Βρετανίας & Αμερικής γωνία


the scratch that routes the bee
The slap the candle, slap the tree
He who walks the line or bubbles he mumbles and stumbles he-bop
he, he’s not the dot that marks the glee

ει­σα­γω­γή

σε μία γω­νία ενός ακα­νό­νι­στου το­πί­ου, ψη­φί­δες βρε­τα­νι­κές & ψη­φί­δες αμε­ρι­κα­νι­κές - η αμε­ρι­κή, οι αμε­ρι­κές ― μου­σι­κοί, μου­σι­κές, αλ­λά και ο Βέ­ντρις, ο Γουόρ­χολ, ο Μάρ­κες
με­ρι­κές φο­ρές, και άλ­λη μία, πέ­φτει η σκιά του αμε­ρι­κα­νι­κού Ιό­λα, που κά­πο­τε έφθα­σε αλε­ξαν­δρι­νός με συ­στα­τι­κές του Κα­βά­φη
μετα­κι­νώ κά­ποιες ψη­φί­δες και εμ­φα­νί­ζε­ται μία γραμ­μή σκυ­τα­λο­δρο­μί­ας:
Κα­βά­φης → Ιό­λας → Γουόρ­χολ → VU με Λου Ριντ → Danny Fields → Ρα­μό­νες
αυ­τή δεν ήταν η σει­ρά αλ­λά εί­ναι μία σει­ρά που επι­τρέ­πει αφη­γή­σεις
έστω το­πίο, έστω γω­νία, έστω γραμ­μή
έστω­σαν σχέ­δια, ρο­ές και έστω­σαν ποι­ή­μα­τα

[1/2024]


θά­να­τος στην Βρε­τα­νία

δέν­δρα, σπί­τια, δρό­μοι, γά­τες
και όπως κά­τι σκε­πτό­μα­στε
ίσως κά­πως χα­νό­μα­στε και δεν φθά­νου­με κά­που
βρά­δυ, στύ­λος, φορ­τη­γό, αυ­το­κί­νη­το
οδη­γός, επι­βά­τες, ίσως, μή­πως
και μπαμ
θά­να­τος στην Βρε­τα­νία
Βέ­ντρις και Κό­χραν γω­νία
όπου κά­πως στε­κό­μα­στε
μή­πως κά­ποια βρο­χή, ίσως κά­ποιοι δια­βά­τες
όπως κά­πως βια­ζό­μα­στε, όπως, κά­που, χα­νό­μα­στε
δέν­δρα, σπί­τια
δρό­μοι, σπί­τια και γά­τες

[1998+]

‘σκιαμαχία Ι: άνοιξις χλωμή βρετανική’, Ελένη Ρακαντά, 2023, Διασκευή Ε.Ρ. & ΚΓΜ 2024
‘σκιαμαχία Ι: άνοιξις χλωμή βρετανική’, Ελένη Ρακαντά, 2023, Διασκευή Ε.Ρ. & ΚΓΜ 2024



ακούς;

άκου μίν­θυ­ρους ― ακούς;
άκου ψί­θυ­ρους και κρό­τους
πί­σω απ’ τες χαρ­το­κι­βώ­τους
μά­τια υγρά, χεί­λη πλευ­ρώ­τους
άκου κρί­κους, άκου κρό­τους
σκέ­ψου πά­θους αιχ­μα­λώ­τους

[Σικάγο, 5 π.μ., Φεβρουάριος 1990+]


‘Θαλλελαία των Κέδρων’, Ray Fayumis*, 12/2023
‘Θαλλελαία των Κέδρων’, Ray Fayumis*, 12/2023

* Στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’80 ο Α. Ιό­λας κά­λε­σε ει­κα­στι­κούς να εγκα­τα­στα­θούν γύ­ρω από την κα­τοι­κία του. Ο Ρέι Φα­γιού­μις ήταν με­τα­ξύ αυ­τών που αντα­πο­κρί­θη­καν, αλ­λά μία ει­κο­σα­ε­τία αρ­γό­τε­ρα


L

στο τραί­νο μπαί­νω, βγαί­νω νό­τια
κά­ποιοι, δύο, θέ­λουν κά­τι να δρέ­ψουν
αλ­λά δεν με πλη­σιά­ζουν
γρι­μπά­ντο βλέ­πουν και δρε­κά­ντο θε­ω­ρούν

στο τραί­νο μπαί­νω, βγαί­νω βό­ρεια
κά­ποιοι, έξη ή επτά, θέ­λουν κά­τι να σώ­σουν
αλ­λά δεν μου ζη­τούν

στο τραί­νο μπαί­νω, βγαί­νω στο κέ­ντρο
την ֍ πε­ρι­μέ­νω σε μια πέ­τρι­νη σκά­λα
κια­ρο­σκού­ρο ένα βρά­δυ, κα­πνός

ένας, κά­ποιος, πλη­σιά­ζει και σκύ­βει
Hello Charlie! μού λέ­ει και ση­μαί­νει
αν και ξέ­ρει πως δεν εί­μαι ο Μάν­σον
έλα!, φως, λέω φύ­γε!
κια­ρο­σκού­ρο ένα βρά­δυ, και­ρός

[Σικάγο 1989+]

________
֍ : MC




‘ΑΙ party’, Ray Fayumis, 2/2024
‘ΑΙ party’, Ray Fayumis, 2/2024



μιας νύ­χτας

σχέ­δια μιας νύ­χτας

θέρ­θε­ρου κισ­σού

στα φύλ­λα-του, πα­ρα­μουρ­μού,

ζε­ρέ­θρων στά­ζουν πα­ροι­μί­ες

[Έβανστον 1988/9+]*


____________
*
προη­γή­θη­κε η μει­κτής γλώσ­σας μορ­φή: ‘during the hot nights / fauna ούλ­μου­ρε rumbles / ρού­μπλε-μού­μπλε / she mumbles / ελ­λη­νι­κές πα­ροι­μί­ε­ς’

‘αναψυχή’, Ray Fayumis & Ελένη Ρακαντά, 2/2024
‘αναψυχή’, Ray Fayumis & Ελένη Ρακαντά, 2/2024


ρα­μό­νος

λί­βα θυ­μά­μαι εί­χε όπως χθες
μού­παν θα πά­νε δια­κο­πές
εί­παν θα παν Χαλ­κι­δι­κή
αλ­λά δεν φθά­σαν ως εκεί

άρ­πα­ξαν την μι­κρή Ραλ­λού
την σερφ φου­φού, την μπλε ζου­ζού
την θέ­ρη πή­ραν Μι­σιρ­λού και την ξαν­θή Λου­λού

πή­ραν, τές πή­γαν κά­που αλ­λού
ω που-βου-φου, ω κου-γου-χου
γυα­λί στην άκρη του για­λού

[Joey R. (1981), 2021]

                                            *

μες στον πα­λιά­μπε­λο χο­ρό

                                                                                                                                        της MC

μπό­ρα εληά­τα αρα­βο­άμ
ου­μάρ­τα πάν­δραμ σρα και σταχ
σρά­πτα στοι­χά­αρ­τα πραμ-αρα­μουρ­μούς
θαρ­σάτ­τα συ ταν πυ­ρεϊ­τάν
                         ση­μά­ντραμ τα άι βα­ρά­να­στρα

και άι εσύ των πυ­ρε­τών
μπό­ρα λα­μπρή με γκι­ταρ­ρόν
μπό­ρα σκιά μπό­ρα στοι­χειών
μπό­ρα μυ­ριάμ πα­ρα­μουρ­μοὺ
                        να πά­ει και το αγιά­μπε­λο

[26/6/1994]


‘L’, φωτογραφία: MC, Σικάγο, χειμώνας 1988/9
‘L’, φωτογραφία: MC, Σικάγο, χειμώνας 1988/9

επί­γραμ­μα
JLP [1958-1996]

με­γά­λος ήλιος με μαύ­ρα σπό­ρια
ώχρα ώς τα γό­να­τα, ώχρα ώς τα μά­τια
κί­τρι­νη σκό­νη, κόκ­κι­νη γη
Goodbye Johnny και Τζε­φρι­λή

[JaLaPeñοs,1996+]

                            *

άντι

γρά­φω αντι­κρύ­ζο­ντας, για άλ­λη μια φο­ρά,
την κα­γκε­λό­πορ­τα
όπου ο γουόρ­χολ στέ­κε­ται φω­νά­ζο­ντας

’πα­ρα­κα­λώ τε λει ώ νε τε!
για δε­κα­πέ­ντε χρό­νια γρα­τσου­νά
η κά­θε ποι­η­τι­κή γε­νιά’

ω άντι πα­ρά­τα με,
που θα μου πά­ρεις το γρα­πτό
έχω πολ­λά να γρά­ψω ακό­μη

[8/2/2021]


‘Ιόλα πύλη Warhola’, ΚΓΜ, 2020 & 2023
‘Ιόλα πύλη Warhola’, ΚΓΜ, 2020 & 2023



παν­κα­λού­να

λάμ­ψις του Σί­μο­νον
του άστρου εσπε­ρι­νή
εσύ το ση­μαι­νό­με­νον

ω, η του μπάσ­σου συν­νε­φιά
να­ρά­γουα παν­κα­λού­να

όψις λη­ψιών φαι­νό­με­νον
στο λού­να παρκ των ιδε­ών
εσύ το συ­γκρουό­με­νον

[4/6/2021]

                                    *

συρ­μά­τα

‘                                                a slim pixie, thin and forlorn’, B.

πορ­φύ­ρας νή­μα­τα, κτή­ρια λευ­κά
πα­ρά­θυ­ρα μι­σό­κλει­στα
δί­κλω­να σύρ­μα­τα, φώ­τα λυ­γρά

φώ­τα αρ­γυ­ρά πλοιά­ρια
γορ­γά ανα­βο­σβή­νουν
και ο, η σκιά του, τε­λευ­τά
με ουρ­λια­κτά λευ­κό­χρυ­σα

μέ­ταλ­λα άν­θη με­λα­νά
μια αγκα­λιά
μέ­νουν και τα συλ­λέ­γω αύ­θι

φώ­τα λυ­γρά και σύρ­μα­τα
συρ­μά­τα δώ­δε­κ’ αρ­γυ­ρά

[8 & 9 / 1984+]

*

ίσκα λα­μπρή

και ο ηλε­κτρι­σμός;

― ναι, τον αγυια­γα­πώ
αν και με θλί­βει κά­πο­τε
το βρώ­μο­νε­ραν­τζό­χρουν

οπό­τε;

― ίσκα λα­μπρή
λο - ξα - δε - ξά
ήσκιος λα­μπρός
ηλε­κτρι­σμός νε­κύ­δαλ­λος

και;

― όλες αυ­τές με αέ­ρι ευ­γε­νές
οι χρό­ες δια­φη­μί­σεις του

―  ναι, τώ­ρα δια­φη­μί­σεις

[1984, 2021, 2023]



‘νυκτοδάσους MC’, ΚΓΜ 1997 [;]
‘νυκτοδάσους MC’, ΚΓΜ 1997 [;]



και κι­θά­ρες τρο­χί­ζο­νται

να, το θέρ­μα του φαί­νε­ται, γρού­του χρώ­μα κρα­σί
συ­γκρα­τεί με ένα χέ­ρι του δυο γραμ­μές πα­ρα­λί­ας
ζω­γρα­φί­ζει στα χέ­ρια του άσπρα χέ­ρια με σκύ­λους
μαύ­ρους κύ­κλους μι­σούς
σε κισ­σούς, δελ­τα­ζώα και διά­φο­ρα άλ­λα ζώα ανά­με­σα
βλέ­πει σχή­μα­τα από αέ­ρα και βή­μα­τα
για πολ­λά δεν κοι­τά, δεν κοι­τά για ρο­λόι του
συ­γκρα­τεί με ένα χέ­ρι του δυο γραμ­μές πα­ρα­λί­ας
ζω­γρα­φί­ζει στα χέ­ρια του άσπρα χέ­ρια με σκύ­λους

και κι­θά­ρες τρο­χί­ζο­νται και τα πά­ντα κουρ­δί­ζο­νται
οι ψυ­χές πώς λι­χνί­ζο­νται Και τα χέ­ρια του φτύ­νει
στα νε­ρά τα αφή­νει
σε κισ­σούς, δελ­τα­ζώα και διά­φο­ρα
άλ­λα ζώα ανά­με­σα Πλά­θει σχή­μα­τα
από αέ­ρα και βή­μα­τα
να μια άσπρη κλω­στή
να μια άστα­τη σαύ­ρα
μια στα μαύ­ρα παλ­τά  μια κλω­τσιά στον αέ­ρα
                                              με κα­πνά και νε­ρά
                                                  βυσ­σι­νιά, όχι μαύ­ρα
                                                  μια κλω­στή και μια σαύ­ρα
                                                  μια στις τό­σες γιορ­τή

― ας φι­λή­σου­με

[C-U+, 1992, 1993]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: