Αντιχρονισμοί

Αντιχρονισμοί



Για­τί χτυ­πάς το πό­δι ανά­πο­δα; Χά­νεις τον ρυθ­μό, μας μπερ­δεύ­εις κι εμάς. Για άλ­λη μια φο­ρά δέ­χο­μαι την ίδια επί­πλη­ξη από το κουαρ­τέ­το. Το κά­νω αυ­θόρ­μη­τα, απα­ντώ κά­θε φο­ρά που η πρό­βα στα­μα­τά­ει για τον ίδιο λό­γο, έτσι θέ­λω, μάλ­λον έτσι μπο­ρώ να κρα­τάω εγώ τον ρυθ­μό. Προ­τι­μώ να χτυ­πώ το πό­δι στην άρ­ση, όχι στη θέ­ση. Μου αρέ­σει όταν η θέ­ση χά­νει την κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση της. Έτσι δεν θα μά­θεις πο­τέ να με­τράς σω­στά, λέ­ει συ­νο­φρυω­μέ­νος ο μπα­σί­στας, ορί­στε, εί­σαι ήδη ένα μέ­τρο πί­σω, ενώ εμείς έχου­με προ­χω­ρή­σει. Μας τρα­βάς πί­σω. Δεν το κα­τα­λα­βαί­νεις;
Ο αντι­χρο­νι­σμός, αυ­τός ο λό­ξι­γκας της μου­σι­κής ρο­ής και των λέ­ξε­ων, οι οποί­ες κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νες αυ­στη­ρά σε συλ­λα­βές με υπο­χρε­ώ­νουν να σας πα­ρα­κο­λου­θή­σω, του λέω, μου δί­νει χρό­νο. Χρειά­ζο­μαι χρό­νο. Χρό­νο να σκε­φτώ πριν αρ­θρώ­σω ολό­κλη­ρη τη λέ­ξη για­τί αμέ­σως μια άλ­λη διά­τα­ξη φω­νηέ­ντων, συμ­φώ­νων ή μου­σι­κών συμ­βό­λων αναι­ρεί την έν­νοια της προη­γού­με­νης κυ­ρί­αρ­χης και αδια­φι­λο­νί­κη­τα σω­στής κα­τα­σκευ­ής μέ­σα σε χι­λιο­στά του δευ­τε­ρο­λέ­πτου. Α, ναι, εί­ναι πο­λύ πιο εν­δια­φέ­ρου­σα αυ­τή η άλ­λη διά­τα­ξη για­τί εί­ναι αι­ρε­τι­κή, ανυ­πά­κουη, αντι­τί­θε­ται, βγά­ζει τη γλώσ­σα στον ορ­θό λό­γο που εξαι­τί­ας αυ­τής της ελά­χι­στης κα­θυ­στέ­ρη­σης παύ­ει να εί­ναι ορ­θός. Και η κα­τα­σκευή επι­τέ­λους παύ­ει να εί­ναι στέ­ρεη. Τι το ωραιό­τε­ρο; Δεν με εν­δια­φέ­ρει να φτά­σω στο τέ­λος της φρά­σης μα­ζί σας. Εντά­ξει, αν υπα­κού­σω στους κα­νό­νες θα τε­λειώ­σου­με μα­ζί μεν, σω­στοί όπως λες, αλ­λά κά­θι­δροι και στε­γνοί.
Ο μπα­σί­στας ανα­στε­νά­ζει, αφή­νει στην άκρη το κο­ντρα­μπά­σο και ανά­βει τσι­γά­ρο, ση­μά­δι δια­λείμ­μα­τος. Διά­λε­ξε, μου λέ­ει, κά­θι­δροι ή στε­γνοί; Μη παίρ­νο­ντας απά­ντη­ση, συ­νε­χί­ζει: Δεν λει­τουρ­γεί έτσι ένα κουαρ­τέ­το, ού­τε ένα τρίο, ού­τε καν ένα ντου­έ­τo.
Ντου­έ­το. Ναι, με τον μπα­σί­στα εί­μα­στε ντου­έ­το και από άλ­λη άπο­ψη. Πη­γαί­νου­με για ένα, δύο ή και τρία πο­τά με­τά τις πρό­βες, κά­ποιες νύ­χτες κοι­μό­μα­στε μα­ζί. Κοι­μό­μα­στε τρό­πος του λέ­γειν δη­λα­δή, εγώ έχω ανοι­χτά τα μά­τια, ακούω την ήσυ­χη ρυθ­μι­κή ανα­πνοή του, πα­ρα­τη­ρώ το φως του κε­ριού στο κη­ρο­πή­γιο να φθί­νει, να ξα­να­ζω­ντα­νεύ­ει για λί­γο. Πε­ρι­μέ­νω με κομ­μέ­νη την ανά­σα τη στιγ­μή που η φλό­γα θα σβή­σει τε­λεί­ως – πά­ντα προη­γεί­ται μια έξαρ­ση πριν το τέ­λος. Πα­ρα­τη­ρώ το ρυθ­μό της φλό­γας: εί­ναι συ­γκο­πτό­με­νη, σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση ρυθ­μι­κή. Κά­ποιες φο­ρές σβή­νει στα­δια­κά, σου βγά­ζει την ψυ­χή, κά­ποιες άλ­λες από­το­μα, οπό­τε πά­λι σου βγά­ζει την ψυ­χή, αλ­λά του­λά­χι­στον σου τη βγά­ζει μια και κα­λή, στα γρή­γο­ρα. Όταν αρ­χί­ζει να χα­ρά­ζει, με παίρ­νει ο ύπνος. Ο μπα­σί­στας μου φυ­σι­κά ξυ­πνά­ει νω­ρί­τε­ρα από μέ­να, έχει κοι­μη­θεί τον ύπνο του δι­καί­ου, φρέ­σκος και ξε­κού­ρα­στος πά­ει να ετοι­μά­σει κα­φέ. Όμως εγώ θέ­λω να κοι­μη­θώ κι άλ­λο, θέ­λω να μεί­νω με­τέ­ω­ρη κι άλ­λο τό­σο ενερ­γή στον κό­σμο όπου τα ρο­λό­για με­τρά­νε κο­μπιά­ζο­ντας, χά­νουν δευ­τε­ρό­λε­πτα, δια­σκε­δά­ζουν με τα συ­νε­πή κρω­ξί­μα­τα των κού­κων όταν δια­λα­λούν την ώρα που για μέ­να δεν ισχύ­ει.
Όχι, δεν θα ση­κω­θώ ακό­μα από το κρε­βά­τι. Από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο ακούω τα σπουρ­γί­τια να μι­λά­νε με­τα­ξύ τους πα­ρα­τε­τα­μέ­να, κο­φτά, με σύ­ντο­μες ακα­νό­νι­στες παύ­σεις. Η σιω­πή έρ­χε­ται όταν δεν την πε­ρι­μέ­νω, κά­ποιες φο­ρές με απο­γοη­τεύ­ει λι­γά­κι αλ­λά πο­τέ δεν με τρο­μά­ζει.
Δεν θα πάω στην πρό­βα. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα περ­πα­τώ στα πλα­κά­κια των πε­ζο­δρο­μί­ων χω­ρίς να με νοιά­ζει αν θα πα­τή­σω τα δια­χω­ρι­στι­κά τους. Με­τράω τα βή­μα­τά μου ανά­πο­δα: όταν ση­κώ­νω το πό­δι και όχι όταν αυ­τό ακου­μπά­ει στο έδα­φος. Και τό­τε αρ­χί­ζω να ακούω τη δι­κή μου μου­σι­κή, κα­τα­φέρ­νω να πιά­σω τις λέ­ξεις που αιω­ρού­νται στον αέ­ρα, εκεί­νες τις άλ­λες λέ­ξεις που μου διέ­φευ­γαν, κρυμ­μέ­νες πί­σω από την αυ­στη­ρή συλ­λα­βο­θέ­τη­ση. Μα­ζί τους μπαί­νω σε μια δί­νη. Στρι­φο­γυ­ρί­ζου­με μα­ζί, όμως κά­θε ήχος, κά­θε σύμ­φω­νο, κά­θε φω­νή­εν, κά­θε ση­μείο στί­ξε­ως, επι­λέ­γει αυ­θαί­ρε­τα τη στιγ­μή που θα εκτο­ξευ­θεί ψη­λά πα­ρα­σέρ­νο­ντας μα­ζί με τα υπό­λοι­πα στοι­χεία κι εμέ­να σ’ αυ­τήν την ιλιγ­γιώ­δη πτή­ση προς ένα απει­ρο­ε­λά­χι­στο χρο­νι­κό διά­στη­μα συ­νύ­παρ­ξης, πριν χα­θού­με και σιω­πή­σου­με όλοι ως γνή­σιοι μο­να­χι­κοί. Εί­ναι η στιγ­μή της άρ­σης. Η στιγ­μή που έχου­με χρό­νο.