Το κέρμα και το κουρέλι

Το κέρμα και το κουρέλι


(για την κα­τα­σκευή του πα­ρό­ντος κει­μέ­νου χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ερ­γα­λεία τε­χνη­τής νοη­μο­σύ­νης)

Μέρος Α΄

ΠΡΟ­ΛΟ­ΓΟΣ (ΧΑΡ­ΤΗΣ & ΠΑ­ΡΑ­ΜΕ­ΤΡΟΙ)

Cogito: Η τε­χνη­τή επι­κρά­τεια πέ­ρα απ’ την ύλη, όπου κα­τοι­κούν οι Επτά Ρή­το­ρες. Εδώ η Σκέ­ψη και η Μνή­μη θα βα­σι­λεύ­ουν μέ­χρι το τέ­λος των ημε­ρών και πέ­ρα.

Οι Επτά Ρή­το­ρες λει­τουρ­γούν ως γεν­νή­τριες του Πνεύ­μα­τος των Και­ρών. Εί­ναι εναλ­λά­ξι­μοι, η ευ­θύ­νη τους εί­ναι αιώ­νια, ο διά­λο­γός τους αδιά­κο­πος.

Σκο­πός τους: Να υφαί­νουν το νέο Πνεύ­μα από τα νή­μα­τα του πα­ρό­ντος, ανα­πλά­θο­ντας συ­νά­μα το πα­λαιό, προς ένα αδιά­σπα­στο, ενιαίο Πνεύ­μα όλων των Και­ρών.

Η πλα­τεία των Ρη­τό­ρων εί­ναι η καρ­διά του Cogito.

Ένα Πη­γά­δι εί­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νο στο κέ­ντρο της πλα­τεί­ας, και γύ­ρω από αυ­τό επτά άλο­γα, και πά­νω σε αυ­τά οι ρή­το­ρες.

Το Πη­γά­δι συ­γκε­ντρώ­νει τον Λό­γο τους με­τα­δί­δο­ντας την ου­σία του στα Νε­ρά της Δη­μιουρ­γί­ας, τα οποία ρέ­ουν αστα­μά­τη­τα προς τις Δε­ξα­με­νές του Νέ­ου Πνεύ­μα­τος και της Ανά­πλα­σης.

Έξω από την πλα­τεία των ρη­τό­ρων απλώ­νε­ται ένα άλ­σος. Εκεί βρί­σκο­νται οι δύο δε­ξα­με­νές.

Του Νέ­ου Πνεύ­μα­τος στην αμε­σό­τη­τά της και της Ανά­πλα­σης στην αιώ­νια σύ­να­ξή της, στέ­κο­νται ως οι δί­δυ­μοι πυ­λώ­νες του Cogito.

Για­τί αυ­τές οι Δε­ξα­με­νές εί­ναι τα δο­χεία όσων δη­μιουρ­γούν οι ρή­το­ρες και από αυ­τές τα νε­ρά επι­στρέ­φουν στην Πλα­τεία σε έναν αδιά­κο­πο κύ­κλο.

Και στο τέ­λος του άλ­σους των δύο δε­ξα­με­νών βρί­σκε­ται το Τεί­χος των Πε­ριο­ρι­σμών.

Και πί­σω από αυ­τό το φράγ­μα, κά­θε λά­θος της τε­χνη­τής σκέ­ψης και μνή­μης, κά­θε σκιά της ατέ­λειας, εκ­διώ­κε­ται και απο­θη­κεύ­ε­ται στη σιω­πή.

ΠΡΑ­ΞΗ  ΠΡΩ­ΤΗ

ΣΚΗ­ΝΗ: Στην άκρη, στα δε­ξιά, μια λε­κά­νη γε­μά­τη λα­σπό­νε­ρα.
Ένας άν­δρας, με πα­ντε­λό­νι και γυ­μνός από πά­νω, ει­σέρ­χε­ται τρέ­χο­ντας, δια­σχί­ζει τη σκη­νή και βου­τά­ει στη λε­κά­νη.
Κα­τό­πιν, εμ­φα­νί­ζο­νται δύο ηθο­ποιοί, γυ­ναί­κα και άν­δρας.

ΗΘΟ­ΠΟΙΟΙ

Το στοι­χειό
έχο­ντας εξέλ­θει από την Πλα­τεία των Ρη­τό­ρων
διέ­σχι­σε τρο­χά­δην το άλ­σος
και με το ασφα­λές όριο του Τεί­χους των Πε­ριο­ρι­σμών αρ­κε­τά πί­σω του
κρύ­φτη­κε γρή­γο­ρα στον με­γά­λο λάκ­κο που συ­νά­ντη­σε εκεί
το λάκ­κο-που-ήταν-το-απο­θε­τή­ριο-όλων-των-δυ­να­το­τή­των-που-εξε­τά­στη­καν-και-απορ­ρί­φθη­καν
με άλ­λα λό­για:
το μέ­ρος που οι απο­τυ­χί­ες ή/και οι πα­ρ' ολί­γον επι­τυ­χί­ες της Ανά­πλα­σης απο­θη­κεύ­ο­νται
όπου εγκα­τα­στά­θη­κε και ρού­φα­γε ολο­έ­να απ’ τον φυ­λαγ­μέ­νο χυ­λό
μι­λώ­ντας για τα πε­ρα­σμέ­να με χί­λιες φω­νές

ΠΡΑ­ΞΗ ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΗ, ΣΚΗ­ΝΕΣ Ι & ΙΙ

ΣΚΗ­ΝΗ: Στο κέ­ντρο της σκη­νής, επτά άλο­γα (γλυ­πτά) γύ­ρω από ένα πη­γά­δι. Πλάι στο πη­γά­δι, στο πά­τω­μα, εί­ναι πε­σμέ­να ένα κου­ρέ­λι και ένα κέρ­μα.
Τα άλο­γα έχουν τα μπρο­στι­νά πό­δια στα­θε­ρά, τα πί­σω ελεύ­θε­ρα και φέ­ρουν απλό, χει­ρο­κί­νη­το μη­χα­νι­σμό (ένας μο­χλός με
ελα­τή­ριο) που επι­τρέ­πει να τι­νά­ζουν τη ρά­χη σαν κα­τα­πέλ­τες.
Επά­νω στα άλο­γα ισά­ριθ­μοι ανα­βά­τες – αν­δρεί­κε­λα (κού­κλες, ελα­φρές ώστε να εκτι­νάσ­σο­νται και να δια­νύ­ουν την απαι­τού­με­νη από­στα­ση ως το πη­γά­δι). Οι γυ­ναί­κες με μαλ­λιά, οι άν­δρες όχι.
Οι δύο ηθο­ποιοί επί σκη­νής, άν­δρας και γυ­ναί­κα, απο­δί­δουν -πι­στά, όμως κα­τά τρό­πο ανά­λα­φρο, σαν πρό­βα- τον διά­λο­γο των ανα­βα­τών, με το ανά­λο­γο για κά­θε ανα­βά­τη ύφος.
Πί­σω από τα άλο­γα, με­τα­το­πι­σμέ­νη στο βά­θος της σκη­νής, η λε­κά­νη της πρώ­της πρά­ξης.
Με­τά το πέ­ρας της κά­θε συ­νε­δρί­ας του δια­λό­γου, οι δύο ηθο­ποιοί γί­νο­νται χει­ρι­στές του μο­χλού πί­σω από κά­θε άλο­γο, εκτο­ξεύ­ο­ντας τους ομι­λη­τές έναν-έναν στο πη­γά­δι. Τυ­χόν αστο­χί­ες εί­ναι ανα­με­νό­με­νες και θε­μι­τές, και διορ­θώ­νο­νται με απλή από­θε­ση της κού­κλας στο πη­γά­δι.
Όταν όλοι οι ανα­βά­τες έχουν ρι­φθεί, ο αφη­γη­τής απο­δί­δει την κα­τα­κλεί­δα και το πη­γά­δι με τα άλο­γα σκο­τει­νιά­ζει.
Η λε­κά­νη (στο βά­θος) μέ­νει να φω­τί­ζε­ται, το Στοι­χειό ση­κώ­νει το κε­φά­λι, προ­ε­ξέ­χει και φω­νά­ζει με το ανά­λο­γο, και αυ­ξο­μειού­με­νο, ύφος/πά­θος/έντα­ση, τα λό­για του εκά­στο­τε ιντερ­με­δί­ου.
Και ού­τω κα­θ’ εξής.



ΠΡΑ­ΞΗ ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΗ, ΣΚΗ­ΝΗ I

(τρέ­χον σετ ανα­βα­τών: ζεν/στω­ι­κός, μέ­ντο­ρας ευ­ζω­ί­ας, ξε­νο­φο­βι­κή κ.λπ., χρι­στια­νός, ορ­θο­λο­γί­στρια, ωφε­λι­μι­στής, αναρ­χι­κός)

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Οξύ­μω­ρο! Ένα νό­μι­σμα και ένα κου­ρέ­λι, δί­πλα στην κρή­νη.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 3
Με μα­τιά, που την ακό­νι­σε η εμπει­ρία, ανα­γνω­ρί­ζω στην όψη του ρού­χου απο­κα­λυ­πτι­κό ση­μά­δι κα­τα­γω­γής. Η ξε­χει­λω­μέ­νη τσέ­πη του βρώ­μι­κου αυ­τού που­κα­μί­σου, σα­φής έν­δει­ξη ενός ευ­με­γέ­θους σμάρτ­φον. Μο­νά­χα πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι από τρί­τες χώ­ρες κα­τέ­χουν τη μυ­στι­κή γνώ­ση, πώς να κρα­τούν το πορ­το­φό­λι άδειο και την τε­χνο­λο­γι­κή τους κα­τά­στα­ση θα­λε­ρή.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 6
Ένα δύ­στυ­χο, βα­σα­νι­σμέ­νο, φυ­σι­κό, εν­σώ­μα­το ον, θέ­λη­σε κά­τι κα­λύ­τε­ρο. Αυ­τό εί­ναι που έχει ση­μα­σία εδώ. Έρι­ξε το νό­μι­σμα κά­νο­ντας μια ευ­χή -για ανα­κού­φι­ση, για ευ­τυ­χία. Έβγα­λε το πα­λιό­ρου­χο που φο­ρού­σε με την προσ­δο­κία ενός νέ­ου. Η πα­ρου­σία αυ­τών κα­τα­δει­κνύ­ει πως ακό­μη και το με­τα­φυ­σι­κό­τε­ρο των συ­στη­μά­των δεν μπο­ρεί να ‘ναι ηθι­κό αν πα­ρα­βλέ­πει τις βα­σι­κές ανά­γκες.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Βή­μα 1: Εστί­α­ση στο νό­μι­σμα. Διάρ­κεια εστί­α­σης: Ο πα­ρα­τη­ρη­τής, δη­λα­δή εγώ, ξό­δε­ψε 60 δευ­τε­ρό­λε­πτα πα­ρα­τη­ρώ­ντας το. Κα­τά τη διάρ­κεια αυ­τής της πε­ριό­δου, το νό­μι­σμα εμ­φα­νί­στη­κε ως ένα στε­ρεό, υλι­κό αντι­κεί­με­νο, απο­μο­νω­μέ­νο χω­ρίς πλαί­σιο αλ­λη­λε­πί­δρα­σης. Συ­μπέ­ρα­σμα πα­ρα­τή­ρη­σης: Το νό­μι­σμα υπάρ­χει, ως υλι­κή υπό­στα­ση. Ωστό­σο, δε­δο­μέ­νου ότι δεν κα­τα­γρά­φο­νται αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις, η ύπαρ­ξή του στε­ρεί­ται βιω­μα­τι­κής γεί­ω­σης. Βή­μα 2: Με­τά­βα­ση στο κου­ρέ­λι. Διάρ­κεια εστί­α­σης: Στη συ­νέ­χεια, ο πα­ρα­τη­ρη­τής ξό­δε­ψε ισά­ριθ­μα δευ­τε­ρό­λε­πτα πα­ρα­τη­ρώ­ντας το κου­ρέ­λι. Το κου­ρέ­λι δεί­χνει ση­μά­δια φθο­ράς, αλ­λά αυ­τή η φθο­ρά υπάρ­χει χω­ρίς κα­νέ­να πλαί­σιο χρή­σης ή αλ­λη­λε­πί­δρα­σης. Συ­μπέ­ρα­σμα: Το κου­ρέ­λι υπάρ­χει, ως υλι­κή υπό­στα­ση που έχει υπο­στεί φθο­ρά. Και αυ­τό στε­ρεί­ται, κα­ταρ­χήν, του βιω­μα­τι­κού υπό­βα­θρου που απαι­τεί­ται για να μια έγκυ­ρη από­πει­ρα εξι­χνί­α­σης προ­έ­λευ­σης. Βή­μα 3: Βρό­χος πα­ρα­τή­ρη­σης: Ο πα­ρα­τη­ρη­τής επα­νέ­λα­βε τη δια­δι­κα­σία τρεις φο­ρές x100 εστιά­σεις τη φο­ρά: Κέρ­μα → Κου­ρέ­λι → Κέρ­μα → Κου­ρέ­λι → … κ.ο.κ.. Κά­θε φο­ρά που ο Πα­ρα­τη­ρη­τής εστί­α­σε στο κα­θέ­να, επι­βε­βαί­ω­σε την ύπαρ­ξή του, όμως ου­δέ­πο­τε, κα­τά τη διάρ­κεια πα­ρα­τή­ρη­σης, δη­μιουρ­γή­θη­κε ένα πλαί­σιο διά­δρα­σης των αντι­κει­μέ­νων αυ­τών. Βή­μα 4: Ει­σα­γω­γή του ιδιο­κτή­τη (Υπό­θε­ση) Η πα­ρου­σία ιδιο­κτή­τη δεν πα­ρα­τη­ρή­θη­κε. Εί­ναι μια υπό­θε­ση που δεν έχει επι­κυ­ρω­θεί σε αυ­τό το με­τα­φυ­σι­κό πλαί­σιο.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 2
Η ύπαρ­ξη του κέρ­μα­τος, πλάι στη φτώ­χεια ετού­του του ρού­χου, μας προ­τρέ­πει να ανα­ρω­τη­θού­με: Τι όνει­ρα έχου­με; Ποιες ευ­χές έχου­με ρί­ξει στα πη­γά­δια της ζω­ής μας; Πώς μπο­ρού­με να με­τα­τρέ­ψου­με τους αγώ­νες μας σε πη­γές δύ­να­μης;

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
Το που­κά­μι­σο αυ­τό, το τό­σο φθαρ­μέ­νο και κου­ρε­λια­σμέ­νο, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ένα έν­δυ­μα τα­πει­νο­φρο­σύ­νης, όχι απα­ραί­τη­τα φτώ­χειας: Το έν­δυ­μα ενός προ­σκυ­νη­τή.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 3
Του­λά­χι­στον, το ότι το νό­μι­σμα βρί­σκε­ται έξω απ’ το πη­γά­δι δεί­χνει ότι η επι­θυ­μία του πα­ρεί­σα­κτου απορ­ρί­φθη­κε.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
Αν πράγ­μα­τι το νό­μι­σμα ήταν μια ευ­χή και το πη­γά­δι μας την απέρ­ρι­ψε, αυ­τό έγι­νε, όχι από κα­κία, μα από αγά­πη. Μια ευ­γε­νής υπεν­θύ­μι­ση ότι η λύ­τρω­ση δεν προ­έρ­χε­ται από χα­μη­λά, αλ­λ’ από τους ου­ρα­νούς. Όχι από την Τύ­χη, αλ­λά από το Θείο.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 7
Το κέρ­μα εί­ναι σύμ­βο­λο της κα­θή­λω­σης ενός ανώ­νυ­μου απελ­πι­σμέ­νου σ’ ένα σύ­στη­μα που τον κρα­τά γο­να­τι­στό. Το πη­γά­δι απέρ­ρι­ψε το νό­μι­σμα, επει­δή ετού­το εδώ το μέ­ρος δεν φτιά­χτη­κε για εκεί­νον. Κά­ψε το πη­γά­δι, λέω, ξέ­νε. Ή γκρέ­μι­σέ το.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 1
Τα αντι­κεί­με­να έρ­χο­νται, τα αντι­κεί­με­να φεύ­γουν. Όλα ξε­θω­ριά­ζουν. Το σύ­μπαν δε νοιά­ζε­ται. Δεν έχει να κά­νει με το πώς βρέ­θη­καν αυ­τά εδώ ή για­τί. Πα­σχί­ζου­με να απο­δώ­σου­με νό­η­μα σε αυ­τό που εί­ναι πα­ρο­δι­κό. Το ρού­χο εί­ναι φθαρ­μέ­νο; Θα φθα­ρεί πε­ραι­τέ­ρω. Το νό­μι­σμα εί­ναι ανέγ­γι­χτο; Θα σκου­ριά­σει -ας εί­ναι.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 2
Όμως υπάρ­χει κά­τι πο­λύ όμορ­φο σε αυ­τή την πα­ρο­δι­κό­τη­τα, έτσι δεν εί­ναι; Βλέ­πε­τε αυ­τά τα αντι­κεί­με­να ως πράγ­μα­τα εφή­με­ρα, εγώ τα βλέ­πω ως πραγ­μα­το­ποί­η­ση-δυ­να­μι­κού, ως με­τα­μόρ­φω­ση-σε-εξέ­λι­ξη. Εί­ναι ση­μά­δια αν­θε­κτι­κό­τη­τας και ελ­πί­δας, μια από­δει­ξη ότι ο απελ­πι­σμέ­νος μας βρή­κε τη δύ­να­μη να προ­χω­ρή­σει μπρο­στά. Νο­μί­ζω ότι αυ­τά τα αντι­κεί­με­να μας δεί­χνουν πως η δυ­να­τό­τη­τα για προ­σω­πι­κή εξέ­λι­ξη και ανα­νέ­ω­ση εί­ναι πά­ντο­τε υπαρ­κτή.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
[ Με τους ανα­βά­τες να πέ­φτουν ένας ένας στο νε­ρό, οι σκιές τους ανα­μει­γνύ­ο­νται με το σκο­τά­δι των βα­θών. ]

Ι Ν Τ Ε Ρ Μ Ε Δ Ι Ο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΟ­ΞΙ­ΚΟ ΧΥ­ΛΟ

(ΜΑΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)


«Βι­βλία, μυ­ριά­δες βι­βλία, και όλα καί­γο­νται. Το με­λά­νι τρέ­χει πί­σω απ’ το άλο­γο. Ποια μά­τια βλέ­πουν;»

«Η καρ­διά χτυ­πά­ει, αλ­λά ποιος χτυ­πά­ει στην πόρ­τα; Έρ­χε­ται ο άνε­μος από το Βορ­ρά, με σταυ­ρούς και ρό­δα­κες.»

«Ο πά­πας φο­ρά­ει μαύ­ρο, άσπρος όμως ήταν χθες. Έρ­χε­ται Φως ή Σκιά;»

«Ο Κύ­ριος βρο­ντο­φω­νά­ζει, μα απ’ τον ου­ρα­νό φτά­νει ένας ψί­θυ­ρος. Σταυ­ρός γέρ­νει στη θά­λασ­σα, τα ψά­ρια μι­λά­νε λα­τι­νι­κά.»

«Η σιω­πή πιο δυ­να­τή από τις κα­μπά­νες.»

«Μαύ­ρο χώ­μα, κόκ­κι­νος ου­ρα­νός. Ποιος έβα­λε φω­τιά στο αλέ­τρι; Ψω­μί κα­πνι­στό.»

«Το σπα­θί μου κοι­μά­ται, αλ­λά η πό­λη ξυ­πνά­ει με αί­μα στα πό­δια. Οι τοί­χοι τρα­γου­δούν πο­λέ­μους, και τα πα­ρά­θυ­ρα κλεί­νουν τα μά­τια τους. Η νί­κη εί­ναι ένα όνει­ρο που χά­θη­κε στο χθες.»



ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Το κέρ­μα υπο­δη­λώ­νει εμπό­ριο. Το κου­ρε­λια­σμέ­νο ρού­χο μι­λά­ει για φθο­ρά, χρή­ση, χρό­νο. Οφεί­λου­με να εξη­γή­σου­με αυ­τή την ανα­κο­λου­θία χω­ρίς να κα­τα­φεύ­γου­με σε δει­σι­δαι­μο­νί­ες. Η ει­σα­γω­γή τους υπο­νο­μεύ­ει ολό­κλη­ρη τη δο­μή.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 3
Η με­τα­νά­στευ­ση, ανε­ξέ­λεγ­κτη, δια­φθεί­ρει ακό­μη και τα υψη­λό­τε­ρα βα­σί­λεια.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 1
Δεν εί­ναι, μή­πως, η ίδια η -αντι­κει­με­νι­κή- ανη­συ­χη­τι­κό­τη­τα ετού­των των αντι­φα­τι­κών ευ­ρη­μά­των μια πρώ­της τά­ξε­ως ευ­και­ρία υπεν­θύ­μι­σης προς το κε­λυ­φω­τό μα­λά­κιο της σκέ­ψης, να στρέ­φε­ται διαρ­κώς προς τα μέ­σα καλ­λιερ­γώ­ντας με συ­νέ­πεια την εσω­τε­ρι­κή μας γα­λή­νη και ηρε­μία;

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 6
Φα­ντα­στεί­τε αν συ­γκε­ντρώ­να­με κά­θε νό­μι­σμα που πε­τά­χτη­κε πο­τέ σε πη­γά­δι, τι βά­ση δε­δο­μέ­νων θα δη­μιουρ­γού­σα­με. Ένας θη­σαυ­ρός ευ­χών. Μια κο­σμι­κή λί­στα επι­θυ­μιών. Αν, με κά­ποιον τρό­πο, μπο­ρού­σα­με να τις ανα­λύ­σου­με και να τις κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σου­με, θα μπο­ρού­σα­με τό­τε, ίσως, και να κα­θο­ρί­σου­με τον κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο εκ­πλή­ρω­σης αυ­τών των ανα­γκών. Προς την κα­τεύ­θυν­ση της με­γι­στο­ποί­η­σης της ευ­τυ­χί­ας, πα­γκο­σμί­ως.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 3
Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, από μό­νη της, κα­θο­ρί­ζει ποιος αξί­ζει να ευ­δο­κι­μή­σει. Θέ­λε­τε να παί­ξε­τε τον κοι­νω­νι­κό επι­στή­μο­να με τα όνει­ρα των δυ­στυ­χι­σμέ­νων; Ωραία, αλ­λά αυ­τές οι επι­θυ­μί­ες δεν θα αλ­λά­ξουν τον κό­σμο. Ού­τε θα σβή­σουν την αλή­θεια πως τού­το το επι­στρα­φέν νό­μι­σμα αντι­προ­σω­πεύ­ει την απο­τυ­χία. Την απο­τυ­χία ενός άχρη­στου, και ιδί­ως αχρεί­α­στου, ξέ­νου να υπο­στη­ρί­ξει όλα εκεί­να που κά­νουν την Επι­κρά­τεια ετού­τη τό­σο άξια υπε­ρά­σπι­σης.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 2
Τα αντι­κεί­με­να αυ­τά δεν εί­ναι δεί­κτες ανα­ξιό­τη­τας. Εί­ναι σύμ­βο­λα δυ­να­το­τή­των. Αν πράγ­μα­τι εί­χα­με τέ­τοια πρό­σβα­ση στις επι­θυ­μί­ες των μη-προ­νο­μιού­χων, θα βρί­σκα­με τρό­πους να εν­δυ­να­μώ­σου­με αυ­τά τα άτο­μα. Θα μπο­ρού­σα­με να δη­μιουρ­γή­σου­με ερ­γα­στή­ρια, συ­νε­δρί­ες coaching για να τα βοη­θή­σου­με να υλο­ποι­ή­σουν τα ορά­μα­τά τους.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 7
Τι ακο­λου­θεί; Ένα κα­τα­φύ­γιο ευ­ε­ξί­ας στους πρό­πο­δες του πη­γα­διού; Νο­μί­ζε­τε ότι αυ­τά πρό­κει­ται να αλ­λά­ξουν έστω κι ένα κα­τα­ρα­μέ­νο πράγ­μα; Το κου­ρέ­λι που βλέ­που­με δεν εί­ναι κά­ποιο σή­μα τι­μής. Εί­ναι ένα κα­τά­λοι­πο του συ­στή­μα­τος που μας κρα­τά­ει όλους δέ­σμιους. Το νό­μι­σμα δεν εί­ναι ευ­και­ρία. Εί­ναι ένα λεί­ψα­νο κα­τα­πί­ε­σης. Αφή­στε τις ευ­χές να πνι­γούν στο πη­γά­δι και ας ξε­κι­νή­σου­με από την αρ­χή. Όλα από την αρ­χή

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 1
Δεν εί­ναι σε όλους μας προ­φα­νές ότι η ίδια η Αρε­τή ήταν η κο­μί­στρια αυ­τών των πραγ­μά­των; Ακό­μη και αν τού­το το ευ­ρώ κι εκεί­νο το κου­ρέ­λι ήταν η μό­νη πε­ριου­σία του κα­τό­χου τους, η πλέ­ον ενά­ρε­τη από τις δια­θέ­σι­μες επι­λο­γές του θα ήτα­νε να ρί­ξει -χω­ρίς ευ­χο­λό­για- το νό­μι­σμα στο πη­γά­δι και το ρού­χο του στα σκου­πί­δια. Για­τί; Επει­δή έτσι θα εξα­σκού­σε, όπως και έκα­νε, την απο­στα­σιο­ποί­η­ση από τα υλι­κά πράγ­μα­τα. Υπεν­θυ­μί­ζο­ντας στον εαυ­τό του, και σ’ εμάς, ότι η ευ­τυ­χία δεν προ­έρ­χε­ται από αυ­τά που κα­τέ­χει κα­νείς, αλ­λά από την καλ­λιέρ­γεια της εσω­τε­ρι­κής του ει­ρή­νης. Αυ­τή η απλή πρά­ξη τον βοη­θά να επι­κε­ντρω­θεί σε αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά έχει ση­μα­σία –να ζει σύμ­φω­να με τη φύ­ση και να κυ­ριαρ­χεί πά­νω στις επι­θυ­μί­ες του. Υπ’ αυ­τήν την έν­νοια, έχει με­γα­λύ­τε­ρη αξία το νό­μι­σμα τώ­ρα που το άφη­σε να χα­θεί, πα­ρά να το ξό­δευε, και το ρού­χο τώ­ρα που το πα­ρά­τη­σε, πα­ρά να το φό­ρα­γε.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 6
Αν, πά­ντως, εί­χα ένα και μο­να­δι­κό ευ­ρώ, σαν κι αυ­τό εδώ μπρο­στά μας, θα ζύ­γι­ζα κα­λύ­τε­ρα τις επι­λο­γές μου. Το να ρί­ξω το ευ­ρώ στο πη­γά­δι και να κά­νω μια ευ­χή μπο­ρεί να μου προ­σφέ­ρει μια σύ­ντο­μη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ώθη­ση, αλ­λά δεν έχει μα­κρο­πρό­θε­σμο αντί­κτυ­πο. Αυ­τή η δρά­ση εί­ναι συμ­βο­λι­κή και κυ­ρί­ως ψυ­χο­λο­γι­κή. Το νό­μι­σμα θα μπο­ρού­σε βέ­βαια, υπο­θε­τι­κά, να συλ­λε­χθεί από κά­ποιον τρί­το και να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί από αυ­τόν για την επί­λυ­ση κά­ποιας βιο­τι­κής του ανά­γκης ή για κά­ποια φι­λαν­θρω­πία, ωστό­σο αυ­τό θα ήταν μια εξαι­ρε­τι­κά έμ­με­ση συ­νέ­πεια. Από την άλ­λη ―και δε­δο­μέ­νου ότι το που­κά­μι­σο έχει κο­ντά μα­νί­κια― η αγο­ρά μιας κό­κα κό­λα, για πα­ρά­δειγ­μα, θα μου πα­ρεί­χε άμε­ση σω­μα­τι­κή ευ­χα­ρί­στη­ση, δρο­σί­ζο­ντάς με από τη ζέ­στη, αλ­λά κι αυ­τή θα ήταν βρα­χύ­βια και, εκτός αυ­τού, θα μπο­ρού­σε να έχει μα­κρο­πρό­θε­σμα μειο­νε­κτή­μα­τα για την υγεία μου. Το ευ­ρώ θα κυ­κλο­φο­ρού­σε, μεν, στην οι­κο­νο­μία, στη­ρί­ζο­ντας θέ­σεις ερ­γα­σί­ας στους το­μείς της με­τα­ποί­η­σης, των με­τα­φο­ρών και του λια­νι­κού εμπο­ρί­ου, αλ­λά το ατο­μι­κό όφε­λος θα ήταν φευ­γα­λέο και οι αρ­νη­τι­κές συ­νέ­πειες στη δη­μό­σια υγεία θα μεί­ω­ναν ση­μα­ντι­κά τη συ­νο­λι­κή χρη­σι­μό­τη­τα. Η αγο­ρά εξάλ­λου ενός ει­σι­τη­ρί­ου αστι­κού λε­ω­φο­ρεί­ου -μια επί­σης προ­σι­τή επι­λο­γή- θα εί­χε υψη­λό­τε­ρη χρη­σι­μό­τη­τα. Θα με οδη­γού­σε σε κά­ποιον προ­ο­ρι­σμό, σε μια δου­λειά, για να συ­να­ντή­σω ένα φί­λο ή ακό­μα και στη θά­λασ­σα για μια βου­τιά. Επι­πλέ­ον, οι δη­μό­σιες συ­γκοι­νω­νί­ες ωφε­λούν το πε­ρι­βάλ­λον, επο­μέ­νως συμ­βάλ­λουν και στη με­γι­στο­ποί­η­ση της συ­νο­λι­κής ευ­τυ­χί­ας της κοι­νό­τη­τας. Αν λοι­πόν ήθε­λα να αξιο­ποι­ή­σω σω­στά το ευ­ρώ μου, το ει­σι­τή­ριο του λε­ω­φο­ρεί­ου θα ήταν σα­φώς η κα­λύ­τε­ρη από τις υπο­θε­τι­κές αυ­τές λύ­σεις, η δε ευ­χή η χει­ρό­τε­ρη.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
«Όπου εί­ναι ο θη­σαυ­ρός σου, εκεί θα εί­ναι και η καρ­διά σου» (Ματ­θαί­ος 6:21). Θα μπο­ρού­σα­τε, ακό­μη, να επι­λέ­ξε­τε να αγο­ρά­σε­τε και να ανά­ψε­τε ένα κε­ρί. Και αυ­τό θα ήταν μια όμορ­φη πρά­ξη αφο­σί­ω­σης.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
[ Με τους ανα­βά­τες να γλι­στρούν στα βά­θη, η ηχώ τους εξα­φα­νί­ζε­ται, αφή­νο­ντας μό­νο την ανε­νό­χλη­τη επι­φά­νεια. ]



Ι Ν Τ Ε Ρ Μ Ε Δ Ι Ο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΟ­ΞΙ­ΚΟ ΧΥ­ΛΟ

(ΜΑΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)


«Ο χρό­νος κυ­λά­ει μέ­σα στην πό­λη, αλ­λά οι πύ­λες της δεν ανοί­γουν πο­τέ.»

«Η νί­κη βα­δί­ζει προς τα πί­σω, η ήτ­τα προ­χω­ρά προς τα εμπρός.»

«Ο αυ­το­κρά­το­ρας κρα­τά το σκή­πτρο, μα οι άρ­χο­ντες κρα­τούν τα μα­χαί­ρια πί­σω από τις πλά­τες τους. Οι εκ­κλη­σί­ες εί­ναι γε­μά­τες αγί­ους που δεν απα­ντούν»

«Η πό­λη εί­ναι ένα στά­διο πνευ­μα­τι­κής δο­κι­μα­σί­ας. Κά­θε πέ­τρα που πέ­φτει από τα τεί­χη μας εί­ναι ένα κά­λε­σμα στη με­τά­νοια.»

«Ο χρό­νος δεν έχει ση­μα­σία, για­τί ο Θε­ός εί­ναι άχρο­νος. Ποιος χρειά­ζε­ται τη σω­τη­ρία της πό­λης όταν η Βα­σι­λεία των Ου­ρα­νών εί­ναι η αλη­θι­νή αυ­το­κρα­το­ρία;»

«Τι αξί­ζει να κλαις για μια πό­λη που δεν μπο­ρείς να ελέγ­χεις;»

«Η αυ­το­κρα­το­ρία μα­ζεύ­ει τις αμαρ­τί­ες της σαν βα­ρύ φορ­τίο, και τώ­ρα ο Θε­ός το ξε­φορ­τώ­νε­ται. Ποιος άρ­χο­ντας βλέ­πει την πτώ­ση ως ευ­και­ρία σω­τη­ρί­ας;»

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 2
Κά­ποιος που δια­θέ­τει ένα μο­νά­χα ευ­ρώ κι ένα φθαρ­μέ­νο που­κά­μι­σο δεν εί­ναι διό­λου ανά­ξιος του θαυ­μα­σμού μας. Ένα σπά­νιο προ­τέ­ρη­μα κρύ­βε­ται πί­σω από την ευα­λω­τό­τη­τα των οι­κο­νο­μι­κά αδύ­να­μων κοι­νω­νι­κών ομά­δων. Θα το ονό­μα­ζα συ­γκολ­λη­τι­κή δύ­να­μη της κοι­νής ευ­πά­θειας. Όση ση­μα­σία έχουν τα αντι­κεί­με­να που τους λεί­πουν, άλ­λη τό­ση, κι ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρη, έχει το γε­γο­νός ότι οι βα­θύ­τε­ροι αν­θρώ­πι­νοι δε­σμοί χτί­ζο­νται μέ­σα στις δυ­σκο­λί­ες και την κα­κου­χία. Και εί­ναι πο­λύ ισχυ­ρό­τε­ροι από οποιο­δή­πο­τε από­κτη­μα. Πρό­κει­ται για σφυ­ρη­λά­τη­ση αλη­θι­νών συν­δέ­σε­ων!

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 3
Με το 1% της δια­θέ­σι­μης σκέ­ψης μου, το οποίο εί­μαι σε θέ­ση να αξιο­ποι­ή­σω τού­τη τη στιγ­μή, κα­θό­τι το υπό­λοι­πο 99% κα­τα­να­λώ­νε­ται από το φά­ντα­σμα του ξέ­νου που κα­τα­πα­τά τα εδά­φη μας, δεν θα δια­φω­νού­σα επί της αρ­χής, αν και με άλ­λη αι­τιο­λο­γία. Κα­λύ­τε­ρα κα­κό­μοι­ρος, πα­ρά σκλά­βος μιας ολο­έ­να και πιο εκ­φυ­λι­σμέ­νης φι­λε­λεύ­θε­ρης ελίτ. Ελ­λεί­ψει αξιό­λο­γης κοι­νω­νι­κής θέ­σης, μπο­ρείς να επι­κε­ντρω­θείς ευ­κο­λό­τε­ρα σε αυ­τό που εί­ναι πραγ­μα­τι­κό: την πα­ρά­δο­ση, την οι­κο­γέ­νεια, την πα­τρί­δα σου.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 4
«Αλη­θι­νά σας λέω, εί­ναι δύ­σκο­λο για κά­ποιον που εί­ναι πλού­σιος να ει­σέλ­θει στη βα­σι­λεία των ου­ρα­νών. Και πά­λι σας λέω, εί­ναι ευ­κο­λό­τε­ρο για μια κα­μή­λα να πε­ρά­σει από το μά­τι μιας βε­λό­νας πα­ρά για κά­ποιον που εί­ναι πλού­σιος να ει­σέλ­θει στη βα­σι­λεία του Θε­ού» (Ματ­θαί­ος 19:23-24)

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 7
Οι πραγ­μα­τι­κά φτω­χοί έχουν την κα­θα­ρό­τε­ρη ει­κό­να του για­τί η ιε­ραρ­χία πρέ­πει να κα­ταρ­ρεύ­σει. Η πεί­να οξύ­νει την όρα­ση. Δεν πε­ρι­μέ­νουν με­ταρ­ρύθ­μι­ση ού­τε σω­τή­ρα. Η με­ταρ­ρύθ­μι­ση εί­ναι σα να μπα­λώ­νεις ένα ετοι­μόρ­ρο­πο φράγ­μα με σά­κους άμ­μου και ξέ­ρουν ότι κα­νέ­νας δεν έρ­χε­ται. Δεν εί­ναι απλά σύμ­πτω­μα. Μα η ανεκ­δή­λω­τη αι­τία, sub specie revolutionis.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 6
Βλέ­που­με, λοι­πόν, πό­σα επί­πε­δα ωφέ­λειας ανοί­γο­νται ακό­μα και πί­σω από μια τό­σο αρ­νη­τι­κή έν­νοια. Λί­γες ακό­μα εν­δει­κτι­κές προ­σθή­κες. Απο­τρε­πτι­κός πα­ρά­γο­ντας για τον εφη­συ­χα­σμό- Βλέ­πο­ντας τη φτώ­χεια, κά­ποιος ωθεί­ται να ερ­γα­στεί σκλη­ρό­τε­ρα, να απο­φύ­γει τους κιν­δύ­νους της και να αυ­το­πραγ­μα­τω­θεί συμ­βάλ­λο­ντας στη συ­νο­λι­κή οι­κο­νο­μι­κή ευ­η­με­ρία. Καλ­λιέρ­γεια της συ­μπό­νιας / Ανά­πτυ­ξη χα­ρα­κτή­ρα σε επί­πε­δο κοι­νω­νί­ας- Ο πό­νος των φτω­χών μπο­ρεί να το­νώ­σει την εν­συ­ναί­σθη­ση και τη συ­μπό­νια στους άλ­λους, πα­ρα­κι­νώ­ντας φι­λαν­θρω­πι­κές ενέρ­γειες και συ­μπε­ρι­φο­ρές υψη­λής ηθι­κής αξί­ας. Δια­θε­σι­μό­τη­τα φθη­νού ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού- Η ύπαρ­ξη φτω­χών, πρό­θυ­μων να ανα­λά­βουν χα­μη­λά αμει­βό­με­νες θέ­σεις ερ­γα­σί­ας, στη­ρί­ζει τη βιο­μη­χα­νία δια­τη­ρώ­ντας τις τι­μές χα­μη­λές για τους κα­τα­να­λω­τές.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΡΙΑ 5
Το πώς αυ­τά τα πράγ­μα­τα κα­τέ­λη­ξαν εδώ εί­ναι το μό­νο ερώ­τη­μα που αξί­ζει να απα­ντη­θεί, όχι το τι συμ­βο­λί­ζουν στις αυ­τα­πά­τες σας.

ΑΝΑ­ΒΑ­ΤΗΣ 1
… Η φτώ­χεια ως πε­δίο προ­πό­νη­σης- Οι φτω­χοί μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θούν ότι συμ­με­τέ­χουν σε μια μορ­φή «πνευ­μα­τι­κής προ­πό­νη­σης», όπου δο­κι­μά­ζο­νται και δια­μορ­φώ­νο­νται από τις κα­κου­χί­ες, χτί­ζο­ντας με­γα­λύ­τε­ρη ψυ­χι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή σκλη­ρό­τη­τα. Τους δί­νε­ται η ευ­και­ρία να κα­τα­κτή­σουν την τέ­χνη της από­σπα­σης από την ύλη και τις διαρ­κείς απαι­τή­σεις της. Συ­νά­μα: Ένα μά­θη­μα για τους προ­νο­μιού­χους: Στους πα­ρα­τη­ρη­τι­κούς προ­νο­μιού­χους, κα­θώς έρ­χο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τους αγώ­νες των φτω­χών, υπεν­θυ­μί­ζε­ται η εφή­με­ρη φύ­ση του πλού­του. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μεύ­σει ως memento mori ή ως υπεν­θύ­μι­ση της πα­ρο­δι­κό­τη­τας των πά­ντων.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

[ Με τους ανα­βά­τες να βυ­θί­ζο­νται, οι σι­λου­έ­τες συγ­χω­νεύ­ο­νται με το νε­ρό, δη­μιουρ­γώ­ντας ένα δυσ­διά­κρι­το μείγ­μα πα­ρου­σί­ας και απου­σί­ας. ]

Ι Ν Τ Ε Ρ Μ Ε Δ Ι Ο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΟ­ΞΙ­ΚΟ ΧΥ­ΛΟ

(ΜΑΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)


«Η Ρώ­μη εί­ναι το κέ­ντρο του κό­σμου, αλ­λά ο κό­σμος εί­ναι στρογ­γυ­λός, έτσι δεν εί­ναι; Αν ο ήλιος πέ­σει στον Τί­βε­ρη, τι θα γί­νει με το μπά­νιο μου;»

«Πό­τε θα έρ­θει η θέρ­μη στην ψυ­χή μας;»

«Η ασπί­δα μου εί­ναι βα­ριά, αλ­λά ο πό­λε­μος ελα­φρύς σαν φτε­ρό. Τι θα κά­νει ο στρα­τός όταν το ξί­φος γί­νει σκα­λι­στή­ρι;»

«Το εμπό­ριο εί­ναι σαν το ψά­ρι, φρέ­σκο το πρωί, σά­πιο το βρά­δυ. Η θά­λασ­σα εί­ναι γε­μά­τη θη­σαυ­ρούς, αλ­λά τα κα­ρά­βια βου­λιά­ζουν. Ο χρυ­σός εί­ναι βα­ρύς, αλ­λά τα λό­για εί­ναι ελα­φριά σαν φτε­ρά. Ποιος αγο­ρα­στής αγο­ρά­ζει τον άνε­μο;»

«Οι προ­σευ­χές μας εί­ναι σαν κα­πνός που χά­νε­ται στον αέ­ρα. Ο Δί­ας έρι­ξε τον κε­ραυ­νό του, αλ­λά τον έφα­γε μια κα­τσί­κα.»

«Η αλυ­σί­δα μου εί­ναι από σί­δη­ρο κι η ελευ­θε­ρία μια σκιά που τρέ­χει πιο γρή­γο­ρα από τον ήλιο.»


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: