Από το «Τρίπτυχο»

Αλέκος Φασιανός «Μια θαυμάσια ημέρα» («Ο ποδηλάτης της πρωίας») 1992. Ακρυλικό σε καμβά 82×136 εκ. Συλλογή Ισρύματος Β&Ε Γουλανδρή
Αλέκος Φασιανός «Μια θαυμάσια ημέρα» («Ο ποδηλάτης της πρωίας») 1992. Ακρυλικό σε καμβά 82×136 εκ. Συλλογή Ισρύματος Β&Ε Γουλανδρή



__________
Οι λέξεις σε έντονη γραφή μπορούν να διαβαστούν κανονικά, μέσα στη ροή του κειμένου, αλλά και χωριστά, συνθέτοντας έτσι ένα δεύτερο ποίημα μέσα στο αρχικό
______________



Πολιτισμός

όταν το ράγισμα του μεσημεριού βρίσκεται στο ζενίθ παλίρροια μέγιστη χρυσαφένιων αστερισμών με όλες τις διαπεραστικές μυρωδιές όσμωσης όπως εκείνες της σκόνης του ούρου του τηγανίσματος της μούχλας της χλόης του ιδρώτα εκσφενδονίζοντάς με στις διαστάσεις μιας άλλη χωροχρονικής εστίασης εμπρός σε αυτόν τον ξεθωριασμένο τοίχο παλιάς ανάδυσης αρχέγονων αναμνήσεων ντυμένων με τον πόθο μου για σένα πλάθοντας τα φτιασίδια του χρόνου έτσι ώστε το χαμόγελο-δεκαετίας-τριάντα να εμφανιστεί αναλλοίωτο ίδιο με την ξαφνική αναλαμπή του μαχαιριού τη στιγμή που το σηκώνεις με κίνηση τελετουργική τροχιά ακρίβειας μυστικής για να κόψεις το χρυσαφένιο καρβέλι πάνω στο τραπέζι στιγμιότυπο που με αιφνιδιάζει ακριβώς-τη-στιγμή που σκύβω για να τραγανίσω τις δίδυμες φράουλες των χειλιών της καθώς ο Μικελάντζελο φαντασιώνεται αγάλματα και καθεδρικούς εξιδανίκευσης αδυνατώντας να λύσει το πρόβλημα της τετραγωνικής ρίζας των πρόωρων εκσπερματώσεών του

δεν θα απαλλαγούμε ποτέ απ’ όλα αυτά τα «μαμά, μαμά, κοίτα τι έχω φτιάξει!»


Βλάστηση

κάποια μέρα χλωρίδα λουλούδια μακιγιαρισμένα με νύχτα φυλλώματα χρώμα αβέβαιο ανθοφορίας συνθέτοντας πέταλα πολύχρωμα κάλυκες δηλαδή ρίζες ακόμη και σπόρους πεταλούδες έντομα και άλλα γοητευτικά ορθόπτερα με μάτια ρουμπίνι-χαλαζία-πολύεδρα-πράσινα-χρυσά λεπιδόπτερα μου γαργαλούν απαλά τα κλαδιά και τα φύλλα φτερουγίσματα αίσθηση απαλού νερού πάνω στη φλούδα-δέρμα μου χυμός που ανεβαίνει άνεμος παλίρροια από τ’ ανοιχτά χάδια στα μπουμπούκια μου υπόσχεση βροχής που φτάνει βελουδένια ντυμένη με αστραπές-πιρουέτες μακρινών αποστάσεων τραγουδώντας «σουσάμι άνοιξε!»

έτσι όταν μου λένε «τι βρομόκαιρος σήμερα...» απαντώ αμέσως «πρέπει να κουβαλάτε τον ήλιο μέσα σας κυρίες και κύριοι!»


Παλίρροια

τα παιδιά κοιτάζουν την θάλασσα
εδώ και τρεις μέρες
κατάματα αγναντεύοντας πέρα απ’ τον ορίζοντα εκεί όπου το φως καταλύεται σε κυανές πράσινες και λευκές διαφάνειες από τότε που η Παναγία των ΄Ισκιων έφυγε μες στο σούρουπο αργά σαρώνοντας με τις πτυχές της μακριάς μαύρης φορεσιάς της κάθε ύστατη αναλαμπή
τα νύχια πλεγμένα σε μεμβράνες άλλα στα βράχια καθισμένα κι άλλα στην άμμο ξαπλωμένα με πτερύγια να φυτρώνουν στους ώμους και στις πλάτες λέπια μαλαματένια θρεμμένα από τις φωταψίες του γειτονικού πευκώνα τα χείλη ξερά και κόκκινα τα μάτια απ’ την μεγάλη αγρύπνια καθώς θα ξανασυνθέτουν ίσως - άπταιστοι μνήμονες - τα ψίχουλα στο ποτήρι με το κρασί διαπερασμένο από μιαν ηλιαχτίδα διηθησμένη μες στο σκοτάδι της κάμαρας και τους επουράνιους ψαλμούς των Χερουβείμ να πέφτουν υπέρτατα σαν βροχή μπακιρένια στα παραθυρόφυλλα του έρημου σπιτιού
τα παιδιά κοιτάζουν την θάλασσα
εδώ και τρεις μέρες
κατάματα αγναντεύοντας πέρα απ’ τον ορίζοντα
και η θάλασσα ανεβαίνει
με τη νέα σελήνη
σπιθαμή προς σπιθαμή
ζυγώνει
αμείλικτα απαιτώντας τα χελιδονόψαρά της που κείτονται ανήμπορα πια στην ακτή


Σταύρωση

ο Σταυρός του Νότου θα μπορούσε να ήταν ίσως εγώ κάποια νύχτα παγωμένου χειμώνα πάνω σε μιαν απόκρημνη ακτή απέναντι στην τρικυμία της Βόρειας Θάλασσας με ορθάνοιχτα μπράτσα προσπαθώντας να αγκαλιάσω τον τυφώνα θρήνο ολόκληρο του κόσμου μεταμορφωμένος σε αστερισμό από κάποιους θεούς άγνωστους και φιλεύσπλαχνους αν δεν ήμουν κιόλας ένας γέρικος βράχος πάνω σε κάποιο κρητικό βουνό κάτω από έναν αδυσώπητο ήλιο χρησιμεύοντας για πέτρα-ακονίσματος στους μοναχικούς βοσκούς

τα μάτια της ήταν σαν δυο λάμες ξυραφιών όταν έφυγε ύστερα καθώς απομακρυνόταν το μίσος της μεγάλωνε ανακατεμένο με τον ήχο των τακουνιών της τα έπιπλα του δωματίου όλα τα αντικείμενα άρχισαν να κουνιούνται να τραντάζονται σαν εμψυχωμένα από κάτι φοβερό και άγνωστο ταυτόχρονα σκορπίζονταν πέφτοντας φύρδην-μίγδην στο πάτωμα πάνω μου τα τζάμια έσπαζαν οι τοίχοι ράγιζαν θόρυβος της κολάσεως έκρηξη υποχθόνια σκοτεινών δυνάμεων κάνοντας το κτίριο να τρέμει μέχρι τα θεμέλια όταν έφτασε στο σπίτι της το δικό μου ήταν ήδη ερείπιο κι απ’ τον ομιχλώδη ουρανό ένα οπάλινο φεγγάρι με κοίταζε σαν το μοναδικό φοβερό μάτι κάποιου έξαλλου κύκλωπα
σε ολόκληρη την πόλη ένοιωθα το μίσος να βασιλεύει
έκτοτε χρειάστηκα αρκετόν καιρό μέχρι να μπορέσω να επιθυμήσω ξανά γυναίκα



Ο ποδηλάτης της Ατλαντίδας

Στον Αλέκο Φασιανό

ο ποδηλάτης τράβηξε αργά πάνω στο λιθόστρωτο προς τη θάλασσα καταγάλανη από φωσφορισμούς με τα μακριά μαλλιά του χλιμιντρίσματα στον πρωινό αέρα χαϊδεύοντας ολόκληρη την πόλη αποκοιμισμένη μέσα στο σπιθοβόλημα του νικελένιου ποδηλάτου με ένα στάχυ ανάμεσα στα δόντια απ’ το τιμόνι ξεκινώντας κλωστή με δεμένο χαρταετό πολύχρωμο σε σχήμα πουλιού ακολουθώντας τον σαν ουράνιος σκύλος εκείνος στο μεταξύ έχοντας φτάσει στην ακτή προχώρησε λίγο ακόμη νωχελικά κατά μήκος της έρημης παραλίας πάνω στη λεπτή και υγρή άμμο αν και στη συνέχεια κατευθύνθηκε εντελώς ξαφνικά και ανεξήγητα απέναντι προς τη θάλασσα βουλιάζοντας σιγά-σιγά στα διάφανα νερά από υγρό σμαράγδι μέχρι τους αστράγαλους πρώτα μέχρι τα γόνατα ύστερα μέχρι τη μέση αργότερα μέχρι τον λαιμό και τέλος το αρχαίο κεφάλι η κόμη του χάθηκαν κάτω από την ιριδίζουσα επιφάνεια ο χαρταετός ακολουθώντας με ακρίβεια μαθηματική προσθαλασσώθηκε στο αρχιπέλαγος σαν σημαδούρα που δείχνει στους ναυτικούς τον κίνδυνο
ενώ ξαφνικά η Σειρήνα αναδύθηκε τεράστια στον ορίζοντα αντηλιά κόκκινη απ’ την ανατολή του ήλιου με τη χαίτη γεμάτη αστερίες κοχύλια και γλάρους και ρώτησε με φωνή-καμπάνα-από-σπάνιο-κράμα κάνοντας ν’ αντηχούν τα βουνά και τα νησιά ολόγυρα: ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; μην παίρνοντας φυσικά καμμιά απάντηση από την κοιμισμένη πολιτεία και θεωρώντας αυτή τη σιωπή σαν σημάδι ολοκληρωτικής αδιαφορίας οργισμένη την πλημμύρισε με ένα φοβερό χτύπημα της ψαρίσιας ουράς της και τη βύθισε στα σκοτεινά νερά του Αιγαίου πελάγους
                έκτοτε οι σοφοί του κόσμου που σπάνε το κεφάλι τους για να εξηγήσουν το μυστήριο της χαμένης Ατλαντίδας δεν σκέφτηκαν ποτέ να ρωτήσουν κάποιον απ’ τις χιλιάδες ποδηλάτες της χώρας: ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; και ο ποδηλάτης θα απαντήσει: όχι βέβαια ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε το 1920 από δάγκωμα λυσσασμένης μαϊμούς και τότε η μυθική ήπειρος θα αναδυθεί μεγαλοπρεπώς ακέραια με τα παλάτια τα σπίτια τους ναούς και τα αγάλματά της «και τα όνειρα θα λάβουνε εκδίκηση» που λέει κι ο ποιητής

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: