Φίδια, πουλιά, ένα άλογο με καβαλάρη τον θεό, ένα αρνί κι ένας λύκος, ένα σαλιγκάρι, μια χελώνα, ένας αχινός κι ένα άγριο περιστέρι που δεν μπορείς να το χαϊδέψεις, ένα λυκόσκυλο με μια πολική αρκούδα, μια μικρή αράχνη, μια σαύρα που δαγκώνει επίμονα τα νύχια της παπαρούνας, ένα σκουλήκι, ένα ζαρκάδι, ένα αηδόνι, ένα σπουργίτι, ένα χελιδόνι που «φτεροκοπά στον νέο λυρισμό», γλάροι στο Πριγκιπονήσι, ένα πελαργός, ένα τζιτζίκι που ενοχλεί τον ποιητή, κάμπιες, μέλισσες και πολλές πολλές πολλές πεταλούδες.
Απόψε είναι κίτρινος ο ουρανός
μικρά πουλιά να τρέχουν στις φωλιές τους
κατέρρευσε του γαλαξία ο ποταμός
τα μάτια σου χαϊδεύουν τις πληγές τους.
Δεν είναι λόγος που να μένει γαλανός
δεν είναι μύθος να μη λέει την αλήθεια.
Ρίξε το νόμισμα στην κοίτη
τυλίξου το πανί
κι άσε τον ήλιο να φουντάρει
το σώμα να πάρει.
Η πεταλούδα για πάντα θα πλανιέται στη γη.
Από την Τελετή στο κύμα του 2002. Στην ίδια συλλογή η ίδια – ίσως – πεταλούδα επανεμφανίζεται και στο ποίημα με τίτλο «Άθυρμα», σε αποκαλυπτικό πρώτο πρόσωπο:
Πεταλούδα μικρή και βουτώ
Ανοήτως αντί να πετάξω
Στα νερά κολυμπώ, τραγουδώ
Και χτυπώ τα φτερά πριν αράξω.
Βέβαια, αυτή η αποκαλυπτική πεταλούδα είχε ήδη από το 1984 και τη Μεταγραφή Ημερολογίου φωλιάσει στο στέρνο της ποιήτριας, είχε γίνει το στέρνο της:

___________
Η Άντεια Φραντζή διαβάζει το ποίημα στην εκπομπή της ΕΡΤ «Φωνή της Ελλάδας»
______________
Κατάλαβα κάπως αργά
τι σήμαιναν οι κίτρινες και κόκκινες κηλίδες
που έβλεπα από μικρή εγχάρακτες στο στήθος μου.
Τώρα που τα γονίδια άρχισαν να γερνούν
και οι κηλίδες να σκουραίνουν
τα φτερά της να τσουρουφλίζονται τις νύχτες
στο φως της λάμπας
κι η πεταλούδα να μην μπορεί πια να πετάξει.
Τώρα κάπως αργά
Για να λάμψουν τα χρωμοσώματα
την πρώτη λάμψη τους·
κατάλαβα του στέρνου μου την πεταλούδα.
Το 1987 σχεδόν αινιγματικά η πεταλούδα, νεκρή αυτή τη φορά, εμφανίζεται στο τζάμι της:
Κυματιστό σώμα
το όραμα. Παρόν παρόν
και δοξασμένο το άγγιγμα
να τσακίζει το χρόνο. Πεταλούδα
νεκρή, δροσιά πρωινή
και στο τζάμι μου νά την.
Χαμογελάει.
Αργότερα στο Στιχάρι του 2014, στο ομότιτλο ποίημα, η πεταλούδα γίνεται η ψυχή του στίχου:
Γυαλιστερό κι ωραίο το κουκούλι
Τι κρύβεται κει μέσα αγνοώ
Μ’ ένα ψαλίδι απαλά θα χειρουργήσω
Κλωστή κλωστή να φτιάξω το στιχάριον
Άσπρο ν’ αστράφτει με τον ήλιο
Μαύρο με το φως του φεγγαριού.
Κι ύστερα τίποτα – σιωπή
Αναμονή ως την κατάλληλη στιγμή
Η πεταλούδα σαν θα βγει
Να ’ναι ψυχή.
Η πεταλούδα, λοιπόν, ένα λεπιδόπτερο έντομο με μακριές κεραίες και δύο ζεύγη φτερών καλυμμένα με πολύχρωμο, εντυπωσιακό χνούδι, από τη στιγμή που γεννιέται μπαίνει σε έναν αέναο κύκλο μεταμόρφωσης: από κάμπια γίνεται χρυσαλλίδα και μετά, όταν βγει από το κουκούλι της, έχει πλέον τη μορφή μιας ενήλικης πεταλούδας. Το συμβολικό βάρος μιας πεταλούδας ανά τους αιώνες είναι αντιστρόφως ανάλογο με το βάρος του σώματός της. Στην αρχαία ελληνική σκέψη οι πεταλούδες ήταν οι ψυχές των νεκρών και μάλιστα η χρυσαλλίδα ονομαζόταν «νεκύδαλλο», δηλαδή «περίβλημα νεκρού». Η αναζήτηση της ψυχής και της νοητής παρουσίας των νεκρών (μας) είναι διαχρονικά μια πράξη και ένα αίτημα παρηγοριάς. Οι πεταλούδες και οι νεκροί μοιράζονται τη θαλπωρή και την ασφάλεια της σιωπής, που λειτουργεί λιγότερο ως απειλή και περισσότερο ως μια υπόσχεση συμπάθειας: η απουσία λόγου επενδύεται με τα λόγια που επιθυμούμε οι ζώντες, εμείς που ανακαλούμε και αιτούμαστε αυτή τη σιωπηλή παρουσία, και δεν υπάρχει κάτι πιο παρήγορο τελικά από τις σκέψεις μας στο στόμα της νοερά συμπάσχουσας ψυχής· μιας ψυχής που, όπως τα λόγια των ανθρώπων, πετά και μεταμορφώνεται.
Ακριβώς αυτό είναι το θέμα ενός άλλου ποιήματος, στο οποίο ωστόσο δεν συναντάμε κάποια πεταλούδα σε πρώτο πλάνο. Συναντάμε όμως τις βασικές της ιδιότητες: τη μεταμόρφωση και την πτήση. Το ποίημα αυτό μοιάζει να εικονοποιεί τον πίνακα του Μαρκ Σαγκάλ, «Πάνω από την πόλη» (1914-1918):
Πετάω πάνω απ' την πόλη μου·
μόλις χαράζει το φως της.
Λιγοστοί διαβάτες κρατιούνται απ' το χέρι.
Τα λουλούδια εισβάλλουν στα βάζα.
Όσα μένουν στη γη ανοίγουν πελώρια
τα μπουμπούκια σε άνθη.
Πετάω πάνω απ' την πόλη μου
με διάφανα φτερά
προς τη στραφταλιστή θάλασσα.
Περνώ ξυστά πάνω απ' το κύμα
γνέφοντας στο κενό.
Ένα παιδί με το κουβαδάκι του γεμάτο νερό
γεμίζει τη θάλασσα
ένα άλλο γκρεμίζει τους λόφους των σκουπιδιών.
Το τραπέζι στρωμένο υποδέχεται την οικογένεια
κι ένας μουσικός οίστρος αγγίζει τα πηρούνια.
Όλα είναι θαυμαστά
σ' αυτό το ποίημα.
Η πτήση, όμως, ενέχει και τον κίνδυνο της πτώσης. Και είναι πολλά τα πιθανά σημεία από τα οποία κανείς μπορεί να (εκ)πέσει: από τον Παράδεισο, από τα σύννεφα, στον πάγο, σε μια κρυφή λακκούβα στο πεζοδρόμιο –ας σημειώσουμε εδώ πως η Άντεια φοβόταν πάντα την τελευταία πτώση. Η πτώση, πάντως, ως ενδεχόμενο συνυφασμένο με την ανθρώπινη συνθήκη, μεταφορικά και κυριολεκτικά, συνδέεται και με την παιγνιώδη διάσταση της ποίησης. Το γέλιο είναι άρρηκτα δεμένο με το «ατύχημα» της παλαιάς πτώσης και οι νέες πτώσεις δεν μπορούν παρά να μας παραπέμπουν σ’ αυτήν την πρωταρχική: το χιούμορ, το γέλιο, το αστείο απαντούν έτσι στο μεγάλο ερώτημα της θνητότητας, συνδέοντας την πρώτη πτώση με την έσχατη, τον θάνατο.
Η απώλεια της Εδέμ δεν είναι αναστρέψιμη και η ζωή του ανθρώπου, καθώς αυτός «πέφτει από την ψηλή τη σκάλα», προϋποθέτει το γέλιο και προϋποτίθεται από αυτό. Το γέλιο είναι ο γενέθλιος χώρος της αμφιθυμίας, η κατάφαση σε μια γενναία «γκρίζα ζώνη» –στον κατεξοχήν χώρο της ποίησης. Το χιούμορ –λοξό, πλάγιο, ελαφρύ, σκοτεινό, απαλό, αιχμηρό, ως αναψυχή, αλλά και ως ειρωνεία– διατρέχει τα ποιήματα της Άντειας από την πρώτη μέχρι και την τελευταία συλλογή. Αλλά αυτό μπορεί να είναι το θέμα ενός άλλου σημειώματος. Αρκεί εδώ να θυμηθούμε τον Πέτρο τον ακροβάτη (ποίημα αφιερωμένο από την Άντεια στον Ηλία Λάγιο, για τη δική του πτώση) που δεν έχει κανένα πρόβλημα να κάνει τούμπες στον αέρα, αρκεί να μην του ζητήσει η Βαρβάρα να μπει στο δωμάτιό της από την κλειδαρότρυπα. Στο ίδιο ποίημα, βέβαια, το μόνο που πραγματικά πέφτει είναι το δέρμα μιας σαύρας στην παρένθεση: «άφησε το δέρμα της να πέσει καταγής και γέμισαν οι βρόγχοι της με γύρη» (εντός παρενθέσεως). Στο τέλος κάθε ιστορίας, βέβαια, η πτώση αφορά την ίδια την πεταλούδα (Στεφάνι, 1993):
Καθώς πέφτει το φως κι η μέρα γέρνει,
Πεταλούδα λευκή σαν τη σπασμένη
Του βίου μας φτερούγα είναι πεσμένη
Στα σκαλοπάτια μου· […]
Ξεκίνησα αυτό το μικρό μνημόσυνο σημείωμα για την αγαπημένη μου φίλη και δασκάλα Άντεια Φραντζή, κάνοντας αναφορά στους εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου που παρελαύνουν στα ποιήματά της. Είναι φανερό πως ανάμεσά τους ξεχωρίζει η πεταλούδα, την οποία, άλλωστε, η ποιήτρια έχει πολλές φορές αποτυπώσει και εικαστικά, σε δώρα ασημένια ποιήματα που κατά την προσφιλή της συνήθεια έδινε σε πρόσωπα αγαπημένα. Πιστεύω και εύχομαι στο μέλλον, το εγγύς και το απώτερο, να μελετηθεί η ποίηση της Άντειας με τη φροντίδα που της αξίζει και μακάρι να αναδειχθεί και αυτή της η διάσταση, σε μια μεγαλειώδη και πανηγυρική επιστροφή και επανάσταση: I think she could turn and live with animals, παραφράζοντας τον Ουόλτ Ουίτμαν.