Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη του Αντώνη Σέργη

Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.

Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη του Αντώνη Σέργη

Ο Αντώ­νης Σέρ­γης εί­ναι εκ­παι­δευ­τι­κός πρω­το­βάθ­μιας εκ­παί­δευ­σης με με­τα­πτυ­χια­κό τί­τλο στη Μα­θη­μα­τι­κή Παι­δεία (University of Bristol, UK) και συγ­γρα­φέ­ας παι­δι­κής/νε­α­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Από τις εκ­δό­σεις Ψυ­χο­γιός κυ­κλο­φο­ρούν τα βι­βλία του: Η πυ­ξί­δα δε δεί­χνει πά­ντα τον Βορ­ρά [2017, Βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα παι­δι­κής λο­γο­τε­χνί­ας (CyBBY, 2015), Βρα­βείο του πε­ριο­δι­κού Ανα­γνώ­στης στην κα­τη­γο­ρία «Βι­βλίο Γνώ­σε­ων για παι­διά/εφή­βους 2018», βρα­χεία λί­στα των Κρα­τι­κών Βρα­βεί­ων Κύ­πρου (2018) και Ελ­λά­δας (2018)], Η συ­νά­ντη­ση των 5+2 (2019), Πά­μπλο. Ένας καμ­βάς ανα­μνή­σεις (2021): Βρα­χεία λί­στα των βρα­βεί­ων του Χάρ­τη (2022), Το γα­λά­ζιο που μας ενώ­νει (2022). Άλ­λα έρ­γα του έχουν βρα­βευ­τεί σε διά­φο­ρους δια­γω­νι­σμούς. Συμ­με­τέ­χει ενερ­γά σε συ­νέ­δρια και ερ­γα­στή­ρια για τη φι­λα­να­γνω­σία και τη δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή. Βλ. https://​ant​onis​serg​is.​com

Έργο της Έφης Λαδά για το βιβλίο «Το γαλάζιο που μας ενώνει»
Έργο της Έφης Λαδά για το βιβλίο «Το γαλάζιο που μας ενώνει»



Μι­λή­στε μας για την πρώ­τη φο­ρά που σας πέ­ρα­σε από το μυα­λό ότι ‘αυ­τή η ιδέα κά­νει για βι­βλί­ο’, τη δια­δι­κα­σία συγ­γρα­φής του πρώ­του βι­βλί­ου και ό,τι ακο­λού­θη­σε.

Ιδέ­ες εμ­φα­νί­ζο­νται συ­χνά μπρο­στά μου, δεν ακο­λου­θούν όμως όλες τον δρό­μο της συγ­γρα­φής. Κι αυ­τό, για­τί, κά­ποιες ιδέ­ες μέ­νουν, με­τά από δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις, στο συρ­τά­ρι, επει­δή μπο­ρεί να τις θε­ω­ρή­σω ανό­η­τες ή λι­γό­τε­ρο ελ­κυ­στι­κές για να ασχο­λη­θώ μα­ζί τους. Συ­νή­θως, η ‘κα­λή’ ιδέα έρ­χε­ται σε μέ­να με τη μορ­φή κά­ποιας φρά­σης ή ενός προ­σώ­που που μι­λά και θέ­λει κά­τι να μου, μας, πει. Κι αυ­τό το κά­τι, προ­φα­νώς, προ­ϋ­πήρ­χε υπο­συ­νεί­δη­τα μέ­σα μου, ως βί­ω­μα, ανά­μνη­ση, συ­ναί­σθη­μα ή αί­σθη­ση και έψα­χνε την κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη στιγ­μή για να εκ­δη­λω­θεί. Και τό­τε, ξέ­ρω, ότι αυ­τή εί­ναι η ιδέα που πρέ­πει να ακο­λου­θή­σω ως το τέ­λος. Κά­πως έτσι ξε­κί­νη­σα να γρά­φω και το πρώ­το μου βι­βλίο. Ασυ­ναί­σθη­τα, ένας δυ­να­τός και πα­σί­γνω­στος ήρω­ας όπως ο Αϊν­στάιν, έδω­σε φω­νή στα προ­σω­πι­κά παι­δι­κά μου βιώ­μα­τα, τα οποία ίσως λό­γω φό­βου δεν εί­χα την ευ­και­ρία να συ­ζη­τή­σω μέ­χρι εκεί­νη τη στιγ­μή ανοι­κτά. Κι αυ­τό λει­τούρ­γη­σε λυ­τρω­τι­κά, πρώ­τα για μέ­να τον ίδιο ως συγ­γρα­φέα κι έπει­τα για τα παι­διά ανα­γνώ­στες που ταυ­τί­στη­καν με την ιστο­ρία.

«Μό­λις έχω γεν­νη­θεί...» (Πά­μπλο, Ένας καμ­βάς ανα­μνή­σεις, Ψυ­χο­γιός, σ. 7) Πώς εί­ναι να ενερ­γο­ποιεί­ται αυ­τό το κοί­ταγ­μα προς τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα; Πώς εί­ναι να βλέ­πε­τε μέ­σα από τα μά­τια του Αλ­βέρ­του ή του Πά­μπλο ή του Οδυσ­σέα;

Θα έλε­γε κα­νείς ότι αυ­τή η στιγ­μή εί­ναι σαν να συ­να­ντάς το μω­ρό σου που μό­λις έχει γεν­νη­θεί. Για μέ­να, όμως, δεν εί­ναι το ίδιο συ­ναί­σθη­μα. Ένα πραγ­μα­τι­κό παι­δί εί­ναι ένας ολο­κλη­ρω­μέ­νος άν­θρω­πος που σε κα­λεί να τον ανα­κα­λύ­ψεις. Ενώ, στην πε­ρί­πτω­ση του λο­γο­τε­χνι­κού ήρωα, έχεις, ως συγ­γρα­φέ­ας, τη δυ­να­τό­τη­τα να φτιά­ξεις από το τί­πο­τα μια εντε­λώς και­νού­ρια, δι­κή σου ύπαρ­ξη. Σαν ένας μι­κρός Θε­ός που δια­θέ­τεις απε­ριό­ρι­στες δυ­νά­μεις για να δη­μιουρ­γή­σεις ένα πλά­σμα όπως ο ίδιος το επι­θυ­μείς. Κά­τι τέ­τοιο, πέ­ρα από δε­λε­α­στι­κό και άκρως αυ­τά­ρε­σκο, απο­τε­λεί και μια πρό­κλη­ση για να στα­θείς αντά­ξιος απέ­να­ντι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που θα πα­ρου­σιά­σεις. Χρειά­ζε­ται, δη­λα­δή, ο ήρω­ας, ο Αλ­βέρ­τος, ο Πά­μπλο, ο Οδυσ­σέ­ας, ο οποιοσ­δή­πο­τε, να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται τό­σο ρε­α­λι­στι­κά αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και τό­σο φα­ντα­σια­κά, ώστε οι ανα­γνώ­στες να μπο­ρούν βλέ­πουν μέ­σα από τα μά­τια του αυ­τό που θα ήθε­λαν ή που δεν έχουν τη δυ­να­τό­τη­τα να δουν. Σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, αυ­τό απο­δει­κνύ­ε­ται πο­λύ δύ­σκο­λο για­τί ευ­τυ­χώς ή δυ­στυ­χώς κα­νέ­νας δεν έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να ζει πολ­λα­πλές ζω­ές. Κι ένας συγ­γρα­φέ­ας έχει το στοί­χη­μα να το επι­τύ­χει.

Πώς εντο­πί­ζε­τε στην ιστο­ρι­κό­τη­τα αυ­τών των με­γά­λων προ­σώ­πων τη χα­μέ­νη τους παι­δι­κό­τη­τα; (βλ. Η πυ­ξί­δα δε δεί­χνει πά­ντα τον βορ­ρά· Το γα­λά­ζιο που μας ενώ­νει· Πά­μπλο, Ένας καμ­βάς ανα­μνή­σεις, εκδ. Ψυ­χο­γιός)

Οι με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες που με­τα­τρέ­πο­νται σε ήρω­ες στα βι­βλία μου ήταν κά­πο­τε κι αυ­τοί παι­διά. Ορι­σμέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γι’ αυ­τούς εί­ναι κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες στις επί­ση­μες βιο­γρα­φί­ες τους, άλ­λες εντο­πί­ζο­νται σε άλ­λες πη­γές ή συ­νε­ντεύ­ξεις, από στε­νά τους πρό­σω­πα που έζη­σαν μα­ζί τους, κι άλ­λες έχουν συ­μπε­ρι­λη­φθεί σε ται­νί­ες που έχουν γυ­ρι­στεί για τη ζωή τους. Οπωσ­δή­πο­τε εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νες οι πη­γές για αυ­τό το ηλι­κια­κό πλαί­σιο, ίσως για­τί κα­νέ­νας δε μπο­ρού­σε να προ­βλέ­ψει από τό­τε ότι θα γί­νο­νταν κά­πο­τε διά­ση­μοι, οπό­τε χρειά­ζε­ται να προ­στε­θεί αρ­κε­τή μυ­θο­πλα­σία από μέ­ρους μου. Επί­σης, προ­ϋ­πο­θέ­τει αρ­κε­τή με­λέ­τη και ψά­ξι­μο για εντο­πι­σμό των έγκυ­ρων πλη­ρο­φο­ριών. Όπως και να το με­λε­τή­σει κά­ποιος, δεν παύ­ει να αφο­ρά σε κα­νο­νι­κά παι­διά που κι αυ­τά εί­χαν κά­νει τη με­τά­βα­ση από την παι­δι­κή στην ενή­λι­κη ζωή. Εί­χαν, δη­λα­δή, κά­νει λά­θη μα­θαί­νο­ντας από αυ­τά, εί­χαν ανα­λά­βει ρί­σκα και ευ­θύ­νες, εί­χαν κτί­σει στα­δια­κά τα όνει­ρά τους έχο­ντας πί­στη στις δυ­νά­μεις τους, αντι­με­τώ­πι­σαν τους φό­βους τους, έψα­ξαν δι­κές τους με­θό­δους για να φτά­σουν στη γνώ­ση.

Εί­ναι η συγ­γρα­φή μια δια­δι­κα­σία όπου εί­στε ‘πα­θια­σμέ­να πε­ρί­ερ­γο­ς’; Για ποιο πράγ­μα; Ποιες απα­ντή­σεις ανα­ζη­τεί­τε; Πώς δια­βαί­νε­τε σε αυ­τή την άγνω­στη χώ­ρα; Τι πρέ­πει να αφή­σε­τε και τι να κρα­τή­σε­τε, για να εί­στε σί­γου­ρος για αυ­τό που γρά­φε­τε;

Η συγ­γρα­φή εί­ναι μια πο­λύ προ­σω­πι­κή διερ­γα­σία που φω­τί­ζει το δρό­μο μου. Γρά­φω πρω­τί­στως για μέ­να. Εί­ναι κομ­μά­τι, ας πού­με, της πνευ­μα­τι­κής πά­λης που κά­νω με τον εαυ­τό μου. Όσο πιο πα­θια­σμέ­να πε­ρί­ερ­γος γί­νο­μαι για να μά­θω τον άν­θρω­πο, τό­σο πιο λί­γος φαί­νο­μαι μπρο­στά του. Κι αυ­τό με κά­νει ακό­μα πιο ‘αχόρ­τα­γο’. Η έρευ­να που προη­γεί­ται των βι­βλί­ων μου έχει στό­χο να γνω­ρί­σει τους αν­θρώ­πους εκεί­νους που έχουν κα­τα­φέ­ρει να πε­τύ­χουν στον το­μέα τους. Ποια ήταν εκεί­να τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που τους έκα­ναν να ξε­χω­ρί­σουν; Πώς ήταν οι ίδιοι ως παι­διά; Υπάρ­χει κά­τι που μπο­ρού­με να προ­σφέ­ρου­με στα δι­κά μας παι­διά ώστε να βρουν τον δρό­μο τους; Και, τε­λι­κά, τι εί­ναι η επι­τυ­χία για τον κα­θέ­να; Οι ερω­τή­σεις εί­ναι πολ­λές και οι απα­ντή­σεις δύ­σκο­λες και σί­γου­ρα όχι αδιαμ­φι­σβή­τη­τες. Άρα, πα­λεύω να αφαι­ρέ­σω τις έτοι­μες λύ­σεις ή τα μα­θή­μα­τα από τις ιστο­ρί­ες που γρά­φω. Προ­σπα­θώ να δεί­χνω με­γα­λύ­τε­ρη εμπι­στο­σύ­νη στην κρί­ση των ίδιων των παι­διών και στην ικα­νό­τη­τά τους να αντι­με­τω­πί­ζουν με ωρι­μό­τη­τα τις κα­τα­στά­σεις που συ­να­ντούν. Και κά­θε φο­ρά που ολο­κλη­ρώ­νω ένα έρ­γο, παύω πλέ­ον να ασχο­λού­μαι μα­ζί του, για­τί εί­μαι βέ­βαιος πως κά­που εκεί έξω ή κά­που εκεί μέ­σα, κρύ­βε­ται μια ακό­μα πιο δυ­να­τή ιστο­ρία για να γρα­φτεί. Κι αυ­τή η βε­βαιό­τη­τα εί­ναι ανα­γκαία για να υπάρ­χει συ­νε­χής βελ­τί­ω­ση.

Έχε­τε βρει τον χώ­ρο σας στην παι­δι­κή/εφη­βι­κή λο­γο­τε­χνία; Ποιος εί­ναι αυ­τός;

Δεν εί­μαι βέ­βαιος, ού­τε έτοι­μος να πω ότι με τό­σο πρό­σφα­τη εμ­φά­νι­ση στον συγ­γρα­φι­κό κό­σμο έχω κα­τα­λά­βει ήδη χώ­ρο στην εφη­βι­κή λο­γο­τε­χνία. Ωστό­σο, προ­σπα­θώ με μι­κρά και στα­θε­ρά βή­μα­τα να χα­ρά­ξω τη δι­κή μου πο­ρεία. Προς το πα­ρόν, φαί­νε­ται να κλί­νει προς τις βιο­γρα­φί­ες και τα βι­βλία γνώ­σε­ων, χω­ρίς να νιώ­θω πως αυ­τό εί­ναι δε­σμευ­τι­κό. Δη­λα­δή, θα ήθε­λα και κά­ποια στιγ­μή να γρά­ψω και κά­τι για ενή­λι­κες. Μου αρέ­σει να πει­ρα­μα­τί­ζο­μαι με διά­φο­ρες τε­χνι­κές, με το πρό­σω­πο ή τον χρό­νο της αφή­γη­σης, και έτσι πα­ράλ­λη­λα να μα­θαί­νω και να κα­τα­νοώ τι μου ται­ριά­ζει κα­λύ­τε­ρα και με ποιο στυλ γρά­φω πιο άνε­τα. Σί­γου­ρα, θέ­λω κά­θε επό­με­νό μου βι­βλίο να με παίρ­νει ένα βή­μα πα­ρα­πέ­ρα και να έχει ου­σια­στι­κό λό­γο ύπαρ­ξης στα ρά­φια των βι­βλιο­πω­λεί­ων.

Ποια η δια­φο­ρά του πραγ­μα­τι­κού από το μυ­θο­πλα­στι­κό παι­δί; Πώς με­λε­τά­τε αυ­τούς τους χα­ρα­κτή­ρες (Η συ­νά­ντη­ση των 5+2, Εκδ. Ψυ­χο­γιός); Πώς συλ­λέ­γε­τε στοι­χεία; Πώς απευ­θύ­νε­στε στο παι­δί ανα­γνώ­στη και ανα­γνώ­στρια;

Ένα πραγ­μα­τι­κό παι­δί έχει πρώ­τα από όλα υλι­κή υπό­στα­ση. Εί­ναι ζω­ντα­νό ον με δι­κά του ξε­χω­ρι­στά και μο­να­δι­κά εξω­τε­ρι­κά και εσω­τε­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Επί­σης, λει­τουρ­γεί σε πολ­λα­πλά επί­πε­δα π.χ. νό­η­σης, συ­ναι­σθη­μά­των, αντί­λη­ψης, συ­νεί­δη­σης, και η συ­μπε­ρι­φο­ρά του κα­θο­ρί­ζε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό από τη συ­γκρό­τη­ση αυ­τών των στοι­χεί­ων μέ­σα του. Οπό­τε, εί­ναι πο­λύ­πλο­κη η σχέ­ση που ανα­πτύσ­σε­ται με ένα παι­δί στην πραγ­μα­τι­κή ζωή. Αντί­θε­τα, το μυ­θο­πλα­στι­κό παι­δί υπό­κει­ται σε αρ­κε­τούς πε­ριο­ρι­σμούς. Η αφή­γη­ση δεν έχει τη ευ­χέ­ρεια να πα­ρου­σιά­σει όλες του τις δια­στά­σεις κι έτσι ανα­γκα­στι­κά ένα με­γά­λο μέ­ρος της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του πα­ρα­μέ­νει στη διά­θε­ση του ανα­γνώ­στη για να συ­μπλη­ρω­θεί μέ­σω της δι­κής του φα­ντα­σί­ας. Γε­γο­νός, βέ­βαια, που συν­δέ­ει μα­γι­κά τον συγ­γρα­φέα με τον ανα­γνώ­στη. Ο συγ­γρα­φέ­ας επω­μί­ζε­ται την ευ­θύ­νη να επι­λέ­ξει τα πιο απα­ραί­τη­τα και ανα­γκαία χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά για τον ήρωά του, ώστε η επι­κοι­νω­νία με τον ανα­γνώ­στη να γί­νει πιο άμε­ση και εύ­κο­λη. Κι ο ανα­γνώ­στης θα πρέ­πει να προ­σεγ­γί­ζει το βι­βλίο με διά­θε­ση να απο­χω­ρι­στεί τα δι­κά του γυα­λιά και να δει τον κό­σμο μέ­σα από τον φα­κό του ήρωα που πρω­τα­γω­νι­στεί. Συ­νή­θως οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για τους χα­ρα­κτή­ρες συλ­λέ­γο­νται από την κα­θη­με­ρι­νή επα­φή με τα παι­διά κι από την πα­ρα­τή­ρη­ση του κό­σμου που μας πε­ρι­βάλ­λει.

Πού γρά­φε­τε, πώς και πό­τε;

Γρά­φω στον υπο­λο­γι­στή μου, κα­τά κα­νό­να στο γρα­φείο μου, τα βρά­δια. Έχω μα­ζί μου όλα τα προ­σχέ­δια και την έρευ­να που έχει προη­γη­θεί, τα οποία συμ­βου­λεύ­ο­μαι κα­θώς γρά­φω. Θέ­λω να επι­κρα­τεί από­λυ­τη ησυ­χία και προ­σπα­θώ να εί­μαι συ­νε­πής στην κα­θη­με­ρι­νή γρα­φή, εφό­σον έχει ξε­κι­νή­σει η ιστο­ρία. Νιώ­θω λες και ο ήρω­ας με πε­ρι­μέ­νει στο ρα­ντε­βού μας για να τον πάω μια σκη­νή πα­ρα­κά­τω και χα­λιέ­μαι όταν για κά­ποιο λό­γο δε μπο­ρώ να εί­μαι εκεί. Συ­νε­χί­ζει όμως να με βα­σα­νί­ζει μέ­χρι να ξα­να­βρε­θού­με, και αρ­κε­τές φο­ρές μου «στέλ­νει» ιδέ­ες τις οποί­ες γρά­φω σε πρό­χει­ρα ση­μειώ­μα­τα, για να τις χρη­σι­μο­ποι­ή­σω αρ­γό­τε­ρα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: