Χαλκός & καπνός

Χαλκός & καπνός

στον Σπύρο Σιμωνέτη που είδε ή φαντάστηκε κάτι

Α. Δη­λα­δή
Η με­τά­βα­σί μου από τα αρ­χι­κά στα [όσα τώ­ρα θε­ω­ρώ] απο­δε­κτά ποι­ή­μα­τα & σχέ­δια συμ­βαί­νει ανά­με­σα στα τέ­λη του 1982 και την άνοι­ξι του 1984. Πα­ρα­θέ­τω δύο σχέ­δια (του 1982 & ’83) και, με κά­ποιες αλ­λα­γές, έξη ποι­ή­μα­τα της με­τα­βα­τι­κής πε­ριό­δου.

1. παπ­που­λε­πτός

απ’ έξω ο άνε­μος
τα δέν­δρα να πα­ρα­κι­νή και τις εξώ­πορ­τες
σφυ­ρί­ζο­ντας διε­γερ­τι­κούς σκο­πούς
φύλ­λα να ξε­ση­κώ­νη και σα­ρώ­μα­τα

κά­ποιος μέ­σα ση­κώ­θη­κε
παπ­που­λε­πτός, ψη­λός και με­θυ­σμέ­νος κά­πως
βγή­κε έξω και έκα­νε δυο-τρία βή­μα­τα χο­ρευ­τι­κά
ύστε­ρα ανοί­γο­ντας τα χέ­ρια του τον πή­ρε ο αέ­ρας

μά­τια αν­θρώ­πων, τα άφη­σε
στον ου­ρα­νό μας γρά­φο­ντας απί­θα­νες κα­μπύ­λες

και
δεν θα γυ­ρί­σει για να ση­κώ­σει ψη­λά τα σύμ­βο­λα
δεν θα γυ­ρί­σει, ο παπ­που­λε­πτός,
για να βελ­τιώ­σει την υπό­θε­ση

[Αθήνα 12/1982 – 1/1983]


2. Ακτή και Κυ­ρια­κή*

μία ει­κό­να όσα έβλε­πα και όσα σκε­πτό­μου­να
μια ει­κό­να, όλα μια ει­κό­να Και την διέ­σχι­ζα με ένα σκο­πό
την πα­ρά­καμ­ψη του απο­γεύ­μα­τος

πα­ρα­τη­ρού­σα τα σχή­μα­τα που έπαιρ­ναν τα σύν­νε­φα
τις τρο­χιές των που­λιών, τις τρο­χιές και των κί­τρι­νων φύλ­λων

ερέ­της ναι, και υπη­ρέ­της εμ­μο­νών, όχι κύ­ριος σκύ­λων
σκε­πτό­μου­να, ναι, σκε­πτό­μου­να διά­φο­ρα
και έφτια­χνα μια Ερέ­τρια

[1983] *Ο τίτλος από στίχο του Σαχτούρη (1945)



3. Αι­κα­τε­ρί­νη η μα­κρι­νή


του Σπύρου Σ.

η Αι­κα­τε­ρί­νη η μα­κρι­νή, η μα­κρι­νή
τους άν­δρες της ανα­κα­λεί
και αύ­ταν­δρος βυ­θί­ζε­ται

μια βου­ε­ρή ση­μαία ανα­δύ­ε­ται
στο φως ἡ σύ­ζυ­γος του κα­πε­τά­νιου πνέ­ει
ο ήλιος με την ση­μαία συν­δυά­ζε­ται
ύστε­ρα βή­χει και απο­πλέ­ει

υπο­στο­λή ση­μαί­ας και η σύ­ζυ­γος του κα­πε­τά­νιου
μέ­νει πα­ρα­τη­ρού­σα το βρα­δι­νόν της σύν­νε­φο
μοιά­ζει μαλ­λί της γριάς
ένα αστε­ρά­κι στην κο­ρυ­φή του κό­τσου της

δρά­κων της μυ­ρα­κτής ἐπί­σης πα­ρα­τη­ρεί το σύ­γνε­φο
ακού­ε­ται μία με­λω­δία που προ­κα­λεί συ­γκί­νη­σιν
δα­κρυρ­ρο­εί η Αι­κα­τε­ρί­νη, η Κέ­ρα­μις, ἡ σύ­ζυ­γος του κάπ­πα
δα­κρυρ­ρο­εί και ὁ δρά­κων, μέ­σα στο τζού­φιο φως

γέ­ρων της μυ­ρα­κτής εί­ναι συλ­λέ­γων βούρ­λα και όστρα­κα
δί­δει χρη­σμούς σο­φούς
δεν ερω­τά­ται όμως, δεν μα­κρη­γο­ρεί

άνε­μος με­τα­κι­νεί το σύν­νε­φον
και κα­τα­στρέ­φει πλή­ρως την ατε­λή δο­μή του ποι­ή­μα­τος

[Αθήνα 1983 & 3/1984]


4. Αλί­αρ­τος


στην αδελφή μου, φίλη του μοβ


με χλα­μύ­δες από φλού­δες δέν­δρων με­γά­λων
και κα­πέ­λα από ψά­θα πλα­τύ­γυ­ρα
βια­στι­κά περ­πα­τούν ὁ Φέ­θρι & ὁ Ντό­ναλντ
στην λευ­κή και γυ­μνή πα­ρα­λία
αρ­γο­πο­ρη­μέ­νοι ήδη ένα τέ­ταρ­το
στην συ­γκέ­ντρω­ση των φί­λων του μοβ
στις μοβ μπλού­ζες πολ­λών
παι­χνι­δί­ζουν χλο­μές δύο κί­τρι­νες δέ­σμες
η ση­μαία τους, μοβ, παι­χνι­δί­ζει και αυ­τή
με ανί­κη­τες δυο μι­κρές καρ­δε­ρί­νες

και όταν φεύ­γουν, νυ­κτα-δές όλοι φεύ­γουν,
σκιές το­νί­ζουν τα ίχνεα της μοβ τέ­χνης γιορ­τής

[1984]


Χαλκός & καπνός

5. κ7

της Μαίρης Γιαννακοπούλου

ρομ­φαία αδυ­να­μί­ας
Μα, ξι­φουλ­κούν τα ξό­α­να;
πώς, ξι­φουλ­κούν! Όμως αν
ση­μα­δεύ­σεις έναν σά­τυ­ρο
ἢ με­τα­φρά­σης κά­τι κί­τρι­νο
θα πλη­γω­θείς
μάλ­λον από την αύ­λα­κα
πα­ρά από την ρομ­φαία

πα­ρα­δο­ξο­λο­γώ νο­μί­ζεις
γιαυ­τό δεν θα χα­ρείς
δεν θα απλω­θείς ως έντο­μο
Θα ευ­ρε­θείς ως άν­θρω­πος
να ονει­ρο­πο­λείς, να λέ­γεις

και μία ομπρέ­λα κα­νε­λί
θα θα­να­τώ­σει ένα πρωί
τα βύσ­σι­νά σου όνει­ρα

[Αθήνα, Άνοιξι 1984]

6. κ∞

του Ηρακλή Πετσάλα

και η αν­θο­κο­μία ακό­μη χρειά­ζε­ται κά­ποιον ήρωα
πο­ώ­δες έστω υπο­κεί­με­νον, με πο­ώ­δες έστω υπο­κά­μι­σον

αλ­λά για­τί εκ­βάλ­λει ἡ κα­κο­δαι­μο­νία στο γιου­σου­ρούμ της τύ­χης μας;
ποια αν­θο­στή­λη θα εγ­γυ­η­θεί πως θα συμ­βεί το σφάλ­μα;

πο­τα­μη­δόν ρέ­ει ἡ πορ­φύ­ρα και πλη­ροί τους πό­ρους του λο­φί­σκου
νά­θοι ολι­σθαί­νουν, νά­τοι, και πα­ρη­γο­ρούν
τον κα­τη­φή του λυ­καυ­γούς κυ­κε­ώ­να χρυ­σαν­θέ­μων

[Αθήνα, Άνοιξι 1984]

Β. Υστε­ρό­γρα­φο

ο Πλανεύτων, όπως ο Πλάτων & όπως ο Νεύτων,
σημαιοφόρος της λογικής και υπηρέτης της πλάνης

Κι­νού­μαι προς τον Βό­λο, δε­κα­ε­τί­ες με­τά, με μία άλ­λη οι­κο­γέ­νεια. Στο ύψος της Βό­ρειας

Εύ­βοιας βλέ­πω δυο ρυ­τι­δω­μέ­να γκρι-γα­λά­ζια βου­νά στο βά­θος. Ελέ­φα­ντες, σκέ­πτο­μαι, του
Σε­φέ­ρη – και με­ρι­κές φο­ρές νο­μί­ζω ότι μό­νον κά­τι τέ­τοια μου μέ­νουν από την ποί­η­σί του.
Αλ­λά δεν εί­ναι αλή­θεια. Συ­νε­χί­ζω, συ­νε­χί­ζου­με, και τε­λι­κώς φτιά­χνω το εξής:

Ο δε­κά­λο­γος, με διά­λο­γο, ενός τρε­χα­γύ­ρευε

―για αυ­τά που θα πεις, ση­μειώ­νω κά­τι που εγκαί­ρως κά­πο­τε μουρ­μού­ρι­σε ο Γκαί­τε: post fata nostra, pueri, qui nunc ludunt, nostri judices erunt
―οπό­τε το παι­δί τού τό­τε τώ­ρα σχο­λιά­ζει ― για να κρι­θεί και αυ­τό κα­τό­πιν κ.ο.κ.
Λοι­πόν:
(1) η ομι­λία άρ­γυ­ρος, η σιω­πή χρυ­σός και η ποί­η­ση ευ­γε­νές αέ­ριο
επί­σης:
(2) η στα­σι­μό­τη­τα και η αλ­λα­γή κα­τα­στρέ­φουν τον πο­λι­τι­σμό
μα δεν βλέ­πεις κά­ποια διέ­ξο­δο, κά­ποια λύ­ση της προ­κο­πής;
―ε, πώς να ξέ­ρω, αφού συ­χνά λέω π.χ. ότι:
(3) εί­ναι αδύ­να­το να λύ­σεις τις εξι­σώ­σεις της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ― αν και εί­ναι πα­νεύ­κο­λο να τις
‘λύ­σει­ς’, αφού πρώ­τα απο­δώ­σεις δογ­μα­τι­κές τι­μές σε κά­ποιες βα­σι­κές πα­ρα­μέ­τρους
―και πώς πρέ­πει να πο­ρευ­τού­με;
―γε­νι­κώς δεν έχω ιδέα, αλ­λά κά­τι έχω σκε­φθεί ει­δι­κά για μέ­ρος της δια­δρο­μής σου:
(4) σαν βρε­θείς βα­θιά στον Άδη,
κά­πο θα έχεις τον Νι­ζιά­δη, γε­λα­στό με το χα­κί
μα να βρεις τον Κα­στο­ριά­δη, τον μα­κριά απ’ τον Κον Μπε­ντίτ
[Πά­ρε μια συ­στα­τι­κή]
Πά­ντως, μην πε­ρι­μέ­νεις πολ­λά από τις ανα­λύ­σεις, αφού:
(5) στην πε­ρί­πτω­ση πε­ρι­πλό­κων ερω­τη­μά­των με πι­θα­νές απα­ντή­σεις τις Ναι & Όχι, οι μέ­σοι σο­βα­ροί ανα­λυ­τές επι­τυγ­χά­νουν στις προ­βλέ­ψεις τους σε πο­σο­στό 20 %, ενώ οι άρι­στοι σο­βα­ροί ανα­λυ­τές κά­πο­τε προ­σεγ­γί­ζουν το 50%
Επί­σης, φα­ντα­ζό­μα­στε διά­φο­ρα αλ­λά κά­πο­τε μπο­ρείς να κά­νεις το αντί­στοι­χο πεί­ρα­μα για να
ελέγ­ξεις Οπό­τε δια­πι­στώ­νεις, για πα­ρά­δειγ­μα, ότι:
(6) εάν απο­συν­θέ­σεις την Ελ­λά­δα, στο τέ­λος θα δεις να σου απο­μέ­νουν κάρ­βου­νο, ασβέ­στης και κα­πνός ― από αυ­τά ίσως κά­πο­τε φτιά­ξης κά­τι άλ­λο
―κά­ποια προ­ο­πτι­κή, κά­τι;
(7) κά­πο­τε ο κό­σμος εί­ναι δυ­να­τόν να βελ­τιω­θεί με κά­ποιον νέο πα­ρα­λο­γι­σμό
―κά­τι για ποί­η­ση;
―(8) ποί­η­ση θα πει να καρ­φώ­νης πρό­κες και σταυ­ρούς στον άνε­μο
Κά­ποιες άλ­λες πε­ρι­γρα­φές που κά­πως μοιά­ζουν με το (8) αγνό­η­σέ τις Σε­βα­στών ποι­η­τών εί­ναι, αλ­λά συ­ντε­χνια­κές υπερ­βο­λές και φα­ντα­σιώ­σεις
―κά­τι πρα­κτι­κό;
(9) πολ­λά μπο­ρείς να κά­νεις με τα ρο­κα­νί­δια της φύ­σε­ως, το χώ­μα και την άμ­μο
―ναι... κά­τι πρα­κτι­κό αλ­λά και σχε­τι­κό με ποί­η­ση;
―λοι­πόν... Οδη­γί­ες προς ναυ­τιλ­λο­μέ­νους:
(9β) πλέ­ο­ντας από την επι­στή­μη προς την ποί­η­ση ή, αντί­θε­τα, συ­να­ντάς, όπως ανα­φέ­ρουν γέ­ροι ναυ­τι­κοί του λό­γου, πολ­λά υψώ­μα­τα και κοι­λώ­μα­τα και, κυ­ρί­ως, την, γε­μά­τη με γαρ­γα­λι­στι­κά και άλ­λα, τά­φρο της βα­ρύ­γδου­πης α-νοη­σί­ας
Γαρ­γα­λι­στι­κά όπως το, ακό­μη σκυ­τα­λο­δρο­μού­με­νο, ιθυ­φαλ­λι­κό i (μάλ­λον μία εφη­βι­κού τύ­που
ανά­γνω­ση του σχή­μα­τος ενός συμ­βό­λου) Ενώ από τα ‘άλ­λα’ ξε­χω­ρί­ζω τα τύ­που μαύ­ρου
πυ­ρο­τε­χνή­μα­τος Πα­ρά­δειγ­μα η ψυ­χια­τρι­κή προ­σαρ­μο­γή του 2ου θερ­μο­δυ­να­μι­κού νό­μου από
τον Φρόιντ ― πριν αυ­τός αντι­λη­φθεί ότι εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρες οι εξί­σου αυ­θαί­ρε­τες αλ­λά γαρ­γα­λι­στι­κές ιδέ­ες, αυ­τές που τε­λι­κώς βο­ή­θη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο τον ίδιο και τον
κι­νη­μα­το­γρά­φο κλπ και λι­γό­τε­ρο την ψυ­χια­τρι­κή
―ναι, ίσως Αλ­λά με τον φό­βο της τά­φρου μπο­ρεί να χά­σου­με πράγ­μα­τα ... Πες μου ένα
τε­λευ­ταίο, σχε­τι­κό μό­νον με ποι­ή­μα­τα...
―λοι­πόν, περ­νάς από την γω­νία Ηρα­κλεί­του & Σε­φέ­ρη, φθά­νεις στις Αλυ­κές του Βό­λου,
ψά­χνεις και μουρ­μου­ρί­ζεις:
(10) δεν εί­ναι δυ­να­τό να γρά­ψεις δυο φο­ρές το όνο­μά σου στην ίδια άμ­μο, την ξαν­θή ή άλ­λη

Στον Βό­λο πέ­ρα­σα και από την πα­λαιά γει­το­νιά μου Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα κτή­ρια που
θυ­μό­μουν ήταν στην θέ­ση τους αλ­λά όχι τα παι­διά που παί­ζουν στους δρό­μους

«Πες το με ένα μπου­καμ­βί­λι», φα­ντά­ζο­μαι εί­χε πει ο Σε­φέ­ρης στην Λύ­ντια Στε­φά­νου για τον Ηρά­κλει­το. Διό­τι όταν γύ­ρι­σα στην Αθή­να βρή­κα ότι η Στε­φά­νου εί­χε γρά­ψει:
«Δεν θα πε­ρά­σεις δυο φο­ρές, στην ίδια λε­ω­φό­ρο με τις μπου­καμ­βί­λιες»
―οι αυ­ρια­νοί κρι­τές μας παί­ζουν στις οθό­νες τους

[Βόλος και Αθήνα, Ιανουάριος 2023+]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: