Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Γιώτα Κ. Αλεξάνδρου

¤¦Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι­συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.



Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Γιώτα Κ. Αλεξάνδρου



Η Γιώ­τα Κ. Αλε­ξάν­δρου εί­ναι νη­πια­γω­γός, εμ­ψυ­χώ­τρια, ηθο­ποιός, με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στο Δρά­μα/Θέ­α­τρο και στις Δη­μιουρ­γι­κές Τέ­χνες. Έχει γρά­ψει τα βι­βλία: Ο Αλέ­κος στη Χώ­ρα των Πα­θη­μά­των· Άκου­σέ με, κοί­τα (βρα­χεία λί­στα για τα λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία του Κύ­κλου του Ελ­λη­νι­κού Παι­δι­κού Βι­βλί­ου)· Μια κόκ­κι­νη μύ­τη, ένα βιο­λί κι ένα όνει­ρο· Μά­ντρα, Μά­ντρα, τι μα­γει­ρεύ­εις;· Όταν παί­ζα­με για τη νί­κη, Κα­ρα­γκιό­ζη μου (βρα­χεία λί­στα για τα Κρα­τι­κά Βρα­βεία Παι­δι­κού Βι­βλί­ου, τα λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία του Κύ­κλου του Ελ­λη­νι­κού Παι­δι­κού Βι­βλί­ου και του περ. Ο Ανα­γνώ­στηςΜό­νο αν θέ­λω· Φον ο Φο­βε­ρός· Φέ­νια, η αγα­πη­μέ­νη των ήχων (Έπαι­νος Γυ­ναι­κεί­ας Λο­γο­τε­χνι­κής Συ­ντρο­φιάς, βρα­χεία λί­στα για τα λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία του Κύ­κλου του Ελ­λη­νι­κού Παι­δι­κού Βι­βλί­ου), Τα κλα­διά της σο­φί­ας (βρα­χεία λί­στα για τα λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία του περ. Ο Ανα­γνώ­στηςΧά­ρης και Φά­ρις (βρα­χεία λί­στα για τα λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία του Κύ­κλου του Ελ­λη­νι­κού Παι­δι­κού Βι­βλί­ου και του περ. Ο Ανα­γνώ­στηςΘέ­λω να γί­νω μά­γος· Οι Ντα­ή­δες του Βυ­θού και ο Ρο­μπέν των Θα­λασ­σών (Έπαι­νος Πα­νελ­λή­νιας Ένω­σης Λο­γο­τε­χνών)· Η χει­ρο­βομ­βί­δα που ήθε­λε να εί­ναι σαν… τη βί­δα!· Μια μά­σκα γε­λά­ει και κλαί­ει· Πα­ρα­μυ­θο­ρου­φή­χτρα & Ο Αστέ­ρης πα­θαί­νει… βλά­βη!


Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Γιώτα Κ. Αλεξάνδρου



Το θέ­α­τρο εί­ναι παι­χνί­δι; Το παι­χνί­δι εί­ναι θέ­α­τρο; Στη συγ­γρα­φή παί­ζε­τε (με όλες τις έν­νοιες); Πώς ξε­κι­νά­τε με μιαν ιδέα, ποια ιδέα θα σας ελ­κύ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο, και πώς αυ­τή με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε ιστο­ρία;

Το παι­χνί­δι και συ­γκε­κρι­μέ­να το δρα­μα­τι­κό ή συμ­βο­λι­κό παι­χνί­δι ενέ­χει το στοι­χείο του αυ­το­σχε­δια­σμού, της συ­νει­δη­τής με­τα­μόρ­φω­σης, της εστί­α­σης στο εδώ και στο τώ­ρα, της δέ­σμευ­σης ψυ­χή τε και πνεύ­μα­τι στην αλή­θεια του. Εί­ναι σο­βα­ρή ενα­σχό­λη­ση για τους συμ­με­τέ­χο­ντες και το βιώ­νουν ως πραγ­μα­τι­κό για όσο διαρ­κεί. Όλα αυ­τά εί­ναι στοι­χεία που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν και τη θε­α­τρι­κή πρά­ξη. Το παι­χνί­δι γί­νε­ται θέ­α­τρο, όταν η ομά­δα απο­φα­σί­σει να εκτε­θεί στο κρι­τι­κό βλέμ­μα του κοι­νού, όταν υπάρ­ξει θέ­α­ση.
Στη συγ­γρα­φή, ένα παι­χνί­δι λέ­ξε­ων ή συ­νειρ­μών που πυ­ρο­δο­τού­νται από μια τυ­χαία ει­κό­να, σκέ­ψη, εί­δη­ση μπο­ρεί να μου κε­ντρί­σουν το εν­δια­φέ­ρον και να προ­κύ­ψει αυ­θόρ­μη­τα μια ιστο­ρία.

Στα έρ­γα σας, (Φέ­νια, η αγα­πη­μέ­νη των ήχων, ει­κό­νες: Έφη Λα­δά, Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη, Άκου­σε με, κοί­τα, ει­κό­νες: Ντα­νιέ­λα Στα­μα­τιά­δη, εκ­δό­σεις Ελ­λη­νο­εκ­δο­τι­κή) πα­ρα­τη­ρού­με με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους τις ζω­ές δυο μι­κρών κο­ρι­τσιών, γι­νό­μα­στε μάρ­τυ­ρες της λύ­πης και της χα­ράς τους, αλ­λά και σε κά­ποια ση­μεία μιας συ­ντα­ρα­κτι­κής μο­να­ξιάς – ιδί­ως στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο. Πώς ξε­κι­νά μια τέ­τοια προ­σο­χή προς την παι­δι­κό­τη­τα και ό,τι αυ­τή συ­νε­πά­γε­ται; Τι ση­μαί­νει να εί­σαι μάρ­τυ­ρας στις ζω­ές των παι­διών και των άλ­λων γε­νι­κό­τε­ρα; Εί­ναι αυ­τό συγ­γρα­φι­κή ή κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία; Φέ­ρει αυ­τό μια ευ­θύ­νη;

Μια τέ­τοια προ­σο­χή προς την παι­δι­κό­τη­τα προ­ϋ­πο­θέ­τει προ­σω­πι­κή κα­τά­δυ­ση στον εσώ­τε­ρο εαυ­τό, ανε­πτυγ­μέ­νη εν­συ­ναί­σθη­ση και ικα­νό­τη­τα να βλέ­πεις και να ακούς πραγ­μα­τι­κά τον άλ­λον. Να ακούς τις ανά­γκες και τις επι­θυ­μί­ες του. Να βλέ­πεις τις δυ­νά­μεις και τις δυ­σκο­λί­ες του. Να νιώ­θεις τις αντο­χές του. Να συ­ναι­σθά­νε­σαι το πώς τον βλέ­πουν οι άλ­λοι, πώς νιώ­θει ότι τον βλέ­πουν οι άλ­λοι, πώς βιώ­νει ο ίδιος τον εαυ­τό του. Μια τέ­τοια ευαι­σθη­σία εί­ναι ίδιον του Αν­θρώ­που, συ­νώ­νυ­μο της κοι­νω­νι­κής ευαι­σθη­σί­ας, απα­ραί­τη­τη για όποιον ασχο­λεί­ται σο­βα­ρά με τη συγ­γρα­φή. Για­τί ο/η συγ­γρα­φέ­ας φέ­ρει την ευ­θύ­νη να εκ­φρά­σει ει­λι­κρι­νά και τί­μια την αλή­θεια των χα­ρα­κτή­ρων του, ακό­μη κι όταν δεν τους συ­μπα­θεί ή δεν συμ­φω­νεί μα­ζί τους.

Πρω­τα­γω­νι­στές/Πρω­τα­γω­νί­στριες παι­διά που μέ­σα στη δυ­σκο­λία και την επι­βο­λή του ανα­με­νό­με­νου, εκ­φρά­ζουν, εκ­φρά­ζο­νται, δρουν. Μι­λή­στε μας για τον Ζή­ση (Μια κόκ­κι­νη μύ­τη, ένα βιο­λί κι ένα όνει­ρο, ςι­κό­νες: Francesca Cosanti, Ελ­λη­νο­εκ­δο­τι­κή) και τη Μά­ντρα (Μά­ντρα, Μά­ντρα, τι μα­γει­ρεύ­εις;, ει­κό­νες: Αι­μι­λία Κο­νταί­ου, Ελ­λη­νο­εκ­δο­τι­κή).

Ο Ζή­σης μι­κρός ήθε­λε να γί­νει βιο­λι­στής, ζο­γκλέρ και αστεί­α­τρος. Όσο νο­ση­λευό­ταν στο «λευ­κό κά­στρο», η δύ­να­μή του ήταν η κόκ­κι­νη μύ­τη του και η μου­σι­κή. Η εμπει­ρία του αυ­τή ως παι­δί κα­θό­ρι­σε την πο­ρεία του ως ενή­λι­κας. Με­γα­λώ­νει και όταν τε­λειώ­νει τη βάρ­δια στο νο­σο­κο­μείο, παίρ­νει το βιο­λί, φο­ρά­ει την κόκ­κι­νη μύ­τη και επι­σκέ­πτε­ται τα δω­μά­τια των μι­κρών ασθε­νών του. Μα­ζί πε­ρι­πλα­νιώ­νται στον κό­σμο των ιστο­ριών. Το γέ­λιο, η μου­σι­κή και το πα­ρα­μύ­θι λει­τουρ­γούν θε­ρα­πευ­τι­κά και ο χρό­νος της ανα­γκα­στι­κής πα­ρα­μο­νής στο νο­σο­κο­μείο κυ­λά­ει πιο ευ­χά­ρι­στα. Εί­ναι για­τρός των σω­μά­των και των ψυ­χών.
Η Μά­ντρα εί­ναι κό­ρη της κα­κιάς μά­γισ­σας των κλα­σι­κών πα­ρα­μυ­θιών, με σόι εξί­σου διά­ση­μο. Βα­ρύ φορ­τίο η έν­δο­ξη κα­τα­γω­γή της και οι προσ­δο­κί­ες όλων να τους μοιά­σει. Εκεί­νη όμως δεν έχει πά­ρει το τα­λέ­ντο και την κα­κία τους. Εί­ναι το φως ενά­ντια στο σκό­τος των συγ­γε­νών της. Το παι­δί που έχει δι­καί­ω­μα να δο­κι­μά­σει ό,τι του αρέ­σει, πριν απο­φα­σί­σει την επαγ­γελ­μα­τι­κή του στα­διο­δρο­μία. Που έχει δι­καί­ω­μα να κυ­νη­γή­σει το όνει­ρό του και να χα­ρά­ξει τον δι­κό του δρό­μο, χω­ρίς να πρέ­πει να ευ­χα­ρι­στή­σει τους άλ­λους.

Πώς φτιά­χνε­τε τους εσω­τε­ρι­κούς και εξω­τε­ρι­κούς κό­σμους των παι­διών; Τι σας κα­θο­δη­γεί στην επι­λο­γή του προ­σώ­που ή αντι­κει­μέ­νου που αφη­γεί­ται και γε­νι­κό­τε­ρα πώς σκη­νο­θε­τεί­τε την αφή­γη­ση;

Όλες μου οι ενα­σχο­λή­σεις εδώ και πολ­λά χρό­νια σχε­τί­ζο­νται με τα παι­διά. Ερ­γά­ζο­μαι και ως νη­πια­γω­γός. Πα­ρα­τη­ρώ τον τρό­πο που σκέ­φτο­νται, που λει­τουρ­γούν. Ανα­σαί­νω με τις χα­ρές τους και βιώ­νω τις δυ­σκο­λί­ες τους. Προ­σπα­θώ να δω «με τα δι­κά τους μά­τια». Να διαι­σταν­θώ τι νιώ­θουν. Να κα­τα­νο­ή­σω τις συ­μπε­ρι­φο­ρές τους. Συ­νο­μι­λώ με τους γο­νείς. Εί­μαι μέ­ρος του κό­σμου τους κι εκεί­να του δι­κού μου.
Η επι­λο­γή του αφη­γη­τή γί­νε­ται ασυ­νεί­δη­τα, ανά­λο­γα με την συγ-κί­νη­ση που μου προ­κα­λεί, με το ποιος θέ­λει να πει την ιστο­ρία. Έχει τύ­χει ο αφη­γη­τής να μου απο­κα­λυ­φθεί στο τέ­λος της ιστο­ρί­ας και να με εκ­πλή­ξει, όπως έγι­νε στην πε­ρί­πτω­ση της Φέ­νιας, της αγα­πη­μέ­νης των ήχων. Δεν σκη­νο­θε­τώ την αφή­γη­ση, την αφή­νω να με οδη­γή­σει.

Ξε­να­γή­στε μας λί­γο στη δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής του «Άκου­σέ με, κοί­τα» ένα βι­βλίο που μπο­ρεί να εί­ναι ολό­κλη­ρο μια θε­α­τρι­κή σκη­νή, ένας διά­λο­γος ή ένας εσω­τε­ρι­κός μο­νό­λο­γος.

Σκέ­φτο­μαι με ει­κό­νες, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά. Βλέ­πω τους ήρω­ες και τις ηρω­ί­δες να ενερ­γούν όπως οι χα­ρα­κτή­ρες μιας ται­νί­ας, ενός θε­α­τρι­κού έρ­γου. Δια­βά­ζω τις σκέ­ψεις τους, διαι­σθά­νο­μαι τα κί­νη­τρά τους.
Στην πε­ρί­πτω­ση της ιστο­ρί­ας «Άκου­σέ με, κοί­τα», ένα πραγ­μα­τι­κό γε­γο­νός, που διά­βα­σα σε ένα επι­στη­μο­νι­κό βι­βλίο και με συ­γκί­νη­σε, πυ­ρο­δό­τη­σε τη φα­ντα­σία μου και το κεί­με­νο γρά­φτη­κε σχε­δόν αυ­τό­μα­τα. Ήταν σαν να έβλε­πα σε ται­νία τη ζωή της μι­κρής Αλ­κμή­νης, πα­ρέα με τον μυ­στη­ριώ­δη αφη­γη­τή που κα­τέ­γρα­φε τις ψυ­χι­κές της δια­κυ­μάν­σεις, απόρ­ροια της ποιό­τη­τας των οι­κο­γε­νεια­κών της σχέ­σε­ων και των γε­γο­νό­των της σχο­λι­κής της ζω­ής. Πα­ρα­κο­λου­θού­σα την ηρω­ί­δα να απο­τυ­πώ­νει με τα πι­νέ­λα της τη χα­ρά και τον πό­νο, την τρυ­φε­ρό­τη­τα και τη θλί­ψη, την ικα­νο­ποί­η­ση και την απο­γο­ή­τευ­ση, τη φι­λία που πή­ρε τη θέ­ση της μο­να­ξιάς και τη βο­ή­θη­σε να πε­τά­ξει.

Πώς επι­κοι­νω­νεί­τε με τα παι­διά ανα­γνώ­στες και ανα­γνώ­στριες; Τι εί­ναι για σας αυ­τή η επι­κοι­νω­νία;

Η ανα­τρο­φο­δό­τη­ση για το έρ­γο μου από τα παι­διά που συ­να­ντώ στα σχο­λεία που επι­σκέ­πτο­μαι εί­ναι πο­λύ­τι­μη. Οι εντυ­πώ­σεις, οι ερω­τή­σεις, οι δια­φω­νί­ες, οι προ­βλη­μα­τι­σμοί, οι δια­φο­ρε­τι­κές οπτι­κές γω­νί­ες, τα ση­μεία εστί­α­σης και οι ερ­μη­νεί­ες τους. Εί­ναι τρο­φή για σκέ­ψη και κά­ποιες φο­ρές έμπνευ­ση για επό­με­νη ιστο­ρία.

Πού γρά­φε­τε, πώς και πό­τε;

Έχω πά­ντα μα­ζί μου ένα μπλο­κά­κι όπου κα­τα­γρά­φω ό,τι μου κά­νει εντύ­πω­ση ή μια αυ­θόρ­μη­τη ιδέα. Την ιδέα αυ­τή την επε­ξερ­γά­ζο­μαι στην ησυ­χία του σπι­τιού μου, όταν εί­μαι ελεύ­θε­ρη από άλ­λες υπο­χρε­ώ­σεις. Γρά­φω και σβή­νω, σβή­νω και γρά­φω πρώ­τα στο χαρ­τί και αφού ολο­κλη­ρώ­σω την ιστο­ρία, την πλη­κτρο­λο­γώ στον υπο­λο­γι­στή.

Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Γιώτα Κ. Αλεξάνδρου
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: