Mπαλκόνι με θέα στο Πάνθεον

Mπαλκόνι με θέα στο Πάνθεον



«Μπαλ­κό­νι με θέα στο Πάν­θε­ον», έλε­γε με­τα­ξύ άλ­λων η αγ­γε­λία. Η θέα ανέ­κα­θεν τον συ­νάρ­πα­ζε· βλέ­πεις αυ­τά που δεν σου ανή­κουν, αυ­τά που πο­θείς εντέ­λει πε­ρισ­σό­τε­ρο. Πή­ρε αμέ­σως τη­λέ­φω­νο να δει το σπί­τι· στη Rue Soufflot, σχε­δόν απέ­να­ντι από το πα­νε­πι­στή­μιο Paris II Panthéon-Assas, πά­νω από ένα φούρ­νο. Με­γα­λο­πρε­πής πο­λυ­κα­τοι­κία. Έλ­λη­νας φοι­τη­τής στο Πα­ρί­σι τό­τε, ο Δα­βίδ Ιω­άν­νου. Κα­λη­μέ­ρι­σε στα δε­ξιά του το θυ­ρω­ρό και συ­νέ­χι­σε να περ­πα­τά­ει πά­νω στο κόκ­κι­νο χα­λί μέ­χρι να φτά­σει στο δεύ­τε­ρο όρο­φο. Στην εί­σο­δο του σπι­τιού τον πε­ρί­με­νε η νοι­κά­ρισ­σα, μία ευ­γε­νέ­στα­τη κυ­ρία με ρο­δο­κόκ­κι­να μά­γου­λα, θα της πή­γαι­νε να εί­ναι η φουρ­νά­ρισ­σα του ισο­γεί­ου, μο­σχο­βο­λού­σε το γαλ­λι­κό της άρω­μα, δεν υπο­νοώ ότι το αντι­κα­θι­στού­σε με το μπά­νιο, κα­θα­ρή γυ­ναί­κα, κα­θα­ρό και το σπί­τι, μι­κρό όμως, δεν πει­ρά­ζει, το μό­νο που τον ένοια­ζε ήταν να ανοί­ξει τα πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα. Η μπαλ­κο­νό­πορ­τα ήθε­λε λί­γο λά­δω­μα, λε­πτο­μέ­ρειες. Ση­μα­σία έχει ότι βρι­σκό­ταν στο μπαλ­κό­νι, μι­κρό κι αυ­τό –ακρι­βώς στα γαλ­λι­κά πρό­τυ­πα– χω­ρούν άνε­τα δύο άτο­μα όρ­θια!

Το βλέμ­μα του πε­ριερ­γά­ζε­ται το κα­νε­λί δά­πε­δο γύ­ρω από τα κόκ­κι­να Στα­ρά­κια του. Για κλά­σμα­τα του δευ­τε­ρο­λέ­πτου νιώ­θει ότι προ­σθέ­τει βά­ρος στο μπαλ­κό­νι. Περ­νά­ει μία φευ­γα­λέα σκέ­ψη…Βλέ­πει τον εαυ­τό του να χο­ρο­πη­δά­ει και στην προ­σγεί­ω­ση ν’ ανοί­γει τρύ­πα και να κα­τα­πο­ντί­ζε­ται μπρο­στά από το φούρ­νο παίρ­νο­ντας σβάρ­να μία μπα­γκέ­τα που ’χει στην αγκα­λιά της η αμέ­ρι­μνη φουρ­νά­ρισ­σα! Το σώ­μα του ακί­νη­το, πα­ράλ­λη­λο με τα κά­γκε­λα· τα αρ­πά­ζει, χα­λι­νά­ρια, ιπ­πεύ­ει. Ορί­ζο­ντας.

Φυ­σά­ει. Ονει­ρεύ­ε­ται τσι­γά­ρα, φλερτ, ιδί­ως τη νύ­χτα, με τα φώ­τα του δρό­μου να λά­μπουν, υπό την επή­ρεια κόκ­κι­νου γαλ­λι­κού κρα­σιού. Δεν γνω­ρί­ζει το κτί­ριο στα δε­ξιά του· το Πάν­θε­ον. Εκεί οι Γάλ­λοι θά­βουν τις με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες. Εί­ναι νέ­ος, φι­λό­δο­ξος και κυ­ρί­ως νέ­ος και γι’ αυ­τό δεν το νοιά­ζει να μά­θει ακό­μα για το Πάν­θε­ον. Αυ­τός τώ­ρα μυ­ρί­ζει θά­λασ­σα πά­νω στην πλώ­ρη του Τι­τα­νι­κού· έχει ση­κώ­σει τα χέ­ρια ψη­λά ο τρε­λός και φω­νά­ζει. Τα που­λιά αντα­πο­κρί­νο­νται κι αφή­νουν τους Κή­πους του Λου­ξεμ­βούρ­γου. Πε­τά­νε τώ­ρα πά­νω από το Πάν­θε­ον· σαν τ’ αε­ρο­πλά­να ζω­γρα­φί­ζουν μπλε, λευ­κό, κόκ­κι­νο· κόκ­κι­νο γαλ­λι­κό κρα­σί. Εις υγεί­αν των που­λιών λοι­πόν, υψώ­νει το πο­τή­ρι που του έδω­σε η ευ­γε­νέ­στα­τη νοι­κά­ρισ­σα. Τα­ξι­δεύ­ει. Το μά­τι του ακο­λου­θεί ένα χε­λι­δό­νι· πε­τά­ει προς το Ση­κουά­να· σκέ­φτε­ται να βου­τή­ξει κι αυ­τός να το προ­λά­βει. Η Χρι­στί­να μια μέ­ρα, με­τά από πολ­λά χρό­νια, το επι­χεί­ρη­σε. Δεν πρό­λα­βε να πιά­σει το χέ­ρι της…

Σή­με­ρα, πε­νή­ντα ετών, μέ­νει ακό­μα εδώ. Εί­ναι και το μό­νο που δεν άλ­λα­ξε· όλα τ’ άλ­λα τα πή­ρε μα­ζί του ο Ση­κουά­νας. Αραιω­μέ­να, γκρι­ζα­ρι­σμέ­να σπα­στά μαλ­λιά χαϊ­δεύ­ουν το για­κά του λευ­κού που­κα­μί­σου. Σε πρώ­το πλά­νο οι φαρ­διές του πλά­τες, εκ φύ­σε­ως, δεν γυ­μνά­στη­κε πο­τέ του ιδιαί­τε­ρα, μό­νο τζό­κινγκ συ­νε­χί­ζει στους Κή­πους του Λου­ξεμ­βούρ­γου, να εκτο­νώ­νε­ται η καρ­διά του υπό τη μου­σι­κή παν­δαι­σία των που­λιών και να δια­τη­ρεί­ται ακ­μαία η στύ­ση του! Εί­ναι σκυμ­μέ­νος στο γρα­φείο του· σκε­πτι­κός. Τα μα­νί­κια γυ­ρι­σμέ­να, ξε­γυ­μνώ­νουν τα δα­σύ­τρι­χα αρ­ρε­νω­πά χέ­ρια· επι­μέ­νει να γρά­φει με τον πα­τρο­πα­ρά­δο­το τρό­πο, η πέ­να στο δε­ξί να γε­μί­ζει λευ­κές κόλ­λες με δυ­σα­νά­γνω­στα γράμ­μα­τα! Έχει ωραία δά­κτυ­λα· η Χρι­στί­να τα επαι­νού­σε συ­νε­χώς. Στο φέ­ρε­τρο άγ­γι­ξαν για τε­λευ­ταία φο­ρά τα μή­λα κά­τω από τα μά­τια της. Η κά­σα έκλει­σε μια για πά­ντα. Ίσως και γι’ αυ­τό το πιά­νο πα­ρα­μέ­νει ακό­μα κλει­στό, δεν τολ­μά­ει να το ανοί­ξει. Κά­πο­τε αυ­τός έπαι­ζε κι εκεί­νη τρα­γου­δού­σε.

Πλέ­ον έχει στα­μα­τή­σει να πα­ρα­τη­ρεί τα που­λιά. Έχει σκε­φτεί να πη­δή­ξει κι αυ­τός απ’ το μπαλ­κό­νι· από τον δεύ­τε­ρο όρο­φο βέ­βαια υπάρ­χει σο­βα­ρή πι­θα­νό­τη­τα να μεί­νει σα­κά­της. Σε κά­ποιες βόλ­τες στους Κή­πους του Λου­ξεμ­βούρ­γου στέ­κε­ται ώρες μπρο­στά στη λί­μνη. Όταν κοι­τά­ζει τα κα­ρο­τσά­κια που σέρ­νουν οι μα­μά­δες, θέ­λει κι αυ­τός…

Βλέ­πει τον εαυ­τό του απέ­να­ντι: Πη­γαί­νει βόλ­τα τη Χρι­στί­να…Της παίρ­νει λου­κου­μά­δες. Την τα­ΐ­ζει. Το πρό­σω­πό της έχει δια­σω­θεί. Το πλού­σιο στή­θος της συ­νε­θλί­βη κα­τά την πρό­σκρου­ση, ωστό­σο ήταν κι αυ­τό που την έσω­σε. «Λει­τούρ­γη­σε σαν αε­ρό­σα­κος», ανέ­φε­ρε στο πό­ρι­σμα ο ια­τρο­δι­κα­στής. Τώ­ρα πια κά­νουν μό­νο στο­μα­τι­κό σεξ. Μά­λι­στα, όταν αυ­τός σκύ­βει και την ερω­τεύ­ε­ται με τη γλώσ­σα του, κά­ποιες φο­ρές εκεί­νη συ­γκι­νεί­ται. Εί­χε κα­τα­πλη­κτι­κά πό­δια· αντι­κει­με­νι­κά ήταν το πιο όμορ­φο ση­μείο πά­νω της. Δεν τον νοιά­ζει κα­θό­λου που εί­ναι ατρο­φι­κά. Ζει. Τα μά­τια της τον αγα­πούν. Φι­λιού­νται. Μα­κά­ρι να ήταν έτσι…

Πέ­θα­νε και ο Αλέ­κος από τη στε­να­χώ­ρια του. Το σκυ­λί δεν μπο­ρού­σε να ζή­σει χω­ρίς την αφε­ντι­κί­να του. Κα­θό­ταν με­ρό­νυ­χτα μπρο­στά απ’ το μπαλ­κό­νι πε­ρι­μέ­νο­ντας για τον γυ­ρι­σμό της. Τα κοι­νό­χρη­στα κα­τέ­βαι­νε να πλη­ρώ­σει και φο­βό­ταν ο βλά­κας μή­πως δεν επι­στρέ­ψει πο­τέ· γά­βγι­ζε στα όπλα. Να που εί­χε δί­κιο. Η Χρι­στί­να δεν θα γυ­ρί­σει πο­τέ…

«Υπάρ­χουν στιγ­μές που την βλέ­πω στο μπαλ­κό­νι. Εί­ναι οι φο­ρές που κλαίω σκυμ­μέ­νος στο γρα­φείο μου, όπως τώ­ρα. Γυρ­νάω την πλά­τη μου· ο πό­νος και τα δά­κρυα έχουν θο­λώ­σει το βλέμ­μα και τη σκέ­ψη μου κι αφή­νο­μαι στο μό­νο που μου έχει μεί­νει, το τε­λευ­ταίο απο­κού­μπι πριν πε­θά­νω, το θέ­α­τρο. Φυ­σάω προς την κόκ­κι­νη κουρ­τί­να του μπαλ­κο­νιού· ο αέ­ρας πα­ρα­με­ρί­ζει την κου­ΐ­ντα: βλέ­πω τα πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα και τη μπαλ­κο­νό­πορ­τα ορ­θά­νοι­κτα. Η Χρι­στί­να μου, πά­νω στο μπαλ­κό­νι ντυ­μέ­νη μ’ ένα λευ­κό φό­ρε­μα», μου εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ο Δα­βίδ Οδυσ­σέ­ως. «Όταν πέ­θα­νε η μη­τέ­ρα μου, εί­χα ευ­τυ­χώς τη Χρι­στί­να. Αυ­τή τη στιγ­μή έχω μό­νο το θέ­α­τρο».

Του ζή­τη­σα να μην αυ­το­κτο­νή­σει…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: