Στροφές στροφάλων ενός πυρετικού μυαλού

Ο Π.Θ. Τορώνη 1976
Ο Π.Θ. Τορώνη 1976
ή Ένας homo ludens στα μέρη μας

Τώ­ρα που το ρω­μέι­κο περ­νά­ει κρί­ση
Την τε­λευ­ταία του δια­βε­βαιώ­νουν οι πα­λαιό­τε­ροι
Την τε­λευ­ταία του ο κα­πι­τα­λι­σμός
Βά­σει άλ­λων υπο­λο­γι­σμών
Την τε­λευ­ταία της η αν­θρω­πό­τη­τα
Βά­σει άλ­λων
Και­ρός αδερ­φέ να πα­λέ­ψου­με
Για ένα κα­λύ­τε­ρο αύ­ριο

Έλ­λη Σκο­πε­τέα, «κ.λπ.» (1976)

«Έχω την εντύ­πω­ση πως δεν έχω γρά­ψει έως σή­με­ρα απο­λύ­τως κα­νέ­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο. Απε­να­ντί­ας, το ΄χω πα­ρα­κά­νει με τα αυ­το­α­να­φο­ρι­κά. Μη μου αγ­χώ­νε­στε, προ­λα­βαί­νω. Έτσι που το ΄χω σχε­διά­σει, θα γρά­φω και πε­θα­μέ­νος»

Πά­νος Θε­ο­δω­ρί­δης (pandoxeio, 2012)




Δίστα­σα κά­μπο­σο για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό: homo ludens ή homo universalis; Σπά­νιο εί­δος, στα κα­θ’ ημάς, ο δεύ­τε­ρος. Πό­σους ανα­γεν­νη­σια­κούς αν­θρώ­πους μπο­ρείς να με­τρή­σεις γύ­ρω μας; Αν­θρώ­πους που να συ­ναι­ρούν πλη­θω­ρι­κά τον ερευ­νη­τι­κό ζή­λο με την κρι­τι­κή μα­τιά, την άκρα­τη φι­λο­πε­ριέρ­γεια ως αρ­χι­κό ερέ­θι­σμα με την ανά­γκη της να κα­λύ­πτει τα απει­ρά­ριθ­μα ερω­τη­μα­τι­κά της με τεκ­μη­ριω­μέ­νη γνώ­ση και, κυ­ρί­ως, μια ασί­γα­στη τά­ση για ενα­σχό­λη­ση με κά­θε αντι­κεί­με­νο τέ­χνης και επι­στή­μης. Τα δά­χτυ­λα στο φι­λια­τρό… Από την άλ­λη, πώς να συν­δυά­σεις τις πα­ρα­πά­νω αρε­τές με το παι­χνί­δι, με το σκώμ­μα, το υπο­δό­ριο χιού­μορ, την κα­τα­λυ­τι­κή ει­ρω­νεία, την απροσ­δό­κη­τη πα­ρω­δία, το εύ­στο­χο λο­γο­παί­γνιο, όλο αυ­τό το πε­τά­ρι­σμα του νου που απο­γειώ­νε­ται παί­ζο­ντας άμα και σπου­δά­ζο­ντας, με τη σο­βα­ρο­φά­νεια και τη βλο­συ­ρό­τη­τα που πα­ρα­δέρ­νουν στα τε­μέ­νη της ακα­δη­μαϊ­κής γνώ­σης; Ακό­μα σπα­νιό­τε­ρο το εί­δος, rara avis, προς εξα­φά­νι­ση, όπως λέ­με· γι’ αυ­τό και κα­τε­κυ­ρώ­θη ο πρώ­τος χα­ρα­κτη­ρι­σμός: παί­κτης (και συ­μπαί­κτης), παι­γνιώ­δης, φι­λο­παίγ­μων – ludens με τα όλα του. Επι­ση­μαί­νω, άλ­λω­στε, και την κρί­ση του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, άλ­λου δρα­στι­κού πο­λέ­μιου της σο­βα­ρο­φά­νειας: «Με λι­γο­στές εξαι­ρέ­σεις – συλ­λο­γί­ζο­μαι εγκάρ­δια τον Πά­νο Θε­ο­δω­ρί­δη και την Τζέ­νη Μα­στο­ρά­κη, π.χ. – θαρ­ρώ πως η ποί­η­σή μας γί­νε­ται όλο και πιο άθυ­μη ή πά­ντως αγέ­λα­στη» (1982).
Εί­ναι πο­λύ νω­ρίς για να γί­νει ψύ­χραι­μη απο­τί­μη­ση της δυ­να­μι­κής ενός ηφαι­στεί­ου που ακό­μα κα­πνί­ζει· συ­ζη­τή­σι­μο και αν μπο­ρέ­σει να γί­νει πο­τέ με όρους πλη­ρό­τη­τας. Μπο­ρού­με όμως να στα­θού­με (έτσι, χω­ρίς πρό­γραμ­μα) σε κά­ποιες δι­κές του σκέ­ψεις, στί­χους, κρί­σεις, νύ­ξεις, θυ­μη­τά­ρια του λό­γου του, του πνεύ­μα­τός του:

Δεν αγα­πώ τις λέ­ξεις επί τη βά­σει κά­ποιας αι­σθη­τι­κής, αλ­λά επει­δή τις ανα­κά­λυ­ψα αρ­γά, και απο­φά­σι­σα (με πό­νο ψυ­χής, εί­ναι αλή­θεια) ότι δεν θα με απα­σχο­λού­σε η ζω­γρα­φι­κή. Για έναν προ­σή­λυ­το της ελ­λη­νι­κής παι­δεί­ας, το ότι εκ­φέ­ρει, όπως εκ­φέ­ρει τα ελ­λη­νι­κά του, εί­ναι ήδη με­γά­λη επι­τυ­χία και εν­δε­χο­μέ­νως δό­ξα.

Πολ­λές φο­ρές, εκ­φρα­ζό­με­νος εν θερ­μώ, πά­γω­να κά­πως την πα­ρα­φο­ρά μου, διό­τι φο­βό­μου­να πως θα συ­νέ­χι­ζα στα ρώ­σι­κα ή στα γερ­μα­νι­κά.

Και μι­λά­με για γλώσ­σες που αγνοώ.

Αυ­τή η διο­λί­σθη­ση σε ακα­τά­στα­το γλωσ­σι­κό αι­σθη­τή­ριο εξάλ­λου, με οδή­γη­σε, σε κά­ποια τη­λε­ο­πτι­κή ερώ­τη­ση πε­ρί έμπνευ­σης, να χα­ρι­το­λο­γή­σω:

Επί πολ­λά χρό­νια έγρα­φα για να ευ­χα­ρι­στή­σω τον Μα­ρω­νί­τη, τον Σαβ­βί­δη και άλ­λους αν­θρώ­πους που εκτι­μού­σα. Με­τά, άρ­χι­σα να ακούω τις προ­τρο­πές του αγ­γέ­λου μου. Ο άγ­γε­λος μού υπα­γό­ρευε τα πά­ντα, αλ­λά δεν κα­τα­λά­βαι­να γρυ, επει­δή μου τα έλε­γε στα γερ­μα­νι­κά, μια γλώσ­σα που αγνοώ. Σή­με­ρα εί­μαι ευ­τυ­χής. Γρά­φω για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους, αλ­λά κυ­ρί­ως, κα­τα­λα­βαί­νω απο­λύ­τως τι μου λέ­ει ο άγ­γε­λος. Διό­τι εν τέ­λει, έμα­θα εγώ γερ­μα­νι­κά στον άγ­γε­λό μου.

Έχο­ντας ως όπλο τον κυ­νι­σμό (αξία στην οποία πι­στεύω αμε­τα­θέ­τως), έπει­θα άνευ λό­γου, τους ομό­τε­χνους και τους κρι­τι­κούς ότι κυ­νο­πρα­κτώ διό­τι εί­μαι φο­βε­ρά ευαί­σθη­τος. Τους δια­βε­βαί­ω­να, και μά­λι­στα εγ­γρά­φως, ότι εί­μαι αμο­ρα­λι­στής και αή­θης. Μά­ταιος κό­πος. Θε­ω­ρού­σαν ότι χαϊ­δεύ­ο­μαι.
(thegreekcloud.com / 13. 05. 2014)

Έμπρα­κτο δείγ­μα της οξύ­μω­ρης ευαι­σθη­σί­ας του, αυ­τής της κυ­νι­κής τρυ­φε­ρό­τη­τάς του εί­ναι η πε­ρί­φη­μη «Ωδή στα που­λιά», που σχε­δόν όλοι όσοι έγρα­ψαν δυο λό­για απο­χαι­ρε­τι­σμού στο φευ­γιό του, την ανέ­φε­ραν. Πα­ρά­ξε­νος ερω­τι­κός ύμνος:

Σκά­στε που­λιά, η αγά­πη μου κοι­μά­ται
σ’ ένα στρώ­μα βα­ρύ από υγρα­σία
το πα­ρά­θυ­ρο δεν κλεί­νει, η πόρ­τα μά­γκω­σε
και συ δε με θυ­μά­σαι πια

Θα ΄ρθει και­ρός σε κά­ποια τα­βέρ­να
που θα με­θύ­σου­με πά­λι μα­ζί
θα νιώ­σω τό­τε στε­νό το κα­βά­λο
και το θά­να­το να σ’ αγ­γί­ζει

γλυ­κά. Μα εσύ δε με θυ­μά­σαι πια
ορ­γιά­ζο­ντας κά­που στο προ­σκέ­φα­λο
ενώ αγω­νί­ζο­μαι να κοι­μη­θώ
μέ­σα στο στό­μα μιας άλ­λης κυ­ράς

Έι, θα ΄ναι όμορ­φα τέ­τοιες μέ­ρες
στη δυ­τι­κή Χαλ­κι­δι­κή· σκά­στε που­λιά,
η, πώς τη λέ­νε, ρο­χα­λί­ζει απάν­θρω­πα
και να δα­κρύ­σω δεν μπο­ρώ.

(1979)

Έχο­ντας επί­γνω­ση του δια­σπο­ρι­κού χα­ρα­κτή­ρα των όσων έγρα­ψε κι επι­τέ­λε­σε, ορί­ζει την επι­κρά­τεια του δι­κού του αρ­χεί­ου, σε μια από τις τε­λευ­ταί­ες αναρ­τή­σεις του, ως Πε­τε­φρής (petefris.​blo​gspo​t.​com):

…Τα δι­κά μου Άπα­ντα έπρε­πε να έχουν τί­τλο το Με­ταλ­λείο. Χώ­ρος που πε­ριέ­χει πο­λύ­τι­μα μέ­ταλ­λα και σκω­ρί­ες, λι­θορ­ρι­πές και αγραμ­μά­δες, αφε­ντι­κά και ερ­γά­τες, χρή­μα­τα και προ­σφάι, ερ­πε­τά και που­λά­κια, βου­νό και θά­λασ­σα. Κι έτσι το έρ­γο μου δεν θα συ­γκε­ντρω­νό­ταν ως θρα­σύ­δει­λη από­πει­ρα διαιώ­νι­σης αλ­λά ως φυ­σι­κή πε­ρί­που συσ­σώ­ρευ­ση λέ­ξε­ων. Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δο­κί­μια, ρη­τά, ημε­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις, τα­ξι­διω­τι­κά, ερ­μη­νεί­ες αρ­χαί­ων και με­σαιω­νι­κών κει­μέ­νων, στα­τι­στι­κοί πί­να­κες, σπα­ράγ­μα­τα δια­τρι­βών και μο­νο­γρα­φιών, επι­στο­λές, ομι­λί­ες, δε­κά­ρι­κοι λό­γοι, άρ­θρα και επι­φυλ­λί­δες, θε­α­τρι­κά, σε­νά­ρια, νε­κρο­λο­γί­ες, ανα­φο­ρές, δη­μο­σιο­ϋ­παλ­λη­λι­κά κεί­με­να, απο­λο­γί­ες και αρ­χαιο­λο­γι­κά ανά­λε­κτα με τον ιδιώ­νυ­μο τί­τλο varia minora. Και αυ­τά, όχι κα­τα­χω­ρη­μέ­να ανά εί­δος λό­γου, πα­ρά ανά επο­χές κυ­ριάρ­χων γυ­ναι­κών, η επο­χή της Με­λισ­σάν­θης, η επο­χή της Δυ­να­μό και πα­ρό­μοια. Βέ­βαια το αρ­χείο μου, όπως κά­θε αρ­χείο, δεν στή­θη­κε για να γί­νει ιστο­ρία αλ­λά κα­θα­ρή, αδο­λί­ευ­τη τέ­χνη. Αντί τέ­χνης, ήταν δε­κά­δες φου­σκω­μέ­νοι φά­κε­λοι γε­μά­τοι ιδέ­ες ατε­λείς, κι ένα σω­ρό άχρη­στες ερ­γα­σί­ες. Γραμ­μα­τεια­κή υπο­δο­μή για μία έκ­θε­ση του Αγί­ου Όρους στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το 1985 που δεν έγι­νε πο­τέ. Μια με­λέ­τη στα αγ­γλι­κά για να με­τα­τρα­πεί το φαξ σε μη­χα­νή απο­στο­λής εμπι­στευ­τι­κών εγ­γρά­φων. Απο­τυ­πώ­σεις ξωκ­κλη­σιών δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας. Εκα­το­ντά­δες πρώ­τες σε­λί­δες υπο­ψη­φί­ων μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Πού και πού κα­νέ­να δια­βα­στε­ρό ποί­η­μα. Επι­στο­λές, κυ­ρί­ως της Μα­ριάν­θης. Φω­το­α­ντί­γρα­φα δυ­σπρὀσι­των ερ­γα­σιών πε­ρί Βυ­ζα­ντί­ου. Σκί­τσα και γρα­φή­μα­τα. Φω­το­γρα­φί­ες κα­κο­τυ­πω­μέ­νες που έδει­χναν τμή­μα­τα ερει­πί­ων μέ­σα σε βα­τσι­νιές. Τί­πο­τα σπου­δαίο. Το πράγ­μα­τι χρυ­σά­φι ήταν μέ­σα στο μυα­λό.

Με σπου­δές στην αρ­χι­τε­κτο­νι­κή (ΑΠΘ) και τη συ­ντή­ρη­ση μνη­μεί­ων, ερ­γά­στη­κε ως ανα­στη­λω­τής και συ­νερ­γά­της σε εφο­ρεί­ες αρ­χαιο­τή­των, αλ­λά και ως ρα­διο­φω­νι­κός πα­ρα­γω­γός, ηθο­ποιός και πα­ρου­σια­στής στο θέ­α­τρο, στον κι­νη­μα­το­γρά­φο και την τη­λε­ό­ρα­ση, γρά­φο­ντας και πα­ρου­σιά­ζο­ντας δε­κά­δες ντο­κι­μα­ντέρ για την ΕΡ­Τ3. Ακα­τα­πό­νη­τος γρα­φιάς, καλ­λιέρ­γη­σε όλα τα εί­δη του λό­γου, συ­νερ­γά­στη­κε με εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά· συμ­μέ­το­χος σε εκ­δο­τι­κά σχή­μα­τα, ανε­βο­κα­τέ­βη­κε σε τραμ και λοι­πά οχή­μα­τα, ξε­δί­πλω­σε χάρ­τες, έρι­ξε στη βι­βλια­γο­ρά βι­βλία μι­κρά («το­μί­δια τσε­πω­τά») και με­γα­λύ­τε­ρα, αρ­μέ­νι­σε σε τρε­χού­με­να και στά­σι­μα νε­ρά με ιστο­λο­γιο­φό­ρο, έζη­σε πολ­λές ζω­ές σε μία.

Γνω­ρί­ζο­ντας κά­θε σπι­θα­μή της μα­κε­δο­νι­κής γης, ανέ­λα­βε να τη συ­στή­σει στο ευ­ρύ ανα­γνω­στι­κό κοι­νό ως ικα­νός αφη­γη­τής, όχι ως πα­τε­ντά­τος ιστο­ριο­δί­φης. Έτσι, προ­έ­κυ­ψε ένα τό­μος – οδη­γός της πό­λης: Θεσ­σα­λο­νί­κη. Δι­ή­γη­ση ενός αιώ­να: Ο νό­μος ανα­το­λι­κά του Πέ­κος [2011], 2013². «Μια αφή­γη­ση συ­νε­χής, με σύ­ντο­μες, κο­φτές “ανά­σες” […] Ο συγ­γρα­φέ­ας που επι­νό­η­σε την πα­ρού­σα αφή­γη­ση, πα­ρό­τι ασχο­λεί­ται με το συ­γκε­κρι­μέ­νο εί­δος επί αρ­κε­τές δε­κα­ε­τί­ες, απου­σιά­ζει επί­τη­δες από το θαύ­μα και την αθλιό­τη­τα της δια­δρο­μής – και νο­μί­ζω πως συμ­με­τεί­χε σε αμ­φό­τε­ρα με απλο­χε­ριά. Γι’ αυ­τό και ο υπό­τι­τλος που θα ταί­ρια­ζε σε αυ­τή τη Θεσ­σα­λο­νί­κη του θα μπο­ρού­σε να εί­ναι Ο νό­μος ανα­το­λι­κά του Πέ­κος (πα­ρω­δία από ένα πα­λιό “Λού­κι Λουκ”)».

Και, στο κλεί­σι­μο αυ­τής της θεσ­σα­λο­νι­κώ­τι­κης πε­ρι­διά­βα­σης, διευ­κρι­νί­ζει:

Δεν εί­μαι ιστο­ρι­κός, δε γνω­ρί­ζω την τέ­χνη, έχω πολ­λές αμ­φι­βο­λί­ες για την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα αυ­τής της τέ­χνης, αλ­λά από την άλ­λη έχω δου­λέ­ψει πολ­λά χρό­νια συ­γκε­ντρώ­νο­ντας βά­σεις δε­δο­μέ­νων για ιστο­ρι­κά αφη­γή­μα­τα ή μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Θα μπο­ρού­σα να ισχυ­ρι­στώ πως διά­βα­σα πε­ρισ­σό­τε­ρες εφη­με­ρί­δες που συ­ντά­χθη­καν με­τα­ξύ 1880 και 1940 πα­ρά με­τα­γε­νέ­στε­ρες. […] Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, όταν μά­θαι­να τα πρώ­τα γράμ­μα­τα, οι επι­ζώ­ντες της πρώ­της προ­σφυ­γιάς και η τύ­χη των στε­νών μου συγ­γε­νών ήταν στα οι­κο­γε­νεια­κά άλ­μπουμ και όχι σε ιστο­ρι­κές μο­νο­γρα­φί­ες και δο­κί­μια. Πρό­λα­βα τη για­γιά μου που πα­ντρεύ­τη­κε το 1912 και πολ­λούς συγ­γε­νείς γεν­νη­μέ­νους πριν από το 1900. Οι αφη­γή­σεις τους δεν απο­τε­λού­σαν Θερ­μο­πύ­λες και κερ­κό­πορ­τες, αλ­λά ζώ­σες ανα­μνή­σεις, κα­θώς πέ­ρα­σαν από συ­γκε­ντρώ­σεις του Βε­νι­ζέ­λου, από τε­λε­τές όπου πα­ρί­στα­το ο σερ Μπά­ζιλ Ζα­χά­ρωφ και η ζωή τους κι­νή­θη­κε ανά­με­σα σε δια­σταυ­ρού­με­να πυ­ρά στην Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, αλ­λά και σε δε­κά­δες εκλο­γές, δι­κτα­το­ρί­ες, στρα­το­λο­γή­σεις, υπη­ρε­σια­κές ανα­φο­ρές, σκλη­ρό αγρο­τι­κό βίο, έρω­τα για άγνω­στα σή­με­ρα βι­βλία, ται­νί­ες, μου­σι­κά ακού­σμα­τα και ει­κα­στι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα. Δη­λα­δή, βί­ω­σα εμ­μέ­σως ιστο­ρι­κές στιγ­μές, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να ήμουν τε­λεί­ως ακα­τάλ­λη­λος να ψυ­χραν­θώ εσω­τε­ρι­κά, πα­ρά­γο­ντας Ιστο­ρία.

Και σκέ­φτο­μαι πως, πα­ρω­δώ­ντας τον Κάλ­βο, έβα­ζε, ως συ­νή­θως, κομ­μά­τι του εαυ­τού του στους στί­χους :

[…]
Φεύ­γω τώ­ρα, ίπτα­μαι
Με στε­γνό­τα­τα φτε­ρά
Σε δο­νά­κη φω­τός
                    
Ακοι­μή­του:

Όταν λά­μπουν οι αι­σθή­σεις
Αλα­θή­των εμπει­ριών
Εί­ναι κα­λύ­τε­ρα νω­ρίς
                        
Να κοι­μά­σαι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: