Γιαπωνέζικος Κήπος: συνέντευξη με τον Πάνο Τσερόλα

Γιαπωνέζικος Κήπος: συνέντευξη με τον Πάνο Τσερόλα

Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.

Ο Πά­νος Τσε­ρό­λας σπού­δα­σε γε­ω­λο­γία στο Πα­νε­πι­στή­μιο Πα­τρών. Έκα­νε με­τα­πτυ­χια­κό στο πε­ρι­βάλ­λον και πραγ­μα­το­ποιεί δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή στη γε­ω­λο­γία πε­τρε­λαί­ων. Ερ­γά­ζε­ται στον ιδιω­τι­κό το­μέα σε θέ­μα­τα βιώ­σι­μης ανά­πτυ­ξης και ενέρ­γειας, ενώ αρ­θρο­γρα­φεί σε διά­φο­ρα έντυ­πα και ηλε­κτρο­νι­κά μέ­σα. Για μι­κρούς ανα­γνώ­στες έγρα­ψε τα βι­βλία: Ο προϊ­στο­ρι­κός ζω­γρά­φος, ει­κο­νο­γρά­φη­ση ση Λέ­λα Στρού­τση (Κέ­δρος 2014, λί­στα White Ravens 2015), Τζου, ο δει­νό­σαυ­ρος Αν­ζού, ει­κο­νο­γρά­φη­ση Λέ­λα Στρού­τση (Κέ­δρος 2015, βρα­βείο πε­ριο­δι­κού Ο Ανα­γνώ­στης), Στα ίχνη του ντου­κου­ζού­ρι, ει­κο­νο­γρά­φη­ση Απο­στό­λης Ιω­άν­νου (Κέ­δρος 2016), Λό­κι: Η από­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας μιας δο­λο­φό­νου φά­λαι­νας, ει­κο­νο­γρά­φη­ση Απο­στό­λης Ιω­άν­νου (Κέ­δρος 2017). Για (πιο) με­γά­λους έγρα­ψε: Πε­ρί έρω­τος / «Izzy Questions», e-book (Paper Publishing 2014), Αση­μέ­νια θά­λασ­σα (Κέ­δρος 2015, βρα­χεία λί­στα Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων), Η συ­νω­μο­σία της βα­νί­λιας (Κέ­δρος 2016).

Γιαπωνέζικος Κήπος: συνέντευξη με τον Πάνο Τσερόλα

Συνέντευξη

«Η αρχή κάθε ιστορίας είναι το ύφος»

1. Πώς έρ­χε­ται η ιδέα ή η αρ­χή μιας ιστο­ρί­ας; Πε­ρι­γράψ­τε μας τι γί­νε­ται στο μυα­λό σας. Εί­ναι ει­κό­να, λέ­ξη, επι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση; Αν η επι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση εί­ναι το πρώ­το υλι­κό, τι προ­κύ­πτει στην πο­ρεία; Πώς εξι­σορ­ρο­πεί­ται η επι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση με τις ανά­γκες της μυ­θο­πλα­στι­κής αφή­γη­σης; Πώς έρ­χε­ται η πρώ­τη πρό­τα­ση/πα­ρά­γρα­φος της ιστο­ρί­ας; Στη συ­νέ­χεια;

Υπάρ­χει σί­γου­ρα ένα «ελά­χι­στο γρα­νά­ζι» πί­σω από κά­θε ιστο­ρία, πι­θα­νό­τα­τα να εί­ναι και κά­τι κοι­νό, όμως δυ­σκο­λεύ­ο­μαι να το εντο­πί­σω με ακρί­βεια. Θα μπο­ρού­σα, όμως, να πω με (μι­κρή) σι­γου­ριά πως δεν εί­ναι ού­τε κά­τι μο­νο­σή­μα­ντο, όπως μια λέ­ξη ή μια ει­κό­να ή μια πλη­ρο­φο­ρία, ού­τε κά­τι ευ­ρύ, όπως μια θε­μα­τι­κή ή ένα εύ­ρη­μα ή μια γε­νι­κή πλο­κή. Ενώ όλα τα πα­ρα­πά­νω θα μπο­ρού­σαν να γεν­νή­σουν μια ιδέα, όλες αυ­τές οι ιδέ­ες μάλ­λον συ­μπλη­ρώ­νουν και πλαι­σιώ­νουν μια ιστο­ρία, πα­ρά την ορί­ζουν. Όμως μια ιστο­ρία δεν εί­ναι άθροι­σμα ιδε­ών ή ευ­ρη­μά­των. Χρειά­ζε­ται συ­νε­κτι­κή ύλη για να μπο­ρέ­σουν όλα τα υλι­κά της να δέ­σουν. Εν προ­κει­μέ­νω, θα έλε­γα πως η αρ­χή κά­θε ιστο­ρί­ας εί­ναι το ύφος, δη­λα­δή ο τρό­πος με τον οποίο θα ει­πω­θεί. Με τη σει­ρά του το ύφος δεν εί­ναι κά­τι που προ­κύ­πτει ακρι­βώς αυ­θόρ­μη­τα, ού­τε εί­ναι μια «εσω­τε­ρι­κή φω­νή». Το ύφος εί­ναι μια συ­νο­μι­λία με τη λο­γο­τε­χνία, προ­κύ­πτει μέ­σα από την ανά­γνω­ση. Εκεί, λοι­πόν, οι πρώ­τες λέ­ξεις επι­τε­λούν μια πο­λύ ση­μα­ντι­κή λει­τουρ­γία: Εγκα­θι­δρύ­ουν το ύφος που θα ανα­πτυ­χθεί η ιστο­ρία, την κοί­τη πά­νω στην οποία θα κι­νη­θεί. Αυ­τό το ύφος δια­μορ­φώ­νει και τους κα­νό­νες του κό­σμου της ιστο­ρί­ας, που στη μυ­θο­πλα­σία εί­ναι ισχυ­ρό­τε­ροι των φυ­σι­κών κα­νό­νων της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η ανά­γνω­ση γεν­νά τη γρα­φή και όχι τα εξω­τε­ρι­κά ερε­θί­σμα­τα. Ή, κα­λύ­τε­ρα, η ανά­γνω­ση εί­ναι αυ­τή που ξέ­ρει πώς να αξιο­ποι­ή­σει τα εξω­τε­ρι­κά ερε­θί­σμα­τα, το βί­ω­μα, τις ιδέ­ες, τις μι­κρές και με­γά­λες ιστο­ρί­ες που γεν­νιού­νται κα­θη­με­ρι­νά στο κε­φά­λι μας. Μα­ζί της, στην ανα­ζή­τη­ση του ύφους που εί­ναι κα­τ’ αρ­χήν θέ­μα αι­σθη­τι­κό, βρί­σκο­νται και άλ­λες μορ­φές της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας: ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, η μου­σι­κή, η ζω­γρα­φι­κή, όλα σα­φώς παί­ζουν τον ρό­λο τους στη δια­μόρ­φω­ση μιας «φω­νής» που συ­να­ντά­ει κα­νείς σε ένα γρα­πτό.
Με την πρω­το­κα­θε­δρία, λοι­πόν, των κα­νό­νων και νό­μων του αι­σθη­τι­κού κό­σμου του ύφους, οι κα­νό­νες του φυ­σι­κού μας κό­σμου και η όποια επι­στη­μο­νι­κή ακρί­βεια δεν αντα­γω­νί­ζο­νται τη μυ­θο­πλα­σία. Μπο­ρούν να αφο­μοιω­θούν στο πλαί­σιο δρά­σης των ηρώ­ων ή και μπο­ρούν να ανα­τι­να­χθούν πλή­ρως για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση του μύ­θου. Μπο­ρούν και να συν­δυα­στούν διά­φο­ροι νό­μοι, φα­ντα­σί­ας και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, για να συν­θέ­σουν κό­σμους που «θα μπο­ρού­σαν και να εί­ναι αλη­θι­νοί» χω­ρίς να εί­ναι. Όμως το ύφος εί­ναι ο ρυθ­μι­στής της πρό­σλη­ψης: Η/ο ανα­γνώ­στρια/ης θα εντα­χθεί πρω­τί­στως στον αι­σθη­τι­κό κό­σμο και ύστε­ρα θα απο­δε­χθεί (ή όχι) τον μυ­θο­πλα­στι­κό.

2. Έχε­τε κά­ποια θέ­μα­τα που σας επι­σκέ­πτο­νται ξα­νά και ξα­νά, ή εμ­μο­νές, π.χ. η ανά­γκη για πε­ρι­πέ­τεια σε ολό­κλη­ρο τον κό­σμο;

Σα­φώς υπάρ­χουν κά­ποια θέ­μα­τα που με τρα­βούν και σαν ανα­γνώ­στη και σαν δη­μιουρ­γό, αλ­λά επι­λέ­γω, σε αυ­τήν τη φά­ση του­λά­χι­στον, να απο­τρα­βιέ­μαι από αυ­τά και να εξε­ρευ­νώ συ­νε­χώς και­νού­ρια. Υπάρ­χει πά­ντα χρό­νος για τις εμ­μο­νές, άλ­λω­στε γρή­γο­ρα βρί­σκει κα­νείς το know-how για να τις ανα­πτύ­ξει, αλ­λά δεν υπάρ­χει απλό­χε­ρα ο χρό­νος για εξε­ρευ­νή­σεις, πει­ρα­μα­τι­σμούς και κο­λύ­μπι σε λι­γό­τε­ρο οι­κεί­ες θά­λασ­σες. Αναμ­φί­βο­λα, το σύ­νο­λο των βιω­μά­των και επιρ­ρο­ών τεί­νουν να δια­μορ­φώ­νουν συ­γκε­κρι­μέ­νες ανη­συ­χί­ες, προ­βλη­μα­τι­σμούς και αγω­νί­ες. Επι­προ­σθέ­τως, τεί­νουν να δια­μορ­φώ­νουν και συ­γκε­κρι­μέ­νους μη­χα­νι­σμούς για την ανα­μέ­τρη­ση με όλα αυ­τά. Αν κα­νείς σκα­λί­σει με­θο­δι­κά για να βρει το «κου­κού­τσι», ανα­πό­φευ­κτα θα συ­να­ντή­σει μια πο­λύ κλει­στή ομά­δα οι­κου­με­νι­κών (δια­χρο­νι­κά, πο­λι­τι­σμι­κά, γλωσ­σι­κά) θε­μά­των γύ­ρω από τα οποία αγω­νιούν και υπο­φέ­ρουν τα βι­βλία που έχου­με δια­βά­σει. Οι μορ­φές και δια­δρο­μές της επι­θυ­μί­ας, ο θά­να­τος, η απώ­λεια, η ανα­ζή­τη­ση της ευ­τυ­χί­ας εί­ναι, με­τα­ξύ άλ­λων, θέ­μα­τα που μπο­ρεί να φα­ντά­ζουν «γε­νι­κά» αλ­λά αυ­τές εί­ναι οι πραγ­μα­τι­κές εμ­μο­νές και κα­νείς/κα­μιά δεν δρα­πε­τεύ­ει. Και αν δρα­πε­τεύ­ει, αντι­κα­θι­στώ­ντας αυ­τές τις εμ­μο­νές με κά­ποιες άλ­λες, δεν εί­ναι πα­ρά με­τω­νυ­μί­ες. Οπό­τε ο κα­λύ­τε­ρος ίσως τρό­πος να ανα­με­τρη­θεί κα­νείς με μια εμ­μο­νή δεν εί­ναι μια άσκη­ση κα­τά πλά­τος (να την ανα­πτύσ­σει διε­ξο­δι­κά από όλες τις με­ριές) αλ­λά κα­τά βά­θος, να σκά­ψει για να βρει το υπό­λοι­πο πα­γό­βου­νο.

3. Τα βι­βλία σας, εί­τε γνώ­σε­ων για παι­διά, πε­ρι­πέ­τειας για παι­διά, εί­τε τα βι­βλία σας για ενή­λι­κες, στή­νο­νται συ­νή­θως σε ένα διε­θνές σκη­νι­κό, με πολ­λές γε­ω­γρα­φι­κές ανα­φο­ρές και λε­πτο­μέ­ρειες, και κο­σμο­πο­λί­τι­κο πνεύ­μα. Για­τί; Και πώς αυ­τό επη­ρε­ά­ζει την ιστο­ρία, τους ήρω­ες, τις πε­ρι­γρα­φές σας;

Εί­ναι, αναμ­φί­βο­λα, απε­λευ­θε­ρω­τι­κή (μυ­θο­πλα­στι­κά και ανα­γνω­στι­κά) αυ­τή η από­δρα­ση από το «εδώ και τώ­ρα». Ευ­νο­εί και τη γρα­φή ως παι­χνί­δι. Το «εδώ και τώ­ρα» εί­ναι η ανα­πό­φευ­κτη μή­τρα κά­θε ιστο­ρί­ας, που δεν εί­ναι πα­ρά μια μπο­λια­σμέ­νη με φα­ντα­σία και παι­χνί­δι μυ­θο­πλα­στι­κή προ­έ­κτα­ση του βιώ­μα­τος. Όλα επι­στρέ­φουν εν τέ­λει σε αυ­τό, και ας γί­νε­ται αυ­τή η επι­στρο­φή μέ­σα από δε­κά­δες φίλ­τρα και μη­χα­νι­σμούς που το κά­νουν να φαί­νε­ται σε (γε­ω­γρα­φι­κή, χρο­νι­κή κ.ο.κ.) από­στα­ση. Αλ­λά η γρα­φή δια­χω­ρί­ζε­ται από την κα­τα­γρα­φή (ένα βιω­μα­τι­κό ημε­ρο­λό­γιο, ας πού­με) σε διά­φο­ρους το­μείς. Κα­τ’ αρ­χάς το ύφος, στη συ­νέ­χεια το μυ­θο­πλα­στι­κό φίλ­τρο, ακο­λού­θως το παι­χνί­δι με τον χώ­ρο και τον χρό­νο. Εν τέ­λει, αν κά­τι εί­ναι να (απο)δει­χθεί, εί­ναι ότι αυ­τό που φα­ντά­ζει τό­σο ιδιαί­τε­ρο, γε­ω­γρα­φι­κά, χρο­νι­κά, προ­σω­πι­κά, δεν εί­ναι πα­ρά ένας βλα­στός από ένα πο­λύ­πλο­κο μεν, οι­κου­με­νι­κό δε ρί­ζω­μα της αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης.

Μια ιστορία δεν είναι άθροισμα ιδεών ή ευρημάτων. Χρειάζεται συνεκτική ύλη για να μπορέσουν όλα τα υλικά της να δέσουν. Εν προκειμένω, θα έλεγα πως η αρχή κάθε ιστορίας είναι το ύφος, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο θα ειπωθεί.

4. Ποιος εί­στε όταν γρά­φε­τε παι­δι­κή λο­γο­τε­χνία και ποιος όταν γρά­φε­τε ενή­λι­κη; Πη­γά­ζουν από το ίδιο ση­μείο;

Εί­ναι μο­νά­χα θέ­μα ύφους. Οι ιστο­ρί­ες σαν ιστο­ρί­ες θα μπο­ρού­σαν να έχουν γρα­φτεί και με ανά­πο­δο κοι­νό. Η γρα­φή προ­ϋ­πο­θέ­τει σε έναν βαθ­μό και μια επι­κοι­νω­νία με την παι­δι­κό­τη­τα, νο­ού­με­νη ως κα­τά­στα­ση πει­ρα­μα­τι­σμού, εξε­ρεύ­νη­σης, ανα­σύν­θε­σης και κα­τα­σκευ­ής του κό­σμου.

5. Συ­χνά οι ήρω­ες/ηρω­ί­δες στα παι­δι­κά/εφη­βι­κά σας βι­βλία εί­ναι ενή­λι­κες. Για­τί; Τι συ­νε­πά­γε­ται αυ­τό για τη συγ­γρα­φή και για την ανα­πα­ρά­στα­ση αυ­τών των ενη­λί­κων, των πε­ποι­θή­σε­ών τους και γε­νι­κό­τε­ρα των ιδε­ο­λο­γιών τους;

Το ότι εί­ναι ενή­λι­κες δεν ση­μαί­νει εκ­πτώ­σεις σε ό,τι αφο­ρά την πε­ρι­γρα­φή των χα­ρα­κτή­ρων τους. Θα ήθε­λα, προ­χω­ρώ­ντας, να ανα­πτύ­ξω ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο θε­μα­τι­κές και ανα­ζη­τή­σεις που θε­ω­ρού­με «ενή­λι­κες», κυ­ρί­ως επει­δή ακό­μη ανα­ζη­τού­με έναν σω­στό τρό­πο να τις με­τα­φρά­σου­με στο παι­δι­κό κοι­νό. Το οποίο, ωστό­σο, δεν βρί­σκε­ται σε κά­ποιο σύν­νε­φο: βλέ­πει, κα­τα­λα­βαί­νει, γνω­ρί­ζει, ανα­ζη­τεί τους κώ­δι­κες, γλωσ­σι­κούς και μη, για να εκ­φρά­σει αυ­τό που κα­τα­λα­βαί­νει. Η λο­γο­τε­χνία επι­τε­λεί έναν τέ­τοιο ρό­λο σε όλες τις ηλι­κί­ες. Οι αρ­χε­τυ­πι­κοί ήρω­ες, ή μάλ­λον οι ήρω­ες που πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σω­πο­ποιούν έν­νοιες και ιδέ­ες, πα­ρά στέ­κο­νται ως μυ­θο­πλα­στι­κοί χα­ρα­κτή­ρες (κα­λοί, κα­κοί, τί­μιοι, ηρω­ι­κοί κ.λπ.), εί­ναι ένας πα­ρα­δο­σια­κός και δο­κι­μα­σμέ­νος μη­χα­νι­σμός, αλ­λά πι­θα­νό­τα­τα δεν έχει αρ­κε­τά καύ­σι­μα για τις ανα­ζη­τή­σεις του σή­με­ρα, ίσως πα­ρα­εί­ναι μο­νο­σή­μα­ντοι. Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, από τα χα­ρί­σμα­τα μέ­χρι τις νευ­ρώ­σεις και από τις αντι­φά­σεις μέ­χρι τις βε­βαιό­τη­τες, οι ενή­λι­κες κου­βα­λούν την παι­δι­κή τους ηλι­κία ως βα­σι­κό χω­ρο­χρό­νο δια­μόρ­φω­σής τους.

6. Πού γρά­φε­τε, πώς και πό­τε;

Πα­ντού και πά­ντα, αν και τα τε­λευ­ταία χρό­νια έχω (δυ­στυ­χώς) εγκα­τα­λεί­ψει ορι­στι­κά το χαρ­τί. Το με­γά­λο ζη­τού­με­νο εί­ναι, όπως εί­πα­με, η αρ­χι­κή πα­ρά­γρα­φος. Άπαξ και αυ­τή θέ­σει το τέ­μπο, ως μα­έ­στρος, η ιστο­ρία κά­ποια στιγ­μή θα ολο­κλη­ρω­θεί. Όμως, η αλή­θεια εί­ναι πως όσο απα­ραί­τη­τοι και αν εί­ναι οι μη­χα­νι­σμοί «ορ­θής» δια­χεί­ρι­σης (αριθ­μός λέ­ξε­ων ανά ημέ­ρα, διορ­θώ­σεις κ.λπ.) η γρα­φή εί­ναι στη ζωή μου και ως παι­χνί­δι, κά­τι δη­λα­δή αυ­θόρ­μη­το και πα­ρορ­μη­τι­κό. Μια ιστο­ρία, λοι­πόν, μπο­ρεί να γρά­φε­ται με 2.000 ή 3.000 λέ­ξεις την ημέ­ρα στο κε­φά­λι μου, αλ­λά πι­θα­νό­τα­τα θα «ξε­φουρ­νι­στεί» σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα. Ως επί το πλεί­στον το κα­λο­καί­ρι στην Εύ­βοια.

7. Στο βι­βλίο σας "Στα ίχνη του ντου­κου­ζού­ρι" υπάρ­χει η εξής ερώ­τη­ση: «Πώς ψά­χνει κα­νείς κά­τι που δεν υπάρ­χει;» Εσείς τι νο­μί­ζε­τε; Εί­ναι η συγ­γρα­φι­κή δια­δι­κα­σία μια τέ­τοια ανα­ζή­τη­ση;

Υπάρ­χει, άρα­γε, κά­ποια πιο επε­ξη­γη­μα­τι­κή πε­ρι­γρα­φή; Όχι μό­νο για ένα βι­βλίο αλ­λά και για έναν πί­να­κα, ένα μου­σι­κό κομ­μά­τι, για κά­θε μορ­φή της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας. Ψά­χνω να βρω αυ­τό που δεν υπάρ­χει, που ση­μαί­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πως ανα­ζη­τώ ένα ακό­μα κα­λύ­τε­ρο ερώ­τη­μα. Αυ­τό ίσως κά­νει και η ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας. Δεν εί­ναι ότι πα­ρέ­χει μια τε­ρά­στια βι­βλιο­θή­κη απα­ντή­σε­ων. Μέ­σα στον χρό­νο δια­τυ­πώ­νει ξα­νά και ξα­νά με κα­λύ­τε­ρο τρό­πο τα ερω­τή­μα­τα. Έτσι ώστε να βρού­με τη δια­δρο­μή που γε­φυ­ρώ­νει αυ­τό που δεν υπάρ­χει (ου-τό­πος) με αυ­τό που οφεί­λου­με να κα­τα­κτή­σου­με (ευ-τό­πος).

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ  Πά­νου Τσε­ρό­λα  ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: