Ένα απαιτητικό σχήμα μετα-συνεκτικού λόγου
Τι μας λέει – ίσως κυριολεκτικά κατά πρόσωπο – ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος στον Βομβιστή του Παρθενώνα; Περί τίνος πρόκειται; Τρομοκρατική ενέργεια; Βάναυση προσπάθεια για ορατότητα; Κομπλεξική απομάγευση του κόσμου; Διατρητική εκμετάλλευση ερεθισμάτων και σκοπών; Από πού μας κοιτάζει και πώς μας απευθύνεται; Αποφασίζει να συνομιλήσει μαζί με τον/την αναγνώστη/στρια για να μεταφέρει κάτι που ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας ή για να αναδείξει κάτι που εδράζεται σε όλους εμάς και εντός των ίδιων των ζωών μας; Ας αποπειραθούμε μια διατύπωση.
Ο Χρυσόπουλος, ως ένας από τους συγγραφείς του πολύπλοκου θα λέγαμε, μοιράζεται με το κείμενό του πρωτίστως τον τρόπο με τον οποίο εννοεί τη γραφή. Στον Βομβιστή του Παρθενώνα, κείμενο μεταμοντέρνας κατεύθυνσης και προσανατολισμού, παρατηρούμε τις αντοχές και τα παιχνίδια της λογοτεχνίας – ή μάλλον εντρυφούμε στη σχέση αυτή – με την τελευταία να είναι πριν και πάνω απ’ όλα το τρίπτυχο: παραγωγή (ή και εκμετάλλευση), διαχείριση και οργάνωση συμβόλων. Δηλαδή; Στη γραφή του Χρυσόπουλου υπάρχει μια ιδιότυπη κίνηση, όπου ο λόγος δρα διασπασμένος, διάχυτος, αποκεντρωμένος, μετέρχεται μετέωρων ιδιοσυγκρασιών, φεύγοντας διαρκώς και με ποικιλία ταχυτήτων από τη συνεκτικότητα του επικοινωνιακού πλαισίου και περιβάλλοντος, κάνοντας κατιτί με τα πράγματα αλλά και στα πράγματα. Τι; Ένα λύγισμα διαρκείας, μια προσέγγιση ενεργητικής ωριμότητας όπου ο κόσμος μεταφέρεται συνεχώς και ποικιλοτρόπως χωρίς ποτέ να εγκαθίστασαι ως τέτοιος. Εκείνο το οποίο (απο)μένει είναι το σύνολο της πρακτικής της μεταφοράς, δηλαδή ό,τι πέφτει, ξεφεύγει και χάνεται από αυτήν, ό,τι εν τέλει παραμένει σε – και με – αυτή και τέλος, η ίδια η επιτελεστική πρακτική της μεταφοράς.
Τι παρατηρούμε εδώ; Ο λόγος, δεν είναι πια μέσο (είτε παθητικής είτε ενεργητικής) επικοινωνίας, δεν εξασφαλίζει δηλαδή και δεν παρέχει πληροφορίες ακόμη κι όταν εμφορείται από τα καθήκοντα της συμμετοχής. Αντίθετα, αποσκοπεί θα μπορούσαμε να πούμε στην εύρεση μιας πολύχρωμης, άτακτης και ανορίωτης διαλεκτικής μεταξύ άβιων και έμβιων σημείων, μεταξύ χρόνων, μεταξύ χώρων, μεταξύ προσώπων, μεταξύ θέσεων. Με το λόγο αυτό, η (αλληλο)κατανόηση δεν επέρχεται από την οικοδόμηση μιας κάποιας αναπαράστασης και την επιβεβαίωση και εμπέδωση αυτής αλλά μέσα από την προώθηση της οπτικής ότι το όλον αποτελεί ένα απέραντο φυσικό κολάζ συντιθέμενο από άπειρες αναπαραστάσεις και όπου η κάθε μία από αυτές δεν είναι αποκομμένη και ξέχωρη από όλες τις άλλες αλλά βρίσκεται σε σχεσιακή αλληλεπίδραση και συνθήκη επαφής.
Στον Βομβιστή του Παρθενώνα ―το οποίο οφείλουμε να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ένα ευρηματικό και οριακό έργο― βιώνουμε ακριβώς αυτό. Λογοτέχνημα πολύτροπο, όχι μυστηριώδες και κρύφιο, αλλά αινιγματικό και υπαινικτικό, που θαρρείς ότι κάπου, σε κάποια γωνιά του χαρτιού, υπάρχει ένας όχι υποβολέας, αφηγητής ή/και καθοδηγητής που κινεί τα λογοτεχνικά νήματα και προσανατολίζει την πορεία των κειμενικών δρωμένων διευθετώντας την νοηματική αλληλουχία, αλλά ένας πολυεστιακός, πολυπρισματικός φακός που αλλάζει θέσεις συνεχώς και αποδομεί τη στείρα και σαθρή παρατήρηση ―οπότε και αποτρέπει την εξαγωγή άκαμπτων και ακλόνητων εννοιολογικών θέσεων― διατηρώντας το ευάλωτο των ισχυρισμών, έτσι που η ανάγνωση είναι όχι συγκομιδή εμπειριών τρίτων, αλλά μετατρέπεται σε εργαλείο βίωσης ―κι εν μέρει αγχωτικής ακρόασης― της ίδιας της ζωής.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για κείμενο-παιχνίδι, κείμενο-δραστηριότητα, κείμενο με αμέτρητους συνομιλητές, δηλαδή ανεξάντλητες κατευθύνσεις, κείμενο πολυφωνικό, δομικά ανοιχτό στην ερμηνεία, διαρκώς εν κινήσει και μεταβαλλόμενο, ασταθές, με μάτι ουράνιο, πανοπτικό, πανοραμικό και ταυτόχρονα διάχυτο ολούθε, σε κάθε διάσταση, με σώμα διακειμενικό,1
δανεικό, οικειοποιημένο, βεβηλωμένο από αλλεπάλληλες αφουγκράσεις, σώμα-παλίμψηστο και με πρόσωπο-προσωπείο, πρόσωπο απολογίας, εξομολόγησης, εμπαιγμού και ειρωνείας, όψη πολυδιάστατη, υπερκειμενική.
Στον Βομβιστή του Παρθενώνα, ο/η αναγνώστης/στρια παρατηρεί ένα μωσαϊκό ποικίλων θεμάτων που ωστόσο, όλα υπάγονται σε ένα μοτίβο αντιθετικών, διπολικών συστημάτων εντός των οποίων τα άκρα – ή μάλλον, οι αναζητητικές τάσεις και εξάρσεις αυτών – ρευστοποιούνται, κατακερματίζονται, ενώνονται. Τούτο το μοτίβο, του οποίου ο/η αναγνώστης/στρια γίνεται κοινωνός, είναι η εμφάνιση της διαπλοκής του αινίγματος με την εξαρχής ολοφάνερη λύση/εξήγησή του, της διασύνδεσης της υπαιτιότητας με την συναιτιότητα, της ένωσης της έντασης της κατάστασης/διαδικασίας της ρήξης με τη νηνεμία που απορρέει από τη γαλήνη, της συσχέτισης του ουδέτερου με τον εμπαθή χαρακτηρισμό.
Θα ήταν άδικο, λάθος, άσκοπο ή παραπλανητικό να πει κανείς/καμιά ότι στο λογοτεχνικό κείμενο του Χρυσόπουλου, αντικατοπτρίζεται η ζωή μας, η κοινή ζωή, η ζωή όλων μας; Νομίζω πως όχι. Πιο συγκεκριμένα, ο Βομβιστής του Παρθενώνα, επιτελεί ακριβώς την προαναφερθείσα διατύπωση μέσα από την παρουσία (τουλάχιστον) τριών σύμβολων. Τα σύμβολα αυτά, θα επιχειρήσω να εξακριβώσω, μέσα από μια κειμενική ανατομία συνομιλίας. Τι εκπροσωπεί λοιπόν και τι αντιπροσωπεύει το καθένα απ’ αυτά τα σύμβολα;