Το τραγικό και κωμικό στοιχείο στον Τομ του «Γυάλινου κόσμου» του Tενεσί Ουίλιαμς

Ο Τενεσί Ουίλιαμς
Ο Τενεσί Ουίλιαμς


Ι. Το τρα­γι­κό στοι­χείο στον Τομ του Γυά­λι­νου κό­σμου

Στο βι­βλίο της Το Τρα­γι­κό, η Τρα­γω­δία και ο Φι­λό­σο­φος στον Ει­κο­στό Αιώ­να η Χα­ρά Μπα­κο­νι­κό­λα-Γε­ωρ­γο­πού­λου αφιε­ρώ­νει ένα κε­φά­λαιο στην τρα­γι­κή οπτι­κή του Arthur Miller,[1] χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τον κα­τα­σκευα­στή τρα­γι­κών δρα­μά­των που φω­τί­ζουν «την τρα­γω­δία του ση­με­ρι­νού, δυ­τι­κού αν­θρώ­που».[2] Ωστό­σο, λί­γο πιο κά­τω, πε­ρι­δια­βαί­νο­ντας η κα­θη­γή­τρια δο­κί­μιά του για το θέ­α­τρο, συ­μπε­ραί­νει ότι εκεί­νος «απο­δί­δει στην τρα­γω­δία δύο στοι­χεία που δεν την προσ­διο­ρί­ζουν ου­σιω­δώς: τον αγώ­να για την ευ­τυ­χία και ένα ηθι­κό αί­τη­μα κα­θο­λι­κού βε­λη­νε­κούς».[3] Βά­ζει, όμως, ο σπου­δαί­ος δρα­μα­τουρ­γός, στον πυ­ρή­να του τρα­γι­κού, τον αγώ­να του μέ­σου αν­θρώ­που να ελευ­θε­ρω­θεί επι­τυγ­χά­νο­ντας έναν αξιο­πρε­πή βίο αυ­το­πραγ­μά­τω­σης και ολο­κλή­ρω­σης.[4]
Αν απο­πει­ρα­θεί κα­νείς να συν­δέ­σει τις Μι­λε­ρι­κές από­ψεις πε­ρί του τρα­γι­κού ίσως και να συ­μπέ­ραι­νε ότι το τρα­γι­κό βρί­σκε­ται στη σύ­γκρου­ση δύο αντι­θε­τι­κών ‘‘ΘΕ­ΛΩ­’’ του μέ­σου αν­θρώ­που, μί­ας Διο­νυ­σια­κής άνευ όρων διεκ­δί­κη­σης της ευ­τυ­χί­ας, συ­νώ­νυ­μης λί­γο πο­λύ μ’ ένα κυ­νή­γι ηδο­νών, και από την άλ­λη, της φω­νής της λο­γι­κής, της υστε­ρο­φη­μί­ας, που βά­ζει φρέ­νο στο τώ­ρα και μι­λά­ει για τη διάρ­κεια, για την συ­ντή­ρη­ση, που ενώ στην αρ­χή φα­ντά­ζει μία ήτ­τα, εί­ναι νί­κη· ενώ στην αρ­χή φα­ντά­ζει κα­τα­πί­ε­ση των θέ­λω, εν τέ­λει εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη ελευ­θε­ρία, ασκη­τι­κή μεν, απε­λευ­θε­ρω­τι­κή δε. Και κά­που εδώ ο Miller θα συ­να­ντη­θεί με τον Επί­κτη­το.

«Πώς όμως ένας άν­θρω­πος που δεν έμα­θε να απαλ­λάσ­σε­ται απ’ τον πό­θο κι απ’ τον φό­βο, πώς μπο­ρεί να εί­χε πο­τέ του ελευ­θε­ρία;» ανα­ρω­τιέ­ται στο έρ­γο του Πε­ρί Ελευ­θε­ρί­ας[5] ο μέ­γας στω­ι­κός φι­λό­σο­φος. Αν ανα­λο­γι­στεί, μά­λι­στα, κα­νείς ότι το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο τι­τλο­φο­ρεί­ται από το με­τα­φρα­στή του έρ­γου, Θά­νο Σα­μαρ­τζή, ως εξής: «Πώς να δια­φυ­λάσ­σεις την αξιο­πρέ­πειά σου σε κά­θε πε­ρί­στα­ση»,[6] εύ­κο­λα θα δια­πι­στώ­σει τη συγ­γέ­νεια της σκέ­ψης Επί­κτη­του και Miller. Ακό­μα, στο επί­με­τρό του, ο Σα­μαρ­τζής ανα­φέ­ρει (πα­ρα­τη­ρεί) με­τα­ξύ άλ­λων:

Η έν­νοια πά­νω στην οποία χτί­ζε­ται ολό­κλη­ρο το οι­κο­δό­μη­μα της σκέ­ψης του Επί­κτη­του εί­ναι η έν­νοια της δύ­να­μης, της ισχύ­ος, της εξου­σί­ας.
Κά­ποια πράγ­μα­τα τα έχου­με υπό την εξου­σία μας, υπό τον έλεγ­χό μας.
Πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στη σφαί­ρα της ισχύ­ος μας, της δύ­να­μής μας. […]
Βλέ­που­με ότι η έν­νοια της εξου­σί­ας ή της δύ­να­μης εί­ναι άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νη με την έν­νοια της θέ­λη­σης. […]
Έτσι, αν θέ­λω να μι­λή­σω, τό­τε μι­λάω…Αντί­θε­τα, το αν θα εί­ναι μέ­ρα ή νύ­χτα δεν εί­ναι στη σφαί­ρα της εξου­σί­ας μου. […]
Θα ονο­μά­σου­με τα πράγ­μα­τα εκεί­να που εί­ναι στη σφαί­ρα της εξου­σί­ας μου, τα πράγ­μα­τα δη­λα­δή που, αν θέ­λω να εί­ναι κά­πως, εί­ναι κά­πως και που, αν θέ­λω να εί­ναι αλ­λιώς, εί­ναι αλ­λιώς, δι­κά μου πράγ­μα­τα. Τα δι­κά μου πράγ­μα­τα τα έχω, τα εξου­σιά­ζω, τα ελέγ­χω. Τα πράγ­μα­τα πά­λι που βρί­σκο­νται έξω από τη σφαί­ρα της εξου­σί­ας μου θα τα πού­με πράγ­μα­τα ξέ­να. […]
Όταν αυ­τό που θέ­λω να συμ­βαί­νει συμ­βαί­νει, χαί­ρο­μαι. Αν πά­λι αυ­τό που θέ­λω να συμ­βαί­νει δεν συμ­βαί­νει, τό­τε στε­να­χω­ριέ­μαι. Στε­να­χω­ριέ­μαι, επει­δή δεν αρ­κεί να θέ­λω κά­τι να συμ­βεί για να συμ­βεί. Αυ­τή εί­ναι η θε­με­λιώ­δης αι­τία κά­θε λύ­πης, πό­νου και στε­να­χώ­ριας…Το ότι δη­λα­δή η σφαί­ρα των πραγ­μά­των που θέ­λω δεν συ­μπί­πτει με τη σφαί­ρα της εξου­σί­ας μου. […]
Λέ­με δού­λο τον άν­θρω­πο που θέ­λει πράγ­μα­τα που του εί­ναι ξέ­να, επει­δή ακρι­βώς εί­ναι εξαρ­τη­μέ­νος απ’ αυ­τά τα ξέ­να προς τον ίδιο πράγ­μα­τα. Το πώς θα εί­ναι αυ­τός, το αν θα εί­ναι χα­ρού­με­νος ή στε­να­χω­ρη­μέ­νος, εξαρ­τά­ται από το πώς θα εί­ναι κά­τι άλ­λο, το πράγ­μα που θέ­λει να εί­ναι κά­πως και όχι αλ­λιώς. […]
Αντί­θε­τα…Η ελευ­θε­ρία εδώ νο­εί­ται ακρι­βώς ως ανε­ξαρ­τη­σία από οτι­δή­πο­τε δεν εί­ναι δι­κό μου, από οτι­δή­πο­τε δεν βρί­σκε­ται υπό την εξου­σία μου, υπό τον έλεγ­χό μου.[…]
Με δε­δο­μέ­νες τις πα­ρα­πά­νω πα­ρα­δο­χές, δύο εί­ναι οι δρό­μοι για την ελευ­θε­ρία: ο δρό­μος της διε­ρεύ­νη­σης της δύ­να­μης· και ο δρό­μος του πε­ριο­ρι­σμού της θέ­λη­σης. Ο πρώ­τος δρό­μος συ­νί­στα­ται στο να με­γα­λώ­σει η σφαί­ρα των πραγ­μά­των που τα έχω υπό την εξου­σία μου. Ο δεύ­τε­ρος στο να πε­ριο­ρι­στεί η θέ­λη­σή μου μο­νά­χα σε πράγ­μα­τα που εί­ναι ήδη υπό την εξου­σία μου και σε τί­πο­τε άλ­λο πέ­ρα απ’ αυ­τά. Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, ο σκο­πός εί­ναι να συ­μπέ­σει η σφαί­ρα των πραγ­μά­των που εξου­σιά­ζω με τη σφαί­ρα των πραγ­μά­των που θέ­λω, δη­λα­δή που μ’ εν­δια­φέ­ρουν. Αν θέ­λω κά­τι να εί­ναι κά­πως κι αυ­τό δεν εί­ναι κά­πως, τό­τε στε­να­χω­ριέ­μαι. Για να μην στε­να­χω­ριέ­μαι, εί­τε πρέ­πει να κα­τα­κτή­σω το πράγ­μα, να το ιδιο­ποι­η­θώ, να το κά­νω δι­κό μου, να το φέ­ρω στη σφαί­ρα της εξου­σί­ας μου, ώστε αυ­τό να εί­ναι ανά πά­σα στιγ­μή όπως εγώ θέ­λω να εί­ναι· εί­τε πρέ­πει να πά­ψω να θέ­λω αυ­τό το πράγ­μα να εί­ναι κά­πως, να πά­ψω δη­λα­δή να νοιά­ζο­μαι και να εν­δια­φέ­ρο­μαι γι’ αυ­τό. Και οι δύο δρό­μοι οδη­γούν στην ελευ­θε­ρία, με την έν­νοια που δώ­σα­με εδώ στη λέ­ξη. Ο Επί­κτη­τος…προ­κρί­νει τον δεύ­τε­ρο: τον δρό­μο της «ακύ­ρω­σης της λα­χτά­ρας», για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με μια δι­κή του έκ­φρα­ση.[7]

Σε αυ­τό το ση­μείο αν συν­δέ­σου­με όλα τα κομ­μά­τια των ιδε­ών που ανα­πτύ­χθη­καν προη­γου­μέ­νως, θα μπο­ρού­σα­με να κα­τα­λή­ξου­με στο εξής συ­μπέ­ρα­σμα: Δια μέ­σου της «ακύ­ρω­σης της λα­χτά­ρας» που προ­τεί­νει ο Στω­ι­κός φι­λό­σο­φος, κα­τα­κτά το άτο­μο την ευ­τυ­χία του ταυ­τό­χρο­να με έναν αξιο­πρε­πή βίο αυ­το­πραγ­μά­τω­σης και ολο­κλή­ρω­σης.[8] Αυ­τό όμως συ­νι­στά και μία ηθι­κή κα­τά­κτη­ση. Ο άν­θρω­πος παύ­ει να αντα­γω­νί­ζε­ται τους γύ­ρω του, δεν διεκ­δι­κεί τί­πο­τα από αυ­τούς, πα­ρά μό­νο δέ­χε­ται με ανοι­κτές αγκά­λες ό,τι του δί­νουν οι άλ­λοι. Εν ολί­γοις, μην προ­κα­λώ­ντας προ­βλή­μα­τα στους άλ­λους γί­νε­ται κα­λύ­τε­ρος πο­λί­της με απο­τέ­λε­σμα να έχου­με μία ηθι­κή πρό­ο­δο «κα­θο­λι­κού βε­λη­νε­κούς». Επο­μέ­νως, για τον Επί­κτη­το, τρα­γι­κός, εν­δε­χο­μέ­νως, να εί­ναι ο άν­θρω­πος που συ­νε­χί­ζει να τρέ­χει αρει­μα­νί­ως στο «δρό­μο της διε­ρεύ­νη­σης της δύ­να­μης».
Ωστό­σο, για κά­ποιον άλ­λο, έναν ηδο­νι­στή για πα­ρά­δειγ­μα, τρα­γι­κός θα ήταν αυ­τός που «ακυ­ρώ­νει τη λα­χτά­ρα του» για ηδο­νή. Αντι­θέ­τως, για τον Miller, ή για τον Tennessee Williams και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να στο πα­ρά­δειγ­μα του Τομ, πρω­τα­γω­νι­στή του Γυά­λι­νου Κό­σμου που συ­νι­στά και το αντι­κεί­με­νο της πα­ρού­σας με­λέ­της, το τρα­γι­κό δεν βρί­σκε­ται στον δρό­μο αυ­τό κα­θαυ­τό –τον ηθι­κό ή τον ανή­θι­κο, τον εγω­ι­στι­κό ή αλ­τρουι­στι­κό, ας το ονο­μά­σει ο κα­θείς όπως επι­θυ­μεί–, αλ­λά του­να­ντί­ον, στην ίδια τη σύ­γκρου­ση που βιώ­νει ο ήρω­ας βρι­σκό­με­νος ενώ­πιος ενω­πίω των επι­λο­γών του, ακρι­βώς λί­γο πριν επι­λέ­ξει ποιο δρό­μο θα πά­ρει, αλ­λά και στη συ­νέ­χεια όταν κα­τα­κλύ­ζε­ται από τύ­ψεις για τον απο­λε­σθέ­ντα βίο του! Υπάρ­χει μία εσω­τε­ρι­κή απελ­πι­σία στον τρα­γι­κό ήρωα που προ­έρ­χε­ται από αυ­τή τη σύ­γκρου­ση.
Στον Γυά­λι­νο κό­σμο, λοι­πόν, ο κε­ντρι­κός ήρω­ας Τομ έχει δύο κυ­ρί­αρ­χα «Θέ­λω ζω­ής» που συ­γκρού­ο­νται με­τα­ξύ τους με απο­τέ­λε­σμα να νιώ­θει ενο­χές. Από τη μία θέ­λει να εί­ναι ελεύ­θε­ρος, να φύ­γει από την οι­κο­γε­νεια­κή εστία και το επάγ­γελ­μα που τον κα­τα­πιέ­ζει, από την άλ­λη θέ­λει να πα­ρα­μεί­νει πι­στός στην αδερ­φή και τη μη­τέ­ρα του.

ΤΟΜ
Άκου! Νο­μί­ζεις πως τρε­λαί­νο­μαι για την απο­θή­κη; [Στρέ­φε­ται ορ­γι­σμέ­να προς τη λι­γνή μορ­φή της Αμά­ντας.] Πως εί­μαι ερω­τευ­μέ­νος με την Υπο­δη­μα­το­ποι­ία Κο­ντι­νέ­νταλ; Νο­μί­ζεις πως θέ­λω να πε­ρά­σω πε­νή­ντα χρό­νια εκεί μέ­σα με τις λευ­κές λά­μπες φθο­ρί­ου και την πλα­στι­κή επέν­δυ­ση στους τοί­χους; Άκου! Κα­λύ­τε­ρα να ’παιρ­νε κα­νείς ένα λο­στό και να μου πέ­τα­γε τα μυα­λά έξω – πα­ρά να πη­γαί­νω εκεί κά­θε πρωί…Αλ­λά ση­κώ­νο­μαι. Πη­γαί­νω! Για εξη­ντα­πέ­ντε δο­λά­ρια τον μή­να απαρ­νιέ­μαι ό,τι ονει­ρεύ­ο­μαι να κά­νω και ό,τι ονει­ρεύ­ο­μαι να γί­νω. Κιε­σύ μου λες «ο εαυ­τός μου» – ο εαυ­τός μου εί­ναι μο­νά­χα αυ­τό που σκέ­φτο­μαι. Άκου το μια και κα­λή, μη­τέ­ρα, αν ήταν μό­νο ο εαυ­τός μου αυ­τό που σκέ­φτο­μαι, θα ήμουν τώ­ρα εκεί που εί­ναι αυ­τός – ΜΑ­ΚΡΙΑ! [Δεί­χνει τη φω­το­γρα­φία του πα­τέ­ρα του] Όσο πιο μα­κριά μπο­ρεί κα­νείς να φτά­σει! [Πά­ει να φύ­γει. Η Αμά­ντα τον πιά­νει από το μπρά­τσο]. Μη με κρα­τάς, μη­τέ­ρα![9]

Εν πε­ρι­λή­ψει, ο Τομ Γουίνγ­κφιλντ εί­ναι ένας νε­α­ρός Αμε­ρι­κα­νός πο­λί­της του νό­του της Αμε­ρι­κής, εί­κο­σι δύο ετών, απο­θη­κά­ριος, ζει μα­ζί με τη μη­τέ­ρα του Αμά­ντα, και την αδερ­φή του Λώ­ρα. Ο πα­τέ­ρας του έχει εγκα­τα­λεί­ψει την οι­κο­γέ­νεια. Πα­ρό­τι από­φοι­τος λυ­κεί­ου, ο Τομ εί­ναι καλ­λιερ­γη­μέ­νος. Τη ρου­τί­να της άχα­ρης κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς του σπά­νε τα ξε­νύ­χτια κι ο έκ­κλη­τος βί­ος, με άφθο­νο τσι­γά­ρο, πο­τό, σεξ, αλ­λά και σι­νε­μά, ποί­η­ση. Η δια­σκέ­δα­ση δη­λα­δή και η τέ­χνη, ως διέ­ξο­δοι από μία βα­ρε­τή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα όπου κα­τα­πιέ­ζε­ται από μία δου­λειά που δεν αγα­πά, αλ­λά κυ­ρί­ως από την ίδια τη μη­τέ­ρα του. Οφεί­λει να φα­νεί αντά­ξιος των προσ­δο­κιών της, να εί­ναι πά­ντα ο προ­στά­της της οι­κο­γέ­νειας (δε­δο­μέ­νης και της απου­σί­ας του πα­τέ­ρα), και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να να βρει γα­μπρό για την αδερ­φή του. Κα­τά τη διάρ­κεια, λοι­πόν, όλου του έρ­γου, ο Τομ βα­σα­νί­ζε­ται από αυ­τά τα δύο αντι­κρουό­με­να «θέ­λω» του. Πα­ρό­τι δεν ακο­λου­θεί τη μέ­θο­δο του Επί­κτη­του, αφού δεν «ακυ­ρώ­νει τη λα­χτά­ρα» του για ηδο­νή, και απλώς την πε­ριο­ρί­ζει, στο τέ­λος, όταν εγκα­τα­λεί­πει την οι­κο­γε­νεια­κή εστία, στα χνά­ρια του πα­τέ­ρα του, επι­λέ­γει σί­γου­ρα το «δρό­μο της διε­ρεύ­νη­σης της δύ­να­μης» που δεν εί­ναι άλ­λος από την επι­λο­γή της διεκ­δί­κη­σης μιας από­λυ­της ελευ­θε­ρί­ας, χω­ρίς υπο­χρε­ώ­σεις και κα­νό­νες. Αυ­τό, φυ­σι­κά, δεν παύ­ει να του δη­μιουρ­γεί τύ­ψεις στη συ­νέ­χεια που τις βλέ­που­με στα επα­να­λαμ­βα­νό­με­να flash back του έρ­γου, όταν ο Τομ απευ­θύ­νε­ται στο κοι­νό σε πρώ­το πρό­σω­πο. Επί­σης, κά­τι εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κό που πα­ρα­τη­ρεί ο C.W.E. Bigsby:

Ο Τομ δι­η­γεί­ται το έρ­γο φο­ρώ­ντας τη στο­λή του Εμπο­ρι­κού Ναυ­τι­κού. Αντάλ­λα­ξε μία δου­λειά στην απο­θή­κη για μία στη θά­λασ­σα. Δεν υπάρ­χει κα­μία έν­δει­ξη ότι η εγκα­τά­λει­ψη της μη­τέ­ρας και της αδερ­φής του έχει κα­θα­για­στεί από την απε­λευ­θέ­ρω­ση ή τη δη­μό­σια ανα­γνώ­ρι­ση του τα­λέ­ντου του. Όπως ο πα­τέ­ρας του πριν από αυ­τόν, ο Τομ έχει ερω­τευ­θεί τις μα­κρι­νές απο­στά­σεις,μπερ­δεύ­ο­ντας την κί­νη­ση με την πρό­ο­δο.[10]

Γι’ αυ­τό, λοι­πόν, και ο Γυά­λι­νος Κό­σμος απο­τυ­πώ­νει επά­ξια «την τρα­γω­δία του ση­με­ρι­νού, δυ­τι­κού αν­θρώ­που».[11] Επει­δή, ακρι­βώς, ο Τομ φτά­νει στο τέ­λος να ανα­πο­λεί το πα­ρελ­θόν από το οποίο ήθε­λε να απο­δρά­σει, έχου­με στο πρό­σω­πό του ένα τρα­νό πα­ρά­δειγ­μα τρα­γι­κού ήρωα που βα­σα­νί­ζε­ται συ­νε­χώς από το βά­ρος της επι­λο­γής των ‘‘δύο δρό­μω­ν’’. Στο τέ­λος, δε, το πα­ρόν του φτά­νει εν­δε­χο­μέ­νως να εί­ναι ακό­μα χει­ρό­τε­ρο κι από το πα­ρελ­θόν του[12], κά­τι που έρ­χε­ται να υπο­γραμ­μί­σει την αξία και την βα­ρύ­τη­τα των αν­θρώ­πι­νων επι­λο­γών. Το τρα­γι­κό, εν ολί­γοις, στον Γυά­λι­νο Κό­σμο, όντας από­λυ­τα συ­νυ­φα­σμέ­νο με την αν­θρώ­πι­νη επι­λο­γή και τις τύ­ψεις που εκεί­νη προ­κα­λεί, κα­τα­λή­γει να συν­δε­θεί μ’ ένα βα­σα­νι­στι­κό ερώ­τη­μα, αν όντως έχου­με ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση και κα­τά συ­νέ­πεια αν εί­μα­στε ή όχι υπεύ­θυ­νοι των πρά­ξε­ών μας. Αυ­τό που βα­σα­νί­ζει, λοι­πόν, τον Τομ και τον κα­θι­στά τρα­γι­κό ήρωα, όπως και την πρά­ξη-επι­λο­γή του να εγκα­τα­λεί­ψει το πα­τρι­κό του τρα­γι­κή, εί­ναι το κα­τά πό­σο έκα­νε λαν­θα­σμέ­νη επι­λο­γή να εγκα­τα­λεί­ψει το σπί­τι του και έχα­σε μέ­σα από τα χέ­ρια του μία κα­λύ­τε­ρη συν­θή­κη από αυ­τή στην οποία βρί­σκε­ται. Το τρα­γι­κό, επο­μέ­νως, δεν εί­ναι μία συν­θή­κη αυ­τή κα­θαυ­τή ή κά­τι που μπο­ρεί να ορι­σθεί αντι­κει­με­νι­κά, αλ­λά συ­νι­στά κά­τι κα­θα­ρά υπο­κει­με­νι­κό, άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νο με το βί­ω­μα, πως νιώ­θει κα­νείς με­τά τις επι­λο­γές που έχει κά­νει. Η θε­μα­τι­κή του Tennessee Williams, άλ­λω­στε, κα­τά τον Arthur Miller, ορί­ζε­ται ως εξής: «οι άν­θρω­ποι κα­τά βά­ση χά­νουν τη μά­χη ακρι­βώς στη σκιά του βου­νού από την κο­ρυ­φή του οποί­ου θα μπο­ρού­σαν να έχουν μια κα­θα­ρή ει­κό­να του Θε­ού»,[13] ή των ίδιων τους των επι­λο­γών, θα προ­σθέ­σω εγώ!
Δεν πρέ­πει να πα­ρα­λεί­ψου­με, ωστό­σο, το γε­γο­νός ότι αυ­τό το χει­ρό­τε­ρο πα­ρόν για τον Τομ, έχει μία ση­μα­ντι­κή δό­ση απε­λευ­θέ­ρω­σης και δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας, διό­τι τώ­ρα βλέ­που­με τον Τομ να δη­μιουρ­γεί τέ­χνη. Επο­μέ­νως, μή­πως ο Τομ πα­ραι­τεί­ται από το «δρό­μο της διε­ρεύ­νη­σης της δύ­να­μης» στην πραγ­μα­τι­κή ζωή, προ­σφεύ­γο­ντας στον δρό­μο της τέ­χνης, η οποία εί­ναι πλέ­ον και η μό­νη που μπο­ρεί να του προ­σφέ­ρει τη δύ­να­μη, τη χα­ρά, την ηδο­νή που του στε­ρεί η σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Μή­πως μό­νον έτσι μπο­ρεί να απε­λευ­θε­ρω­θεί από την τρα­γι­κό­τη­τά του; Διό­τι, ο συγ­γρα­φέ­ας Τομ, κά­τι που γί­νε­ται πα­σί­δη­λο στους μο­νο­λό­γους του έρ­γου,[14] επι­χει­ρεί με τον Γυά­λι­νο Κό­σμο την κα­τα­στρο­φή της τρα­γι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.



Ο Christian Slater (ως Tom Wingfield), 2005, Ethel Barrymore Theatre, Broadway, σκη­νο­θε­σία David Leveaux



ΙΙ. Το κω­μι­κό στοι­χείο στον Τομ του Γυά­λι­νου κό­σμου

Δεν εί­ναι τυ­χαίο, λοι­πόν, ότι οι μο­νό­λο­γοι του Τομ βρί­θουν από ει­ρω­νεία και χιού­μορ. Η προ­σφυ­γή στο κω­μι­κό, όπως άλ­λω­στε και όλος ο Γυά­λι­νος κό­σμος, αλ­λά κα­τά μία έν­νοια και η ίδια η φύ­ση της τέ­χνης, έχουν ένα κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, την αν­θρώ­πι­νη ανά­γκη για ζω­τι­κά ψεύ­δη.

Τα σχό­λια που κά­νουν οι μο­νό­λο­γοι του Τομ δεν εί­ναι συ­ναι­σθη­μα­τι­κού τύ­που· δη­λα­δή, δεν απο­τε­λούν απλώς εκ­φρά­σεις μιας με­λαγ­χο­λι­κής νο­σταλ­γί­ας για τον χα­μέ­νο, κα­τα­δι­κα­σμέ­νο κό­σμο της Αμά­ντας, της Λώ­ρας και του γυά­λι­νου κό­σμου, αλ­λά πε­ρι­λαμ­βά­νουν επί­σης έναν ικα­νό βαθ­μό ει­ρω­νεί­ας και χιού­μορ που κι­νεί­ται προς την αντί­θε­τη­κα­τεύ­θυν­ση. Με τον τρό­πο αυ­τό απο­κα­λύ­πτουν τον Τομ ως ποι­η­τή: οι μο­νό­λο­γοί του δεί­χνουν πώς δη­μιουρ­γεί ως καλ­λι­τέ­χνης  χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το ακα­τέρ­γα­στο υλι­κό της ζω­ής του.[15]

Τώ­ρα, όσων αφο­ρά τη σύν­δε­ση του τρα­γι­κού με το κω­μι­κό, δεν μπο­ρώ πα­ρά να συ­νε­χί­σω πα­ρα­θέ­το­ντας μία φρά­ση από την ται­νία «Crimes and Misdemeanors» του Woody Allen: «Comedy is tragedy plus time».[16] Γεν­νιέ­ται το κω­μι­κό από το τρα­γι­κό; Εί­ναι το παι­δί, το κω­μι­κό, που προ­σπα­θεί να σκο­τώ­σει τον πα­τέ­ρα-τρα­γι­κό;
Ο Τομ, ως αφη­γη­τής του έρ­γου, βρί­σκε­ται χρο­νι­κά στο «plus time». Στους μο­νο­λό­γους του έρ­γου έχει μία εύ­θυ­μη διά­θε­ση που φτά­νει τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές να γί­νε­ται ει­ρω­νεία, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από την πρώ­τη σκη­νή:

Υπάρ­χει και ένα πέμ­πτο πρό­σω­πο στο έρ­γο, που εμ­φα­νί­ζε­ται μό­νο σε αυ­τή τη με­γά­λη φω­το­γρα­φία πά­νω από το τζά­κι. Εί­ναι ο πα­τέ­ρας μας, που εγκα­τέ­λει­ψε το σπί­τι εδώ και χρό­νια. Ένας τη­λε­φω­νη­τής που ερω­τεύ­τη­κε τις υπερ­πό­ντιες συν­δια­λέ­ξεις· πα­ρά­τη­σε μια μέ­ρα τη δου­λειά του στην τη­λε­φω­νι­κή εται­ρεία και έφυ­γε για να ξε­φα­ντώ­σει σε άλ­λα μέ­ρη…Τα τε­λευ­ταία νέα του ήταν μια καρτ-πο­στάλ από το Μα­ζα­τλάν, στη δυ­τι­κή ακτή του Με­ξι­κού, με δύο λέ­ξεις: «Γεια σας – Αντίο!», χω­ρίς διεύ­θυν­ση. Νο­μί­ζω πως το υπό­λοι­πο έρ­γο θα μι­λή­σει. Από μό­νο του…[17]

Η τρα­γω­δία λαμ­βά­νει χώ­ρα στο σα­λό­νι του σπι­τιού μέ­σα από τις κουρ­τί­νες. Οι κουρ­τί­νες έχουν συμ­βο­λι­κή λει­τουρ­γία, σαν ένα σύ­νο­ρο με­τα­ξύ πα­ρό­ντος και πα­ρελ­θό­ντος. Έξω από τις κουρ­τί­νες βρί­σκε­ται ο αφη­γη­τής Τομ, ο χρό­νος του «plus time» και το κω­μι­κό στοι­χείο. Μέ­σα από τις κουρ­τί­νες εί­ναι ο τρα­γι­κός Τομ του πα­ρελ­θό­ντος μα­ζί με την οι­κο­γέ­νειά του. Επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, γρά­φει ο Williams σε σκη­νο­θε­τι­κή οδη­γία για την Αμά­ντα:

[Απευ­θύ­νε­ται στον Τομ σαν να ήταν κα­θι­σμέ­νος στην άδεια κα­ρέ­κλα στο τρα­πέ­ζι, πα­ρό­λο που ο Τομ πα­ρα­μέ­νει μπρο­στά στις κουρ­τί­νες. Ο Τομ παί­ζει αυ­τή τη σκη­νή σαν να δια­βά­ζει από ένα κεί­με­νο.][18]

Με αυ­τό το πα­ρά­δειγ­μα, ωστό­σο, ξε­κα­θα­ρί­ζο­νται πολ­λά. Ο Τομ εί­ναι ο βα­σι­κός πρω­τα­γω­νι­στής του έρ­γου, εί­ναι ο αφη­γη­τής, ο συγ­γρα­φέ­ας, το alter ego του Williams, αλ­λά ως ρό­λος Τομ, μέ­σα από τις κουρ­τί­νες, μπο­ρεί να εί­ναι και κά­τι και­νούρ­γιο. Δεν εί­ναι ακρι­βώς ο τρα­γι­κός Τομ του πα­ρελ­θό­ντος. Για­τί ο Τομ δεν βρί­σκε­ται πια μα­ζί τους. Ο συγ­γρα­φέ­ας Τομ φα­ντά­ζε­ται στο πα­ρόν τι θα σκέ­φτε­ται η μη­τέ­ρα του Αμά­ντα και πό­σα ζω­τι­κά ψεύ­δη θα ξε­στο­μί­ζει στο οι­κο­γε­νεια­κό τρα­πέ­ζι και απλώς τα κα­τα­γρά­φει στο έρ­γο του Γυά­λι­νου κό­σμου διαν­θί­ζο­ντάς τα με την κω­μι­κή συν­θή­κη του «plus time». Γι’ αυ­τό και ο Τομ μπο­ρεί να ει­ρω­νεύ­ε­ται ακό­μα και μέ­σα από την κουρ­τί­να. Διό­τι έχει φύ­γει πλέ­ον, δεν εί­ναι εκεί, δεν βρί­σκε­ται στο πα­ρελ­θόν, ενώ η Αμά­ντα πά­ντα θα βρί­σκε­ται κολ­λη­μέ­νη στο πα­ρελ­θόν. Μπο­ρεί να ρω­τά­ει τη μη­τέ­ρα του για τους κα­βα­λιέ­ρους της και να την ει­ρω­νεύ­ε­ται απρο­κά­λυ­πτα, κά­τι που δεν γνω­ρί­ζου­με αν όντως το έκα­νε στο πα­ρελ­θόν:

ΤΟΜ: [πα­ρα­μέ­νει μπρο­στά στις κουρ­τί­νες] Πώς τους δια­σκέ­δα­ζες όλους αυ­τούς τους κα­βα­λιέ­ρους;
ΑΜΑ­ΝΤΑ: Δεν αγνο­ού­σα την τέ­χνη της συ­ζή­τη­σης!
ΤΟΜ: Αυ­τό να λέ­γε­ται.[19]

Όντας ο Τομ το alter ego του Ουί­λιαμς μπο­ρεί να ‘‘επεμ­βαί­νει­’’ ακό­μα και στις σκη­νο­θε­τι­κές οδη­γί­ες των πα­ρεν­θέ­σε­ων του κει­μέ­νου. Το κω­μι­κό στοι­χείο εί­ναι διά­χυ­το:

ΑΜΑ­ΝΤΑ: Απά­τη! Απά­τη! Απά­τη! [βγά­ζει αρ­γά το κα­πέ­λο και τα γά­ντια της, χω­ρίς να εγκα­τα­λεί­πει το γλυ­κό, μαρ­τυ­ρι­κό της βλέμ­μα. Αφή­νει το κα­πέ­λο και τα γά­ντια να πέ­σουν στο πά­τω­μα – κά­πως θε­α­τρι­νί­στι­κα]

Όσων αφο­ρά τους υπό­λοι­πους χα­ρα­κτή­ρες του Γυά­λι­νου Κό­σμου, την Αμά­ντα, την Λώ­ρα και τον Τζιμ, μό­νο στην Αμά­ντα συ­να­ντά κα­νείς το κω­μι­κό στοι­χείο. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι έχου­με να κά­νου­με με μία τρα­γι­κω­μω­δία όπου το τρα­γι­κό υπάρ­χει και στους τέσ­σε­ρις χα­ρα­κτή­ρες με τη δια­φο­ρά ότι στον Τομ και την Αμά­ντα διαν­θί­ζε­ται και με την πα­ρου­σία του κω­μι­κού στοι­χεί­ου. Το έρ­γο χω­ρί­ζε­ται σε επτά σκη­νές. Στις δύο τε­λευ­ταί­ες, οι οποί­ες πο­σο­τι­κά αλ­λά και νοη­μα­τι­κά συ­νι­στούν ένα δεύ­τε­ρο μέ­ρος, υπάρ­χει ου­σια­στι­κά μό­νον η πα­ρου­σία του τρα­γι­κού στοι­χεί­ου· Ο δε Τομ, πα­ρό­τι κλεί­νει το έρ­γο με τον μο­νό­λο­γό του, εμ­φα­νί­ζε­ται ελά­χι­στα, ενώ στο λό­γο του απου­σιά­ζει το ει­ρω­νι­κό στοι­χείο που συ­να­ντά­με στις πέ­ντε πρώ­τες σκη­νές.
Εν κα­τα­κλεί­δι, η Λώ­ρα κρα­τά­ει τα ινία του τρα­γι­κού σε όλο το έρ­γο. Ο Τζιμ, πά­λι, ο υπο­ψή­φιος αρ­ρα­βω­νια­στι­κός, με τον ερ­χο­μό του στις δύο τε­λευ­ταί­ες σκη­νές, πα­ρά την εύ­θυ­μη διά­θε­σή του και τον αι­σιό­δο­ξο λό­γο του, με τις πρά­ξεις του κο­ρυ­φώ­νει την τρα­γι­κή διά­στα­ση του έρ­γου. Κα­νείς θε­α­τής, δη­λα­δή, δεν θα γε­λά­σει με την θε­τι­κή του ενέρ­γεια και το κα­λό των προ­θέ­σε­ών του. Ο ρό­λος του εί­ναι φτιαγ­μέ­νος από τον Williams για να επι­τεί­νει το τρα­γι­κό αί­σθη­μα στους υπό­λοι­πους ήρω­ες όπως και στο κοι­νό. Του­να­ντί­ον, οι θε­α­τές θα γε­λά­σουν με την φι­γού­ρα της Αμά­ντας σε πολ­λά ση­μεία στις πέ­ντε πρώ­τες σκη­νές, πράγ­μα που αμ­φι­βά­λω αν θα κά­νουν με τον Τομ· κι αυ­τό για­τί ο Τομ εί­ναι εί­ρων. Αντι­κεί­με­νο γέ­λω­τος, λοι­πόν, συ­νι­στά ο ει­ρω­νευό­με­νος που δέ­χε­ται τα πυ­ρά του εί­ρω­να. Η ει­ρω­νεία, σί­γου­ρα ξε­κι­νά­ει από μία μη απο­δο­χή του άλ­λου και μία προ­σπά­θεια για αλ­λα­γή του – αυ­τή άλ­λω­στε εί­ναι και μία βα­σι­κή της δια­φο­ρά από το χιού­μορ.[20] Ου­σια­στι­κά εί­ναι ευ­θεία βο­λή απέ­να­ντι στον άλ­λον, μία μομ­φή, πολ­λές φο­ρές και προ­σβο­λή, συ­γκε­κα­λυμ­μέ­νη, γι’ αυ­τό και γεν­νά­ει το κω­μι­κό. Επί του πα­ρό­ντος, η ει­ρω­νι­κή διά­θε­ση του Τομ πη­γά­ζει από μία αί­σθη­ση ανω­τε­ρό­τη­τας[21] και στρέ­φε­ται ως επί το πλεί­στον ενα­ντί­ον της μη­τέ­ρας του. Αρ­χής γε­νο­μέ­νης από την πε­ρί­φη­μη δι­καιο­λο­γία του για το που ξε­νυ­χτά­ει τα βρά­δια, μέ­χρι την ομο­λο­γία του ότι δεν πη­γαί­νει κά­θε βρά­δυ στο σι­νε­μά:

ΤΟΜ: Δεν το πι­στεύ­εις; Ναι, έχεις δί­κιο. Για μια φο­ρά στη ζωή σου έχεις δί­κιο. Δεν πη­γαί­νω σι­νε­μά. Πη­γαί­νω σε χα­μαι­τυ­πεία, μη­τέ­ρα. Σε κα­τα­γώ­για οπιο­μα­νών και δο­λο­φό­νων. Εί­μαι αρ­χη­γός μιας σπεί­ρας κα­κο­ποιών, εί­μαι ένας πλη­ρω­μέ­νος εκτε­λε­στής, έχω ένα τό­μι­γκαν σε μια θή­κη βιο­λιού! Διευ­θύ­νω μια αλυ­σί­δα από μπορ­ντέ­λα. Με απο­κα­λούν Φο­νιά, «Ο Φο­νιάς Γουίνγ­κφιλντ», κά­νω δι­πλή ζωή, μη­τέ­ρα την ημέ­ρα τί­μιος ερ­γά­της απο­θή­κης, τη νύ­χτα αδυ­σώ­πη­τος άρ­χων του υπο­κό­σμου. Εί­μαι ο πιο τα­κτι­κός θα­μώ­νας στο κα­ζί­νο, σκορ­πάω πε­ριου­σί­ες στη ρου­λέ­τα! Φο­ράω μαύ­ρο επί­δε­σμο του πει­ρα­τή στο δε­ξί μά­τι και ψεύ­τι­κο μου­στά­κι. Κα­μιά φο­ρά βά­ζω πρά­σι­νες φα­βο­ρί­τες. Τό­τε με απο­κα­λούν – Ελ Ντιά­μπλο! Ω, μπο­ρώ να σου πω πράγ­μα­τα, που να χά­σεις τον ύπνο σου για πά­ντα! Οι εχθροί μου σχε­διά­ζουν να ανα­τι­νά­ξουν το σπί­τι. Μια νύ­χτα θα μας τι­νά­ξουν όλους στον αέ­ρα. Θα το ευ­χα­ρι­στη­θώ πά­ρα πο­λύ, θα τρε­λα­θώ απ’ τη χα­ρά μου, κι εσύ το ίδιο! Θα εκ­σφεν­δο­νι­στείς ψη­λά, κα­βά­λα σε ένα­σκου­πό­ξυ­λο, πά­νω απ’ τους ου­ρα­νούς του Μπλου Μά­ου­ντεν, μα­ζί με τους δε­κα­ε­πτά σου κα­βα­λιέ­ρους![22]

Τα ει­ρω­νι­κά πυ­ρά του Τομ εί­ναι συ­νε­χή προς την Αμά­ντα:

ΤΟΜ: Κά­θε φο­ρά που έρ­χε­σαι με εκεί­νο το κα­τα­ρα­μέ­νο  «Και εγέ­νε­το φως, και εγέ­νε­το φως» λέω μέ­σα μου «Τι τυ­χε­ροί που εί­ναι οι νε­κροί στο σκο­τά­δι!»[23]
ΛΩ­ΡΑ: Ζή­τα της μό­νο «συγ­γνώ­μη», και θα αρ­χί­σει να μι­λά­ει.
ΤΟΜ: Κι αν δεν μι­λά­ει – εί­ναι τό­σο με­γά­λη τρα­γω­δία;[24]
ΑΜΑ­ΝΤΑ: Έχει την ιδέα πως δεν εί­σαι ευ­τυ­χι­σμέ­νος εδώ.
ΤΟΜ: Πώς τής κα­τέ­βη­κε αυ­τή η ιδέα;[25]

Υπάρ­χουν, βέ­βαια, και λι­γο­στά ση­μεία στο λό­γο του Τομ που το κω­μι­κό  στοι­χείο βρί­σκε­ται πιο κο­ντά στο χιού­μορ. Η δια­φο­ρά, με μία πρώ­τη μα­τιά, μη­δα­μι­νή, τρι­χοει­δής, υπάρ­χει όμως και εδρά­ζε­ται σ’ αυ­τό που ονο­μά­ζου­με συν-πά­θεια. Στο πα­ρα­κά­τω πα­ρά­δειγ­μα ο Τομ συ­μπά­σχει με τη μη­τέ­ρα του. Κα­τα­νο­εί το πρό­βλη­μα και κά­νει χιού­μορ με την εμ­μο­νι­κή προ­σή­λω­σή της στην εύ­ρε­ση κα­βα­λιέ­ρου:

ΤΟΜ: Εγώ, πά­ντως, μπο­ρώ να μα­ντέ­ψω τι ευ­χή­θη­κες.
ΑΜΑ­ΝΤΑ: Εί­ναι το κε­φά­λι μου τό­σο διά­φα­νο;
ΤΟΜ: Δεν εί­σαι και σφίγ­γα.
ΑΜΑ­ΝΤΑ: Ναι, όχι, δεν έχω μυ­στι­κά. Θα σου πω τι ευ­χή­θη­κα. Επι­τυ­χία και ευ­τυ­χία για τα παι­διά μου, τα ακρι­βά μου παι­διά! Αυ­τό εύ­χο­μαι πά­ντα, κι όταν έχει, κι όταν δεν έχει φεγ­γά­ρι…
ΤΟΜ: Κι εγώ έλε­γα μή­πως ευ­χή­θη­κες για κα­νέ­να κα­βα­λιέ­ρο.[26]

Η ει­ρω­νεία, όμως, θα εί­ναι κυ­ρί­αρ­χη μέ­χρι και το τέ­λος της πέμ­πτης σκη­νής, πριν φτά­σου­με, δη­λα­δή, στις δύο τε­λευ­ταί­ες σκη­νές, στις οποί­ες, όπως επι­ση­μάν­θη­κε και προη­γου­μέ­νως, απου­σιά­ζει το κω­μι­κό στοι­χείο:

ΑΜΑ­ΝΤΑ: Δεν πρό­κει­ται να κά­νεις τέ­τοιο πράγ­μα! Δεν υπάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη προ­σβο­λή για έναν άν­θρω­πο από το να απο­σύ­ρεις μια πρό­σκλη­ση. Έλα εδώ! [Ο Τομ την ακο­λου­θεί μέ­σα, στε­νά­ζο­ντας.]
ΤΟΜ: Κά­ποια ιδιαί­τε­ρη θέ­ση που θα ήθε­λες να κα­θί­σω; …
ΑΜΑ­ΝΤΑ: Πού τον γνώ­ρι­σες; Στην απο­θή­κη;
ΤΟΜ Φυ­σι­κά! Πού αλ­λού να τον γνω­ρί­σω; …
ΑΜΑ­ΝΤΑ: Εί­σαι ο μό­νος νε­α­ρός που ξέ­ρω ο οποί­ος αγνο­εί το γε­γο­νός ότι το μέλ­λον γί­νε­ται πα­ρόν, το πα­ρόν πα­ρελ­θόν, και το πα­ρελ­θόν πα­ντο­τι­νή με­τα­μέ­λεια εάν δεν το προ­γραμ­μα­τί­σεις!
ΤΟΜ: Θα το επε­ξερ­γα­στώ αυ­τό και θα δω πώς θα το αξιο­ποι­ή­σω.
ΑΜΑ­ΝΤΑ: Μην εί­σαι εί­ρων με τη μη­τέ­ρα σου![27]



Η Jessica Lange (Amanda Wingfield) και η Sarah Paulson (Laura Wingfield), 2005, Ethel Barrymore Theatre, Broadway, σκη­νο­θε­σία David Leveaux




ΙΙΙ. Συ­μπε­ρά­σμα­τα

Εν κα­τα­κλεί­δι, ο Τομ προ­σφεύ­γει στην ει­ρω­νεία προ­κει­μέ­νου να απα­λύ­νει τις τύ­ψεις του και να δι­καιο­λο­γή­σει, κα­τά μία έν­νοια, την επι­λο­γή του να εγκα­τα­λεί­ψει την οι­κο­γε­νεια­κή εστία. Τι ει­ρω­νεία, όμως, διό­τι κα­τ’ αυ­τό τον τρό­πο, αφε­νός γε­λοιο­ποιεί την τρα­γι­κή Αμά­ντα κα­θι­στώ­ντας την ακό­μα πιο τρα­γι­κή, αφε­τέ­ρου συ­νε­χί­ζει να βα­σα­νί­ζε­ται από ενο­χές για την αδερ­φή του, με απο­τέ­λε­σμα ο ει­ρω­νι­κός του λό­γος να κα­τα­λή­γει ως ένα πα­ρα­κο­λού­θη­μα, μία γαρ­νι­τού­ρα στην τρα­γι­κή του θέ­ση.
Ο Γυά­λι­νος κό­σμος τε­λειώ­νει μ’ έναν μο­νό­λο­γο του Τομ, στο τε­λευ­ταίο μέ­ρος του οποί­ου ο πρω­τα­γω­νι­στής σβή­νει τα κε­ριά με τις αστρα­πές της γρα­φής του, εί­ναι τα κε­ριά της μνή­μης, εί­ναι τα δά­κρυα του πα­ρελ­θό­ντος και οι τύ­ψεις του πα­ρό­ντος, εί­ναι οι αστρα­πές του Γυά­λι­νου κό­σμου του Tennessee Williams:

ΤΟΜ: Ω, Λώ­ρα, Λώ­ρα, πά­λε­ψα τό­σο να σε αφή­σω πί­σω μου, αλ­λά εί­μαι πιο πι­στός από όσο θέ­λη­σα να εί­μαι! Ψά­χνω στις τσέ­πες μου για τσι­γά­ρο, περ­νάω απέ­να­ντι, μπαί­νω στον κι­νη­μα­το­γρά­φο ή σ’ ένα μπαρ, πα­ραγ­γέλ­νω πο­τό, μι­λάω στον άγνω­στο που έτυ­χε να ’ναι δί­πλα μου – οτι­δή­πο­τε μπο­ρεί να σβή­σει τα κε­ριά σου!
[Η Λώ­ρα σκύ­βει πά­νω από τα κε­ριά.]
Για­τί σή­με­ρα ο κό­σμος φω­τί­ζε­ται με αστρα­πές! Σβή­σε τα κε­ριά σου, Λώ­ρα, σβή­σ’ τα – και έχε γεια… [Η Λώ­ρα σβή­νει τα κε­ριά.]

 Α Υ Λ Α Ι Α[28]



Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Allen Woody, «Crimes and Misdemeanors», You Tube, [6/3/2024]


Bigsby C.W.E., «Entering The Glass Menagerie», Matthew C. Roudané (ed.), The Cambridge Companion to Tennessee Williams, Κέι­μπριρζ: Cambridge University Press, 1997.
Επί­κτη­τος, Η Ελευ­θε­ρία (μετ. Θά­νος Σα­μαρ­τζής), Δώ­μα 2017.
King L. Thomas, «Irony and Distance in The Glass Menagerie», Educational Theatre Journal, τόμ. 25, τχ. 2 (Mάιος, 1973), σσ. 207-214, The Johns Hopkins University Press, https://shsudramaturgy2015newc... [11/2/2024].
Μπα­κο­νι­κό­λα-Γε­ωρ­γο­πού­λου Χα­ρά, Το τρα­γι­κό, η τρα­γω­δία και ο φι­λό­σο­φος στον ει­κο­στό αιώ­να, Ιν­στι­τού­το του βι­βλί­ου – Α. Καρ­δα­μί­τσα 1997.
Hutcheon Linda, “The Complex Functions of Irony”, Revista Cabadiense de Estudios Hispanicos, Invierno 1992, τόμ. 16, τχ. 2
Miller Arthur, «Tennessee Williams’ Legacy: An Eloquence and Amplitude of Feeling», Arthur Miller, Echoes Down the Corridor. Collected Essays 1944-2000, Λον­δί­νο: Methuen Publishing, 2000.
Ουί­λιαμς Τε­νε­σί, Ο γυά­λι­νος κό­σμος (μετ. Δή­μος Κου­βί­δης), εκδ. Αλε­ξάν­δρεια, 2015.
Ρα­φαη­λί­δης Βα­σί­λης, «Η γέν­νη­ση του χιού­μορ από το πνεύ­μα του αστεί­ου», Το Χιού­μορ, περ. Δια­βά­ζω (τχ. 124), Αθή­να 1985.