Οι «Υπέροχες μέρες» του Βέντερς έρρεαν ακόμη στις φλέβες μας όταν πατήσαμε το πόδι μας στον τόπο που η ταινία του μεγάλου κινηματογραφικού ποιητή υμνεί με τόση αβίαστη μαεστρία.
Κάποια στιγμή έπρεπε να γίνει κι αυτό. Η επίσκεψη στην Ιαπωνία. Χρειάστηκε να περιμένουμε τις ευνοϊκές συνθήκες που επιτέλους παρουσιάστηκαν αλλά επιπλέον συνέπεσαν με τον απόηχο και με την διάχυτη γεύση στοργής για την ζωή που αναδίδει σε όλη την διάρκεια των Perfect Days η τρυφερή παρακολούθηση του αφηγητή τους. Ο Βέντερς παρέμεινε μέσα μας πολύ περισσότερο από ό,τι παλαιότερες, προηγηθείσες, ατμόσφαιρες ιαπωνικού κινηματογράφου που ούτως ή άλλως είχαν αφήσει ψήγματα γνώσης ή είχαν διεγείρει περιέργειες ή φαντασιώσεις. Το βλέμμα του, η ινχηλάτησή του, η ανάγνωσή του, της Ιαπωνίας σκάλωσε, επεσήμανε και ανέδειξε ―προφανώς βεβαίως με την εμβρίθεια που διακρίνει έναν δημιουργό του βεληνεκούς του― ακριβώς εκείνα τα συστατικά της ιδέας και της πραγματικότητας «Ιαπωνία» που είναι ορατά από σκοπιά του εξω-ιάπωνος. Που τέτοιοι ακριβώς ήμασταν κι εμείς κατά την διάρκεια της δωδεκαήμερης, επιδερμικής κατά συνέπεια, σάρωσης ενός μικρού μόνον μέρους του ιαπωνικού ορίζοντα. Ομολογώ πάντως πως οι επιβεβαιώσεις που προέκυπταν κατ’ επανάληψη των σχολίων και των νύξεων του Βέντερς λειτούργησαν εν πολλοίς ως «οδηγός» δημιουργώντας ταυτόχρονα και την αίσθηση (άντε ψευδαίσθηση) μιας λιγότερο επιπόλαιης προσέγγισης ενός τόπου ―αυτό το λέω μετά βεβαιότητος― που άλλος τέτοιος δεν υπάρχει.
10.6.2024