«Ανεμοβάσταγο το σπίτι μου…»

Είχα και άλλοτε (παρουσιάζοντας τα Φευγαλέα της, το 2010) διατυπώσει τη βεβαιότητα ότι «η Άντεια είναι ο ήρωας του ποιητικού της έργου. Με αυτό δεν εννοώ ότι η ποίησή της είναι ευθέως αυτοβιογραφική – δεν ανεκδοτολογεί στιγμιότυπα του βίου, αλλά στηριζόμενη σε μύχιες, αυθεντικές εμπειρίες δημιουργεί κι εκθέτει τον μύθο της βιογραφίας της». Η ίδια το διατυπώνει καλύτερα σ’ έναν στίχο της:

… Να δοξαστεί το παρελθόν
κι η ιστορία να γίνει
επιτέλους
παραμύθι.

(«Μεταγραφή ημερολογίου»)

Το πώς γίνεται αυτή η μετατροπή φαίνεται πως την απασχολεί εξακολουθητικά. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, πως οι τίτλοι των πρώτων ποιητικών συλλογών της δηλώνουν κάτι από αυτή τη διεργασία: Η περιπέτεια μιας περιγραφής (1978), Μεταποίηση υλικών (1982), Μεταγραφή ημερολογίου (1984).

Σε παλαιότερη συνέντευξή της (στο περ. Διαβάζω, το 1983) δήλωνε:

«Οι λέξεις μού φαίνονται περισσότερο πλούσιες σε δυνατότητες. Έχουν ήχο, σχήμα, κινητικότητα, χρώμα και μπορούν συχνά να έχουν μυρωδιά, γεύση, και αφή ακόμα. Αυτά, βέβαια, περνούν απ’ το μυαλό μου τώρα. Το γιατί όμως μού συνέβη αυτό και με ποιες διεργασίες μπήκα σ’ αυτόν το χορό, δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Ίσως απλά και μόνο να σχετίζεται με το είδος της παιδείας που είχα από μικρή και με την εξοικείωσή μου με τα γράμματα. […] Ίσως περισσότερο από όλα με κατέχει η προφορική εκφορά του λόγου· ακούγονται μέσα μου όλα όσα γράφω σχεδόν μεγαλόφωνα».

Αυτή η αίσθηση της τριβής των λέξεων ώσπου να βγει ο σπινθήρας του στίχου, η αρμολόγηση της λέξης φθόγγο το φθόγγο, ακούγεται από νωρίς στα ποιήματά της:

Πέρα απ’ το σημείο
εκείνη η γραμμή
που δε λέει να γραφτεί.
Εν δυο χοπ
βάζεις το κόμμα·
εν δύο τελεία
η παύλα τό ’σκασε πάλι.
Φωνήεντα ερεθιστικά
μεσ’ από το πνιγμένο
λαρύγγι σου. Κορμί
πλατιά περισπωμένη
κι ανάσα άνω τελεία.

(«Η περιπέτεια μιας περιγραφής»)

Προτείνω λοιπόν σε τούτη τη μικρή περιδιάβαση που κάνουμε εδώ στα ποιητικά μονοπάτια της Άντειας να δούμε αυτή τη μαστορική, πώς δηλαδή παλεύει με την τσαγκαρική του στίχου. Διότι πρέπει να μάθεις να χτυπάς το καρφί στη θέση του – σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις, να μη τις παίρνει ο άνεμος, που έλεγε κι ο άλλος. Θεωρίες περί ποίησης προφανώς και υπάρχουν, αλλά ο ποιητής είναι κατά βάση χειρώνακτας, μετουσιώνει τη θεωρία σε πράξη με το ίδιο του το σώμα, τις αντοχές του, όλη την ανθρώπινη υπόστασή του, ασκώντας συνάμα έλεγχο και πειθαρχία σε μια πολύ συγκεκριμένη δουλειά που απαιτεί απόλυτη αφοσίωση.

Πρώτα πρέπει να γίνεις τεχνίτης
με σφυρί και καλέμι και πέτρα
να χαράξεις το όνομά σου βαθιά μες στη γη
να το κρύψεις ανέγγιχτο να μείνει.

Δίχως οι λέξεις να παριστάνουν
το πράγμα που είναι κι ωστόσο δεν είναι
δίχως το χρώμα να παίζει παιχνίδια στο φως
μόνο εσύ μες στη σιωπή που διαλέγεις
να τρέμεις στο φθόγγο της κάθε στιγμής.

Χτίζεις ένα σπίτι ποιητή για να μείνουν τα όνειρα·
ένα σπίτι της ζωής που ξέρει από θάνατο.

            («Μιλώ για τον ποιητή», Φευγαλέα)

Την εικόνα του τεχνίτη με το σφυρί και το καλέμι την εναλλάσσει αργότερα με την τέχνη της λεπτής χειρουργικής επέμβασης

Γυαλιστερό κι ωραίο το κουκούλι
Τι κρύβεται κει μέσα αγνοώ
Μ’ ένα ψαλίδι απαλά θα χειρουργήσω
Κλωστή κλωστή να φτιάξω το στιχάριον
Άσπρο ν’ αστράφτει με τον ήλιο
Μαύρο με το φως του φεγγαριού.

Κι ύστερα τίποτα – σιωπή
Αναμονή ως την κατάλληλη στιγμή
Η πεταλούδα σαν θα βγει
Να ΄ναι ψυχή.

                («Στιχάρι»)

Η Άντεια κρατά από την καρυωτακική γενιά και διαθέτει την ευγένεια αλλά και το (αυτο)σαρκαστικό πνεύμα της, τον κλαυσίγελο και τη δίκοπη ειρωνεία της. Παρωδεί με μαεστρία, ελέγχει τους εκφραστικούς της κώδικες και ρυθμίζει την αυξομείωση της έντασης ώστε το δράμα να μη διολισθήσει σε μελόδραμα και ρηχή αισθηματολογία. Είδαμε λίγο παραπάνω πώς στιχουργούνται τα ζόρια της στίξης: το κόμμα, η τελεία, η άνω τελεία – σημαδόφωνα μιας τονικότητας που με την παρουσία τους ή την απουσία τους μπορεί να γεννήσουν μουσική ή απλώς κακοφωνία. Και ο ποιητής (εν προκειμένω, η ποιήτρια) πασχίζει, και σβήνει και ξαναγράφει: …εκείνη η γραμμή / που δε λέει να γραφτεί. Και: … η παύλα το ’σκασε πάλι. Το υλικό να αντιστέκεται κι ο τεχνίτης να επιμένει, με σωματικό σχεδόν πόνο: φωνήεντα ερεθιστικά / μεσ’ από το πνιγμένο λαρύγγι σου...

Και ξανά απ’ την αρχή:

Αυτή μοιάζει να ΄ναι η τελευταία παλινωδία·
έτσι τουλάχιστον θα το ’θελα.
Οριοθετώ και μετρώ
εν δύο· ξανά από την αρχή.
Οριοθετώ και μεταθέτω εν δυο.
Αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί
βασανιστήριο της σταγόνας.
Εν δύο λοιπόν· αφαίρεση επιδερμίδας
αναπνευστική δυσκολία
ασφυκτικός κλοιός
ανακουφιστικό τρίγωνο.

                 («Η περιπέτεια μιας περιγραφής»)

Πιστεύω ν’ ακούγεται ευκρινώς ότι όλη αυτή η ταραχή οφείλεται στην ποιητική αμφιθυμία: δύο ή δυο; Ο αναγνώστης μάλιστα (όχι ο ακροατής) του ποιήματος θα προσέξει ασφαλώς την προσεκτική εναλλαγή της τελείας με την άνω τελεία: ο στίχος με αυτήν σαν να κοντοστέκεται, θαρρείς, κομπιάζει, διστάζει, εν δύο ή εν δυο; εωσότου κατοχυρωθεί η οριστική απόφαση. Στη μάχη σώμα με σώμα, ο ποιητής πότε χάνει-πότε κερδίζει. Τις λίγες φορές που νιώθει να έχει το πάνω χέρι στην αναμέτρηση με τα σημεία της στίξης, κατατροπώνει θριαμβευτικά τον αντίπαλο και παίρνει το αίμα του πίσω – γίνεται ο κύριος του παιχνιδιού:

Αυτό το κόμμα ξέρει καλά πόσο με βασάνισε
ξέρει όμως επίσης καλά πως ετοιμάζεται
η αντικατάστασή του με τελεία
γι’ αυτό ίσως ζαρώνει, καμπουριάζει·
ελπίζει κι αυτό στη μεταμόρφωση.

(«Μεταποίηση υλικών»)

Αργότερα, αυτός ο παιδεμός, η αμάχη με τους φθόγγους και τις λέξεις διατυπώθηκε αλλιώς:

Της λογοτεχνίας περιπέτεια
μέσα σε βιβλιογραφίες κοιμάσαι
και δεν ακούς τα νύχια μου να σ’ ακουμπούν
να μεγαλώνουν τα ρήματα
τα σύμφωνα να γίνονται σήματα
να τρίζουν τα φωνήεντα.

                 «(Τελετή στο κύμα»)

Τα μέρη του λόγου, οι σύνδεσμοι, οι προθέσεις γίνονται αίμα και κυκλοφορούν στα αγγεία (Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω / σε σχήμα βιβλίου μεγάλο – όπως τραγουδούσε ο Καρυωτάκης)· γίνονται μουσική μιας μυστικής συναυλίας:

Κάποιοι απομακρύνονται, κάποιοι καταφθάνουν·
ταξίδια διάφορα επάνω στο χαρτί
κι εσύ απομένεις να ψιθυρίζεις λόγια
που κυκλοφορούν μέσα στ’ αγγεία μου
σύνδεσμοι και προθέσεις, συναυλία μου.

                («Μεταποίηση υλικών»)

Πάντα παρούσες οι ανασφάλειες, τα ερωτηματικά, η αίσθηση ότι χάνονται, πεθαίνουν οι χρειαζούμενοι φθόγγοι – και πώς να γράψεις με λειψά εργαλεία:

Πώς θα μπορέσω να γράψω για τη νίκη;
τα λόγια μου βουλιάζουνε δισύλλαβα
πεθαίνει το ένρινο και το ουρανικό
μένει η δευτέρα παρουσία στην προθήκη.

                («Μεταποίηση υλικών»)

Σε παραλλαγή, το ίδιο αδιέξοδο, με την παρακωλυτική παρουσία του ρήματος, εν προκειμένω, και τις ανεξάντλητες σημασιολογικές προεκτάσεις, έτσι ώστε ο πληθωρισμός του νοήματος να καταργεί σχεδόν τη δυνατότητα επιλογής και να αφήνει άπρακτο τον ποιητή:

Μένω καταρχήν στο ρήμα:
Υπάρχω είμαι κατοικώ
ζω και μια σειρά από καταστάσεις
που τις προθέσεις μου εμπλουτίζουν
καθώς και τη γραμματική.

Μένω παραμένω
Εμμένω υπομένω.

Τι να σημαίνω;

                («Της σημασίας», Τελετή στο κύμα)

Παιχνίδια με την ποιητική χειρομαντεία και τσαλίμια με τα υποκείμενα και τα αντικείμενα της σύνταξης:

Αντιγραφή σημείου σε παλάμη· πρόβλεψη ογδοηκονταετής
απουσία ρήματος και υποκειμένου καταφανής.

Να τη η ξαφνική σου έλευση σε χρόνο τακτό
αλλά άδηλος ο τόπος· ομοίως άδηλος και ο χαρακτήρ.
Ως αντικείμενο φροντίζω και λιποτακτώ.

                («Μεταποίηση υλικών»)

Τα μέτρα και οι ρυθμοί να στήνουν χορό και να σε αναγκάζουν να ακολουθήσεις λαχανιάζοντας:

Η μνήμη αιχμηρή να σε λαξεύει […]
Ο κυκλικός ρυθμός να σε μαγεύει.

                (Σονέτο IX, Στεφάνι)

Ο ανάπαιστος σβήνει

θρηνητικός ως το παρόν·
ιαμβικός οξύτονος βηματισμός

σέρνεται στο μέλλον
με τον γρήγορο τροχαίο.

Ο τόνος βουλιάζει
και πάλι ανεβαίνει στο θρήνο.
Ποιο μέτρο και ποιο χρόνο εξετάζουμε;

(«Της μετρικής», Τελετή στο κύμα)

Η περιγραφή της επώδυνης γέννησης του ποιήματος, μετά από πισωγυρίσματα, απορρίψεις, ταλαντεύσεις, αστοχίες, εξουθένωση και απόγνωση είναι εξόχως παραστατική – ο δημιουργός ταπεινωμένος μπροστά στο αγέρωχο δημιούργημά του, στο απόλυτο έλεός του:

Πρώτα είναι η σκόνη·
διαστέλλεται μέσα στο φως
γεμίζει υγρασία
δάκρυα και υγρά κολπικά.
Ένας αέρας φυσά· η σκόνη στεγνώνει.

Δεν είναι το ποίημα

                        *

Αναστενάζει η σκόνη
και βγαίνει το σχήμα·
λόφοι μικροί και πλαγιές
ανάμεσά τους ποτάμια·
ανάγλυφος χάρτης.

Δεν είναι το ποίημα.

                        *

Η σκόνη προδίδει, μικραίνει
κι εσύ επιμένεις να πλάθεις
με αίμα με χώμα
να το φτιάχνεις ξανά και ξανά·
να το κρατάς να το βγάζεις στο φως.

Δεν είναι το ποίημα.

                        *

Ακουμπάς το χώμα στο σώμα
κουβαλάς φύλλα
φέρνεις κλαδιά
ανάβεις φωτιά·
στο στόμα το βάζεις
το παρακαλάς να μιλήσει
το εκβιάζεις
το βρίζεις
πέφτεις στα γόνατα
το προσκυνάς.
Μπορεί στο τέλος να σε λυπηθεί·
να λιώσει στο στόμα το χώμα
το αίμα να κυλήσει στις φλέβες ξανά.
Να σου δοθεί το μονάκριβο ποίημα.

                («Το μονάκριβο ποίημα», Τελετή στο κύμα)

Και πάλι όμως το ποίημα, άπαξ και στάθηκε στα πόδια του, απαιτεί, εκβιάζει: ή αυτό ή ο γεννήτοράς του. Δίλημμα σκληρό:

Αυτό το ποίημα κύλησε
σαν πέτρα κύλησε
απ’ την καρδιά μου πέρα.
Μετά ξαναγύρισε, στάθηκε
στην καρδιά μου.

Τώρα πρέπει να διαλέξω
την πέτρα ή την καρδιά μου. […]

Αυτό το ποίημα που κύλησε
σαν πέτρα κύλησε.

Δεν θα μπορούσε να γραφεί.
Στάθηκε στην καρδιά μου
περιμένει να διαλέξω.
Το ποίημα ή την καρδιά μου

                («Το ποίημα της αγάπης και της ραγισμένης», Τελετή στο κύμα)

Άλλωστε, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος· το ποίημα, εφήμερον σπέρμα, πλάσμα φευγαλέο, μένει απρόσιτο, σαν μετεωρίτης διασχίζει τον ουρανό και ξαφνικά χάνεται:

Ξύπνησε το ποίημα μέσα μου
κι ήταν γαλάζιο και φαιό
θα μπορούσα να το ζωγραφίσω
αν δεν άλλαζε συνεχώς σχήμα.

Όπως το σύννεφο στον ουρανό
τρέχει και διαρκώς μεταμορφώνεται
το φευγαλέο ποίημα
διαγράφει τη μυστική τροχιά του
για μια στιγμή και μετά σβήνει.

                 («Φευγαλέα»)

Αγώνας μέχρις εσχάτων και αγωνία για την έκβασή του. Μαρτυρική η συνύπαρξη: Ή εγώ ή αυτά (ή θα με σκοτώσουν ή θα τα σκοτώσω):

Μαζεύω τώρα τα χαρτιά, τα βιβλία
τα όνειρα· δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω.
Να τα κάψω θα μείνουν οι στάχτες τους
να στοιχειώνουν τις νύχτες μου.

Το φεγγάρι θ’ ανοίγει τις σκόρπιες σελίδες
θα φωτίζει τα όνειρα·
θα γίνουν άγνωστες όλες οι λέξεις.
Όποιο χαρτί και να σκίσω
όποιο βιβλίο και να σβήσω
άρρητα όνειρα θα τριγυρίζουν φαντάσματα
τις μέρες και τις νύχτες μου.

Θα με σκοτώσουν ή θα τα σκοτώσω.

                
(«Της φυγής», Φευγαλέα)

Με καθαρά τεχνικούς όρους, όλα τα παραπάνω θεωρούνται ποιήματα ποιητικής: με αυτεπίστροφη κίνηση, ο τεχνίτης ανοίγει την πόρτα του εργαστηρίου του κι εκθέτει δημοσία πώς επεξεργάζεται το υλικό του, αποκαλύπτει τις τεχνικές του, τις εμμονές του, τις στοχεύσεις του. Πρόκειται για την περίφημη «απογύμνωση του τεχνάσματος», κατά τους Ρώσους φορμαλιστές. Ο μηχανισμός στέκει δηλαδή μπροστά μας γυμνός, με έκθετα όλα του τα γρανάζια και τους ιμάντες. Η Άντεια διατυπώνει ίσως το ίδιο, στη Μεταποίηση υλικών, με τον δικό της τρόπο, σ’ έναν στίχο της: Το φόρεμα της Κυριακής / φτιαγμένο από κουρέλια της βδομάδας. Η ίδια χαρακτήριζε τα ποιητικά της αποτυπώματα «εφήμερα υφαντά μικρής αράχνης» και «φευγαλέα» αλλά λάθευε: είναι ανάσες σπάνιας λυρικής ευαισθησίας και τρυφερής ειρωνείας που θα αντέχουν στα μελλούμενα χρόνια για την άμεση ειλικρίνειά τους. Μπορώ να μαρτυρήσω, ξέροντάς την κάποιες δεκαετίες, ότι στα ποιήματά της ακούμπησε όλες τις αντοχές και τις ελπίδες της, το ζωντανότερο κομμάτι του εαυτού της, άνευ ορίων, άνευ όρων. Μιλώντας για τον ποιητή και το σπίτι του, όπως ακούσαμε, διαβεβαιώνει: χτίζεις ένα σπίτι, ποιητή, για να μένουν τα όνειρα. Το δικό της ποιητικό σπίτι το χαρακτήρισε (στην Περιπέτεια μιας περιγραφής) «ανεμοβάσταγο», ήδη όμως αποδεικνύεται, και θα συνεχίσει να παγιώνεται στη μνήμη, γερή κιβωτός, κάστρο και ταμπούρι – με ελεύθερη την είσοδο για όσους θέλουν να το γνωρίσουν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: