Κάποια νήματα, ο αλγόριθμος και η αγάπη

Κάποια νήματα, ο αλγόριθμος και η αγάπη

Θωμάς Συμεωνίδης, «Στοχασμοί για την Κοινότητα», Εστία 2023

Οι Στο­χα­σμοί για την Κοι­νό­τη­τα, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Θω­μά Συ­με­ω­νί­δη από το βι­βλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, εί­ναι ένα κεί­με­νο πο­λύ πυ­κνό και πλού­σιο. Προ­σφέ­ρει ανα­πό­φευ­κτα πολ­λά νή­μα­τα – γραμ­μές σκέ­ψεις – τα οποία μπο­ρεί κα­νείς να ανι­χνεύ­σει και να συ­νε­χί­σει ανα­πτύσ­σο­ντας έναν συλ­λο­γι­σμό, πι­θα­νά ανε­ξάρ­τη­το τε­λι­κά από το ίδιο το κεί­με­νο αλ­λά σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση με ανα­φο­ρά σε αυ­τό. Το πα­ρόν κεί­με­νο λοι­πόν, προ­σπα­θεί να κά­νει ακρι­βώς αυ­τό: να ψη­λα­φί­σει κά­ποια από αυ­τά τα νή­μα­τα των Στο­χα­σμών, ξε­χω­ρι­στά στην αρ­χή, με την ελ­πί­δα ότι στο τέ­λος θα προ­κύ­ψουν οι συν­δέ­σεις που θα δη­μιουρ­γή­σουν μία πιο συ­νε­κτι­κή μα­τιά.

1. Οι ανα­φο­ρές

Το πρώ­το νή­μα που θα μας απα­σχο­λή­σει – και ίσως αυ­τό που αντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς πιο εύ­κο­λα σε πρώ­το επί­πε­δο – εί­ναι οι ανα­φο­ρές και ο τρό­πος με τον οποίο χρη­σι­μο­ποιού­νται στους Στο­χα­σμούς. Το κεί­με­νο εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γε­μά­το από αυ­τές, και μά­λι­στα με πο­λύ ξε­κά­θα­ρο και έντο­νο τρό­πο˙ υπάρ­χουν ακό­μα και πα­ρα­πο­μπές και υπο­ση­μειώ­σεις που προ­σο­μοιά­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ίσως σε δο­κί­μιο πα­ρά σε μυ­θι­στό­ρη­μα. Οι ανα­φο­ρές αυ­τές εί­ναι κα­τ’ αρ­χάς άμε­σες και ξε­κά­θα­ρες: χρη­σι­μο­ποιού­νται αυ­τού­σιες και ονο­μα­στι­κά. Ήδη από τις πρώ­τες σε­λί­δες έχου­με τον Richard Serra ή τον Jeff Koons, για να βρού­με στη συ­νέ­χεια πο­λύ πιο έντο­να τον Μά­λε­βιτσ, τον Ρί­χτερ, τον Edward Hopper, τον Gordon Matta-Clark, τον Jeff Wall και πολ­λούς άλ­λους. Σε μία πρώ­τη ανά­γνω­ση, αυ­τές οι ανα­φο­ρές μπο­ρεί να απο­προ­σα­να­το­λί­σουν και να πα­ρα­πλα­νή­σουν κά­ποιον έτσι ώστε να νο­μί­σει ότι δια­βά­ζει πραγ­μα­τι­κά ένα δο­κί­μιο. Μά­λι­στα, θα μπο­ρού­σε να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς ότι το πρώ­το μέ­ρος του βι­βλί­ου εί­ναι μία υβρι­δι­κή συν­θή­κη με­τα­ξύ μυ­θο­πλα­σί­ας και δο­κι­μί­ου – κά­τι που όσο και αν μοιά­ζει εύ­λο­γο αρ­χι­κά δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Διό­τι στην πο­ρεία αντι­λαμ­βά­νε­ται ο/η ανα­γνώ­στης/τρια ότι οι ανα­φο­ρές αυ­τές εί­ναι ένα αφη­γη­μα­τι­κό ερ­γα­λείο, το οποίο μά­λι­στα παί­ζει κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο στον τρό­πο που ανα­πτύσ­σε­ται η αφή­γη­ση.
Σε ένα δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, πέ­ρα από τις άμε­σες, αυ­τού­σιες ανα­φο­ρές, υπάρ­χουν και αυ­τές που εμ­φα­νί­ζο­νται πιο έμ­με­σα: ο Ντα­ζάιν μία ανα­φο­ρά στον Χάι­ντε­γκερ, ο Σου­πρί­μους μία ανα­φο­ρά στον Μά­λε­βιτς κ.ο.κ. Έχου­με λοι­πόν ανα­φο­ρές που πα­ρου­σιά­ζο­νται σκό­πι­μα ως τέ­τοιες και ανα­φο­ρές που λει­τουρ­γούν πιο έμ­με­σα μεν, αλ­λά με κα­μία διά­θε­ση να συ­γκα­λυ­φθούν – αν κά­τι τε­λι­κά τις κρύ­βει εί­ναι το πλή­θος τους και μό­νο, κα­θώς εί­ναι τό­σο πολ­λές που πο­λύ εύ­κο­λα μπο­ρείς κα­νείς να πα­ρα­βλέ­ψει κά­ποιες από αυ­τές. Αυ­τά τα δύο επί­πε­δα ανα­φο­ρών, όσο προ­χω­ρά­ει η αφή­γη­ση των Στο­χα­σμών, μπλέ­κο­νται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο και τα όριά τους θο­λώ­νουν. Η πλέ­ξη αυ­τή εί­ναι επί­σης εί­ναι ένα δεύ­τε­ρο, ση­μα­ντι­κό αφη­γη­μα­τι­κό ερ­γα­λείο.
Άρα, ένα ση­μα­ντι­κό πρώ­το νή­μα εί­ναι λοι­πόν οι ανα­φο­ρές – στις διά­φο­ρες εκ­δο­χές τους και κυ­ρί­ως μέ­σα από την πλέ­ξη τους – ως αφη­γη­μα­τι­κό ερ­γα­λείο. Ας βά­λου­με εδώ μία άνω τε­λεία για αυ­τό και θα επι­στρέ­ψου­με στο τέ­λος τους κει­μέ­νου.

2. Ο αλ­γό­ριθ­μος και το πρω­τό­κολ­λο

Το δεύ­τε­ρο νή­μα σκέ­ψης, που περ­νά­ει ίσως σε ένα βα­θύ­τε­ρο επί­πε­δο ανά­γνω­σης, εί­ναι ο αλ­γο­ριθ­μι­κός χα­ρα­κτή­ρας της αφή­γη­σης. Ή κα­λύ­τε­ρα, όχι της ίδιας της αφή­γη­σης αλ­λά της δο­μής της. Ο αλ­γο­ριθ­μι­κός χα­ρα­κτή­ρας λοι­πόν του τρό­που με τον οποίο εί­ναι δο­μη­μέ­νη η αφή­γη­ση, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και πα­ράλ­λη­λα και του τρό­που με τον οποίο πε­ρι­γρά­φε­ται η κοι­νό­τη­τα στην οποία ανα­φέ­ρο­νται οι Στο­χα­σμοί. Όπως και με τις ανα­φο­ρές, αυ­τό το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο έντο­νο στο πρώ­το μέ­ρος του κει­μέ­νου: δη­μιουρ­γεί­ται μία συ­νε­χής αί­σθη­ση ότι όλα ελέγ­χο­νται από ένα υπό­γειο, αφα­νές πρό­γραμ­μα. Δεν μπο­ρείς να το αντι­λη­φθείς ακρι­βώς διό­τι δεν πε­ρι­γρά­φε­ται ως τέ­τοιο, αλ­λά νοιώ­θεις ότι βρί­σκε­ται εκεί, πί­σω από ό,τι συμ­βαί­νει, και πί­σω από όλες τις σχέ­σεις με­τα­ξύ των στοι­χεί­ων που απαρ­τί­ζουν την κοι­νό­τη­τα των Στο­χα­σμών – έμ­ψυ­χων και άψυ­χων.
Φυ­σι­κά, υπάρ­χουν και εδώ ανά­λο­γες λο­γο­τε­χνι­κές ανα­φο­ρές: μπο­ρού­με να βρού­με για πα­ρά­δειγ­μα αντί­στοι­χες λο­γι­κές στον Κάφ­κα και τον Μπόρ­χες, σε μια πρω­τό­λεια, προ-ψη­φια­κή θα λέ­γα­με ίσως, εκ­δο­χή του αλ­γο­ρίθ­μου. Πα­ρό­λα αυ­τά το βα­σι­κό μο­ντέ­λο αυ­τής της αλ­γο­ριθ­μι­κής ορ­γά­νω­σης προ­έρ­χε­ται ίσως από το «Αυ­τοί που έχουν χα­θεί» του Μπέ­κετ, το οποίο μά­λι­στα ο συγ­γρα­φέ­ας των Στο­χα­σμών έχει με­τα­φρά­σει υπέ­ρο­χα πρό­σφα­τα (επί­σης στην Εστία). Εκεί, στον Μπέ­κετ, έχου­με ακρι­βώς αυ­τή την αγ­χω­τι­κή, σχε­δόν εφιαλ­τι­κή συν­θή­κη όπου το κεί­με­νο πε­ρι­γρά­φει μία ρου­τί­να και κα­τα­φέρ­νει να σε εμ­βυ­θί­σει σε αυ­τή. Το κεί­με­νο του Μπέ­κετ θα μπο­ρού­σε να εί­ναι και ένας ψευ­δο­κώ­δι­κας τον οποίο κά­ποιος εύ­κο­λα θα τον προ­γραμ­μά­τι­ζε πραγ­μα­τι­κά – θα τον με­τέ­τρε­πε δη­λα­δή σε κώ­δι­κα.
Η κοι­νό­τη­τα όμως των Στο­χα­σμών, πα­ρό­τι ίσως ξε­κι­νά­ει από εκεί, έχει πε­ρά­σει σε ένα δια­φο­ρε­τι­κό επί­πε­δο από τον κύ­λιν­δρο του Μπέ­κετ. Έτσι αν στον κύ­λιν­δρο υπο­θέ­σου­με ότι έχου­με πράγ­μα­τι μια αλ­γο­ριθ­μι­κή λο­γι­κή – στην ορ­γά­νω­ση της αφή­γη­σης αλ­λά και στην ορ­γά­νω­ση της κοι­νό­τη­τας/χώ­ρου που πε­ρι­γρά­φε­ται – στην κοι­νό­τη­τα των Στο­χα­σμών πλέ­ον αυ­τή η λο­γι­κή γί­νε­ται πρω­τό­κολ­λο­γι­κη. Στον Μπέ­κετ έχου­με έναν πο­λύ ανα­λυ­τι­κό, αλ­λά ξε­κά­θα­ρο και εν τέ­λη κα­τα­νοη­τό, αλ­γό­ριθ­μο. Αντί­θε­τα στην κοι­νό­τη­τα των Στο­χα­σμών δεν υπάρ­χει πλέ­ον ένας αλ­γό­ριθ­μος, ο οποί­ος να μπο­ρεί να κα­τα­νοη­θεί και να πε­ρι­γρα­φεί, αλ­λά ένα σύ­νο­λο αλ­γο­ρίθ­μων, που αρ­θρώ­νο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα, εί­ναι προ­σβά­σι­μοι σε άλ­λα, εξί­σου δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα και τέ­λος προ­σφέ­ρουν πρό­σβα­ση στον έλεγ­χο με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους σε δια­φο­ρε­τι­κά υπο­κεί­με­να. Κά­ποιοι από τους πρω­τα­γω­νι­στές έχουν πρό­σβα­ση σε κά­ποιους από τους αλ­γο­ρίθ­μους, κά­ποιοι άλ­λοι σε πε­ρισ­σό­τε­ρους ενώ κά­ποιοι σε κα­νέ­ναν, ού­τε καν στον αλ­γό­ριθ­μο του ίδιου τους του εαυ­τού. Διό­τι η συ­μπε­ρι­φο­ρά του κά­θε χα­ρα­κτή­ρα που συ­να­ντά­με στους Στο­χα­σμούς μοιά­ζει να ελέγ­χε­ται από ένα δια­φο­ρε­τι­κό για τον κα­θέ­να και την κα­θε­μία αλ­γό­ριθ­μο: ο για­τρός Μο­ρέλ σε ανύ­πο­πτο χρό­νο ανα­φω­νεί (σελ. 68): "ποιος εί­ναι ο Αλ­γό­ριθ­μος ο δι­κός μου Θεέ μου... ".

Αυ­τή η πρω­το­κολ­λο­γι­κή ορ­γά­νω­ση της κοι­νό­τη­τας, που για να εί­μα­στε ει­λι­κρι­νείς δεν εί­ναι και πο­λύ μα­κριά από την τρό­πο που ορ­γα­νώ­νε­ται η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της ζω­ής μας, έχει μία πο­λύ ση­μα­ντι­κή δια­φο­ρά από την αλ­γο­ριθ­μι­κή ορ­γά­νω­ση του Μπέ­κετ. Ενώ εκεί πα­ρά­γε­ται μία σχε­δόν ‘ρο­μπο­τι­κή’ συν­θή­κη αυ­το­μα­το­ποί­η­σης που απο­κα­λύ­πτει το πρό­γραμ­μα που τη διέ­πει, στην κοι­νό­τη­τα των Στο­χα­σμών πα­ρά­γε­ται μία πο­λύ ρε­α­λι­στι­κή – αν­θρώ­πι­νη θα λέ­γα­με – συν­θή­κη όπου δεν απο­κα­λύ­πτει σχε­δόν τί­πο­τα για το πρό­γραμ­μα που την ελέγ­χει – και απο­κρύ­πτει την όποια αυ­το­μα­το­ποί­η­ση. Οι δια­δρο­μές που ενώ­νουν το δο­χείο με το άνοιγ­μα εί­ναι όλες υπό­γειες, και μό­νο επι­λε­κτι­κά κά­ποια πράγ­μα­τα προ­βάλ­λο­νται στην επι­φά­νεια.
Αλ­λά ίσως ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον από την πρω­το­κολ­λο­γι­κή δο­μή, προ­κα­λεί η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι όλη αυ­τή η ορ­γά­νω­ση έχει μία κρυμ­μέ­νη αλή­θεια στην οποία βα­σί­ζε­ται (σελ. 62): "στο δο­χείο υπάρ­χει η αλή­θεια. Δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια αρ­χεία, αυ­τό εί­ναι η αλή­θεια". Η εξου­σία στην κοι­νό­τη­τα, των Στο­χα­σμών κα­τ’ αρ­χάς, κα­θο­ρί­ζε­ται μάλ­λον από το μέ­γε­θος της πρό­σβα­σης που έχει κα­νείς σε αυ­τή την αλή­θεια: με­γα­λύ­τε­ρη πρό­σβα­ση σε αυ­τό τον τε­ρά­στιο όγκο δε­δο­μέ­νων, με­γα­λύ­τε­ρη εξου­σία.
Η πρω­το­κολ­λο­γι­κή ορ­γά­νω­ση λοι­πόν πα­ρά­γει εξου­σία και δί­νει – επι­λε­κτι­κή – πρό­σβα­ση σε αυ­τή, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να, έχει μια ακό­μα πο­λύ βα­σι­κή συ­νέ­πεια: πα­ρά­γει ομοιο­μορ­φία. Τα πα­ρα­γό­με­να αυ­τού του συ­στή­μα­τος εξου­σί­ας μπο­ρεί να μην εί­ναι ίδια με­τα­ξύ τους, αντι­θέ­τως μάλ­λον εί­ναι όλα δια­φο­ρε­τι­κά, αλ­λά εί­ναι απελ­πι­στι­κά όμοια. (Ίσως γι’ αυ­τό να έχου­με μία συ­νε­χή ανα­φο­ρά στην έν­νοια του αντι­γρά­φου στο κεί­με­νο ― ένα ακό­μα εν­δια­φέ­ρον νή­μα, που δεν θα συ­νε­χί­σου­με εδώ).

3. Η έξο­δος

Έτσι λοι­πόν, αν προ­σπα­θή­σου­με να εντο­πί­σου­με μία επι­θυ­μία πί­σω από το κεί­με­νο, μία κι­νη­τή­ριο δύ­να­μη, θα μπο­ρού­σα­με να υπο­θέ­σου­με ότι οι Στο­χα­σμοί για την Κοι­νό­τη­τα προ­σπα­θούν να βρουν εναλ­λα­κτι­κές ακρι­βώς σε αυ­τή την ομοιο­μορ­φία και να προ­σφέ­ρουν – σε εμάς, στο συγ­γρα­φέα – τρό­πους απο­φυ­γής της. Να βρουν δη­λα­δή με­θό­δους που θα βοη­θή­σουν στη διάρ­ρη­ξή της, στο – έστω και στιγ­μιαίο – ξε­πέ­ρα­σμά της. Με άλ­λα λό­για, το κεί­με­νο των Στο­χα­σμών μοιά­ζει να ορί­ζε­ται - η να ξε­κι­νά­ει - από την αγω­νία, κα­τ’ αρ­χάς του συγ­γρα­φέα αλ­λά ως κά­ποιο βαθ­μό και των χα­ρα­κτή­ρων, που προ­κύ­πτει από την προ­φα­νή ομοιο­μορ­φία γύ­ρω τους.
Αλ­λά αυ­τό που εί­ναι ίσως ση­μα­ντι­κό­τε­ρο εδώ, εί­ναι ότι το κεί­με­νο κά­νει τα επι­πλέ­ον βή­μα­τα που απαι­τού­νται για να θέ­σει μπρο­στά μας και κά­ποιους τρό­πος που θα μπο­ρού­σαν να μας επι­τρέ­ψουν να στα­θού­με απέ­να­ντί της. Προ­σφέ­ρει δη­λα­δή κά­ποιες κα­τευ­θύν­σεις, πα­ρα­θέ­τει ή υπο­νο­εί κά­ποιες στρα­τη­γι­κές που θα μπο­ρού­σαν να δια­σπά­σουν αυ­τόν τον ασφυ­κτι­κό κλοιό της ομοιο­μορ­φί­ας. Η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ύπαρ­ξής της δεν εί­ναι αρ­κε­τή. Πρέ­πει, έστω σπα­σμω­δι­κά, στιγ­μιαία και απο­σπα­σμα­τι­κά, να διαρ­ρη­χθεί.
Μία πρώ­τη τέ­τοια κα­τεύ­θυν­ση προ­κύ­πτει μέ­σω της αι­σθη­τι­κής. Στο κεί­με­νο των Στο­χα­σμών παίρ­νει τη μορ­φή όλων αυ­τών των ‘δο­κι­μί­ων πε­ρί αι­σθη­τι­κή­ς’ που συ­να­ντά­με –για τον Μά­λε­βιτς, για τον Ρί­χτερ κ.ο.κ. Το κά­θε ένα από αυ­τά τα δια­κρι­τά ‘δο­κί­μια’ αλ­λά­ζει την οπτι­κή μας, ενώ βρι­σκό­μα­στε μέ­σα στην αφή­γη­ση, έτσι ώστε να μας προ­σφέ­ρει τη δυ­να­τό­τη­τα ου­σια­στι­κής δια­φο­ρο­ποί­η­σης . Ή ίσως αυ­τό να εί­ναι που – ξα­νά – σε ανύ­πο­πτο χρό­νο και λί­γο ει­ρω­νι­κά πε­ρι­γρά­φε­ται από τον αρ­χι­τέ­κτο­να Ρεμ ως Διό­πτρα (σελ 143) που "θα έκα­νε το κά­θε μέ­λος να βλέ­πει κα­λύ­τε­ρα και να έχει πε­ρισ­σό­τε­ρα δε­δο­μέ­να των αι­σθή­σε­ων στη διά­θε­σή του για να προ­σα­να­το­λι­στεί στη ζωή." Άρα, η αι­σθη­τι­κή αυ­τή έχει να κά­νει, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από τη συ­ζή­τη­ση για την τέ­χνη, με την διεύ­ρυν­ση της αντί­λη­ψης του αι­σθη­τού και τε­λι­κά με τη δη­μιουρ­γία ενός δια­νύ­σμα­τος προ­σα­να­το­λι­σμού. Η πολ­λα­πλό­τη­τα των οπτι­κών εγ­γυά­ται ότι το διά­νυ­σμα αυ­τό εί­ναι με­τα­βλη­τό.

Ένας δεύ­τε­ρο τρό­πος που προ­σφέ­ρουν οι Στο­χα­σμοί ως ερ­γα­λείο για τη διά­σπα­ση της ομοιο­μορ­φί­ας εί­ναι η ανα­ζή­τη­ση της αγά­πης. Μά­λι­στα, γί­νε­ται κομ­βι­κό μο­τί­βο, σε όλα σχε­δόν τα επί­πε­δα: έρω­τας, φι­λία, πα­τρι­κή-μη­τρι­κή, αγά­πη στην κοι­νό­τη­τα κτλ. Μπο­ρεί το κεί­με­νο να μας προ­κα­λεί να ανα­ρω­τη­θού­με συ­νε­χώς για το κα­τά πό­σο η αγά­πη και ο έρω­τας που συ­να­ντά­με στην αφή­γη­ση εί­ναι ‘πραγ­μα­τι­κή’, αλ­λά πα­ρό­λα αυ­τά εί­ναι σχε­δόν πά­ντα λό­γω αυ­τής που οι χα­ρα­κτή­ρες απο­κλί­νουν από τον αλ­γό­ριθ­μό τους όπως αυ­τός έχει αρ­χί­σει να δια­φαί­νε­ται.
Και υπάρ­χει φυ­σι­κά και του­λά­χι­στον ένα επί­πε­δο ακό­μα στο οποίο πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σου­με την ομοιο­μορ­φία: το επί­πε­δο του συγ­γρα­φέα. Διό­τι υφί­στα­ται, όπως μα­θαί­νου­με προς το τέ­λος του πρώ­του βι­βλί­ου, και ο Αλ­γό­ριθ­μος του συγ­γρα­φέα, που ναι μεν κα­θο­ρί­ζει όλους τους άλ­λους, αλ­λά τε­λι­κά και κα­θο­ρί­ζε­ται από αυ­τούς. Αυ­τό ακρι­βώς εί­ναι το ση­μείο που μας επι­τρέ­πει να γυ­ρί­σου­με στο αρ­χι­κό νή­μα του πα­ρό­ντος κει­μέ­νου: στην έν­νοια των ανα­φο­ρών με την οποία ξε­κι­νή­σα­με: εί­ναι λοι­πόν, ακρι­βώς αυ­τές οι ανα­φο­ρές και το πλέ­ξι­μό τους που σπά­νε τον αλ­γό­ριθ­μο του συγ­γρα­φέα και του επι­τρέ­πουν να απο­φύ­γει την ομοιο­μορ­φία. Μοιά­ζει σαν ο συγ­γρα­φέ­ας ο ίδιος να σπά­ει την επι­φά­νεια, όπως γί­νε­ται στην αρ­χή του δεύ­τε­ρου βι­βλί­ου, και να συ­γκρο­τεί ένα δι­κό του, τε­λεί­ως ιδιό­τρο­πο πλέ­ον, σύ­νο­λο ανα­φο­ρών. Σαν με κά­ποιο τρό­πο να κα­τα­στρέ­φου­με το ‘feed’ που μας προ­σφέ­ρε­ται από τον αλ­γό­ριθ­μο και να δη­μιουρ­γού­με ένα δι­κό μας. Σαν να ανα­κτού­με για λί­γο τον έλεγ­χο. Ίσως εδώ να βρί­σκε­ται μία από τις με­γα­λύ­τε­ρες αγω­νί­ες των Στο­χα­σμών: Η δυ­να­τό­τη­τα δη­μιουρ­γί­ας ενός προ­σω­πι­κού συ­νό­λου ανα­φο­ρών˙ δη­μιουρ­γί­ας τε­λι­κά μί­ας προ­σω­πι­κής αφή­γη­σης μέ­σα από αυ­τές τις ανα­φο­ρές, που δεν θα εί­ναι πλέ­ον απο­τέ­λε­σμα κά­ποιας αλ­γο­ριθ­μι­κής διερ­γα­σί­ας της οποί­ας έχου­με απω­λέ­σει τον έλεγ­χο.
Το νή­μα που ξε­κί­νη­σε από τις ανα­φο­ρές, θα προ­σπα­θή­σει εδώ να κλεί­σει χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μία ιδέα από τον Deleuze – ο οποί­ος πα­ρε­μπι­πτό­ντως κά­νει μία πο­λύ μι­κρή εμ­φά­νι­ση στο κεί­με­νο, και αυ­τό εί­ναι όχι τυ­χαία μέ­σω του βι­βλί­ου του για τον Προυστ και την ανα­φο­ρά στα ση­μεία της αγά­πης: Ανα­φέ­ρει λοι­πόν ο Deleuze σε ένα από τα πρώ­τα κεί­με­νά του –το Έρη­μο Νη­σί– ότι η λο­γο­τε­χνία ξε­κι­νά­ει όταν ακρι­βώς δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με πια τους μύ­θους μας. Και έτσι εί­ναι –η λο­γο­τε­χνία– μία προ­σπά­θεια να ερ­μη­νεύ­σου­με τους μύ­θους που δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με πια, τη στιγ­μή που δεν τους κα­τα­λα­βαί­νου­με, διό­τι δεν ξέ­ρου­με πλέ­ον πως να τους ονει­ρευ­τού­με ή να τους ανα­πα­ρά­γου­με. Οι Στο­χα­σμοί για την Κοι­νό­τη­τα εί­ναι ακρι­βώς μία τέ­τοια – πο­λύ γεν­ναία μά­λι­στα – προ­σπά­θεια ερ­μη­νεί­ας των μύ­θων που πα­ρου­σιά­ζο­νται μπρο­στά μας στην συν­θή­κη του ελέγ­χου όπου έχου­με βρε­θεί σή­με­ρα. Το απο­τέ­λε­σμα μί­ας τέ­τοιας ερ­μη­νεί­ας δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι και­νού­ριοι μύ­θοι και μυ­θο­λο­γί­ες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: