Μία γυναίκα ειδικά εκπαιδευμένη

Ο Χουάν Χοσέ Αρεόλα
Ο Χουάν Χοσέ Αρεόλα


ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
__________

Συντονισμός: ΝΙΚΟΣ ΠΡΑΤΣΙΝΗΣ


Σήμε­ρα κο­ντο­στά­θη­κα για να πα­ρα­κο­λου­θή­σω το εξής πα­ρά­ξε­νο θέ­α­μα: σε μια πλα­τεία των πε­ρι­χώ­ρων, ένας σαλ­τι­μπά­γκος μες στη σκό­νη επε­δεί­κνυε μια γυ­ναί­κα που ήταν ει­δι­κά εκ­παι­δευ­μέ­νη. Πα­ρό­λο που η πα­ρά­στα­ση δι­νό­ταν κα­τά­χα­μα και στη μέ­ση του δρό­μου, ο άν­δρας έδι­νε πο­λύ με­γά­λη ση­μα­σία στον κύ­κλο από κι­μω­λία που ήταν από πριν σχε­δια­σμέ­νος, σύμ­φω­να με τον ίδιο, με την άδεια των αρ­χών. Έκα­νε, ξα­νά και ξα­νά, τους θε­α­τές που ξε­περ­νού­σαν τα όρια αυ­τής της αυ­το­σχέ­διας πί­στας να πά­νε προς τα πί­σω. Η αλυ­σί­δα, που πή­γαι­νε από το αρι­στε­ρό του χέ­ρι στο λαι­μό της γυ­ναί­κας, δεν ήταν τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω από ένα σύμ­βο­λο, μιας και η πα­ρα­μι­κρή προ­σπά­θεια θα ήταν αρ­κε­τή για να τη σπά­σει. Πο­λύ πιο εντυ­πω­σια­κό ήταν, σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, το μα­στί­γιο από χα­λα­ρό με­τά­ξι που ανέ­μι­ζε ο σαλ­τι­μπά­γκος, υπε­ρή­φα­νος, δί­χως όμως να τα κα­τα­φέρ­νει να κά­νει στρά­κες.
Ένα μι­κρό τέ­ρας ακα­θο­ρί­στου ηλι­κί­ας συ­μπλή­ρω­νε τον θί­α­σο. Χτυ­πώ­ντας το τυ­μπα­νά­κι του έδι­νε μου­σι­κή υπό­κρου­ση στην πα­ρά­στα­ση της γυ­ναί­κας, που πε­ριο­ρι­ζό­ταν στο να περ­πα­τά σε όρ­θια στά­ση, να απο­φεύ­γει κά­ποια χάρ­τι­να εμπό­δια και να λύ­νει στοι­χειώ­δη αριθ­μη­τι­κά προ­βλή­μα­τα. Κά­θε φο­ρά που ένα νό­μι­σμα κύ­λα­γε στο έδα­φος, υπήρ­χε μια σύ­ντο­μη θε­α­τρι­κή πα­ρέν­θε­ση με τη συμ­με­το­χή του κοι­νού. «Φι­λιά!», πρό­στα­ζε ο σαλ­τι­μπά­γκος. «Όχι. Όχι σε αυ­τόν. Στον κύ­ριο που έρι­ξε το νό­μι­σμα». Η γυ­ναί­κα αστο­χού­σε, και μι­σή ντου­ζί­να άτο­μα αφή­νο­νταν να φι­λη­θούν, ανα­τρι­χιά­ζο­ντας, ανά­με­σα σε γέ­λια και χει­ρο­κρο­τή­μα­τα. Ένας αστυ­νο­μι­κός πλη­σί­α­σε λέ­γο­ντας ότι αυ­τό απα­γο­ρευό­ταν. Ο θη­ριο­δα­μα­στής του έτει­νε ένα λι­γδιά­ρι­κο χαρ­τί με επί­ση­μες σφρα­γί­δες, και ο αστυ­νο­μι­κός έφυ­γε κα­τσου­φια­σμέ­νος, ση­κώ­νο­ντας τους ώμους του.
Για να λέ­με την αλή­θεια, οι χά­ρες της γυ­ναί­κας δεν ήτα­νε δα και κά­τι ιδιαί­τε­ρο. Αλ­λά μαρ­τυ­ρού­σαν μια άπει­ρη υπο­μο­νή, ει­λι­κρι­νά αφύ­σι­κη, από μέ­ρους του άν­δρα. Και το κοι­νό πά­ντα ξέ­ρει να εκτι­μά τέ­τοιου εί­δους προ­σπά­θειες. Πλη­ρώ­νει για να δει ένα ψύλ­λο με ρού­χα·* όχι τό­σο για την ομορ­φιά της φο­ρε­σιάς, όσο για τη δου­λειά που χρειά­στη­κε να γί­νει προ­κει­μέ­νου να τη φο­ρέ­σει. Εγώ ο ίδιος έχω απο­μεί­νει πολ­λή ώρα πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας με θαυ­μα­σμό έναν ανά­πη­ρο που έκα­νε με τα πό­δια του ό,τι πολ­λοί λί­γοι θα μπο­ρού­σαν να κά­νουν με τα χέ­ρια τους.
Ωθού­με­νος από μία τυ­φλή πα­ρόρ­μη­ση αλ­λη­λεγ­γύ­ης, αγνό­η­σα τη γυ­ναί­κα και έστρε­ψα όλη μου την προ­σο­χή στον άν­δρα. Δεν χω­ρά­ει αμ­φι­βο­λία ότι ο τύ­πος υπέ­φε­ρε. Όσο πιο δύ­σκο­λα ήταν τα νού­με­ρά του, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο του στοί­χι­ζε να προ­σποιεί­ται και να γε­λά­ει. Κά­θε φο­ρά που εκεί­νη έκα­νε μία αδέ­ξια κί­νη­ση, ο άν­δρας έτρε­με από την αγω­νία του κα­ταγ­χω­μέ­νος. Κα­τά­λα­βα ότι η γυ­ναί­κα δεν του ήταν κα­θό­λου αδιά­φο­ρη και εί­χε αρ­χί­σει, ίσως από τα βα­ρε­τά χρό­νια της μα­θη­τεί­ας, να τη βλέ­πει με τρυ­φε­ρό­τη­τα. Ανα­με­τα­ξύ τους υπήρ­χε μία σχέ­ση οι­κειό­τη­τας και τα­πεί­νω­σης, που πή­γαι­νε πέ­ρα αυ­τήν του θη­ριο­δα­μα­στή και του θη­ρί­ου. Όποιος θε­λή­σει να την εξε­τά­σει σε βά­θος, θα οδη­γη­θεί, χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, σε ένα συ­μπέ­ρα­σμα άσε­μνο.
Το κοι­νό, απο­νή­ρευ­το από τη φύ­ση του, δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται τί­πο­τε και χά­νει τις λε­πτο­μέ­ρειες οι οποί­ες , για έναν πα­ρα­τη­ρη­τή που ξε­χω­ρί­ζει, βγά­ζουν μά­τι. Εντυ­πω­σιά­ζε­ται από το δη­μιουρ­γό ενός θαύ­μα­τος, αλ­λά δεν εν­δια­φέ­ρε­ται για τους πο­νο­κε­φά­λους του, ού­τε για τις τε­ρα­τώ­δεις λε­πτο­μέ­ρειες που μπο­ρεί να υπάρ­χουν στην προ­σω­πι­κή του ζωή. Στέ­κε­ται απλώς στο απο­τέ­λε­σμα και, όπο­τε του κά­νει κέ­φι, δεν τσι­γκου­νεύ­ε­ται το χει­ρο­κρό­τη­μά του.
Το μό­νο πράγ­μα που μπο­ρώ να πω με βε­βαιό­τη­τα εί­ναι ότι ο σαλ­τι­μπά­γκος, κρί­νο­ντας από τις αντι­δρά­σεις του, αι­σθα­νό­ταν πε­ρή­φα­νος και ένο­χος. Προ­φα­νώς, κα­νείς δεν θα μπο­ρού­σε να του αρ­νη­θεί το επί­τευγ­μα ότι έχει εκ­παι­δεύ­σει τη γυ­ναί­κα, αλ­λά κα­νείς επί­σης δεν θα μπο­ρού­σε να απα­λύ­νει την αί­σθη­ση της ίδιας του της αχρειό­τη­τας. (Σε αυ­τό το ση­μείο των λο­γι­σμών μου, η γυ­ναί­κα έκα­νε τού­μπες πά­νω σε ένα στε­νό χα­λά­κι από ξε­θω­ρια­σμέ­νο βε­λού­δο.)
O φύ­λα­κας της δη­μό­σιας τά­ξης πλη­σί­α­σε εκ νέ­ου τον σαλ­τι­μπά­γκο με εχθρι­κές δια­θέ­σεις. Κα­τά τη γνώ­μη του, πα­ρε­νο­χλού­σα­με την κυ­κλο­φο­ρία, τον ρυθ­μό σχε­δόν, της κα­νο­νι­κής ζω­ής. «Mία γυ­ναί­κα ει­δι­κά εκ­παι­δευ­μέ­νη; Άντε πη­γαί­νε­τε όλοι σας στο τσίρ­κο». Ο κα­τη­γο­ρού­με­νος απά­ντη­σε και πά­λι με επι­χει­ρή­μα­τα από το βρώ­μι­κο χαρ­τί, που ο αστυ­νο­μι­κός διά­βα­σε από μα­κριά με αη­δία. (Η γυ­ναί­κα εν τω με­τα­ξύ, μά­ζευε κέρ­μα­τα στο κα­πέ­λο της με τις πού­λιες. Κά­ποιοι ήρω­ες αφή­νο­νταν να τους φι­λή­σει, άλ­λοι έκα­ναν στην άκρη τα­πει­νά, από αξιο­πρέ­πεια ή ντρο­πή).
Ο εκ­πρό­σω­πος των αρ­χών έφυ­γε για πά­ντα χά­ρη στη λαϊ­κή συν­δρο­μή σε μία δω­ρο­δο­κία. Ο σαλ­τι­μπά­γκος, προ­σποιού­με­νος μέ­γι­στη ευ­τυ­χία, διέ­τα­ξε το νά­νο με το τυ­μπα­νά­κι να παί­ξει ένα εξω­τι­κό ρυθ­μό. Η γυ­ναί­κα, που προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν για ένα νού­με­ρο μα­θη­μα­τι­κής ακρί­βειας, χτυ­πού­σε το αριθ­μη­τή­ριο σα ντέ­φι. Ξε­κί­νη­σε να χο­ρεύ­ει με άγαρ­μπες φι­γού­ρες, μό­λις και με­τά βί­ας λά­γνες. O σκη­νο­θέ­της της αι­σθα­νό­ταν εξα­πα­τη­μέ­νος όσο δεν πά­ει, δε­δο­μέ­νου ότι, στο βά­θος της καρ­διάς του, ανα­λο­γι­ζό­ταν, όλα όσα θα μπο­ρού­σε να ελ­πί­ζει από τη φυ­λα­κή. Απο­καρ­διω­μέ­νος και εκτός εαυ­τού, επέ­πλητ­τε τη χο­ρεύ­τρια για την τη βρα­δύ­τη­τά της με τσου­χτε­ρά επί­θε­τα. Ο ψεύ­τι­κος εν­θου­σια­σμός του άρ­χι­σε να με­τα­δί­δε­ται στο πλή­θος, σε άλ­λους πε­ρισ­σό­τε­ρο και σε άλ­λους λι­γό­τε­ρο, όλοι κτυ­πού­σαν πα­λα­μά­κια και λί­κνι­ζαν το κορ­μί τους.
Για να ολο­κλη­ρώ­σει το εφέ, και θέ­λο­ντας να εκ­με­ταλ­λευ­τεί την κα­τά­στα­ση όσο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο, ο άντρας βάλ­θη­κε να χτυ­πά τη γυ­ναί­κα με το ψεύ­τι­κο μα­στί­γιό του. Τό­τε συ­νει­δη­το­ποί­η­σα το λά­θος που εγώ έκα­να. Έρι­ξα το βλέμ­μα μου πά­νω της, απλά, όπως και όλοι οι υπό­λοι­ποι. Στα­μά­τη­σα να κοι­τά­ζω εκεί­νον, όποιο και αν ήταν το δρά­μα του. (Εκεί­νη τη στιγ­μή, τα δά­κρυα αυ­λά­κω­ναν το αλευ­ρω­μέ­νο του πρό­σω­πο).
Απο­φα­σι­σμέ­νος να δια­ψεύ­σω ενώ­πιον όλων τις ιδέ­ες μου σχε­τι­κά με τη συ­μπό­νια και την κρι­τι­κή, ψά­χνο­ντας μά­ταια με τα μά­τια τη συ­ναι­νε­τι­κή κί­νη­ση του σαλ­τι­μπά­γκου, και πριν κά­ποιος άλ­λος με­τα­με­λη­μέ­νος με προ­λά­βει, πή­δη­ξα πά­νω από τη γραμ­μή της κι­μω­λί­ας στον κύ­κλο με τα τσα­λι­μά­κια και τις κω­λο­τού­μπες.
Πα­ρα­κι­νη­μέ­νος από τον πα­τέ­ρα του, ο νά­νος με το τυ­μπα­νά­κι τα έδω­σε όλα με το όρ­γα­νό του, σε ένα κρε­σέ­ντο απί­στευ­των τυ­μπα­νο­κρου­σιών. Εν­θαρ­ρυ­μέ­νη από την τό­σο αυ­θόρ­μη­τη συ­νο­δεία, η γυ­ναί­κα ξε­πέ­ρα­σε τον εαυ­τό της και ση­μεί­ω­σε εκ­κω­φα­ντι­κή επι­τυ­χία. Συ­ντό­νι­σα τον ρυθ­μό μου με τον δι­κό της και δεν έχα­σα ού­τε βή­μα ού­τε πά­τη­μα από αυ­τή την αέ­ναη αυ­το­σχέ­δια κί­νη­ση, μέ­χρι που το παι­δί στα­μά­τη­σε να παί­ζει.

Ως τε­λι­κή πρά­ξη, τί­πο­τα δεν μου φά­νη­κε πιο κα­τάλ­λη­λο από το να πέ­σω από­το­μα στα γό­να­τα.


https://​www.​tim​cock​eril​l.​com/​m...


Μία γυναίκα ειδικά εκπαιδευμένη



Σχε­τι­κά με τον συγ­γρα­φέα

Ο Juan José Arreola Zúñiga (1918-2001) ήταν Με­ξι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας, πα­νε­πι­στη­μια­κός κα­θη­γη­τής, επι­με­λη­τής, με­τα­φρα­στής, διορ­θω­τής και συ­ντά­κτης σε λο­γο­τε­χνι­κές επι­θε­ω­ρή­σεις, σχο­λια­στής λο­γο­τε­χνί­ας στο ρα­διό­φω­νο και την τη­λε­ό­ρα­ση και ηθο­ποιός· συ­νερ­γά­στη­κε μά­λι­στα και με τον Alejandro Jodorowsky. Πριν ενη­λι­κιω­θεί εί­χε δου­λέ­ψει σε βι­βλιο­δε­τείο μα­κρι­νού του συγ­γε­νούς, και στα δε­κα­πέ­ντε του εί­χε δια­βά­σει Μπο­ντλέρ, Ουί­τμαν, Λού­ντ­βιχ, Πα­πί­νι και Σβομπ. Φοί­τη­σε σε δρα­μα­τι­κή σχο­λή στην Πό­λη του Με­ξι­κού.
Θε­ω­ρεί­ται ο κο­ρυ­φαί­ος πει­ρα­μα­τι­κός δι­η­γη­μα­το­γρά­φος του Με­ξι­κού του 20ού αιώ­να. Ο Αρε­ό­λα ανα­γνω­ρί­ζε­ται ως ένας από τους πρώ­τους Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νούς συγ­γρα­φείς που εγκα­τέ­λει­ψαν τον ρε­α­λι­σμό, κα­θώς χρη­σι­μο­ποί­η­σε με τόλ­μη στοι­χεία φα­ντα­σί­ας για να μπο­λιά­σει με στοι­χεία/ιδέ­ες του ύστε­ρου Υπερ­ρε­α­λι­σμού του Υπαρ­ξι­σμού και του Πα­ρα­λό­γου (Αbsurd) το έρ­γο του. Αν και εί­ναι ελά­χι­στα γνω­στός εκτός Με­ξι­κού, ο Αρε­ό­λα, μα­ζί με τον διά­ση­μο συ­μπα­τριώ­τη του, από την Πο­λι­τεία του Χα­λί­σκο, τον Χουάν Ρούλ­φο, με τον οποίο μά­λι­στα συ­νερ­γά­στη­καν στη λο­γο­τε­χνι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση Pan, υπήρ­ξαν πη­γές έμπνευ­σης και ση­μεία ανα­φο­ράς για πλη­θώ­ρα Με­ξι­κα­νών συγ­γρα­φέ­ων, οι οποί­οι προ­σπά­θη­σαν να με­τα­μορ­φώ­σουν τη ρε­α­λι­στι­κή εθνο­κε­ντρι­κή και ηθο­γρα­φι­κή λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση της χώ­ρας τους ει­σά­γο­ντας στοι­χεία μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού, σά­τι­ρας, αλ­λη­γο­ρί­ας και μο­ντερ­νι­στι­κών εφέ. Μα­ζί με τον Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες, ο οποί­ος μά­λι­στα σύ­γκρι­νε τον Αρε­ό­λα με τον Κάφ­κα και τον Σουίφτ, θε­ω­ρού­νται από τους πρώ­τους δι­δά­ξα­ντες του υβρι­δι­κού υπο­εί­δους του δο­κι­μια­κού δι­η­γή­μα­τος, στην Λ. Αμε­ρι­κή του­λά­χι­στον. Ο Αρε­ό­λα, που επη­ρέ­α­σε ση­μα­ντι­κά τον Κάρ­λος Φου­έ­ντες και τον Χο­σέ Εμί­λιο Πα­τσέ­κο, εί­ναι σή­με­ρα κυ­ρί­ως γνω­στός για τα δι­η­γή­μα­τα και τα δο­κί­μιά του, έχο­ντας δη­μο­σιεύ­σει μό­νο ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, το La feria (Το πα­νη­γύ­ρι, 1963).
Ο Αρε­ό­λα, με εξαί­ρε­ση μια μι­κρή πε­ρί­ο­δο που έζη­σε με υπο­τρο­φία στο Πα­ρί­σι, αμέ­σως με­τά τον Β’ΠΠ, πέ­ρα­σε όλη τη ζωή του στο Με­ξι­κό και πέ­θα­νε στο Χα­λί­σκο.
Στα ελ­λη­νι­κά κυ­κλο­φο­ρεί η συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των του Ζωoλό­γιο, σε μτ­φρ. Κώ­στα Βρα­χνού, εκδ. Loggia, Αθή­να 2024). Δι­ή­γη­μά του, με τον τί­τλο Ο Κλει­δού­χος, σε με­τά­φρα­ση της Αν­δρια­νής Πα­πα­δο­πού­λου πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην αν­θο­λο­γία Σι­δη­ρο­δρο­μι­κώς, Εκ­δό­σεις του Eι­κο­στού Πρώ­του, 2004.



Το δι­ή­γη­μα που δη­μο­σιεύ­ου­με («Una mujer amaestrada», εί­ναι ο ισπα­νι­κός τί­τλος) εμ­φα­νώς αμ­φι­λε­γό­με­νο ως προς το «μή­νυ­μά» του, έχει τρο­φο­δο­τή­σει πολ­λές με­λέ­τες, πα­νε­πι­στη­μια­κές και μη, συ­νή­θως με επί­κε­ντρο τη συ­χνά εμ­φα­νι­ζό­με­νη συ­νύ­παρ­ξη αγά­πης και μί­σους στη σχέ­ση του ζευ­γα­ριού στις πα­τριαρ­χι­κές κοι­νω­νί­ες μας. Κά­ποιοι θε­ώ­ρη­σαν τον Αρ­ρε­ό­λα μι­σο­γύ­νη, όχι μό­νον λό­γω αυ­τού του δι­η­γή­μα­τος. Άλ­λοι εντό­πι­σαν στο δι­ή­γη­μα ανα­λο­γί­ες με Το ημέ­ρω­μα της στρίγ­γλας του Σαίξ­πηρ και με τον Κύ­κλο με την κι­μω­λία του Μπρε­χτ. Το βέ­βαιο εί­ναι πως η σα­τι­ρι­κή και εν πολ­λοίς πι­κρή, αν και συ­χνά υπαι­νι­κτι­κή και αμ­φί­ση­μη, «μα­τιά» του Αρε­ό­λα στο πα­ρά­λο­γο και τρα­γι­κό στοι­χείο της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας – ενί­ο­τε και η πυ­κνή και ελ­λει­πτι­κή γρα­φή – θυ­μί­ζει αμυ­δρά πλην ευ­διά­κρι­τα τη σκε­πτι­κι­στι­κή/πε­σι­μι­στι­κή «ψυ­χρή μα­τιά» και γρα­φή πολ­λών συ­γκαι­ρι­νών του με­τα­πο­λε­μι­κών Ευ­ρω­παί­ων πε­ζο­γρά­φων χω­ρίς έντο­νο στοι­χείο εντο­πιό­τη­τας, όπως π.χ. του Γο­να­τά, και του Κα­χτί­τση στα κα­θ’ ημάς. Με­γά­λο μέ­ρος του έρ­γου του συγ­γρα­φέα δια­βά­ζε­ται με πο­λύ εν­δια­φέ­ρον και σή­με­ρα.



Μία γυναίκα ειδικά εκπαιδευμένη



Σχε­τι­κά με τη με­τά­φρα­ση

Η με­τά­φρα­ση και η επι­μέ­λεια του δι­η­γή­μα­τος πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν συλ­λο­γι­κά, από τους συμ­με­τέ­χο­ντες και τις συμ­με­τέ­χου­σες στο Σε­μι­νά­ριο Κα­τάρ­τι­σης Με­τα­φρα­στών του Κέ­ντρου Γλωσ­σών και Πο­λι­τι­σμών της Ιβη­ρι­κής και της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής Abanico, το οποίο ξε­κί­νη­σε πριν τρεις μή­νες και συ­νε­χί­ζε­ται.
Μια πρώ­τη με­τα­φρα­στι­κή εκ­δο­χή προ­έ­κυ­ψε από την κα­τ’ ιδί­αν συ­νερ­γα­σία δύο συμ­με­τε­χου­σών στο σε­μι­νά­ριο: της Ελέ­νης Κού­βα­ρη και της Εύ­ας Σκουλ­λή.
Η εκ­δο­χή αυ­τή, στο πλαί­σιο της εκ­παι­δευ­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας, στο «μά­θη­μα», συ­ζη­τή­θη­κε με τις δύο με­τα­φρά­στριες, εν εί­δει συλ­λο­γι­κής επι­μέ­λειας με όλα τα άλ­λα άτο­μα που συμ­με­τέ­χουν στο σε­μι­νά­ριο:

Δέ­σποι­να Για­βά­ση, Αλέ­ξαν­δρο Μπάρ­λα, Νί­κο Μπε­γιέ­τη, Μα­ρία-Ραϊ­χέλ Νίτ­τη, Πα­ρα­σκευή Ου­ρα­νού, Γε­ωρ­γία Πε­τρέ­κα, Άντα Προ­βα­τά­κη, Γιώ­τα Ρό­μπο­λα, Αντουα­νέ­τα Σα­ρά­ντη. Συ­ντό­νι­σε ο δι­δά­σκων Νί­κος Πρα­τσί­νης.

Το απο­τέ­λε­σμα της συλ­λο­γι­κής ερ­γα­σί­ας, προ­ϊ­όν δια­φο­ρε­τι­κών ανα­γνώ­σε­ων και αντί­στοι­χων με­τα­φρα­στι­κών προ­σεγ­γί­σε­ων, οι οποί­ες συ­ντί­θε­νται με μια από κοι­νού συλ­λο­γι­κή επι­μέ­λεια, ανα­δει­κνύ­ει διά­φο­ρες πτυ­χές ενός τό­σο πο­λύ­ση­μου δι­η­γή­μα­τος επι­τρέ­πο­ντας πολ­λα­πλές ερ­μη­νεί­ες, ανά­λο­γα με τον τε­λι­κό ανα­γνώ­στη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: