Μίλο Ντε Άντζελις: Ποιήματα & συνομιλίες

Μίλο Ντε Άντζελις: Ποιήματα & συνομιλίες

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ


Η ποί­η­σή σου εί­ναι μια ποί­η­ση δύ­σκο­λη, στην κα­τα­νό­η­σή της. Όμως οι στί­χοι σου δεν εί­ναι ελεύ­θε­ροι, μοιά­ζουν να γεν­νιού­νται από μια βα­θιά ανα­γκαιό­τη­τα. Ποια εί­ναι αυ­τή;

Η ανα­γκαιό­τη­τα εί­ναι πά­ντο­τε η ίδια: να απο­σπά­σεις κά­ποια λέ­ξη από το σκο­τά­δι και να την πα­ρα­δώ­σεις σε ένα βλέμ­μα. Οι δι­κές μου λέ­ξεις έρ­χο­νται από κει, από κεί­νο τον δύ­σκο­λο τό­πο, δύ­σκο­λο και πε­ρί­κλει­στο, από κεί­νο το σκο­τει­νό δω­μά­τιο στο όποιο εί­ναι κλει­σμέ­νες και ζη­τούν να βρουν μια μορ­φή, για να μην μέ­νουν εκεί σιω­πη­λές σε μια μό­νο καρ­διά. Και εί­ναι αλή­θεια ότι δεν εί­ναι ελεύ­θε­ρες: η πο­ρεία από αυ­τό το δω­μά­τιο στον κό­σμο, η πο­ρεία από την σιω­πή στην φω­νή εί­ναι μια πο­ρεία γε­μά­τη από κιν­δύ­νους και πα­γί­δες. Δεν μπο­ρεί να εί­μα­στε εν­θου­σια­σμέ­νοι, πε­ρί­ερ­γοι ή αυ­θαί­ρε­τοι. Η έξο­δος εί­ναι μία μο­νά­χα. Ένας μο­νά­χα εί­ναι ο τρό­πος με τον οποίο η λέ­ξη μπο­ρεί να ολο­κλη­ρω­θεί. Γι’ αυ­τό η λέ­ξη θα πρέ­πει να με­τρή­σει τα βή­μα­τα και να τα οδη­γή­σει σε κεί­νο τον δρό­μο που εί­ναι και η σω­τη­ρία της και ένας δρό­μος υπο­χρε­ω­τι­κός: δεν υπάρ­χει άλ­λος τρό­πος για τη λέ­ξη πα­ρά από αυ­τό που θα χα­ρα­χτεί στην σε­λί­δα. Και ο ανα­γνώ­στης θα πρέ­πει να τον νοιώ­σει: εί­ναι ο μο­να­δι­κός τρό­πος.

Σε μια συ­νέ­ντευ­ξή σου μι­λάς, για μια σκο­τει­νή ζώ­νη, όπου μπο­ρείς να πας μό­νο εσύ, όπου οι άλ­λοι δεν μπο­ρούν να σε φτά­σουν…

Υπάρ­χουν στιγ­μές τέ­τοιας μο­να­ξιάς… στιγ­μές ή μέ­ρες… μή­νες… χρειά­ζε­ται να τους πε­ρά­σεις μό­νος… κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να σε βοη­θή­σει… εί­μα­στε σε έναν τό­πο χω­ρίς διά­λο­γο… εί­μα­στε σε μια με­τω­πι­κή επι­κοι­νω­νία με τον θά­να­το ή με την απώ­λεια… ένας ποι­η­τής εκεί εί­ναι μό­νος… δεν υπάρ­χουν φί­λοι, παι­διά, γυ­ναί­κες… μπο­ρεί να χα­θεί σ’ αυ­τόν τον λα­βύ­ριν­θο… ένας ποι­η­τής εί­ναι μό­νος του με τη λέ­ξη του… πρέ­πει να ορί­σει αυ­τό το σκο­τά­δι… πρέ­πει να δώ­σει ένα όνο­μα στα βά­σα­να, στην εσω­τε­ρι­κή κα­τα­στρο­φή… αυ­τή που κολ­λά­ει στην ανά­σα και την απει­λεί… πρέ­πει να βρει τον μο­να­δι­κό δρό­μο που του ται­ριά­ζει και τον εκ­φρά­ζει… τό­τε ακό­μη και αυ­τό το πη­γά­δι μπο­ρεί να κα­τα­στεί ένα δώ­ρο…

Με­τά την πρώ­τη σου εμ­φά­νι­ση, πολ­λοί κρι­τι­κοί μι­λού­σαν για έναν ποι­η­τή χω­ρίς πνευ­μα­τι­κούς πα­τέ­ρες, χω­ρίς αλη­θι­νούς δα­σκά­λους με τους οποί­ους μπο­ρούν να συν­δέ­σουν την ποί­η­σή σου. Συμ­φω­νείς με την άπο­ψη αυ­τή. Ποιοι εί­ναι οι συγ­γρα­φείς τους οποί­ους θε­ω­ρείς δα­σκά­λους σου;

Η νε­ό­τη­τά μου επη­ρε­ά­στη­κε από τη Γαλ­λία: δύο γο­νείς που ερω­τεύ­τη­καν στο Πα­ρί­σι, μια θεία που δί­δα­σκε γαλ­λι­κή γλώσ­σα και λο­γο­τε­χνία. Πέ­ρα­σα πολ­λούς μή­νες στη Λο­ζά­νη, τη Λυών, το Μον­πε­λιέ. Άρ­χι­σα από μι­κρός να μι­λάω γαλ­λι­κά και να γί­νω εκ των πραγ­μά­των δί­γλωσ­σος. Οι πρώ­τες λο­γο­τε­χνι­κές μου αγά­πες ήταν ο Chateaubriand, ο de Vigny, ο Lamartine, ο Victor Hugo αλ­λά και άλ­λοι λι­γό­τε­ρο γνω­στοί. Όμως η απο­φα­σι­στι­κή συ­νά­ντη­ση υπήρ­ξε ο γαλ­λι­κός ποι­η­τι­κός δέ­κα­τος ένα­τος αιώ­νας: όλη η δε­κα­ε­τία που προη­γή­θη­κε της συλ­λο­γής Αντι­στοι­χί­ες πέ­ρα­σε δια­βά­ζο­ντας τους με­γά­λους συγ­γρα­φείς αυ­τού του αιώ­να: René Char κυ­ρί­ως, και με­τά Yves Bonnefoy, André Frénaud, Saint-John Perse, Patrice de la Tour du Pin, Claude Esteban, Jacques Reda, για να μη μι­λή­σω για τις υπέ­ρο­χες με­τα­φρά­σεις του Gallimard ή του Grasset που μου απο­κά­λυ­ψαν έναν άγνω­στο κό­σμο. Marina Cvetaeva, Bolesław Leśmian, Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης, Ion Barbu, Paul Celan, Gottfried Benn εί­χαν με­τα­φρα­στεί στη Γαλ­λία πο­λύ πριν με­τα­φρα­στούν στην Ιτα­λία! Οι δά­σκα­λοι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι όλοι αυ­τοί που ανέ­φε­ρα– προ­σθέ­το­ντας με­τα­ξύ των Ιτα­λών τον Leopardi, τον Campana, τον Pavese και τον Montale – αλ­λά μπαί­νουν κι αυ­τοί σ’ αυ­τό το μο­να­χι­κό τα­ξί­δι στο τέ­λος της νύ­χτας που γο­νι­μο­ποιεί κά­θε ποι­η­τι­κό βι­βλίο.
Δεν γρά­φω ό, τι γνω­ρί­ζω, αλ­λά αρ­χί­ζω να το γνω­ρί­ζω γρά­φο­ντας. Δεν γρά­φω αυ­τό που θυ­μά­μαι, αλ­λά αρ­χί­ζω να βα­δί­ζω στη μνή­μη μέ­σα από τα μο­νο­πά­τια της λέ­ξης που με οδη­γούν σε απροσ­δό­κη­τους και ανα­πά­ντε­χους δρό­μους. Η ποί­η­ση εί­ναι μια μορ­φή γνώ­σης που συν­δέ­ε­ται με την απο­κά­λυ­ψη, απο­κα­λύ­πτει κά­τι που ήδη υπήρ­χε πριν από μας, αλ­λά μπο­ρού­με να το δού­με μό­νο μέ­σα από μια νέα λέ­ξη, μό­νο μέ­σα από την ανα­κά­λυ­ψη της λέ­ξης. Εάν η ποί­η­ση δεν γνώ­ρι­ζε την τέ­χνη της ανα­κά­λυ­ψης, θα ήταν μό­νο η γρα­πτή εφαρ­μο­γή των γνώ­σε­ών μας: θα ήταν πο­λύ λί­γο, θα ήταν μια απο­λο­γία ή ένα ντο­κι­μα­ντέρ. Αλ­λά η ποί­η­ση εί­ναι αυ­τή που επι­τρέ­πει στη γνώ­ση μας να ξε­πε­ρά­σει τον εαυ­τό της, να ακο­λου­θή­σει άγνω­στα και εκ­πλη­κτι­κά μο­νο­πά­τια, όσο δύ­σκο­λα ή επι­κίν­δυ­να κι αν εί­ναι. Εί­μαι επί­σης ευ­γνώ­μων στους συγ­γρα­φείς που έχουν απο­τολ­μή­σει στους δρό­μους του πό­νου, εί­μαι ευ­γνώ­μων στον Leopardi, στον Pavese ή στον Paul Celan. Ήταν γεν­ναί­οι εξε­ρευ­νη­τές –με­ρι­κές φο­ρές μάρ­τυ­ρες– που μας επέ­τρε­ψαν να ρί­ξου­με φως στα σκο­τει­νά μέ­ρη που αλ­λιώς θα πα­ρέ­με­ναν άγνω­στα και απει­λη­τι­κά.
Η ποί­η­ση μπο­ρεί να σώ­σει τη ζωή ή να την θέ­σει σε σο­βα­ρό κίν­δυ­νο. Εί­ναι πά­ντα μια εμπει­ρία του ορί­ου, πράγ­μα φυ­σι­κό όταν βα­σί­ζε­ται εξ ολο­κλή­ρου σε μια λέ­ξη που πο­τέ δεν συμ­βα­δί­ζει με τις επο­χές: λί­γοι σή­με­ρα τη δια­βά­ζουν και πο­λύ λι­γό­τε­ροι την κα­τα­λα­βαί­νουν. Ως εμπει­ρία του ορί­ου, πε­ριέ­χει μέ­σα της τα αντί­θε­τα, τους δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους, το ασυμ­βί­βα­στο, τη σω­τη­ρία και τη θα­να­τι­κή ποι­νή. Κά­θε ποι­η­τής φλέ­γε­ται από αυ­τή τη μά­χη των αντι­θέ­των.
Δεν υπήρ­ξε πο­τέ μοι­ρο­λα­τρία στην ποί­η­ση. Η μοι­ρο­λα­τρία εί­ναι ένα πο­λύ εύ­κο­λο φάρ­μα­κο, μια φτη­νή θε­ρα­πεία. Η μοι­ρο­λα­τρία εί­ναι το αντί­θε­το του τρα­γι­κού, εί­ναι μια πα­ραλ­λα­γή της κα­τά­θλι­ψης. Σε μια τρα­γι­κή θέ­α­ση της ποί­η­σης, το πε­πρω­μέ­νο (ανά­γκη)*, η τύ­χη (τύ­χη)* και η ελευ­θε­ρία (ελευ­θε­ρία)* ζουν μα­ζί σε μια έντο­νη αντί­θε­ση. Ακό­μη και στην πιο υπο­χρε­ω­τι­κή χει­ρο­νο­μία ανα­δύ­ε­ται η κο­ρυ­φή της ελευ­θε­ρί­ας και ταυ­τό­χρο­να τα ζά­ρια της τύ­χης. Αλ­λά ού­τε και στον Πα­βέ­ζε, αν δια­βά­σε­τε κα­λά, δεν έχουν όλα ήδη απο­φα­σι­στεί από την παι­δι­κή ηλι­κία. Μα­ζί με τη σκο­τει­νή απαι­σιο­δο­ξία υπάρ­χει σε αυ­τόν το εφη­βι­κό σκίρ­τη­μα του ξε­κι­νή­μα­τος, η χα­ρά μιας αρ­χι­κής χει­ρο­νο­μί­ας. Σκε­φτεί­τε αυ­τό που γρά­φει στο βι­βλίο του Το επάγ­γελ­μα του ζην, λί­γους μή­νες πριν από την αυ­το­κτο­νία του (9 Μαρ­τί­ου 1950): «Χτυ­πο­κάρ­δι, τρε­μού­λα, ατε­λεί­ω­τοι ανα­στε­ναγ­μοί. Εί­ναι δυ­να­τόν να συμ­βαί­νουν αυ­τά στην ηλι­κία μου; Το ίδιο γι­νό­ταν όταν ήμουν 25 χρο­νών. Και όμως, έχω μια αί­σθη­ση εμπι­στο­σύ­νης, (απί­στευ­της) ήρε­μης ελ­πί­δας. Εί­ναι τό­σο κα­λή, τό­σο ήρε­μη, τό­σο καρ­τε­ρι­κή. Τό­σο φτιαγ­μέ­νη για μέ­να. Με­τά απ’ όλα αυ­τά εκεί­νη με ανα­ζή­τη­σε.»
Και λί­γες μέ­ρες πριν πε­θά­νει (18 Αυ­γού­στου 1950): «Όσο πιο κα­θο­ρι­σμέ­νος και σα­φής εί­ναι ο πό­νος, τό­σο πε­ρισσότερο πα­λεύ­ει το έν­στι­κτο της ζω­ής και υπο­χω­ρεί η ιδέα της αυ­το­κτο­νί­ας.
Φαι­νό­ταν εύ­κο­λο να το σκέ­φτε­σαι. Ακό­μα και γυ­ναι­κού­λες το ’χουν κά­νει. Χρειά­ζε­ται τα­πει­νό­τη­τα, όχι αλα­ζο­νεία.
Όλα αυ­τά μου προ­κα­λούν αη­δία.
Όχι λό­για. Μια χει­ρο­νο­μία. Δεν θα ξα­να­γρά­ψω.»

*Έτσι στο πρωτότυπο.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Oι ήχοι που έρχονται

Ο λύκος είναι ακόμη κάτω από την κουβέρτα
και χρειάζονται χίλιες ερωτήσεις για να τον καταλάβεις
αν και η επιθυμία
είναι να πιστεύεις αμέσως και σε όλα
προφέροντας ένα ευχαριστώ σιωπηλό και έντονο
η ενότητα της άμμου, το δεξί χέρι που ακουμπά
το φωτεινό αριστερό των αιγυπτιακών αγαλμάτων
μια ηρεμία που μένει,
αναζωπυρώνεται στην τελετή, αυτόν τον Ιούνιο
μιας εισακουσμένης προσευχής,
η δασκάλα, οι σκάλες
και στην αγκαλιά υπάρχει το χρώμα των μαλλιών
και μετά το χρυσό λεπτό,
το σκούρο πράσινο του λεμονιού.

«Α. Α.»

Το ακρω­νύ­μιο (στο πρω­τό­τυ­πο: «T.S.») υπο­δη­λώ­νει την «Από­πει­ρα αυ­το­κτο­νί­ας [Tentato suicidio]» που ανα­γρά­φε­ται στις καρ­τέ­λες των νο­σο­κο­μεί­ων.

Ι.

Ο καθένας σας θα ένιωσε
τον ήρεμο ύπνο, τη γλυκιά δίνη
που γέρνει στο κρεβάτι
και μετά το δέντρο, τη φλούδα, το φύκι
τα μάτια δεν αντέχουν
και οι οροί δεν είναι πια απειλητικοί
στο γκρίζο φως του απογεύματος
καθώς χιλιάδες ζωύφια
περικυκλώνουν το φορείο, σταματούν τους νοσοκόμους,
την καταστροφή της αναπνοής που ολοένα λιγοστεύει
στα θολά τζάμια
του ασθενοφόρου, φαίνεται ξεκάθαρα
το κεφαλόσκαλο του ορόφου, ο χρόνος
που ελευθερώνει τους ζωντανούς
και τους κάνει να τρέχουν
με τον ηλεκτρισμό στα μάτια τους,
τη στιγμή της προσφοράς, να σπινθηρίσουν.
Απρόσμενη, η ηρεμία
του αμπελιού και του πηγαδιού,
με τη λεία πέτρα να τεμαχίζει τη σάρκα,
μια γαλήνη βυθισμένη στο σιτάρι
καθώς η γυναίκα γεννάει στο λιβάδι
όλο και πιο αργά,
έως ότου ο γιος να επιστρέψει στη γονιμοποίηση
κι ακόμη πιο πίσω, στο φιλί και στο φως
ενός δωματίου, στον μεγάλο καθρέφτη,
στην επιθυμία που γεννιέται, στη χειρονομία.

ΙΙ.

Κι έπειτα θα έχετε ακούσει, τουλάχιστον μια φορά,
το υγρό να βγαίνει,
με χάρη από το στόμα,
και να τρέχει κίτρινο στο νιπτήρα

κι ο καθετήρας και οι σειρήνες είναι ακόμη μακριά.
Η ανάσα λαχανιασμένη, τελειώνει, ξαναρχίζει
πόση ηρεμία στην παγωμένη ακρογιαλιά από την καταιγίδα:
ένα κανό προχωράει προς το κοραλλιογενές νησί
και στα βάθη του ωκεανού ζευγαρώνουν
τα γενετικά κύτταρα
δεν υπάρχουν ανεπανόρθωτα γεγονότα
αλλά μόνο στρογγυλά σφουγγάρια,
τα έντομα που έχουν γεμίσει τον αέρα:
να ένα χρώμα μαργαριταριού, ένας βράχος μέσα στην άμμο,
το μπουρνούζι που το βγάζει με μια μόνο κίνηση
τελετή φωτός, αρχικό θαύμα,

και ο θηλυκός πελεκάνος

καλεί τα νεογνά του που χάθηκαν στην καταιγίδα
κι ίσως να διακρίνει κάτι, ανάμεσα στα βράχια
κάτι που κινείται
αύριο θα τρέξει με τα μικρά του να αναπνεύσει
στο βαθύ μπλε της παλίρροιας,
που ανεβαίνει στην επιφάνεια, αναγεννιέται τώρα
και βρίσκει μια άλλη γη, μια άλλη φωνή.

[Από τη συλλογή Αντιστοιχίες, 1976]

31 Αυγούστου 1941

Marina Tsbetagieba

«Το ποί­η­μα εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νο στη Μα­ρί­να Τσβε­τά­γιε­βα, τη με­γά­λη Ρω­σί­δα ποι­ή­τρια που πέ­θα­νε ακρι­βώς εκεί­νη την ημέ­ρα: εί­ναι αυ­τή που τρέ­χει στην κούρ­σα και πε­θαί­νει με­ρι­κά μέ­τρα πριν τον τερ­μα­τι­σμό […] Η ονει­ρι­κή ατμό­σφαι­ρα εί­ναι τό­σο ισχυ­ρή σε αυ­τό το ποί­η­μα που κά­νει δύ­σκο­λη μια ακρι­βή και σα­φή ανα­φο­ρά» [Σχό­λιο του ποι­η­τή στον Γ.Η.Π.]
«Στο Τσί­στο­πολ (Τα­ταρ­στάν) της Ρω­σί­ας στις 31 Αυ­γού­στου του 1941 αυ­το­κτό­νη­σε η ποι­ή­τρια Μα­ρί­να Τσβε­τά­γιε­βα. Οι δύο συ­νο­μι­λη­τές –ίσως δύο κρι­τές αγώ­νων– μι­λούν γι’ αυ­τήν σαν να ήταν αθλή­τρια ενός αγώ­να δρό­μου, μα­ζί με όλους τους άλ­λους, με τον θά­να­το να ση­μειώ­νε­ται στο ξε­κί­νη­μα. Ήδη πριν τον αγώ­να η αθλή­τρια τραυ­μα­τί­στη­κε από ένα κομ­μά­τι γυα­λί ενός χρο­νο­μέ­τρου. Εί­χε τα μαλ­λιά της πο­λύ μαύ­ρα και κο­ντά, και υπο­χρε­ώ­θη­κε να τρέ­ξει μέ­χρι το τέρ­μα, για να κό­ψει το νή­μα όπως εί­χε ορ­κι­στεί. Το έκο­ψε αν και εί­χε πριν πε­θά­νει. Το έκα­νε συ­νε­χί­ζο­ντας να τρέ­χει πέ­ρα από τον θά­να­τό της».

«Οι θεατές ήταν σιωπηλοί»
«Μια απόλυτη σιωπή;»
«Ναι αλλά την ώρα που το τραίνο- παραδίδει»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Έσπασε ένα γυαλί, στην είσοδο»
«Πότε; »
«Ενώ ελέγχανε τα χρονόμετρα»
«Και μετά;»
«Ο θόρυβος των καυστήρων του Τσίστοπολ σταμάτησε»
«Πώς έγινε αυτό; »
«Δεν ξέρω»
«Κι αυτή; »
«Αυτή μπήκε στο στάδιο μαζί με τους άλλους»
«Και τα γόνατά της;»
«Τα γόνατα τρέμανε, έτοιμα, πάνω στη χτυπημένη γη»
«Είχαν ήδη πληγωθεί;»
«Ναι, όμως λύγισαν αμέσως»
«Και τα μαλλιά;»
«Τα μαλλιά ήτανε μαύρα, μαύρα και πολύ κοντά»
«Πέθανε στον τερματισμό;»
«Όχι, πριν, ένα μέτρο πριν»
«Πώς το ξέρεις;»
«Το άκουσα. Τα πόδια της δεν κουνιόντουσαν· όμως
αυτή δεν ήταν πλέον ζωντανή»
«Και έκοψε το νήμα;»
«Ναι, το έκοψε»
«Είχε ορκιστεί να το κόψει;»
«Ναι, το είχε ορκιστεί»

[Από τη συλλογή Η γη του προσώπου, 1985]

Ο ωκεανός γύρω από το Μιλάνο

To Μιλάνο εκεί μπροστά, εκεί μπροστά
σαν μια κάθετη ιδέα
ή σαν μια αιμόπτυση
στο πιο μεγάλο εκατοστό ανάμεσα στους ναούς
κοιτάμε στις σελίδες με το ωροσκόπιο
τα κουτάκια που μας δίνουν ένα όριο
ώσπου ένας δρόμος μας οδηγεί
στην ξένη συζήτηση
επαίτες ξενοδοχείων
με την ιδέα και το σχίσμα στην ιδέα.

Cartina Muta

Μίλο Ντε Άντζελις: Ποιήματα & συνομιλίες

«Το ποί­η­μα “Cartina muta” [γε­ω­γρα­φι­κός χάρ­της χω­ρίς ονο­μα­σί­ες, που τις το­πο­θε­τεί ο μα­θη­τής για να ασκεί­ται] εί­ναι ένα από τα αγα­πη­μέ­να μου ποι­ή­μα­τα. Γεν­νή­θη­κε με­τά από πολ­λές προ­σπά­θειες και εκ­δο­χές και τώ­ρα εί­μαι πλή­ρως ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος. Εί­ναι ένα αφη­γη­μα­τι­κό σύ­ντο­μο ποί­η­μα, το οποίο αφη­γεί­ται το τε­λευ­ταίο βρά­δυ που πέ­ρα­σα με μια αγα­πη­μέ­νη φί­λη και ποι­ή­τρια, την Νά­ντια Κα­μπά­να, [γεν­νή­θη­κε στην Τσε­ζέ­να το 1954. Έγρα­ψε πε­ρί­που πε­νή­ντα ποι­ή­μα­τα. Με­τέ­φρα­σε στα ιτα­λι­κά το έρ­γο της Έμι­λυ Ντί­κιν­σον η οποία πέ­θα­νε με τρα­γι­κό τρό­πο (αυ­το­κτό­νη­σε στο Μι­λά­νο)] τον Ιού­νιο του 1985. Αφη­γεί­ται μια με­γά­λη βόλ­τα που κά­να­με μα­ζί από την Comasina στη συ­νοι­κία Città studi – και την αυ­ξα­νό­με­νη αί­σθη­ση θα­νά­του που μας συ­νό­δευ­σε σε κεί­νο το τα­ξί­δι. Θα­νά­του, αλ­λά και τρό­μου […].

Τώρα το ξέρεις και συ / το ξέρουμε / ενώ ετοιμαζόμαστε να ξαναγεννηθούμε
Franco Fortini

Μπαίνουμε τώρα στην τελευταία μέρα, στο φαρμακείο
όπου το άσπρο σου και αναστατωμένο πρόσωπο δεν ανταποκρίνεται στον χαιρετισμό
του νυχτοφύλακα: πρόσωπο διψασμένο, δεν μπορώ να το κρύψω,
είναι το ίδιο πρόσωπο που κάποτε το φώναξα αγάπη, εδώ
στην ομίχλη της Comasina.
Περπατάμε ακόμα μπροστά από μια τζαμαρία. Μετά αυτή

πετάει σε ένα καλάθι το ωράριο και τα γυαλιά,
βγάζει το γαλάζιο σκουφάκι, μου το δίνει σιωπηλή. «Γιατί το κάνεις αυτό; »
«Γιατί έτσι είμαι εγώ», απαντάει μια σκληρή μορφή της φωνής,
ένας πόνος που μοιάζει
μονάχα με σένα τον ίδιο. «Γιατί εγώ…
ούτε παίρνω ούτε αφήνω.» Λέξεις δημιουργούνται
στο αίμα, μάτια που καρφώνονται πάνω στο νέον
παγωμένα, έξυπνα και απαρηγόρητα,
χέρια που ζωγραφίζουν τον φύλακα άγγελο πάνω στο τζάμι
και τον αδέκαστο άγγελο, πέντε δάκτυλα δεμένα με σκοινί,
η κυρίαρχη ιδέα του τίποτα, ο λαιμός ακόμη ζεστός.
«Ζωή, που δεν είσαι μονάχα ζωή και αναδεύεσαι
σε πολλές υπάρξεις πριν γίνεις δική μας …

ζωή, κυρίως εσύ θέλεις να τις δώσεις
ένα παγωμένο τέλος, ακριβώς εδώ, όπου τα χρόνια
αναζητούνται σε ένα μέτρο ασφάλτου…»
Ας σταματήσουμε την ανθολογία,
και την ικεσία της συγκίνησης. Ας αναφέρουμε ακριβώς
τα γεγονότα και τα λόγια. Αυτό,
αυτό μπορώ να το κάνω. Στις τρεις το πρωί
σταματάμε σε ένα κιόσκι, ζητάμε
δύο ποτήρια κόκκινο κρασί. Θέλεις να πληρώσεις εσύ. Μετά
μου ζήτησες να σε συνοδεύσω στο σπίτι, στη via Vallazze.
Οι λέξεις γίνονταν κατανοητές και το στόμα δεν ήταν πλέον στεγνό.

«Πού ήσουνα

σε όλη μου τη ζωή …» Το Μιλάνο επιστρέφει σιωπηλό
ατελείωτο και εξαφανίζεται μαζί της, σε έναν τόπο σκοτεινό
και υγρό όπου χάνεται ακόμα και το όνομα,
βυθιζόμαστε στο αίμα δίχως μουσική. Αλλά θα γίνουμε,
μαζί θα γίνουμε εκείνο το κλάμα
που ένα ποίημα δεν μπόρεσε να πει, τώρα το βλέπεις
και θα το δω και γω… το βλέπουμε,
τώρα το βλέπουμε… το βλέπουμε όλοι … τώρα…
…τώρα που θα ξαναγεννηθούμε.

Idroscalo

Το Idroscalo του Μι­λά­νου ήταν μια τε­χνη­τή λί­μνη η οποία κα­τα­σκευά­στη­κε στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του 1920 και χρη­σί­μευε ως διά­δρο­μος προ­σγεί­ω­σης υδρο­πλά­νων. Με την πα­ρακ­μή του υδρο­πλά­νου ως μέ­σου με­τα­φο­ράς, η λί­μνη εί­ναι πλέ­ον κέ­ντρο ψυ­χα­γω­γι­κών και αθλη­τι­κών δρα­στη­ριο­τή­των.


Το αγόρι που βουτάει
με ένα δυνατό  κρόουλ και χτυπάει στο βράχο…
...H ματωμένη μπούκλα…
Η νεότητα παίρνει τη μορφή
ενός σκοτεινού βήματος, ενός τριαντάφυλλου
κρεμασμένου στο παράθυρο
«πατέρα σώσε με, απ’ αυτή την οδυνηρή στιγμή
κόσμος ανέβαινε, κατέβαινε, έψαχνε
ένα σκοινί, ένα κάτι
οτιδήποτε, έφτυνε, έριχνε στο νερό
το μαντήλι του, ο καθένας
μιλούσε στο αυτί
ενός άλλου, έλεγε
Θεέ δεν έχει πια επιθυμία,
μια φορά είχε κρύο, Θεέ, άπλωνε
τα χέρια για να φορέσει
ένα πανωφόρι, το πρώτο, ακόμη κι αυτό
που είναι παλιό, κοίτα,
ακούμπησέ το, κράτα το κιόλας…
ένα πανωφόρι, καταλαβαίνεις, όχι τα βελούδα
που έρχονται από τον ουρανό, αλλά αυτό,
το δικό μου, ακόμη δικό μου πανωφόρι.

Donatella

Με το ποί­η­μα «Donatella», η γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία λαμ­βά­νει ένα ιδιαί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό: ξε­κι­νά­ει από τον διά­λο­γο με­τα­ξύ δύο προ­σώ­πων σε έναν προ­φα­νώς ασυ­νή­θι­στο τό­πο, ένα γυ­μνα­στή­ριο όπου προ­πο­νεί­ται η αθλή­τρια, για να προ­ε­τοι­μα­στεί για τον αθλη­τι­κό αγώ­να, μια με­γά­λη με­τα­φο­ρά της ζω­ής, στην οποία αυ­τή εμ­φα­νί­ζε­ται, από τους πρώ­τους στί­χους, ως μια αρ­χαία και ακί­νη­τη ύπαρ­ξη που προ­σλαμ­βά­νει μια φυ­σι­κό­τη­τα ολο­κλη­ρω­μέ­νη στην ποί­η­ση αν και δεν εί­ναι αυ­τή που μι­λά­ει σε πρώ­το πρό­σω­πο.
Έτσι, ενώ το Μι­λά­νο έχει με­τα­μορ­φω­θεί σε μια πό­λη-ωκε­α­νό, η Donatella έχει γί­νει «χα­ρι­σμα­τι­κή» και εί­ναι μό­νο η σκιά αυ­τού που υπήρ­ξε στα νιά­τα της, στα χρό­νια της ακ­μής της. Η Donata δεν εί­ναι πια εκεί, αλ­λά η με­γά­λη δρο­μέ­ας, νε­κρή η ίδια, εί­ναι ακό­μα εκεί. Η τα­πει­νή της μορ­φή ανή­κει σε έναν σβη­σμέ­νο και ανέγ­γι­χτο χρό­νο, η οποία ζει στη μνή­μη εκεί­νων που τη γνώ­ρι­σαν. Εί­ναι πά­ντα εδώ – επα­να­λαμ­βά­νει η φω­νή. Εί­ναι η Donatella που έτρε­ξε σε με­γά­λους ασφάλ­τι­νους δρό­μους, ανά­με­σα σε εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­να αυ­το­κί­νη­τα, ανά­με­σα σε φου­γά­ρα ερ­γο­στα­σί­ων. Στά­θη­κε για λί­γο στις δια­σταυ­ρώ­σεις των βιο­μη­χα­νι­κών δρό­μων και έπει­τα ξε­κί­νη­σε γρή­γο­ρα, σαν αστρα­πή, για να δω­ρί­σει τον εαυ­τό της στη σκιά των απο­βά­θρων, με τη θαυ­μα­στή δύ­να­μη των γο­νά­των όταν έτρε­χε στον στί­βο και «έλα­μπε στα ογδό­ντα μέ­τρα»

[Απο­σπά­σμα­τα από την κρι­τι­κή που δη­μο­σιεύ­θη­κε στο: Passione Poesia, Ανα­γνώ­σεις σύγ­χρο­νης ποί­η­σης 1990-2015, σε επι­μέ­λεια των Sebastiano Aglieco, Luigi Cannillo, Nino Iacovella, εκ­δό­σεις CFR/Gianmario Lucini, 2016]

Υπήρ­ξε 25 φο­ρές πρω­τα­θλή­τρια Ιτα­λί­ας, συμ­με­τεί­χε σε τέσ­σε­ρεις Ολυ­μπιά­δες και σε τέσ­σε­ρα πρω­τα­θλή­μα­τα Ευ­ρώ­πης, με δύο εθνι­κά ρε­κόρ στα 400 μέ­τρα, το 1970 και στα 800, το 1971. [Σ.τ. Μ.]


Ο χο­ρός αν­θί­ζει, σβή­νει τον χρό­νο και τον ανα­συν­θέ­τει
όπως αυ­τός ο χει­μω­νιά­τι­κος ήλιος στους τοί­χους
της Arena φω­τί­ζει τα σκα­λο­πά­τια, ξυ­πνά­ει με τα χρό­νια
τους θε­ούς της σκου­ρια­σμέ­νης πέ­τρας. «Εί­ναι η Donata De Giovanni;
Προ­πο­νεί­ται ακό­μα εδώ;» «Ναι, η Donatella,
η δρο­μέ­ας, εί­ναι πά­ντα εδώ για σέ­να.»

Με κοί­τα­ζε επί­μο­να, με την πα­λιά μι­λα­νέ­ζι­κη γλυ­κύ­τη­τα
που τρέ­μει ελα­φρά, αλ­λά χα­μο­γε­λά. «Εδώ εί­ναι, κοι­τάξ­τε,
στο δί­χτυ της σφύ­ρας ... σας πα­ρα­κα­λώ ... μι­λή­στε σι­γά ...
με το ένα χέ­ρι κα­τα­στρέ­φει αυ­τό που έχει κά­νει το άλ­λο χέ­ρι.»
«Ποιος εί­ναι αυ­τός; Ένας φύ­λα­κας, μια σκιά, ένας τυ­φώ­νας ...
Ποια αι­νίγ­μα­τα μού ψι­θυ­ρί­ζει; Πάω κο­ντά
στην Donata, μα­ζεύ­ει ένα πα­πού­τσι με τέσ­σε­ρα καρ­φιά.
«Το κρα­τάς, κύ­ριε, ξύ­νει τα πό­δια της ...
... καη­μέ­νη Donata ... και τό­σο όμορ­φη ... Την εί­δες ...»

Ίσως το φω­τει­νό ση­μείο του στί­βου
εί­ναι καρ­φω­μέ­νο σε έναν αό­ρα­το τρό­μο, ίσως
αυ­τόν το χει­μώ­να μπή­κε στο λα­ρύγ­γι μα­ζί με τον ου­ρα­νό:
Ήταν μό­νη, ήταν εί­κο­σι μία ή εί­κο­σι δύο Ια­νουα­ρί­ου
και απο­φά­σι­σε να φι­λο­ξε­νή­σει όλο το κρύο»
«Ή ίσως, λέ­νε, συ­νέ­βη όταν έχα­σε
τη θέ­ση στο Oviesse, φαί­νε­ται ότι κλαί­ει
μέ­ρα και νύ­χτα ... για να μη μι­λή­σω για τον πα­τέ­ρα της ...
τους για­τρούς που φώ­να­ξε ... το μι­σό Μι­λά­νο.»

«Εγώ, κύ­ριε, νο­μί­ζω ότι εί­ναι λά­θος, μπο­ρεί να σας φαί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο
αλ­λά λέω σε όλους να τη φι­λή­σουν, ακό­μα κι αν σε αυ­τή
τη γει­το­νιά εί­ναι δύ­σκο­λο, υπάρ­χουν τα σφά­για της αγά­πης
υπάρ­χουν τα πά­ντα πί­σω από τις πόρ­τες. Ναι, να τη φι­λή­σω
σαν προ­σευ­χή στο σώ­μα της, να φι­λή­σω
τα γό­να­τα, τη θαυ­μα­στή δύ­να­μη των γο­νά­των
όταν αστρά­φτει στα ογδό­ντα μέ­τρα, σχε­δόν στην άκρη
και ξαφ­νι­κά γί­νε­ται, σαν το φρού­το.»

«Πεί­τε το από­ψε, στον ου­ρα­νό, στη γη, πα­ντού
πεί­τε στους αν­θρώ­πους να έρ­θουν πιο κο­ντά: θα νοιώ­σουν
επι­θυ­μία - εί­ναι τό­σο όμορ­φη - και θα κα­τα­λά­βουν ότι το φως
δεν προ­έρ­χε­ται από τους προ­βο­λείς ή από ένα αστέ­ρι, αλ­λά από τον αγώ­να
δεί­χνο­ντας το νή­μα, προ­έρ­χε­ται από αυ­τήν, τη Donatella.»

Ημιτελικός

Η Doxa* με ρω­τά­ει ποιον θα ψη­φί­σω. Η φω­νή
εί­ναι ενός παι­διού που, ανα­σαί­νει, από την άλ­λη άκρη. Δεν ξέ­ρω
ποια κα­θα­ρό­τη­τα μέ­σα την κα­τα­στρέ­φει. Όλα
επι­στρέ­φουν εδώ, όριο του τό­που. Εκεί­νη η σιω­πή
των καρ­φιών στο πά­τω­μα.** Ο κα­θη­γη­τής D’Amato εξη­γού­σε
μια αντω­νυ­μία…nemo: κα­νείς, non nemo: κά­ποιος. Κα­νέ­νας
δεν θα φτά­σει πέ­ρα από τις φλέ­βες, εί­ναι απλό παι­διά. Κά­ποιος
εξα­φα­νί­ζε­ται ή δεν δί­νει ση­μεία ζω­ής. Ο τα­χυ­δρό­μος
με συμ­βου­λεύ­ει να κοι­τά­ξω κα­λύ­τε­ρα στην τρύ­πα,
ακό­μη και στις δι­πλα­νές. Θα κοι­τά­ξω. Neminem
excepi diem: δεν εξαί­ρε­σα κα­μία μέ­ρα. Να πε­θαί­νεις
εί­ναι λοι­πόν να χά­νεις ακό­μη και τον θά­να­το, ατε­λεί­ω­το
πα­ρόν, κα­μία πρό­σκλη­ση, κα­μία μου­σι­κή
μιας προ­σω­πι­κής κλή­σης. Πέ­ρα από τις φλέ­βες που ήταν ιε­ρο­τε­λε­στία
και κα­τοι­κία, χι­λιο­στό­γραμ­μο και αγ­γε­λία, ατε­λεί­ω­τη κραυ­γή
χα­ράς ή ανα­κού­φι­σης, πο­τέ κα­νείς
πέ­ρα από αυ­τές τις φλέ­βες. Εί­ναι απλό, παι­διά, κα­νείς.

*H Doxa εί­ναι ένα ιν­στι­τού­το που ει­δι­κεύ­ε­ται σε δη­μο­σκο­πή­σεις, έρευ­να αγο­ράς και στα­τι­στι­κή ανά­λυ­ση. Ιδρύ­θη­κε το 1946 από τον Pierpaolo Luzzatto Fegiz. Πή­ρε το όνο­μά της από την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή δό­ξα (dóxa) που ση­μαί­νει «γνώ­μη».
«Το ποί­η­μα αφη­γεί­ται μια πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία. Μια μέ­ρα, πριν από πο­λι­τι­κές εκλο­γές, τη δε­κα­ε­τία του ’80, έλα­βα μια κλή­ση από την εται­ρεία δη­μο­σκο­πή­σε­ων Doxa και ανα­γνώ­ρι­σα τη φω­νή ενός ανα­πλη­ρω­τή κα­θη­γη­τή ο οποί­ος, εί­κο­σι χρό­νια πριν, μας δί­δα­σκε ελ­λη­νι­κά και λα­τι­νι­κά για με­ρι­κούς μή­νες σε ένα κλα­σι­κό λύ­κειο του Μι­λά­νου, αφή­νο­ντάς μας έκ­πλη­κτους από την τολ­μη­ρή και­νο­το­μία του σε ιδέ­ες για τον άν­θρω­πο και τη ζωή. Ήταν ο νε­α­ρός κα­θη­γη­τής D'Amato, ένα λα­μπρό και πο­νε­μέ­νο παι­δί, πο­λύ καλ­λιερ­γη­μέ­νο αλ­λά βα­σα­νι­σμέ­νο, άθε­ος και ορα­μα­τι­στής, ίσως και με προ­βλή­μα­τα ναρ­κω­τι­κών. Μας δι­η­γού­νταν υπέ­ρο­χα πράγ­μα­τα για τον Λου­κρή­τιο, για τον Νί­τσε, για τους Έλ­λη­νες τρα­γι­κούς και άφη­σε ένα ανε­ξί­τη­λο ίχνος σε όλους μας». (Σχό­λιο του ποι­η­τή στον Γ.Η.Π.).

**«Αυ­τή η ει­κό­να θέ­λει να υπαι­νι­χθεί τη σιω­πή και την ερή­μω­ση, με τα καρ­φιά που πέ­φτουν από τον τοί­χο τα οποία μέ­νουν άχρη­στα και εγκα­τα­λειμ­μέ­να στο πά­τω­μα και το σιω­πη­λό μου βλέμ­μα που τα κοί­τα­ζε για πολ­λή ώρα στο διά­δρο­μο του Λυ­κεί­ου». (Σχό­λιo του ποι­η­τή στον Γ.Η.Π.).

[Από τη συλλογή Συνοπτική βιογραφία, 1999]

Aπό τη συλλογή «Το θέμα του αποχαιρετισμού»

Μετρώ τα δευτερόλεπτα, τα βαγόνια του Eurostar, σε βλέπω,
να κατεβαίνεις από το νούμερο εννέα, το καροτσάκι, το χαμόγελο,
το χτυποκάρδι, η είδηση, η μεγάλη είδηση.
Αυτό συνέβη, το 1990. Συνέβη, σίγουρα
συνέβη. Και πριν ακόμα, τη βουτιά στον Τιτσίνο,
ενώ η μπάλα χανόταν. Συνέβη.

Είδαμε το φανερό και το κρυμμένο μιας στιγμής.

Οι νεράιδες επέστρεφαν στα δημοφιλή καταλύματα, η καταιγίδα
ξαναγέμιζε έναν έκθαμβο ουρανό. Κάθε πράγμα ήταν εκεί,
έρημο και πλήρες, για μας που περιμέναμε.

Το Μιλάνο ήταν άσφαλτος, λιωμένη άσφαλτος. Στην ερημιά
ενός κήπου πήρε το χάδι, η γλυκιά σκιά
που εισβάλλει στα φύλλα, τώρα δίχως κρίση,

Απόλυτος χώρος για ένα δάκρυ. Μια στιγμή
στην ισορροπία δύο ονομάτων ήρθε προς το μέρος μας,
έγινε φωτεινή, ξεκουράστηκε ανασαίνοντας πάνω στο στήθος,
στη μεγάλη άγνωστη παρουσία. Ο θάνατος ήταν εκείνος που
έσπασε τις γραμμές, εμείς εκεί και η χειρονομία παντού,
εμείς χαμένοι στις υψηλές εξάρσεις του καλοκαιριού,
εμείς ανάμεσα στα κόκαλα και την ουσία της γης.

Δεν υπήρχε πλέον χρόνος. Το δωμάτιο είχε μπει σε μια αμπούλα.
Δεν ήταν πια δεδομένο να χωριστεί η ύπαρξη. Δεν είχες
πια το περιδέραιο. Δεν είχες πια χρόνο. Ο χρόνος ήταν ένα θαλασσινό φως
ανάμεσα στις περσίδες, μια γιορτή με τις νοσοκόμες,
η πληγή, το νερό στον λαιμό, η Βίλα Litta.*** Δεν υπήρχε
πια μέρα. Η σκιά του χώματος γέμιζε τα μάτια
με τον φόβο των χαμένων χρωμάτων. Κάθε μόριο
ήταν σε αναμονή. Είδαμε τις κηλίδες
στα χέρια. Δεν υπήρχε πλέον φως. Ακόμα μια φορά
μας καλούν, για να κριθούμε από ένα σταθερό αστέρι.

*** Η βίλα Litta βρίσκεται στην περιοχή Affori, βόρεια του Μιλάνου, στο ομώνυμο πάρκο. Χτίστηκε με εντολή του Μαρκήσιου Corbella το 1687.

Δεν είναι πια δεδομένο. Το κλάμα που σε οδηγούσε
σε ένα τρελό γέλιο, οι νύχτες που πέρασαν
τρέχοντας στη οδό Crescenzago, ακολουθώντας το νέον
του περιπτέρου. Δεν είναι πια δεδομένο. Δεν είναι πια δικό μας
το χτυποκάρδι να περιμένουμε τα μεσάνυχτα, να περιμένουμε
μέχρι τα μεσάνυχτα να μπουν στην δική σου αληθινή αναστάτωση,
στο παραλήρημα όλων των ωρών, όλων των ωρών.

Δεν είναι πια δεδομένο. Ένας μονάχα είναι ο χρόνος, ένας μονάχα
ο θάνατος, λίγα τα βάσανα, λίγες
οι νύχτες του έρωτα, λίγα τα φιλιά, λίγοι οι δρόμοι
που οδηγούν έξω από μας, λίγα τα ποιήματα.

Ο τόπος ήταν ακίνητος, η λέξη σκοτεινή. Ήταν εκείνος
ο σταθερός τόπος. Αντίο μνήμη από νύχτες
φωτεινές, αντίο μεγάλο χαμόγελο. Ο τόπος ήταν εκεί.

Η ανάσα ήταν ένα σκοτάδι από περσίδες, μια πρωτόγονη κατάσταση
Σιωπή και ερημιά αλλάζανε πρόσωπο και μεις
μιλάγαμε σε μια λάμπα. Ο τόπος ήταν εκείνος. Τα τραμ
περνούσαν αραιά. Η Αφροδίτη επέστρεφε στο καλύβι της.
Από τον εμπειροπόλεμο λαιμό απελευθερώνονταν επεισόδια.
Δεν είπαμε τίποτα πια. Ο τόπος ήταν αυτός. Ήταν εκεί
που πέθαινες.


Προδημοσίευση από το βιβλίο Μίλο ντε Άντζελις: Κείμενα-συνεντεύξεις-ποιήματα, μετάφραση-σχόλια Γιάννης Η. Παππάς, που θα κυκλοφορήσει τον χειμώνα του 2019 από τις εκδόσεις Ρώμη της Θεσσαλονίκης


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: