη του πούλ­μαν. Δί­πλα στον κα­θρέ­φτη, και­γό­ταν ένα με­γά­λο κτή­ριο και ακού­στη­κε ένας πυ­ρο­βο­λι­σμός. Η Μα­λι­χέ εί­πε στον πα­τέ­ρα της να βά­λει τα γυα­λιά του για να δει πώς χύ­νο­νταν στο πε­ζο­δρό­μια τα κομ­μα­τά­κια νέ­ον από τις λέ­ξεις «Τρά­πε­ζα Σα­ντε­ράτ».

―Στα­μα­τή­στε πα­ρα­κα­λώ.

Η Μα­λι­χέ κι ο πα­τέ­ρας της κα­τέ­βη­καν. Ο οδη­γός δεν μπό­ρε­σε να βρει κα­λύ­τε­ρη λέ­ξη από τη λέ­ξη μο­να­ξιά για να πε­ρι­γρά­ψει αυ­τό που έβγαι­νε από το πούλ­μαν. Το ίδιο κι οι άν­θρω­ποι που στε­κό­ντου­σαν στο πε­ζο­δρό­μιο δεν κα­τα­λά­βαι­ναν πώς ένας ανύ­παρ­κτος άν­θρω­πος μπο­ρού­σε να περ­νά δί­πλα τους, στο πλάι μιας κο­πέ­λας.

―Κου­ρά­στη­κες μπα­μπά;
―Πό­σην ώρα έχου­με ακό­μα;
―Σε λί­γο φτά­νου­με.
―Η γει­το­νιά μας δεν ήταν πιο ωραία;
―Με­τά από την μα­μά... (έλει­πες κι εσύ) δεν μπο­ρού­σα να αντέ­ξω αυ­τά τα δω­μά­τια, απ΄ την άλ­λη δεν ήξε­ρα τι να κά­νω με τα συ­μπρά­γκα­λα της μα­μάς που ο βή­χας της ακό­μη και με­τά τα σα­ρά­ντα δεν έφευ­γε απ΄το σπί­τι, γι’ αυ­τό λοι­πόν ήρ­θα εδώ πέ­ρα που τώ­ρα θα φτά­σου­με, αρ­χι­κά ο παπ­πούς με εμπό­δι­ζε αλ­λά με­τά εί­πε «κά­νε ό,τι θες»...
Που λες, η μα­μά; Οι για­τροί εί­πα­νε πως έπα­θε βρογ­χο­κή­λη...

―Όχι βρογ­χο­κή­λη, πρή­ξι­μο.
―Και το πρή­ξι­μο εί­ναι βρογ­χο­κή­λη, βρε μπα­μπά.
―Όχι!

Η Μα­λι­χέ στά­θη­κε δί­πλα στην πόρ­τα κι έψα­χνε από τη μια τσέ­πη στην άλ­λη τα κλει­διά της. Ήξε­ρε πως μό­λις ανοί­ξει την πόρ­τα, πρέ­πει να πε­ρά­σει ξα­νά δί­πλα απ’ τη στοί­βα με τα ρού­χα στο πά­τω­μα, πά­νω από τις σκόρ­πιες εφη­με­ρί­δες, δί­πλα από το εί­δω­λό της στον κα­θρέ­φτη και δί­πλα απ’ τα τα­σά­κια γε­μά­τα απο­τσί­γα­ρα και στο τέ­λος να κά­τσει κά­τω από έναν πί­να­κα στε­ρε­ω­μέ­νο στον τοί­χο, ο ίδιος πα­λιός πί­να­κας που πά­νω του έγρα­φε «δύ­σε μέ­σα μου, γε­ρο­ή­λιε μου». Η Μα­λι­χέ έβα­λε το κλει­δί στην πόρ­τα και μπή­κε στην αυ­λή. Άνοι­ξε την ομπρέ­λα και κοί­τα­ξε τον ου­ρα­νό δί­πλα στο γα­λά­ζιο ύφα­σμα, ο ου­ρα­νός εί­χε κα­τέ­βει τό­σο πο­λύ που η Μα­λι­χέ θα μπο­ρού­σε να πά­ρει μια χού­φτα και να τη μυ­ρί­σει. Μπή­κε με την ομπρέ­λα στο δω­μά­τιο κι η κουρ­τί­να έγι­νε γα­λά­ζια όπως και ο κα­θρέ­φτης. Άφη­σε την ομπρέ­λα ανοι­χτή στο τρα­πέ­ζι κι η κα­νά­τα στην άλ­λη με­ριά του τρα­πε­ζιού άδεια, χω­ρίς στα­γό­να νε­ρό, ήταν γε­μά­τη νε­ρό.
Η Μα­λι­χέ πή­ρε το κα­σκόλ του πα­τέ­ρα της και το κρέ­μα­σε δί­πλα στο που­κά­μι­σό. Τώ­ρα, στην ξύ­λι­νη ντου­λά­πα ένα μα­νί­κι της Μα­λι­χέ ακου­μπού­σε τον ώμο του Σια­βάς. Τώ­ρα, η μυ­ρω­διά της πα­τα­τα­πο­θή­κης ανα­μεί­χθη­κε με την μυ­ρω­διά να­φθα­λί­νης από ένα γυ­ναι­κείο που­κά­μι­σο.
Η Μα­λι­χέ εί­πε: ξά­πλω­σε λί­γο εσύ, εγώ θα ανά­ψω το σα­μο­βά­ρι και με­τά θα τα πού­με. Έξω απ’ το πα­ρά­θυ­ρο τε­λι­κά άρ­χι­σε να πέ­φτει η βρο­χή που το φθι­νό­πω­ρο εί­χε δι­στά­σει για αυ­τήν από το πρωί μέ­χρι ετού­τη τη στιγ­μή. Η Μα­λι­χέ άνα­ψε το ρα­διό­φω­νο. Ακού­μπη­σε τις εφη­με­ρί­δες των πε­ρα­σμέ­νων ημε­ρών στο τρα­πέ­ζι, άλ­λα­ξε το που­κά­μι­σό της και εί­πε: ασχο­λή­σου με κά­τι κι εγώ πάω να φέ­ρω τον παπ­πού.
Η Μα­λι­χέ, μια υγρή Τρί­τη, βγή­κε από το σπί­τι κά­τω από την θα­λασ­σιά ομπρέ­λα μες το ρι­χτό τσα­ντόρ σε όλη τη λε­πτό­τη­τά της. Η βρο­χή ηχού­σε στο ύφα­σμα της ομπρέ­λας. Το φθι­νό­πω­ρο άγ­γι­ξε το γα­λά­ζιο της ομπρέ­λας. Ο άνε­μος ξε­κολ­λού­σε το τσα­ντόρ από το κορ­μί της Μα­λι­χέ και τρά­βα­γε την ομπρέ­λα από τα χέ­ρια της κι επει­δή η Μα­λι­χέ δεν μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει μα­ζί την ομπρέ­λα και το τσα­ντόρ και δεν ήθε­λε να τη δει κα­νείς εκτός απ’ τον παπ­πού της μό­νο με το που­κά­μι­σο με τα φύλ­λα της νε­ραν­τζιάς οπό­τε άφη­σε την ομπρέ­λα και στο τέ­λος του στε­νού πή­ρε τα­ξί. Μέ­χρι να φτά­σει στο σπί­τι του παπ­πού άκου­γε τις κόρ­νες των αυ­το­κι­νή­των που αντη­χού­σαν σ’ όλη την Τε­χε­ρά­νη χω­ρίς να ακού­γε­ται ο ήχος μιας ομπρέ­λας που σπά­ζει.Μό­λις ο παπ­πούς άνοι­ξε την πόρ­τα, η Μα­λι­χέ ένιω­σε πως τε­λεί­ω­σαν οι κόρ­νες και στον κό­σμο υπάρ­χει κά­τι σαν χα­μό­γε­λο.

―Γειά σου.

Ο παπ­πούς χα­μο­γε­λώ­ντας εί­πε:

―Γειά σου, χα­ζού­λα, από το πρωί σε πε­ρί­με­να...

Η Μα­λι­χέ πή­γε στον κα­θρέ­φτη να στε­γνώ­σει τα μαλ­λιά της, τα χτέ­νι­σε κι επτά χρό­νια νε­ό­τε­ρη πια αγκά­λια­σε τον γέ­ρο παπ­πού της.

―Απο­φυ­λα­κί­στη­καν όλοι παπ­πού, όλοι...
―Το ξέ­ρω πριν μια ώρα το έδει­ξε το BBC.
―Αλ­λά εγώ τους εί­δα όλους.
―Πού;
―Εκεί στην πόρ­τα της Εβίν.
―Τι έκα­νες εκεί;
―Τι έκα­να; Πή­γα για να...
―Κά­τσε, βρε Μα­λι­χέ, κά­τσε ένα λε­πτό.
―Χα­μός γι­νό­ταν, δη­μο­σιο­γρά­φοι, φω­το­γρά­φοι...
―Μα­λι­χέ! Κά­τσε σου λέ­νε...

Η Μα­λι­χέ κά­θι­σε στο πά­τω­μα. Πα­ρα­μέ­ρι­σε τα μαλ­λιά της από το μέ­τω­πο. Ίσιω­σε το που­κά­μι­σό της.

―Τι λά­θος που φο­ρού­σα μαύ­ρα όλα αυ­τά τα χρό­νια!

Ο παπ­πούς γύ­ρι­σε λέ­γο­ντας: Μην κο­ροϊ­δεύ­εις τον εαυ­τό σου Μα­λι­χέ... Και περ­πα­τού­σε στο δω­μά­τιο.

―Κοί­τα την κα­ρέ­κλα, άγ­γι­ξέ την, έλα, με τα χέ­ρια σου, κά­θε­ται κα­νείς; Όχι... Κοί­τα το κρε­βά­τι... Κοι­μά­ται κα­νείς; Μα­λι­χέ! Δεν υπάρ­χει κα­νέ­νας... Όλοι έχουν πε­θά­νει... Η μά­να σου κι ο Σια­βάς...
Η Μα­λι­χέ εί­πε: έχει δια­φο­ρά, την μά­να μου την θά­ψα­με εμείς, την εί­δα­με που την έπλυ­ναν, έτσι δεν εί­ναι; Αλ­λά τό­τε, εκεί­νη τη χρο­νιά, κα­νείς δεν μας τον έδει­ξε, ού­τε πε­θα­μέ­νο ού­τε ζω­ντα­νό... Όλα αυ­τά τα χρό­νια, κα­νέ­νας δε μας έδει­ξε έναν τά­φο, ένα μνή­μα, κά­τι... τί­πο­τα δεν μας έδει­ξαν.
Ο παπ­πούς εί­πε: Πή­γαι­νε να φέ­ρεις το χά­πι μου, το valium εί­ναι πά­νω στο ψυ­γείο...
Με­τά το valium, ο παπ­πούς, με­τά το πο­τή­ρι νε­ρό ο παπ­πούς, με­τά την πα­γω­νιά που κα­τέ­βαι­νε στο λαι­μό του, ο παπ­πούς εί­πε: έχει πε­θά­νει, αυ­τή εί­ναι η αλή­θεια.
Η Μα­λι­χέ εί­πε: η αλή­θεια εί­ναι ότι σή­με­ρα εγώ ήμουν εκεί...

―Τι πά­ει να πει αυ­τό;
―Δεν ξέ­ρω, απλώς εί­δα με τα ίδια μου τα μά­τια πως οι άν­θρω­ποι αγκά­λια­σαν τα παι­διά τους, τους άντρες τους και έφυ­γαν... Ύστε­ρα, άνοι­ξα τα χέ­ρια μου, έψα­χνα κά­ποιον ή κά­τι και εί­δα μια ομπρέ­λα στα χέ­ρια μου, την αγκά­λια­σα, ήταν ένα όνει­ρο θα­λασ­σί, ήταν πο­λύ γα­λά­ζιο, την πή­ρα σπί­τι μα­ζί μου, μι­λή­σα­με μα­ζί...

―Δη­λα­δή έχεις μια ομπρέ­λα που τώ­ρα για σέ­να εί­ναι όνει­ρο και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα;
―Όχι... πριν μια ώρα που ερ­χό­μουν απ’ το σπί­τι προς τα εδώ, έξω έβρε­χε κα­ρε­κλο­πό­δα­ρα κι η ομπρέ­λα ανα­πο­δο­γύ­ρι­σε, τό­τε κι εγώ την πα­ρά­τη­σα.
―Για­τί;
―Επει­δή ήταν μια ομπρέ­λα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κα­τα­λα­βαί­νεις βρε παπ­πού; Εί­χε ξα­να­γί­νει ομπρέ­λα.

Τώ­ρα, τε­λεί­ω­σε η προ­σπά­θεια της Μα­λι­χέ να κρύ­ψει το κλά­μα που τη συ­νό­δευε βρο­χή με βρο­χή μέ­χρι το σπί­τι του παπ­πού.

―Πρέ­πει να φύ­γω... Θέ­λω να γυ­ρί­σω στο σπί­τι μου.

Ο παπ­πούς ντύ­θη­κε.

―Σή­κω να πά­με.

Στην Τε­χε­ρά­νη, μια ξε­χα­σμέ­νη Τρί­τη, περ­πά­τη­σαν σε κά­ποιους δρό­μους που, λό­γω απερ­γί­ας, πό­τε εί­χαν φως, πό­τε δεν εί­χαν. πό­τε ήταν σκο­τει­νοί και πό­τε φω­τει­νοί, όσο φω­τει­νός εί­ναι ένας στύ­λος. Έτσι η Μα­λι­χέ και ο παπ­πούς δεν μπό­ρε­σαν να βρουν που­θε­νά το απο­μει­νά­ρι της ομπρέ­λας, σε κα­νέ­να δέ­ντρο του στε­νού.

Η ομπρέ­λα εί­χε γί­νει πια σαν τον Σια­βάς.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: