Η ταπείνωση

Η ταπείνωση

Πέρα­σα στα γρή­γο­ρα πά­νω από το κε­φά­λι μου το φό­ρε­μα και πε­τά­χτη­κα όπως-όπως στον δρό­μο. Μπο­ρεί να με ξύ­πνη­σε η μά­να μου, αλ­λά μπο­ρεί και μό­νη μου να ξύ­πνη­σα. Ήταν κα­λο­καί­ρι, η πρώ­τη μέ­ρα με­τά το κλεί­σι­μο των σχο­λεί­ων. Όλη η κά­τω γει­το­νιά εί­χα­με συ­νεν­νοη­θεί να μα­ζευ­τού­με σή­με­ρα το πρωί, όσο νω­ρί­τε­ρα γι­νό­ταν. Η κύ­ρια επι­δί­ω­ξη, ήταν να προ­λά­βου­με να χορ­τά­σου­με στο μέ­γι­στο βαθ­μό το παι­χνί­δι συ­να­με­τα­ξύ μας, προ­τού σκορ­πί­σου­με για δια­κο­πές στα χω­ριά και στους παπ­πού­δες, ώσπου να ξα­να­έρ­θει ο Σε­πτέμ­βρης.
Το ση­μείο συ­νά­ντη­σης ήταν το σπί­τι των δύο κο­ρι­τσιών που εί­χαν την πρώ­τη και μο­να­δι­κή τη­λε­ό­ρα­ση στη γει­το­νιά. Την εί­χε φέ­ρει ο πα­τέ­ρας τους, τον πε­ρα­σμέ­νο μή­να και μας εί­χαν τά­ξει πως σή­με­ρα, μό­λις ξε­κί­να­γε το πρω­ι­νό πρό­γραμ­μα της ΥΕ­ΝΕΔ, θα την άνοι­γαν για να το δού­με κι εμείς απ’ έξω, από τη βε­ρά­ντα δη­λα­δή του ισό­γειου σπι­τιού τους.
Εί­χε πά­ρει ήδη να ζε­σταί­νει. Έπαι­ξα για λί­γο το αγα­πη­μέ­νο «λά­στι­χο» με τα μι­κρά στο πε­ζο­δρό­μιο. Σ’ εμάς τις με­γα­λύ­τε­ρες, μας λέ­γα­νε πως από την Τε­τάρ­τη δη­μο­τι­κού και ύστε­ρα, δεν κά­νει να χο­ρο­πη­δάς σαν κα­τσί­κι σε τέ­τοια παι­χνί­δια, για­τί σου ση­κώ­νε­ται το φό­ρε­μα, και θα σου φω­νά­ζουν τα αγό­ρια που τά­χα πα­ρα­κο­λου­θούν το παι­χνί­δι «Σου φά­νη­κε!!!». Αλ­λά ού­τε κι άλ­λα, ακό­μα κα­λύ­τε­ρα πράγ­μα­τα δεν μας αφή­ναν να παί­ζου­με πλέ­ον: Όπως το να πιά­νεις να κρέ­με­σαι ανά­πο­δα, κρα­τη­μέ­νη μό­νο από τα γό­να­τα, σε όλες τις ελιές του δρό­μου, μια-μια με την σει­ρά. Όπο­τε μου δι­νό­ταν όμως η ευ­και­ρία, σαν τώ­ρα ας πού­με, φό­ρα­γα ένα σορ­τσά­κι μέ­σα από το φό­ρε­μα και κρε­μιό­μουν βια­στι­κά από το πρώ­το δέ­ντρο προ­τού να εμ­φα­νι­στεί κα­μιά γει­τό­νισ­σα για να με απο­πά­ρει ξε­φυ­σώ­ντας με απα­ρέ­σκεια: «Κοί­τα! Κοί­τα τες! Ολό­κλη­ρες κο­πέ­λες και να φαί­νο­νται τα βρα­κιά τους!».
«Πα­ντε­λό­νι εί­ναι!» Φώ­να­ζα τό­τε με αγα­νά­κτη­ση, συ­νή­θως έτσι όπως ήμουν ανα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη, αλ­λά στο τέ­λος πά­ντα κα­τέ­βαι­να, ντρο­πια­σμέ­νη.


Αρ­κε­τά πριν φτά­σω στο σπί­τι, εί­χα αντι­λη­φθεί πί­σω μου μια πα­ρου­σία γνω­στή, που όσο με πλη­σί­α­ζε, τό­σο έκο­βε το βή­μα της για να μη βρε­θού­με δί­πλα. Πά­ντα έτσι δι­στα­κτι­κή ήταν η Άν­να και πά­ντα κά­που τρι­γύ­ρω μας πε­ρι­στρε­φό­ταν. Με τα μαλ­λιά ανα­κα­τε­μέ­να και γε­μά­τα κό­μπους, τα τα­λαι­πω­ρη­μέ­να και αφρό­ντι­στα ρού­χα της, αλ­λά και μ’ εκεί­νο το μό­νι­μο αχνό χα­μό­γε­λο, το ίδιο κι απα­ράλ­λα­χτο εί­τε σου ζη­τού­σε ψι­θυ­ρι­στά μια δα­γκω­νιά από το φα­γη­τό που εί­χες για το με­γά­λο διά­λειμ­μα, εί­τε τις έτρω­γε για τα κα­λά με την βέρ­γα, για­τί στον πρω­ι­νό σχο­λι­κό έλεγ­χο για νύ­χια, αυ­τιά και μαλ­λιά, κρι­νό­ταν «ακά­θαρ­τη». Ωστό­σο, μό­νο τό­τε ήταν που ακου­γό­ταν και η φω­νή της πιο δυ­να­τή, μέ­σα από τα κλά­μα­τα, να λέ­ει κά­τι σαν: «Ορ­κί­ζο­μαι Κυ­ρία, χθες με έβα­λε η μά­να μου στη σκά­φη και με σα­πού­νι­ζε μα­ζί με την θεια μου για τρεις ώρες!».
Φτά­νο­ντας στη με­γά­λη βε­ρά­ντα που βρι­σκό­ταν με­ρι­κά εκα­το­στά πιο ψη­λά από το επί­πε­δο του πε­ζο­δρο­μί­ου, βρή­κα όλα τα παι­διά της γει­το­νιάς κα­θι­σμέ­να στο δρο­σε­ρό μω­σαϊ­κό, να κοι­τά­ζουν με δέ­ος μέ­σα από την ανοι­χτή μπαλ­κο­νό­πορ­τα το σπά­νιο θέ­α­μα μιας ασπρό­μαυ­ρης τη­λε­ο­πτι­κής συ­σκευ­ής Telefunken.
Η Βα­σι­λι­κή, που ήταν συμ­μα­θή­τριά μου και η με­γα­λύ­τε­ρη από τις δυο αδελ­φές που μας προ­σκά­λε­σαν, πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν με τη σι­γου­ριά και τον αέ­ρα μιας αυ­στη­ρής οι­κο­δέ­σποι­νας, επι­φορ­τι­σμέ­νη με τις γο­νεϊ­κές οδη­γί­ες σχε­τι­κά με την επι­βο­λή τά­ξης και ησυ­χί­ας.
Πα­τού­σε με έμπει­ρες κι­νή­σεις τα σχε­τι­κά κου­μπιά, ώσπου η συ­σκευή θερ­μάν­θη­κε, οι λυ­χνί­ες άνα­ψαν και άρ­χι­σαν να εμ­φα­νί­ζο­νται, πο­λύ αχνές στην αρ­χή και πιο έντο­νες στη συ­νέ­χεια, οι πρώ­τες ασπρό­μαυ­ρες ει­κό­νες, αφή­νο­ντας μας απο­σβο­λω­μέ­νους από την κα­τά­πλη­ξη. Πώς να αντι­δρά­σεις στο πα­ρά­δο­ξο; Η δω­δε­κά­χρο­νη κυ­ρία του σπι­τιού απο­λάμ­βα­νε με ικα­νο­ποί­η­ση τον θαυ­μα­σμό και το σά­στι­σμα που προ­ξέ­νη­σε. Κά­ποια στιγ­μή, όπως στε­κό­ταν όρ­θια μπρο­στά μας, ανα­κοί­νω­σε απροσ­δό­κη­τα και με ύφος σο­βα­ρό, ότι απο­φά­σι­σε να επι­τρέ­ψει σε συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα της επι­λο­γής της να προ­σεγ­γί­σουν το πο­λύ­τι­μο από­κτη­μα της οι­κο­γέ­νειας. Οι εκλε­κτοί θα διέ­θε­ταν στοι­χεία, τα οποία αντα­πο­κρί­νο­νταν σε κα­ποια απροσ­διό­ρι­στη προ­σω­πι­κή της αξιο­λο­γι­κή απο­τί­μη­ση.
Ο πρώ­τος που υπέ­δει­ξε, προς επι­βε­βαί­ω­ση της προ­τί­μη­σης που του έδει­χνε απρο­κά­λυ­πτα, και­ρό τώ­ρα η νε­α­ρή αρ­χη­γός, έκα­νε πως ήταν αφη­ρη­μέ­νος και στο­χα­στι­κός κα­τά την ανα­κοί­νω­ση του ονό­μα­τός του, σά­μπως το προ­νό­μιο που του προ­σφέρ­θη­κε να τον άφη­νε από­λυ­τα αδιά­φο­ρο. Της Βα­σι­λι­κής τα μά­τια μό­λις αντι­λή­φθη­κε την απα­ξί­ω­ση, γυά­λι­σαν από ορ­γή. Όλοι εί­χα­με κά­ποια εμπει­ρία από τους έξαλ­λους θυ­μούς της, και έτσι μα­ζευ­τή­κα­με στρέ­φο­ντας τα μά­τια κά­τω, πα­ρι­στά­νο­ντας πως δεν κα­τα­λά­βα­με τί­πο­τα να συ­νέ­βει.
Στο με­τα­ξύ ο επό­με­νος στην κα­τά­τα­ξη, αρ­κού­ντως θαρ­ρα­λέ­ος, εί­χε φτά­σει χω­ρίς κα­θυ­στέ­ρη­ση μπρο­στά στη συ­σκευή και άγ­γι­ζε ήδη την οθό­νη, γνω­στο­ποιώ­ντας έκ­πλη­κτος στο εξί­σου εμ­βρό­ντη­το ακρο­α­τή­ριο, μια μο­να­δι­κή ανα­κά­λυ­ψη:

―Εί­ναι τζά­μι! Εί­ναι γυα­λί!

Η Βα­σι­λι­κή, εκτός εαυ­τού, τον έσπρω­ξε πέ­ρα και ανα­ζή­τη­σε με το βλέμ­μα κά­τι που ήταν σί­γου­ρη ότι υπήρ­χε εκεί γύ­ρω, κά­τι βο­λι­κό για εκτο­νώ­σει όλο της το μέ­νος για την τα­πεί­νω­ση που έλα­βε: Το βρή­κε εύ­κο­λα κά­τω από την βε­ρά­ντα, ζα­ρω­μέ­νο και με τα μού­τρα πε­ρα­σμέ­να ανά­με­σα στα κά­γκε­λα να προ­σπα­θεί να δια­κρί­νει ό τι μπο­ρού­σε ανά­με­σα στα θρο­νια­σμέ­να παι­δι­κά σώ­μα­τα.

«Έ! εσύ!» φώ­να­ξε, αγριε­μέ­να. »Τι κά­νεις εδώ;» Η Άν­να χα­μο­γέ­λα­σε, ανε­παί­σθη­τα πιο πο­λύ από το σύ­νη­θες, απο­φεύ­γο­ντας όμως το βλέμ­μα της.
«Εί­ναι και κου­φή!», την έδει­ξε η Βα­σι­λι­κή πε­ρι­φρο­νη­τι­κά στην ομή­γυ­ρη: «Τι θες εδώ παι­δά­κι μου; Σε φώ­να­ξε κα­νείς;» ξε­φώ­νι­σε αφρί­ζο­ντας.

Εκεί­νη, έξυ­σε με δύ­να­μη το μά­γου­λο με το πιο με­γά­λο και μαυ­ρι­σμέ­νο νύ­χι του αρι­στε­ρού της χε­ριού, και φά­νη­κε σά­μπως το μυα­λό της να επε­ξερ­γά­ζε­ται μια απά­ντη­ση, αλ­λά τα χεί­λη της απλώς ανοι­γό­κλει­σαν, χω­ρίς να βγει άχνα. Αν και συμ­μα­θή­τριά μας, δεν ήταν πο­τέ αλη­θι­νά βέ­βαιη αν ήταν μέ­λος της πα­ρέ­ας. Πε­ρισ­σό­τε­ρο μάλ­λον, αμ­φέ­βα­λε για το πό­τε ακρι­βώς ήταν ευ­πρόσ­δε­κτη.
Η αλή­θεια ωστό­σο ήταν, πως αυ­τό συ­νέ­βαι­νε μό­νο όταν χρεια­ζό­ταν κά­ποιος να συ­μπλη­ρώ­σει τους παί­κτες στο λά­στι­χο, να τα φυ­λά­ξει στο κρυ­φτό ή να πε­τά­ει τα μή­λα, πο­τέ όμως τα πράγ­μα­τα δεν ήταν ξε­κά­θα­ρα. Με τα υπό­λοι­πα οκτώ της αδέρ­φια δεν μπο­ρού­σε να παί­ξει, οι ηλι­κί­ες τους δεν ταί­ρια­ζαν, αλ­λά πέ­ρα κι απ’ αυ­τό, εκεί­να δυ­στυ­χώς, απο πνευ­μα­τι­κή αλ­λά και σω­μα­τι­κή αδυ­να­μία, δεν θα μπο­ρού­σαν να συμ­με­τέ­χουν στις πε­ρισ­σό­τε­ρες δρα­στη­ριό­τη­τες. «Να φα­ντα­στείς η Άν­να εί­ναι η πιο έξυ­πνη απ’ όλα τους» ακού­γα­με να λέ­νε εμπι­στευ­τι­κά και με νό­η­μα οι μα­νά­δες μας, στις κου­βέ­ντες τους.
Η ίδια ήθε­λε πο­λύ να την παί­ζου­με, το έδει­χνε στο βλέμ­μα της το γε­μά­το προσ­δο­κία, χω­ρίς να ξέ­ρει ωστό­σο τον τρό­πο για να το πε­τύ­χει, και έτσι έκα­νε ό τι της ζη­τού­σα­με με προ­θυ­μία και εν­δο­τι­κό­τη­τα. Δεν πρό­σμε­νε ισό­τι­μη με­τα­χεί­ρι­ση, γι' αυ­τό και ανέ­με­νε πά­ντα υπο­μο­νε­τι­κά εκεί­νη την κί­νη­ση που θα της άνοι­γε κα­τ’ εξαί­ρε­ση, εκεί­νη την ώρα, εκεί­νη την μέ­ρα ή εκεί­νη την εβδο­μά­δα, μια χα­ρα­μά­δα στην πόρ­τα προς τη χα­ρά.

«Έλα εδώ!», συ­νέ­χι­σε στον ίδιο τό­νο η Βα­σι­λι­κή. «Τώ­ρα όμως! Κου­νή­σου! ― Και βγά­λε αυ­τά τα βρω­μο­πά­που­τσα!»

Στο πρό­σω­πο της Άν­νας εί­χε ανα­τεί­λει κά­τι σαν ελ­πί­δα. Δεν την ένοια­ζε ο τό­νος: Η επι­κε­φα­λής των συ­νο­μη­λί­κων που λα­χτα­ρού­σε να έχει στη ζωή της, απευ­θυ­νό­ταν στην ίδια προ­σω­πι­κά, και αυ­τό στο μυα­λό της έμοια­ζε με κά­τι σαν επι­δο­κι­μα­σία: Κλώ­τση­σε γρή­γο­ρα μα­κριά τα φθαρ­μέ­να και στρα­βο­πα­τη­μέ­να πα­πού­τσια της και ανέ­βη­κε το πρώ­το σκα­λά­κι της βε­ρά­ντας.

«Έτσι μπρά­βο!» Συ­νέ­χι­σε η Βα­σι­λι­κή, έχο­ντας απο­φα­σί­σει πλέ­ον τον τρό­πο που θα με­θό­δευε τις κι­νή­σεις της.
«Λοι­πόν τι θέ­λεις πά­λι εδώ; Μή­πως σε προ­σκά­λε­σα σπί­τι μου και δεν το θυ­μά­μαι;» Γύ­ρι­σε το κε­φά­λι μι­σο­γε­λώ­ντας στους υπό­λοι­πους, και συ­νέ­χι­σε: «Δεν γί­νο­νται έτσι αυ­τά τα πράγ­μα­τα, Αν­νού­λα. Η μά­να μου στο σπί­τι μας αφή­νει να μπαί­νουν μό­νο οι φί­λοι μας, κα­τά­λα­βες;» Εί­χε πλη­σιά­σει τό­σο που τα πρό­σω­πά τους απεί­χαν μό­νο λί­γα εκα­το­στά. Το χέ­ρι της υψώ­θη­κε απει­λη­τι­κά...
Απέ­να­ντί της, το λε­ρό πρό­σω­πο της Άν­νας, δεν έκα­νε την πα­ρα­μι­κρή σύ­σπα­ση.
Απροσ­δό­κη­τα η Βα­σι­λι­κή κα­τέ­βα­σε πά­λι το χέ­ρι και άλ­λα­ξε ύφος: «Δεν πι­στεύω να πα­ρε­ξη­γείς, ε;», εί­πε τά­χα απο­λο­γη­τι­κά, ξα­να­κοι­τώ­ντας το κοι­νό της με κο­ροϊ­δευ­τι­κό μορ­φα­σμό.

«Τσου!», έκα­νε η Άν­να με τα χεί­λη και τί­να­ξε ταυ­τό­χρο­να το κε­φά­λι προς τα πί­σω.
«Ναι ε; Εί­σαι κα­λό κο­ρί­τσι λοι­πόν, εγώ πά­ντα το έλε­γα…και σ΄αυ­τούς εδώ το ’χω πει, να ξέ­ρεις, πως θα γί­νεις κά­πο­τε φί­λη μας εσύ, αλ­λά τέ­τοιοι που εί­ναι…». Έδει­ξε σαρ­δό­νια τα άσπρα δό­ντια της, αντί για χα­μό­γε­λο και μας έκλει­σε το μά­τι συ­νω­μο­τι­κά.
«Εσέ­να, η μά­να σου τι σου λέ­ει; Έτσι δεν εί­ναι το πρέ­πον να γί­νε­ται στα σω­στά τα σπί­τια;»

Η Άν­να σή­κω­σε τους ώμους ανή­ξε­ρη.

«Δεν ξέ­ρεις; Να τη ρω­τή­σου­με τό­τε!» λέ­ει, πνί­γο­ντας ένα μι­κρό γε­λά­κι. «Για πες μας το λοι­πόν, πού να πά­με να τη βρού­με; Πού εί­ναι η μά­να σου; Έχει μέ­ρες να φα­νεί…»

Η Άν­να την ήξε­ρε αυ­τή την απά­ντη­ση κα­λά, και την μουρ­μού­ρι­σε μέ­σα από τα δό­ντια της..

«Τι λες, κα­λέ; δεν ακούω!» Της φώ­να­ξε η άλ­λη δυ­να­τά, με το χέ­ρι της βαλ­μέ­νο σαν χω­νί στο αυ­τί.

«Εί­ναι στο τρε­λο­κο­μείο», εί­πε εκεί­νη δυ­να­τό­τε­ρα, με­λε­τώ­ντας τα πε­τρα­δά­κια του δα­πέ­δου με τα χέ­ρια πλεγ­μέ­να πί­σω από την πλά­τη.

Μέ­σα στα πνι­χτά γέ­λια και το σού­σου­ρο τρι­γύ­ρω, η Άν­να εί­χε βαλ­θεί να αγ­γί­ζει με το με­γά­λο δά­χτυ­λο του γυ­μνού πο­διού της προ­σε­κτι­κά, μια-μια τις μαύ­ρες μό­νο ψη­φί­δες του μω­σαϊ­κού. Ο ένο­χος βιο­λο­γι­κός πα­ρά­γο­ντας που υπέ­θαλ­πε τη νο­ση­ρή δια­δο­χή του στην οι­κο­γέ­νεια της και που βά­ρυ­νε ανα­πό­φευ­κτα και τον δι­κό της ψυ­χι­σμό, δεν την εμπό­δι­ζε να εί­ναι πά­ντα με τον δι­κό της τρό­πο ευ­γε­νι­κή και μει­λί­χια. Μό­νο που το στρα­βω­μέ­νο χα­μό­γε­λο στο στό­μα της, τώ­ρα τρε­μού­λια­ζε ελα­φριά.

«Έλα και στά­σου τώ­ρα εδώ, μπρο­στά μας! ― Τώ­ρα!». Έδω­σε την πρώ­τη εντο­λή η πρω­το­στά­τισ­σα, δεί­χνο­ντας με το δά­χτυ­λο την εί­σο­δο της μπαλ­κο­νό­πορ­τας, και κά­νο­ντας την φω­νή της πά­λι από­το­μη και επι­βλη­τι­κή. Με ένα νεύ­μα ζή­τη­σε ησυ­χία από το άθλιο ακρο­α­τή­ριο της, όλους εμάς, που ανα­μέ­να­με χω­ρίς ανά­σα την ελε­ει­νή έμπνευ­ση της αρ­χη­γού μας.

«Λοι­πόν, να ξέ­ρεις ότι οι φί­λοι ακού­νε την πα­ρέα, εμείς εδώ έτσι κά­νου­με. Αν θέ­λεις να εί­σαι μα­ζί μας και να δεις και τη­λε­ό­ρα­ση, να κα­τε­βά­σεις το βρα­κί σου… Κρά­τα και με το άλ­λο χέ­ρι το φου­στά­νι σου ψη­λά, εγώ θα σου πω πό­τε θα το αφή­σεις! Έτσι! Ωραία! Τώ­ρα, γύ­ρι­σε και από την άλ­λη με­ριά….».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: