Λίγα για τον Σαίξπηρ



στην Πε­ρι­στέ­ρα Θε­με­λή

Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές το όνο­μα «Σαίξ­πηρ» με προ­σεγ­γί­ζει δια­λυ­μέ­νο στην πνοή μιας αύ­ρας. Και κα­θώς ο ίδιος μού εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα άγνω­στο ον, τα δια­λυ­μέ­να στοι­χεία του ονό­μα­τός του που έχουν πα­ρα­μεί­νει στο νου και την καρ­διά μου, όταν η αύ­ρα έχει πλέ­ον προ­σπε­ρά­σει, παίρ­νουν μπρος στα μά­τια μου τις μορ­φές του Άμ­λετ, του Οθέ­λου, του Καί­σα­ρα και του Βρού­του, αυ­τού του εξορ­γι­σμέ­νου γέ­ρο­ντα του Βα­σι­λιά Λιρ, κι όλων των άλ­λων προ­σώ­πων που μας πα­ρου­σί­α­σε γεν­ναιό­δω­ρα.
Γι’ αυ­τή την πνοή της ονει­ρε­μέ­νης αύ­ρας ευ­γνω­μο­νώ την πα­λιά μου φί­λη Πε­ρι­στέ­ρα,* για­τί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυ­τή ήταν που τη συ­νέ­θε­σε. Μι­κρές μα­θή­τριες της Έκτης Δη­μο­τι­κού, γυρ­νώ­ντας από το σχο­λείο, κά­να­με στά­ση στο «Δέ­ντρο». Κι ενώ το νε­ρό της μαρ­μα­ρέ­νιας βρύ­σης εκεί κε­λά­ρυ­ζε δί­χως στα­μα­τη­μό, κά­τω από τη με­γά­λη φλα­μου­ριά μου δι­η­γό­ταν για τον μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νο Άμ­λετ και την Οφη­λία, που μα­δού­σε τα άν­θη τρε­λή πια, για ένα Βρού­το που σκό­τω­νε έναν πο­λυα­γα­πη­μέ­νο φί­λο κι ένα θυ­μω­μέ­νο κι εξα­γριω­μέ­νο γέ­ρο που γυρ­νού­σε στις κα­ται­γί­δες πα­ρέα μ' έναν τρε­λό.
Εκεί­νο τον και­ρό προ­τι­μού­σα τις δι­η­γή­σεις της φί­λης μου πα­ρά τα βι­βλία που ήταν πρό­θυ­μη να μου δα­νεί­σει. Κα­θώς η αυ­θε­ντι­κό­τη­τα και το κα­λό γού­στο με «κα­τα­τρέ­χουν» από παι­δί, απέ­φευ­γα να δια­βά­ζω αυ­τές τις εκ­δό­σεις των έρ­γων του Σαίξ­πηρ, που δεν ήταν άλ­λο στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από κα­κο­γραμ­μέ­να πα­ρα­μύ­θια. Κι έτσι συ­νέ­βαι­νε πά­ντο­τε, όταν ήμουν μα­κριά της και νο­σταλ­γού­σα τις ιστο­ρί­ες του να κα­τα­φεύ­γω νο­ε­ρά, στην όμορ­φη και γλυ­κιά παι­δι­κή φα­ντα­σία της.
Συ­νη­θί­ζω ακό­μα να ασχο­λού­μαι κα­τά και­ρούς με τον Σαίξ­πηρ και μά­λι­στα όχι με απλές ανα­γνώ­σεις των έρ­γων του, πα­ρά με πιο σο­βα­ρή με­λέ­τη· πο­τέ όμως δεν μί­λη­σε στην καρ­διά μου, όπως η Πε­ρι­στέ­ρα, για τα έρ­γα του. Κι έτσι έμει­νε να τα νιώ­θω όχι κα­τευ­θεί­αν απ' τον ίδιο, αλ­λά μέ­σω τρί­του, με την αύ­ρα που στέλ­νει προς εμέ­να η φα­ντα­σία ενός παι­διού.
Πα­ρ' ότι η κρι­τι­κή μου ικα­νό­τη­τα δεν έχει, τώ­ρα, κα­μία σχέ­ση μ' εκεί­νη του παι­διού που ήμουν κά­πο­τε, ωστό­σο ο Σαίξ­πηρ πα­ρ’ όλη τη με­λέ­τη έμει­νε για μέ­να στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένας άγνω­στος, ακό­μα και οι ήρω­ές του, οι τό­σο αλη­θι­νοί και γή­ι­νοι, ώρες και φο­ρές εί­ναι ακα­τα­λα­βί­στι­κοι.
Τέ­λος πά­ντων τι εί­ναι αυ­τό το φαι­νό­με­νο που ονο­μά­ζε­ται Σαίξ­πηρ; Κι αν μα­θαί­να­με προ­σω­πι­κά για αυ­τόν, τι θα άλ­λα­ζε για το έρ­γο του;
Πρέ­πει βέ­βαια εξαρ­χής να ξε­κα­θα­ρί­σου­με ότι αλη­θι­νή βιο­γρα­φία του Σαίξ­πηρ δεν υπάρ­χει. Όσες υπάρ­χουν κι όσες θα υπάρ­ξουν, απλώς θα απο­τί­νουν φό­ρο τι­μής στον ποι­η­τή και τί­πο­τε άλ­λο. Γεν­νή­θη­κε και πέ­θα­νε στο Στράτ­φορντ και οι με­τα­ξύ αυ­τών των γε­γο­νό­των ημέ­ρες ήταν όλες δι­κές του!
Έχου­με όμως κά­τι πιο χει­ρο­πια­στό, τα έρ­γα του, κι εί­ναι πολ­λά και συ­ντα­ρα­κτι­κά, ώστε να μπο­ρούν να δα­μά­σουν την πε­ριέρ­γειά μας ως προς τα γε­γο­νό­τα της πραγ­μα­τι­κής του ζω­ής.
Δεν αξί­ζει να ασχο­λη­θού­με εδώ με τις κα­τά φα­ντα­σί­αν βιο­γρα­φί­ες του, κι όλα αυ­τά τα γε­γο­νό­τα που κά­νουν νύ­ξεις για τη ζωή και τις πρά­ξεις του, τις πραγ­μα­τι­κές. Άλ­λω­στε δε θα ωφε­λή­σει σε τί­πο­τε το έρ­γο του, δε θα του προσ­δώ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρη αξία, αν κα­τα­πια­στού­με διε­ξο­δι­κά με όλα αυ­τά τα υπο­τι­θέ­με­να που τον πε­ριέ­βα­λαν στην επο­χή του και βγά­λου­με επί­πο­να τα συ­μπε­ρά­σμα­τά μας.
Ο Σαίξ­πηρ κα­τά πώς φαί­νε­ται εί­ναι το έρ­γο του. Ένα έρ­γο που έδω­σε στον ποι­η­τή φή­μη τό­σο με­γά­λη, ώστε ενί­ο­τε μας βά­ζει στον πει­ρα­σμό να την αμ­φι­σβη­τού­με.
Η αιώ­νια απο­ρία που τα­λα­νί­ζει τον κό­σμο της κρι­τι­κής, εί­ναι αν ο ελι­σα­βε­τια­νός ποι­η­τής εί­ναι αντι­κει­με­νι­κός ή υπο­κει­με­νι­κός.
Ο Κό­ουλ­ριτζ πί­στευε ότι ο Σαίξ­πηρ ήταν σαν τον Όμη­ρο, αλ­λά δεν εί­χε την αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα του Ομή­ρου, πα­ρά μια «ει­δι­κού τύ­που» υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα, την υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα της persona ή της persona tragica (του προ­σω­πεί­ου ή του δρα­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα). Διό­τι οι χα­ρα­κτή­ρες του δια­γρά­φο­νταν όχι βά­σει συ­γκε­κρι­μέ­νων ατο­μι­κών χα­ρα­κτή­ρων, αλ­λά με απλή δύ­να­μη του στο­χα­σμού. Δεν ήταν αυ­τός ο ίδιος οι ήρω­ές του, αλ­λά με με­μο­νω­μέ­να στοι­χεία του εαυ­τού του δη­μιουρ­γού­σε ολό­κλη­ρους χα­ρα­κτή­ρες.
Η κρι­τι­κή του Κό­ουλ­ριτζ εί­χε τις βά­σεις της σε φι­λο­σο­φι­κούς στο­χα­σμούς οι οποί­οι και την στή­ρι­ζαν αξιό­πι­στα. Σύμ­φω­να με το σύ­στη­μά του λοι­πόν, «ο Σαίξ­πηρ μι­μεί­ται όχι τη natura naturata,¹ τη δι­κή του φύ­ση ως ατό­μου, αλ­λά τη natura naturans,² την κα­θο­λι­κή δυ­να­τό­τη­τα, της οποί­ας ο ίδιος, η προ­σω­πι­κή του ύπαρ­ξη δεν εί­ναι πα­ρά μία μό­νο εκ­δο­χή». Του απο­δί­δει δη­λα­δή, την ανα­λο­γία της σχέ­σης του Θε­ού με τη δη­μιουρ­γία του.³
Ο Ουί­λιαμ Χάζ­λιτ πί­στευε, όπως και ο Κό­ουλ­ριτζ, ότι στα έρ­γα του Μίλ­τω­να

«ανι­χνεύ­ο­νται οι δια­θέ­σεις και οι από­ψεις του ποι­η­τή», αλ­λά ότι ο Σαίξ­πηρ, μό­νος με­τα­ξύ των ποι­η­τών έχει «τη δύ­να­μη να με­τα­μορ­φώ­νε­ται κα­τά το δο­κούν σε ο,τι­δή­πο­τε επι­θυ­μεί... εί­ναι ο Πρω­τέ­ας της αν­θρώ­πι­νης διά­νοιας».

Και ο Κιτς, που θαύ­μα­ζε τον Χάζ­λιτ και πα­ρα­κο­λού­θη­σε τις δια­λέ­ξεις του για τον Σαίξ­πηρ, εξέ­φρα­σε με πα­ρό­μοιους όρους την απρο­σω­πία του. «Η με­γα­λο­φυία του Σαίξ­πηρ εί­ναι μια έμ­φυ­τη κα­θο­λι­κό­τη­τα. Η αν­θρώ­πι­νη διά­νοια σω­ριά­στη­κε πρη­νής μπρο­στά στο ψυ­χρό και βα­σι­λι­κό βλέμ­μα του». Ο Κιτς διεύ­ρυ­νε αυ­τή την ιδιό­τη­τα για να ορί­σει τον ποι­η­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα εν γέ­νει: «Δεν έχει ατο­μι­κή υπό­στα­ση ― δεν έχει χα­ρα­κτή­ρα, εί­ναι τα πά­ντα και τί­πο­τα. Ο ποι­η­τής δεν έχει ταυ­τό­τη­τα ― εμ­ψυ­χώ­νει συ­νε­χώς ένα άλ­λο σώ­μα».



Λίγα για τον Σαίξπηρ



Από το 1780 έως το 1830 πε­ρί­που, ο Σαίξ­πηρ περ­νά­ει από τη σφαί­ρα της φυ­σιο­λο­γι­κής αξιο­λό­γη­σης σ' αυ­τό που οι σύγ­χρο­νοι φυ­σι­κοί επι­στή­μο­νες ονο­μά­ζουν «μο­να­δι­κό­τη­τα». Οποια­δή­πο­τε αρ­νη­τι­κή κρι­τι­κή για το έρ­γο του ήταν βλα­σφη­μία.
Ωστό­σο, κα­τά το πα­ρά­δειγ­μα του Τολ­στόι, δια­κιν­δυ­νεύ­ου­με μια αρ­νη­τι­κή ανά­γνω­ση του με­γά­λου ελι­σα­βε­τια­νού.
Ο Τολ­στόι, που όλοι γνω­ρί­ζου­με το εί­δος του συγ­γρα­φέα που υπήρ­ξε, ασχο­λή­θη­κε με τον ποι­η­τή στο δο­κί­μιό του «Τι εί­ναι τέ­χνη». Πε­ρισ­σό­τε­ρο τον απα­σχό­λη­σε ο Σαίξ­πηρ του Βα­σι­λιά Λιρ.
Γε­νι­κώς. το δο­κί­μιό του πε­ρί τέ­χνης δεν εί­ναι ό,τι κα­λύ­τε­ρο στο εί­δος του, για­τί εί­ναι κά­πως μπερ­δε­μέ­να τα πράγ­μα­τα ως προς την ου­σία της Τέ­χνης, τη σχέ­ση της με την κοι­νω­νία και του καλ­λι­τέ­χνη με την Τέ­χνη και την κοι­νω­νία. Ο Τολ­στόι υπήρ­ξε πο­λύ με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας και βλέ­πει την Τέ­χνη από τη σκο­πιά του, αλ­λά κα­λύ­τε­ρα αυ­τά που πι­στεύ­ει γι' αυ­τήν εκ­φρά­ζο­νται στα έρ­γα του, πα­ρά σ' αυ­τό το δο­κί­μιο. Τα έρ­γα του Σαίξ­πηρ, για τον Τολ­στόι, εί­ναι κα­τά βά­ση «ανή­θι­κα». Δεν προ­σφέ­ρουν τί­πο­τε στον ανα­γνώ­στη και μάλ­λον δεν βρί­σκει και κα­μιά ωφέ­λεια στο να παί­ζο­νται τέ­τοια έρ­γα στο θέ­α­τρο.
Πά­ει ο νους μας στον δι­κό μας Πλά­τω­να, που εξό­ρι­σε, ή μάλ­λον εί­χε τη διά­θε­ση να εξο­ρί­σει από την Πο­λι­τεία του τους ποι­η­τές.
Μπο­ρεί να υπάρ­χει κά­ποια βά­ση σ' αυ­τό, για­τί η Μή­δεια του Ευ­ρι­πί­δη, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, τι έχει να δι­δά­ξει ένα παι­δί, ένα νέο ή ακό­μη κι έναν ενή­λι­κα; Πά­θη, πά­θη, πά­θη. Λο­γο­κρι­σία της Τέ­χνης λοι­πόν; Ίσως, λο­γο­κρι­σία υπό όρους; Η Τέ­χνη βοη­θά στην ηθι­κή τε­λεί­ω­ση του αν­θρώ­που; Για ποιου εί­δους ηθι­κή μι­λά­με; «L' art pour l' art»⁴ (η τέ­χνη για την Τέ­χνη): ο Τολ­στόι δεν την κα­τά­λα­βε και δεν την ασπά­στη­κε, τη θε­ώ­ρη­σε άχρη­στη και ανή­θι­κη αυ­τή την άπο­ψη. Όσο για τον Βα­σι­λιά Λιρ το θε­ω­ρεί πο­λύ κα­κό δρά­μα, πε­ρί­ερ­γο, χω­ρίς βά­ση και γε­λοίο. Ο Σαίξ­πηρ, εί­ναι αλή­θεια, χρη­σι­μο­ποιεί πο­λύ τρα­βηγ­μέ­νες σκη­νές σε πολ­λά από τα έρ­γα του, και στον Βα­σι­λιά Λιρ πολ­λά μας πα­ρα­ξε­νεύ­ουν κα­τά την εξέ­λι­ξη της υπό­θε­σης. Μή­πως ετοί­μα­ζε ένα Μπέ­κετ; Αν σκε­φτού­με την ει­κο­νι­κή αυ­το­κτο­νία του τυ­φλού Γκλό­στερ, μας πα­ρα­πέ­μπει στον Μπέ­κετ.
Ο Σαίξ­πηρ κα­τά βά­σιν εί­ναι ένας ρε­α­λι­στής, ένας ποι­η­τής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ίσως και της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που ζού­με, αν ανα­λο­γι­στού­με τα έρ­γα του που σχε­δόν όλα ανα­φέ­ρο­νται στην εξου­σία.
Εί­ναι λοι­πόν ένας πο­λι­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας ; Ο Νί­τσε στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο της Χα­ρού­με­νης επι­στή­μης του, προς τι­μήν του Σαίξ­πηρ ανα­φέ­ρει: «Το ύψος στο οποίο το­πο­θε­τεί τον Καί­σα­ρα εί­ναι η υψη­λό­τε­ρη τι­μή που μπο­ρού­σε να κά­νει στο Βρού­το. Μό­νο έτσι διο­γκώ­νει υπέρ­με­τρα τό­σο το εν­δό­μυ­χο πρό­βλη­μα του Βρού­του όσο και την ψυ­χι­κή του δύ­να­μη που τον έκα­νε να κό­ψει αυ­τόν τον "Γόρ­διο δε­σμό". Μή­πως ήταν η πο­λι­τι­κή ελευ­θε­ρία εκεί­νη που έκα­νε τον Σαίξ­πηρ να συ­μπα­θή­σει τον Βρού­το ― και να γί­νει συ­νέ­νο­χος τού Βρού­του; Ή μή­πως ήταν η πο­λι­τι­κή ελευ­θε­ρία μό­νο μια συμ­βο­λι­κή γλώσ­σα για κά­τι ανέκ­φρα­στο;»
Λέ­γο­νται πολ­λά για τις πο­λι­τι­κές πε­ποι­θή­σεις του· πά­νω απ' όλα όμως εί­ναι ένας με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας και σαν τέ­τοιος διά­λε­ξε σπου­δαί­ες υπο­θέ­σεις για τα έρ­γα του. Πα­ρ' όλα αυ­τά δεν εί­ναι ένας «κλα­σι­κός».
Ο φι­λό­σο­φος Βιτ­γκεν­στάιν ανα­ρω­τή­θη­κε για­τί ο Σαίξ­πηρ δεν του λέ­ει τί­πο­τα. Εί­χε μάλ­λον κα­τά νου τον στί­χο από τον Χα­μέ­νο Πα­ρά­δει­σο του Μίλ­τω­να, όταν έλε­γε ότι ένας ποι­η­τής δεν μπο­ρεί να πει «τρα­γου­δώ σαν τα που­λιά», για τον Σαίξ­πηρ όμως ισχύ­ει το «τρα­γου­δώ­ντας ξύ­λι­νες νό­τες άγρια». Ασχο­λού­με­νος με τη θε­ω­ρία του Φρόιντ για τα όνει­ρα, συ­μπέ­ρα­νε ή μάλ­λον πα­ρο­μοί­α­σε τα έρ­γα του με τα όνει­ρα: «Το σύ­νο­λο των έρ­γων του Σαίξ­πηρ δη­μιουρ­γεί μια δι­κή του γλώσ­σα. Με άλ­λα λό­για εί­ναι εντε­λώς μη ρε­α­λι­στι­κός (όπως ένα όνει­ρο).»
Ο Σαίξ­πηρ εί­ναι για όποιον τον με­λε­τά­ει ο γεν­ναιό­δω­ρος τε­χνί­της της γλώσ­σας, η οποία σύμ­φω­να με το φι­λο­σο­φι­κό έρ­γο του Βιτ­γκεν­στάιν Tractatus logico philosophicus εί­ναι τα όρια του κό­σμου μας.


Λίγα για τον Σαίξπηρ



Δεν υπάρ­χει σχε­δόν κα­μία συ­νι­στώ­σα των έρ­γων και των ημε­ρών των αν­θρώ­πων, την οποία να μην έχει απει­κο­νί­σει στη γλώσ­σα, να μην έχει ρί­ξει πά­νω της το πε­ρι­γρα­φι­κό δί­χτυ τού απα­ρά­μιλ­λου λε­ξι­λο­γι­κού και γραμ­μα­τι­κού του πλού­του. Χει­ρι­στής σχε­δόν τριά­ντα χι­λιά­δων λέ­ξε­ων (ο κό­σμος του Ρα­κί­να εί­ναι κτι­σμέ­νος με το ένα δέ­κα­το αυ­τού του αριθ­μού), ο Σαίξ­πηρ πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε άλ­λο αν­θρώ­πι­νο ον, έχει κά­νει τον κό­σμο να νιώ­θει άνε­τα μέ­σα στη λέ­ξη. Εί­ναι μία ιδιο­φυία της επι­κοι­νω­νί­ας.
Αλ­λά φτά­νει αυ­τό; Μπο­ρεί να τον κα­τα­στή­σει έναν Dichter⁵ (ποι­η­τή), κά­ποιον που, σύμ­φω­να με τον γερ­μα­νι­κό ιδε­α­λι­σμό, δεν εί­ναι απλά ένας ποι­η­τής πα­ρά ένας «ομι­λη­τής της αλή­θειας», ένας ηθι­κός φο­ρέ­ας, ένας φύ­λα­κας μιας αν­θρω­πό­τη­τας που λό­γω της σύγ­χυ­σής της βρί­σκε­ται διαρ­κώς σε κίν­δυ­νο.
Ο Βιτ­γκεν­στάιν δεν δέ­χε­ται την a priori μο­να­δι­κό­τη­τα του Σαίξ­πηρ όπως πα­ρου­σια­ζό­ταν στη γερ­μα­νι­κή παι­δεία που έλα­βε στη Βιέν­νη, κι εκτός αυ­τού με­γά­λω­σε μέ­σα στη μου­σι­κή.⁶ Δεν μπο­ρεί να συ­γκρί­νει τη με­γά­λη καρ­διά του Μπε­τό­βεν με τον Σαίξ­πηρ. Ο Μπε­τό­βεν εί­ναι ένας πραγ­μα­τι­κός Dichter, υπάρ­χει και κι­νεί­ται σαν τέ­τοιος έξω από τα όρια του κό­σμου μας με τη μου­σι­κή του, σ' αυ­τές τις υπερ­βα­τι­κές σφαί­ρες όπου δεν επι­τρέ­πε­ται η προ­φο­ρι­κή ομι­λία.
Εί­ναι ο Σαίξ­πηρ κλα­σι­κός; Ο Μά­θιου Άρ­νολντ, την επο­χή της «μο­να­δι­κό­τη­τας» του ποι­η­τή, έκα­νε την πα­ρά­τολ­μη δια­πί­στω­ση ότι αυ­τός δεν δί­δα­ξε την ποί­η­ση, πα­ρά δη­μιούρ­γη­σε μό­νο μι­μη­τές. Κι έτσι για πά­ρα πο­λύ και­ρό ο αγ­γλι­κός στί­χος έπα­σχε από «σαιξ­πη­ρο­μα­νία», χω­ρίς κα­μιά εξέ­λι­ξη.
Τα γνω­ρί­σμα­τα του κλα­σι­κού εί­ναι αυ­τά των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων, του Βιρ­γί­λιου και του Δά­ντη. Την εξαι­ρε­τι­κή λι­τό­τη­τά τους στην έκ­φρα­ση του κά­θε πράγ­μα­τος, ο Σαίξ­πηρ δεν τη γνω­ρί­ζει.
Ο F.W. Schelling στη Δρα­μα­τι­κή ποί­η­ση ανα­φέ­ρει: «Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα αν­θρώ­πι­νο που να μην έθι­ξε ο Σαίξ­πηρ, το θί­γει όμως μό­νο στα επί μέ­ρους, κα­θώς οι Έλ­λη­νες το έθι­ξαν στην ολό­τη­τά του.
Τα στοι­χεία της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης από τα ανώ­τε­ρα έως τα κα­τώ­τε­ρα υπάρ­χουν διά­σπαρ­τα σ' αυ­τόν: Γνώ­ρι­ζε το παν, κά­θε πά­θος, κά­θε φρό­νη­μα, τη νε­ό­τη­τα και το γή­ρας, τον βα­σι­λέα και τον ποι­μέ­να.
Από την ακο­λου­θία των έρ­γων του θα μπο­ρού­σε κα­νείς να ανα­συ­στή­σει την αφα­νι­σμέ­νη γη. Μό­νο εκεί­νη η αρ­χαία λύ­ρα μά­γευε με τέσ­σε­ρις τό­νους ολό­κλη­ρο τον κό­σμο. Το νέο όρ­γα­νο εί­ναι χι­λιό­χορ­δο, κερ­μα­τί­ζει την αρ­μο­νία του σύ­μπα­ντος προ­κει­μέ­νου να τη δη­μιουρ­γή­σει και γι’ αυ­τό εί­ναι πά­ντο­τε λι­γό­τε­ρο κα­τευ­να­στι­κό για την ψυ­χή. Η αυ­στη­ρή ομορ­φιά που κα­τα­πρα­ΰ­νει τα πά­ντα μπο­ρεί να συ­νί­στα­ται μό­νο στην απλό­τη­τα».
Πολ­λοί βα­σί­ζουν την άπο­ψη ότι εί­ναι φι­λό­σο­φος, απα­ριθ­μώ­ντας όλους τούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς που του προσ­δί­δουν: Αντι­κει­με­νι­κός, απρό­σω­πος, κα­θο­λι­κός κ.λπ. Αλ­λά η διά­θε­ση η πνευ­μα­τι­κή του Σαίξ­πηρ εί­ναι τε­λεί­ως αντί­θε­τη από του φι­λο­σό­φου. Ο τε­λευ­ταί­ος υπο­τάσ­σει το συ­ναί­σθη­μα και το θέ­α­μα της ζω­ής στην σκέ­ψη, που τα συλ­λαμ­βά­νει και τα εξη­γεί, λύ­νο­ντας δια­λε­κτι­κά τις αντι­θέ­σεις, άλ­λο­τε με τη μία κι άλ­λο­τε με την άλ­λη αρ­χή. Ενώ ο Σαίξ­πηρ τα συλ­λαμ­βά­νει και τα απο­δί­δει στη ζω­ι­κή τους κι­νη­τι­κό­τη­τα, αγνο­ώ­ντας κρι­τι­κές και θε­ω­ρί­ες, και τα λύ­νει απο­κλει­στι­κά μέ­σα στη σα­φή­νεια της ανα­πα­ρά­στα­σης.
Το ότι σε με­ρι­κά από τα έρ­γα του γί­νο­νται «φι­λο­σο­φι­κές νύ­ξεις» οι οποί­ες πα­ρα­μέ­νουν άλυ­τες, δεν τον κα­θι­στούν φι­λό­σο­φο, ίσως ελά­χι­στα προ­φι­λό­σο­φο π.χ.

Γερ­τρού­δη: Για­τί σου φαί­νε­ται ιδιαί­τε­ρα σκλη­ρός ο θά­να­τος του πα­τέ­ρα σου;
Άμ­λετ: Φαί­νε­ται; όχι Κυ­ρία, εί­ναι. Δεν ξέ­ρω εγώ το φαί­νε­ται. (Άμ­λετ).

Σε σχέ­ση με τον Άμ­λετ, ο Οι­δί­πους τύ­ραν­νος του Σο­φο­κλή εί­ναι πραγ­μα­τι­κά μια τρα­γω­δία του «εί­ναι και του φαί­νε­σθαι», για τα οποία ο Σαίξ­πηρ απλώς κά­νει νύ­ξη.

τίς γάρ, τίς ἀνὴρ πλέ­ον
τᾶς εὐδαι­μο­νί­ας φέ­ρει
ἢ το­σοῦτον ὅσον δο­κεῖν
καὶ δό­ξα­ντ᾽ ἀποκλῖναι;
[ Οι­δί­πους τύ­ραν­νος, στ. 1189-1192 ]

Για­τί ποιος άν­θρω­πος, ποιος,
την ευ­τυ­χία χαί­ρε­ται αλ­λιώς
πα­ρά σα μια ονει­ρο­φα­ντα­σιά,
που αφού θα την ονει­ρευ­τεί
γυρ­νά­ει και φεύ­γει.
(Μτ­φρ. Ι.Ν. Γρυ­πά­ρης)

Αυ­τού του εί­δους οι φι­λο­σο­φι­κές νύ­ξεις, ελά­χι­στες μεν αλ­λά που υπάρ­χουν όντως στο έρ­γο του, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν μας οδη­γούν που­θε­νά. Κι αν φύ­γουν απ' το κεί­με­νο ως διά μα­γεί­ας, δεν θ' αφή­σουν κα­νέ­να κε­νό ώστε να γί­νει αντι­λη­πτή η έλ­λει­ψή τους ή να χά­σουν οι ενα­πο­μεί­να­ντες στί­χοι το νό­η­μά τους. Άλ­λω­στε η φι­λο­σο­φία δεν εί­ναι κά­τι που το συ­να­ντάς εύ­κο­λα και τυ­χαία στο δρό­μο σου ή έρ­χε­ται αυ­τή ξαφ­νι­κά κα­τά πά­νω σου. Αυ­τό το αιώ­νιο ερώ­τη­μα για την ύπαρ­ξη μπο­ρεί να εμ­φα­νί­στη­κε πρώ­τα-πρώ­τα υπό την μορ­φή ποι­ή­μα­τος, από τον Παρ­με­νί­δη, ωστό­σο δεν μπο­ρεί κά­θε ποι­η­τής που απλώς γνω­ρί­ζει την ύπαρ­ξη των φι­λο­σο­φι­κών ερω­τη­μά­των, αλ­λά δεν επι­ζη­τεί την λύ­ση τους, να ονο­μα­στεί ποι­η­τής-φι­λό­σο­φος.
Αλ­λά μιας και βρε­θή­κα­με στο πε­δίο δρά­σης του Άμ­λετ, ας πα­ρα­μεί­νου­με για λί­γο κι ας δού­με αυ­τόν τον τό­σο μοι­ραίο ήρωα, που όλοι αγα­πή­σα­με και που θα αγα­πιέ­ται και στο μέλ­λον κα­θώς θα «εμ­φα­νί­ζε­ται» κά­θε φο­ρά με κά­ποιο απ' τα πολ­λά πρό­σω­πά του. Διό­τι οι Άμ­λετ εί­ναι πολ­λοί, αλ­λά ο ρό­λος που κα­λεί­ται να υπο­δυ­θεί ο κα­θέ­νας τους, πα­ρα­μέ­νει ο ίδιος αν και κα­τά βά­θος σκο­τει­νός και άλυ­τος.
Το να ανα­φε­ρό­μα­στε στη δρά­ση του Άμ­λετ μάλ­λον μοιά­ζει με ει­ρω­νεία, αφού κα­μιά δρά­ση δεν του ται­ριά­ζει.
Εί­ναι ένας φοι­τη­τής της φι­λο­σο­φί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Βι­τεμ­βέρ­γης και σαν δια­νο­ού­με­νος ανα­ρω­τιέ­ται για πολ­λά. Εκεί­νο που τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει δεν εί­ναι τό­σο η αβου­λία του ή η απρα­ξία του, αλ­λά η αδυ­να­μία του να εν­νο­ή­σει έναν κό­σμο τό­σο φτω­χό σε αι­σθή­μα­τα ψεύ­τι­κο και χα­μερ­πή. Κι αι­σθα­νό­με­νος με­τέ­ω­ρος ανά­με­σα σ' αυ­τόν τον κό­σμο τον αξιο­θαύ­μα­στο και συγ­χρό­νως σ' αυ­τόν τον κό­σμο – φυ­λα­κή, ανα­ρω­τιέ­ται αν αξί­ζει να πράτ­τει κα­νείς ή όχι.

To be or not to be?


Λίγα για τον Σαίξπηρ




Κα­θώς οι επο­χές δια­δέ­χο­νται η μία την άλ­λη κι ο και­ρός περ­νά, οι Άμ­λετ με­λε­τούν και σπου­δά­ζουν ανά­λο­γες θε­ω­ρί­ες και φι­λο­σο­φί­ες. Έχου­με τον Άμ­λετ που έχει δια­βά­σει Μο­νταί­νιο ή τον Άμ­λετ που έχει δια­βά­σει Νί­τσε ή Μαρξ. Αλ­λά αυ­τό δεν μπο­ρεί να δώ­σει κά­ποια λύ­ση στη με­γά­λη απο­ρία του. Πολ­λοί τον θε­ώ­ρη­σαν απο­τυ­χη­μέ­νο ήρωα του Σαιξ­πηρ.⁷ Άλ­λοι πί­στε­ψαν, ότι ο Άμ­λετ εί­ναι ο ίδιος ο Σαίξ­πηρ.⁸
Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι το κύ­ριο πρό­σω­πο, αυ­τό που ανοί­γει και κλεί­νει το δρά­μα του Άμ­λετ εί­ναι ο Φορ­τε­μπράς, ο Νορ­βη­γός πρί­γκι­πας.
Εί­ναι λοι­πόν αυ­τός η απο­τυ­χία του Σαίξ­πηρ, ή εί­ναι ακρι­βώς αυ­τό που φα­ντά­στη­κε και απέ­δω­σε κα­τά γράμ­μα; Δεν το γνω­ρί­ζει κα­νείς. Αλ­λά ένα εί­ναι σί­γου­ρο, πως ο ποι­η­τής δεν φα­ντά­στη­κε πο­τέ ότι τε­λι­κά οι Γκίλ­ντεν­στερν και οι Ρό­ζεν­κραντς, αυ­τοί οι άσχε­τοι, θα κυ­βερ­νούν αυ­τούς που σαν νέ­οι Άμ­λετ θα ανα­ρω­τιού­νται και θα χα­σο­με­ρούν για την τύ­χη αυ­τού του κό­σμου, και για το μοι­ραίο της ύπαρ­ξής του.

Γκίλ­ντεν­στερν: Ω αφέ­ντη μου, τό­σο τολ­μη­ρό εί­ναι το σέ­βας μου, τό­σο αδιά­κρι­τη η αγά­πη μου.
Άμ­λετ: Αυ­τό δεν το πο­λυ­κα­τα­λα­βαί­νω. Δεν παί­ζεις τού­το το σου­ραύ­λι;
Γκίλ­ντενστερν: Αφέ­ντη μου, δεν ξέ­ρω.
Άμ­λετ: Σε πα­ρα­κα­λώ.
Γκίλ­ντενστερν: Πί­στε­ψέ με δεν ξέ­ρω.
Άμ­λετ: Κά­νε μου τη χά­ρη.
Γκίλ­ντενστερν: Δεν ξέ­ρω ού­τε να το πιά­σω αφέ­ντη μου.
Άμ­λετ: Εί­ναι εύ­κο­λο σαν το ψέ­μα: Κυ­βέρ­νη­σε αυ­τές τις τρύ­πες με τα δά­χτυ­λά σου, φύ­ση­ξε με το στό­μα σου και θα σου λα­λή­σει εκ­φρα­στι­κό­τα­τη μου­σι­κή. Να εδώ εί­ναι τα κλει­διά.
Γκίλ­ντενστερν: Μα αυ­τά δεν μπο­ρώ να τα κυ­βερ­νή­σω, ώστε να βγά­λουν αρ­μο­νία. Δεν ξέ­ρω την τέ­χνη.
Άμ­λετ: Ε, βλέ­πεις τώ­ρα για πό­σο τι­πο­τέ­νιο πρά­μα μ' έχεις! Θες να με παί­ξεις; Κά­νεις σαν να ξέ­ρεις τα κλει­διά μου. Θες να ξε­ρι­ζώ­σεις την καρ­διά του μυ­στι­κού μου. Θες να με κά­νεις να βγά­λω ήχο απ' όλη τη δια­πα­σών μου από τη βά­ση μου ως την ψη­λό­τε­ρη νό­τα. Κι εδώ 'ναι πολ­λή μου­σι­κή, εξαι­ρε­τι­κή φω­νή στο μι­κρό τού­το όρ­γα­νο. Κι όμως δεν μπο­ρείς να το κά­νεις να λα­λή­σει. Τι διά­τα­νο, θαρ­ρείς πως παί­ζο­μαι εγώ ευ­κο­λό­τε­ρα κι από ’να σου­ραύ­λι; Πες με ό,τι όρ­γα­νο θέ­λεις, να με φας μπο­ρείς, να με παί­ξεις δεν μπο­ρείς. (Άμ­λετ).

Πα­ρ' όλες τις ωμό­τη­τες στην έκ­φρα­σή του, που θα τις ζή­λευε κι ένας σου­ρε­α­λι­στής ― π.χ. στον Άμ­λετ:

Κλαύ­διος: Λοι­πόν Άμ­λετ, που ’ναι ο Πο­λώ­νιος;
Άμ­λετ: Στο δεί­πνο
Κλαύ­διος: Στο δεί­πνο πού;
Άμ­λετ: Όχι όπου τρώ­ει, πα­ρ' όπου τρώ­γε­ται!

Ή στον Οθέ­λο:

Ιά­γος: Διά­τα­νε! Κύ­ριε, εί­σαι από κεί­νους που δε θέ­λουν να δου­λέ­ψουν θεό, αν τους το δια­τά­ζει ο διά­βο­λος. Εμείς ερ­χό­μα­στε να σου προ­σφέ­ρου­με υπη­ρε­σία κι εσύ λες πως εί­μα­στε τρα­μπού­κοι. Θες την κό­ρη σου να τη βα­τεύ­ει ένα μπαρ­μπα­ρέ­ζι­κο άλο­γο, θες τα εγ­γό­νια σου να σου χλι­μι­ντράν, νά 'χεις ξα­δέρ­φια σου άλο­γα της κα­βά­λας και συγ­γε­νείς σου γο­μά­ρια;
Βρα­βά­ντιος: Τι πρό­στυ­χος χα­μέ­νος εί­σ' εσύ;
Ιά­γος: Εί­μαι, κύ­ριε, ένας που έρ­χε­ται να σου ει­πεί πως η κό­ρη σου κι ο Μαύ­ρος κά­νουν τώ­ρα το χτή­νος με τις δύο ρά­χες.

ο Σαίξ­πηρ υπήρ­ξε πο­λύ γλυ­κός με τον μαύ­ρο Οθέ­λο και τον Εβραίο Σάι­λοκ. Προ­βάλ­λει την πρω­τό­γο­νη ευ­γέ­νεια των αι­σθη­μά­των του Οθέ­λου, κι ανα­γνω­ρί­ζει στον Σάι­λοκ την ομοιό­τη­τά του με τους άλ­λους αν­θρώ­πους. Δεν ήταν ρα­τσι­στής. Πα­ρου­σί­α­σε τους ρα­τσι­στές και τις πλα­νε­ρές από­ψεις τους, αλ­λά ξε­κα­θά­ρι­σε το θέ­μα της μειο­νό­τη­τας.

Θα μπο­ρού­σα­με να χα­θού­με μέ­σα στο άπει­ρο του Σαίξ­πηρ που έχει κα­τοι­κία του αυ­τόν τον κό­σμο τον πραγ­μα­τι­κό, που δεν άφη­σε ού­τε ένα μό­ριό του δί­χως να μας το πα­ρου­σιά­σει
Εί­ναι γι’ αυ­τόν που ο Χάζ­λιτ έγρα­ψε τον ορι­σμό της ποί­η­σης. «Η ποί­η­ση εί­ναι απλά η υψη­λό­τε­ρη ευ­γλωτ­τία του πά­θους, η πιο ζω­ντα­νή μορ­φή έκ­φρα­σης που μπο­ρεί να δο­θεί στην αντί­λη­ψη που έχου­με οποιου­δή­πο­τε πράγ­μα­τος, εί­τε ευ­χά­ρι­στου εί­τε επώ­δυ­νου, κα­κό­βου­λου ή αξιο­πρε­πούς, απο­λαυ­στι­κού ή δυ­σά­ρε­στου.
Εί­ναι η τέ­λεια σύμ­πτω­ση της ει­κό­νας με τη λέ­ξη και το συ­ναί­σθη­μα που έχου­με, το οποίο δεν μπο­ρού­με να ξε­φορ­τω­θού­με με κα­νέ­να άλ­λο τρό­πο, που δί­νει μια στιγ­μιαία ικα­νο­ποί­η­ση στην σκέ­ψη».
Ο Σαίξ­πηρ σαν με­γά­λος ποι­η­τής δεν εγκα­τα­λεί­πει πο­τέ τις με­γά­λες αντι­πα­ρα­θέ­σεις. Μό­νο που τις διευ­θε­τεί δια­φο­ρε­τι­κά. Στους άρ­χο­ντες της φε­ου­δαρ­χί­ας που αλ­λη­λο­σφά­ζο­νται, αντι­πα­ρα­θέ­τει την δον­κι­χω­τι­κή μορ­φή απ' την ανά­πο­δη, του Φάλ­σταφ. Στον Ερ­ρί­κο Δ' που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως ανοι­χτό­καρ­δο έρ­γο, ο Σερ Τζον Φάλ­σταφ δεν προ­σω­πο­ποιεί μό­νο τη λα­χτά­ρα της ζω­ής στην Ανα­γέν­νη­ση, το βρο­ντώ­δες γέ­λιο της απέ­να­ντι στον ου­ρα­νό και την κό­λα­ση, στο στέμ­μα και σε όλες τις άλ­λες βα­σι­λι­κές πα­ρα­νο­μί­ες. Ο χο­ντρός ιπ­πό­της έχει μια σο­φία και πεί­ρα πλη­βεί­ου. Δεν θα αφή­σει την ιστο­ρία να τον κα­τα­βρο­χθί­σει, την χλευά­ζει.
Υπάρ­χουν δύο θαυ­μά­σιες σκη­νές στον Ερ­ρί­κο Δ'. Στην πρώ­τη, ο Φάλ­σταφ, που μό­λις ονο­μά­στη­κε λο­χα­γός, πη­γαί­νει με τους άν­δρες του να συ­να­ντή­σει το στρά­τευ­μα. Έχει στρα­το­λο­γή­σει σα­κά­τη­δες, κου­ρε­λή­δες και δια­κο­νιά­ρη­δες, για­τί όσοι εί­χαν χρή­μα­τα γλύ­τω­σαν τη στρα­το­λό­γη­ση. Ο νε­α­ρός πρί­γκι­πας μέ­νει εμ­βρό­ντη­τος στη θέα αυ­τού του στρα­τού, αλ­λά ο Φάλ­σταφ ψύ­χραι­μος απο­κρί­νε­ται.

Φάλ­σταφ: Τσα, τσα. Κα­λοί για πι­ρού­νι­σμα, τα­γή του κα­νο­νιού, τα­γή του κα­νο­νιού. Σου κα­λο­γιο­μί­ζουν τά­φο όσο κι οι κα­λύ­τε­ροι.
Αμ' τι παι­δί μου αν­θρώ­ποι θνη­τοί, αν­θρώ­ποι θνη­τοί.

Μια σκη­νή που θα ταί­ρια­ζε όπως εί­ναι σ' ένα έρ­γο του Μπρε­χτ.

Η δεύ­τε­ρη σκη­νή πα­ρου­σιά­ζει τον Φάλ­σταφ στο πε­δίο της μά­χης. Κοι­τά­ζει γύ­ρω του για την πιο κα­λή κρυ­ψώ­να και μο­νο­λο­γεί:

Φάλ­σταφ: Τι εί­ναι λοι­πόν τι­μή; Μια λέ­ξη. Τι εί­ναι αυ­τή η λέ­ξη τι­μή; Αέ­ρας κο­πα­νι­στός. Ωραί­ος λο­γα­ρια­σμός. Ποιος την έχει; Εκεί­νος που πέ­θα­νε την Τε­τρά­δη. Την αι­σθά­νε­ται; Όχι. Την ακού­ει; Τί­πο­τα. Εί­ναι αναί­σθη­το πρά­μα λοι­πόν; Βέ­βαια, στους νε­κρούς. Μα δε ζει με τους ζω­ντα­νούς; Όχι. Για­τί; Η αβα­νιά δεν αφή­νει. Λοι­πόν ας πά­ει στο κα­λό. Η τι­μή εί­ναι τί­πο­τα πα­ρά φα­ντα­χτε­ρή μου­τζού­ρα. Κι έτσι εδώ τε­λειώ­νει η κα­τή­χη­σή μου. (Ερ­ρί­κος Δ')

Ο Σαίξ­πηρ δεν γνω­ρί­ζει ζωή άλ­λη απ' αυ­τή τη γή­ι­νη, τη σφρι­γη­λή, τη γε­μά­τη πά­θος και αγω­νία, που πα­ρα­δέρ­νει με­τα­ξύ χα­ράς και πό­νου και που γύ­ρω της κα­θώς και άνω­θέ της αιω­ρεί­ται η σκιά του μυ­στη­ρί­ου.
Θα ’ναι λά­θος να πού­με πως ήταν ένα πνεύ­μα κυ­ριευ­μέ­νο από χρι­στια­νι­κές ιδέ­ες ή και το αντί­θε­το, ένας ει­δω­λο­λά­τρης. Ανα­γνω­ρί­ζει τον αν­θρώ­πι­νο αυ­θορ­μη­τι­σμό και την ελευ­θε­ρία σαν δυ­νά­μεις που δο­κι­μά­ζουν μέ­σα στο ίδιο γε­γο­νός τη δι­κή τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γι' αυ­τό κι ό,τι λεί­πει από τα έρ­γα του εί­ναι η ιστο­ρι­κή έν­νοια της ζω­ής, όπως την πα­ρα­τη­ρού­με στον Δά­ντη, αν και στη μορ­φή της με­σαιω­νι­κής φι­λο­σο­φί­ας της ιστο­ρί­ας.
Αυ­τό που πε­ρισ­σό­τε­ρο μπερ­δεύ­ει τους με­λε­τη­τές του εί­ναι το ότι δεν γνω­ρί­ζουν ποια ήταν εκεί­να που επη­ρέ­α­σαν τη σκέ­ψη του, τι απ' όλα αυ­τά που συ­νέ­βαι­ναν στην Ανα­γέν­νη­ση γνώ­ρι­ζε, και τι απ' όλα αυ­τά πί­στε­ψε και καλ­λιέρ­γη­σε.
Άκου­σε ο Σαίξ­πηρ κά­τι για τον Σω­κρά­τη της Ανα­γέν­νη­σης, τον Giordano Bruno;⁹ Έμα­θε κά­τι για τις θε­ω­ρί­ες του;
Αλ­λά δεν πρέ­πει να ’χου­με πολ­λές απαι­τή­σεις από έναν άν­θρω­πο της Ανα­γέν­νη­σης όπου ένα φυ­τώ­ριο ανα­πτύσ­σε­ται χω­ρίς να έχει ακό­μη ολο­κλη­ρω­θεί και φα­νεί στον κό­σμο ολό­φω­τη η πο­λύ­τι­μη καλ­λιέρ­γειά του. Κι εί­ναι μά­ταιο να ζη­τά­με από το Σαίξ­πηρ εκεί­να που δεν έφθα­σαν ο Bruno κι ο Campanella,¹⁰ ού­τε αρ­γό­τε­ρα ο Καρ­τέ­σιος κι o Σπι­νό­ζα.
Ο Σαίξ­πηρ πή­ρε στο πα­ρελ­θόν και παίρ­νει ακό­μα και σή­με­ρα πολ­λές φο­ρές το ανά­στη­μα του φι­λο­σό­φου, ίσως για­τί η λο­γο­τε­χνία νιώ­θει κά­ποια έλ­ξη για τη φι­λο­σο­φία, κι εί­ναι αλή­θεια ότι και οι δυο με­τα­χει­ρί­ζο­νται μια γλώσ­σα αυ­στη­ρή και «ει­δι­κού τύ­που» κι ανα­ζη­τούν την τρο­φή τους αμ­φό­τε­ρες σε κοι­νούς τό­πους.
Κι αν δεν μπο­ρεί κα­τά την απει­ρία του να συ­γκρι­θεί με κα­νέ­ναν από τους αρ­χαί­ους τρα­γι­κούς, εμείς πρέ­πει να έχου­με το δι­καί­ω­μα της ελ­πί­δας, για ένα Σο­φο­κλή του κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νου κό­σμου μας, να ελ­πί­ζου­με στην τρό­πον τι­νά αμαρ­τω­λή Τέ­χνη για ένα εξι­λα­σμό. Ο Σαίξ­πηρ υπήρ­ξε κα­τά κά­ποιο τρό­πο ένας υπαι­νιγ­μός για τη δυ­να­τό­τη­τα της εκ­πλή­ρω­σης αυ­τής της προσ­δο­κί­ας.

Λίγα για τον Σαίξπηρ




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*Πε­ρι­στέ­ρα Θε­με­λή. Δί­δα­ξε φι­λο­λο­γι­κά μα­θή­μα­τα στη μέ­ση εκ­παί­δευ­ση στα Ιω­άν­νι­να.

1. Natura naturata: η δη­μιουρ­γη­μέ­νη φύ­ση.
2. Να­tura naturans: η δη­μιουρ­γι­κή φύ­ση, η σχέ­ση του Θε­ού με την δη­μιουρ­γία, η κα­θο­λι­κή δυ­να­τό­τη­τα. (Σπι­νό­ζα, Ηθι­κή, 1877,  μτ­φρ. Μί­να Ζω­γρά­φου, εκδ. Πέλ­λα, χχ.)
3.Τζέιμς Τζόις: «Ο καλ­λι­τέ­χνης, όπως ο θε­ός της δη­μιουρ­γί­ας πα­ρα­μέ­νει μέ­σα, η πί­σω, η πέ­ρα, η πά­νω από το έρ­γο του, αό­ρα­τος...» (Το πορ­τρέ­το του καλ­λι­τέ­χνη σε νε­α­ρή ηλι­κία, 1916), μτ­φρ. Μ.Σ. εκδ. Γράμ­μα­τα 1990.
4. L' art pour l'art: Ο Νί­τσε στο Λυ­κό­φως των ει­δώ­λων (1880) γρά­φει: «"L art pour l art" ση­μαί­νει: να πά­ρει ο διά­βο­λος την ηθι­κή.» (μτ­φρ. Γιάν­νης Δρα­σγά­νης, εκδ. Κά­κτος 1989, σελ 101)
5. Dichter: Δύο εί­δη πνευ­μα­τι­κώς με­ρι­μνώ­ντων αν­θρώ­πων ανα­γνω­ρί­ζει ο Χάι­ντε­γκερ (1889-1976) τον δια­νοη­τή (Denker) και τον ποι­η­τή (Dichter). Τέ­τοιους ποι­η­τές θε­ω­ρεί τον Χέλ­ντερ­λιν, τον Σο­φο­κλή και τον Ρίλ­κε.
6. Βιτ­γκεν­στάιν: Ο Αυ­στρια­κός φι­λό­σο­φος(1889-1951) εξο­μο­λο­γή­θη­κε στον Νόρ­μαν Μάλ­κολμ ότι η αρ­γή κί­νη­ση στο τρί­το κουαρ­τέ­το του Brahms τον απέ­τρε­ψε δύο φο­ρές από την αυ­το­κτο­νία.
7. Απο­τυ­χη­μέ­νος ήρω­ας χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ο Άμ­λετ από τον Τ.Σ. Έλιοτ και όχι μό­νο.
8. Ο Τζέιμς Τζόις στον Οδυσ­σέα του (1922), ανα­φέ­ρει με το στό­μα του Στί­βεν Ντέ­ντα­λους ότι ο Άμ­λετ εί­ναι αυ­τός ο ίδιος ο Σαίξ­πηρ (Οδυσ­σέ­ας, μτ­φρ. Σω­κρά­της Κα­ψά­σκης, Κέ­δρος 1990 σ. 256.)
9. Giordano Bruno: (1548-1600) Ιτα­λός φι­λό­σο­φος, κά­η­κε στην πυ­ρά για τις ιδέ­ες του.
10. Campanella: Ιτα­λός φι­λό­σο­φος (1568-1639).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τα απο­σπά­σμα­τα από έρ­γα του Σαίξ­πηρ εί­ναι σε μτ­φρ. Βα­σί­λη Ρώ­τα, εκδ. Επι­και­ρό­τη­τα.

Benedetto Croce, Κεί­με­να Αι­σθη­τι­κής - Ιστο­ριο­γρα­φί­ας - Δο­κί­μια, μτ­φρ. Λα­σι­θιω­τά­κη, Δω­δώ­νη 1976
Μάρ­τιν Χάι­ντε­γκερ, Ει­σα­γω­γή στη Με­τα­φυ­σι­κή, (1953), μτ­φρ. Χρή­στος Μα­λε­βί­τσης, εκδ. Δω­δώ­νη 1973
F.W. Schelling, Δρα­μα­τι­κή ποί­η­ση, μτ­φρ. Θε­ό­δω­ρος Λου­πα­σά­κης, Έρα­σμος 1992.
Monroe Beardsley, Ιστο­ρία των αι­σθη­τι­κών θε­ω­ριών, μτ­φρ. Δη­μο­σθέ­νης Κούρ­το­βικ, Παύ­λος Χρι­στο­δου­λί­δης, Νε­φέ­λη­1989.
Μά­ριος Πλω­ρί­της, Ο πο­λι­τι­κός Σαίξ­πηρ" (Η τρα­γω­δία της εξου­σί­ας), εκδ. Κα­στα­νιώ­της 2002
Γιαν Κοτ, Σαίξ­πηρ ο σύγ­χρο­νός μας, μτ­φρ. Αλε­ξαν­δρος Κο­τζιάς, Ηρι­δα­νός 1970

Ray Monk (L. Wittgenstein) Το χρέ­ος μιας με­γα­λο­φυί­ας (1990), μτ­φρ. Γρη­γό­ρης Κον­δύ­λης, εκδ. Scripta 1998
L.​Wit​tgen​stei​n, Πο­λι­τι­σμός και αξί­ες (1980), μτ­φρ. Μυρ­τώ Δρα­γώ­να-Μο­νά­χου, Κω­στής Κω­βαί­ος. εκδ. Καρ­δα­μί­τσα 1986
T.Σ. Eliot, Επτά δο­κί­μια για την ποί­η­ση, μτ­φρ. Μα­ρία Λαϊ­νά, Κλε­ψύ­δρα 1969, β΄ έκδ. Γράμ­μα­τα 1982.
Τζέιμς Τζόις, Οδυσ­σέ­ας (1932), μτ­φρ. Σω­κρά­της Κα­ψά­σκης, Κέ­δρος 1990

George Steiner, Αξό­δευ­τα πά­θη (1996), μτ­φρ. Κα­τε­ρί­να Σχι­νά, Νε­φέ­λη 2002

Μά­θιου Άρ­νολντ, Οι κλα­σι­κοί και η ποί­η­ση, μτ­φρ. Να­τά­σα Κε­σμέ­τη, περ. Ποί­η­ση, τχ. 11, Νε­φέ­λη 1998

Ουί­λιαμ Χάζ­λιτ, Πε­ρί της ποι­ή­σε­ως εν γέ­νει, μτ­φρ. Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης, περ. Ποί­η­ση, τχ. 11 Νε­φέ­λη 1998
Σο­φο­κλής, Οι­δί­πους τύ­ραν­νος, μτ­φρ. Ι.Ν. Γρυ­πά­ρης, Βι­βλιο­πω­λεί­ον της "Εστί­ας", επα­νέκδ. 2019
Όσκαρ Ουάιλντ, De profundis (Εκ βα­θέ­ων, 1905), μτ­φρ. Λου­κάς Θε­ο­δω­ρα­κό­που­λος, εκδ. Ζα­χα­ρό­που­λος 1989.
M.H. Abrams, Ο κα­θρέ­φτης και το φως (1953), μτ­φρ. Άρης Μπερ­λής, εκδ. Κρι­τι­κή 2001.
Φρει­δε­ρι­κος Νί­τσε, Χα­ρού­με­νη Επι­στή­μη (1882), μτ­φρ. Ζή­σης Σα­ρί­κας, Νη­σί­δες, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2004.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: