Χιόνι

Χιόνι

Χρό­νος για γρά­ψι­μο έλε­γε το πρό­γραμ­μα, και με την Ιρ­λαν­δέ­ζα εί­χαν συμ­φω­νή­σει να ψά­ξουν για κα­νέ­να κα­φέ. Ο Κα­να­δός, που εί­χε βά­λει VPN, εί­χε δει, λέ­ει, διά­φο­ρα κα­φέ στον χάρ­τη, όχι μα­κριά από το ξε­νο­δο­χείο. Φτά­νο­ντας το προη­γού­με­νο βρά­δυ, μάλ­λον εί­χαν πά­ρει λά­θος κα­τεύ­θυν­ση. Περ­πα­τού­σαν για ώρα σε μια λε­ω­φό­ρο χω­ρίς να βρουν ανοι­χτά μα­γα­ζιά, εκτός από ένα φαρ­μα­κείο. Κο­ντο­στά­θη­καν μπρο­στά στην κουρ­τί­να από χά­ντρες που κρε­μό­ταν στην εί­σο­δο και η φαρ­μα­κο­ποιός από μέ­σα τους έκα­νε νό­η­μα δεί­χνο­ντας το κι­νη­τό της. Kα­κώς δεν μπή­καν να ρω­τή­σουν. Θα πρέ­πει να εί­χε το app που χρη­σι­μο­ποιού­σαν εδώ για να συ­νεν­νο­ού­νται με τους ξέ­νους, κι ας μην υπήρ­χαν ξέ­νοι. Οι μό­νοι ξέ­νοι ήταν αυ­τοί. Λί­γο πιο κά­τω, τρία γε­ρό­ντια κα­θι­σμέ­να σε κά­τι σκα­λιά τους πέ­τα­ξαν αγέ­λα­στα μια φρά­ση που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι προ­σβο­λή. Σαν να ήθε­λε να το επι­βε­βαιώ­σει, το κί­τρι­νο πε­κι­νουά που εί­χαν μα­ζί τους γρύ­λι­σε εχθρι­κά.
Τώ­ρα όμως ήταν και πά­λι μέ­ρα, και τη νύ­χτα εί­χαν κοι­μη­θεί κα­λά. Πώς εί­χαν κοι­μη­θεί τη νύ­χτα ήταν το μό­νι­μο θέ­μα στο πρό­γευ­μα, και ίσως για να το απο­φύ­γουν ο Ιτα­λός και η Γαλ­λί­δα εί­χαν κα­τέ­βει πιο νω­ρίς. Τους βρή­καν στη ρε­σε­ψιόν, μα­ζί με τον Κα­να­δό και έναν από τους ντό­πιους συγ­γρα­φείς, που δεν τους εί­χε ακο­λου­θή­σει σε όλες τις εκ­δρο­μές με το πούλ­μαν. Στον αρι­στε­ρό του καρ­πό φο­ρού­σε ένα βρα­χιό­λι με πέ­τρες σε γή­ι­να χρώ­μα­τα, μάλ­λον από νε­φρί­τη.

«Θα πά­με για ψώ­νια» εξή­γη­σε ο Κα­να­δός. Και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την προ­σω­πι­κή αντω­νυ­μία για να ανα­φερ­θεί στον Κι­νέ­ζο: «Θα μας δεί­ξει την πό­λη».

Επι­στρέ­φο­ντας στο ξε­νο­δο­χείο το προη­γού­με­νο βρά­δυ, εί­χαν πε­τύ­χει στην εί­σο­δο τον ίδιο Κι­νέ­ζο, μα­ζί κι άλ­λους δύο από την το­πι­κή ομά­δα. Ετοι­μά­ζο­νταν για έξω. «Πού πά­τε; Για­τί δεν μας παίρ­νε­τε κι εμάς;» εί­χε ρω­τή­σει χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την εφαρ­μο­γή στο κι­νη­τό τους η Γαλ­λί­δα. «Αυ­τοί ξέ­ρουν πού να βρουν μπαρ!» σχο­λί­α­σε με­τά γυρ­νώ­ντας απ’ την άλ­λη. Οι Κι­νέ­ζοι έβα­λαν τα γέ­λια. Κα­κώς εί­χαν θε­ω­ρή­σει πως από αγ­γλι­κά κα­νείς τους δεν σκά­μπα­ζε γρι. Μι­λώ­ντας στο app, ο Κι­νέ­ζος με το βρα­χιό­λι υπο­σχέ­θη­κε πως θα τους έβγα­ζαν την επο­μέ­νη. Την επο­μέ­νη το βρά­δυ, κα­τά­λα­βαν αυ­τοί. Ίσως όμως εκεί­νος εν­νο­ού­σε το πρωί.
Οι δυο Αυ­στρα­λοί κι ο Πορ­το­γά­λος δεν εί­χαν δεί­ξει εν­δια­φέ­ρον, αλ­λά ο Ιτα­λός και η Γαλ­λί­δα θα ακο­λου­θού­σαν. Για κα­λή τους τύ­χη, η Αμε­ρι­κα­νί­δα εί­χε ήδη βγει με κά­ποιους άλ­λους ντό­πιους. Ήταν το εί­δος της Αμε­ρι­κά­νας που μι­λά­ει όπου και να βρί­σκε­ται, και με φω­νή κα­μπά­να. Στο πούλ­μαν, οι δι­κοί τους έπια­ναν θέ­ση από την έξω πλευ­ρά, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας με τις τσά­ντες τους και το κά­θι­σμα δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο. Οι Κι­νέ­ζοι πά­λι δεν έδει­χναν να έχουν προ­τι­μή­σεις ανά­με­σα στους δυ­τι­κούς, ού­τε έτρε­φαν αντι­πά­θειες. Δεν ήταν βέ­βαια υπο­χρε­ω­μέ­νοι να την υπο­στούν όσο τα­ξί­δευαν. Στις δια­δρο­μές με το πούλ­μαν, δυ­τι­κοί και Κι­νέ­ζοι κά­θο­νταν χω­ρι­στά.

«Πά­με κι εμείς για λί­γο» πρό­τει­νε η Ιρ­λαν­δέ­ζα, «κι αν βρού­με στο δρό­μο κα­νέ­να κα­φέ, τους εγκα­τα­λεί­που­με.»

Έδει­χνε δια­φο­ρε­τι­κός, ντυ­μέ­νος πιο νε­α­νι­κά και με μαλ­λιά πιο μα­κριά, που του έφτα­ναν σχε­δόν ως τη γραμ­μή του σα­γο­νιού. Κι ήταν και το βρα­χιό­λι. «Πώς τον λέ­νε;» πρό­λα­βε να ρω­τή­σει τον Κα­να­δό την ώρα που διέ­σχι­ζαν τον δρό­μο. Ο Κα­να­δός ομο­λό­γη­σε πως δεν θυ­μό­ταν, κι ας εί­χε προ­βά­ρει το όνο­μά του λί­γο πριν στο ξε­νο­δο­χείο. «What’s your name;» τον ρώ­τη­σε μέ­νο­ντας πί­σω - οι άλ­λοι τέσ­σε­ρις συ­νέ­χι­ζαν μπρο­στά. Ξε­χώ­ρι­σε τρεις συλ­λα­βές στην απά­ντη­ση, κά­τι σαν Τζιαν Σαν­τσχίν. Προ­σπά­θη­σε δυο τρεις φο­ρές να το πει σω­στά, αλ­λά πο­τέ δεν έφτα­σε αρ­κε­τά κο­ντά σ’ αυ­τό που έλε­γε εκεί­νος. Το δυ­σκο­λό­τε­ρο ήταν να συ­γκρα­τή­σει τον τό­νο με τον οποίο προ­φε­ρό­ταν η κά­θε συλ­λα­βή. Ήταν ο τό­νος μιας αυ­θε­ντι­κής ερώ­τη­σης ή ενός «Τι;» που προ­δί­δει εκνευ­ρι­σμό; Ένας τό­νος εμ­φα­τι­κής άρ­νη­σης; Ή απο­ρί­ας; Δεν του εί­πε ότι πριν έρ­θει εδώ εί­χε δο­κι­μά­σει να μά­θει με­ρι­κές λέ­ξεις. Στο youtube, νε­α­ρές Κι­νέ­ζες με δια­κρι­τι­κό μα­κι­γιάζ διέ­δι­δαν ότι οι ίδιοι τό­νοι υπάρ­χουν και στα αγ­γλι­κά, και ο κα­θέ­νας εί­ναι σε θέ­ση να τους μι­μη­θεί αυ­θόρ­μη­τα όταν το απαι­τεί το context. Το μό­νο που εί­χε να κά­νει ένας επί­δο­ξος σι­νο­λό­γος ήταν να μά­θει ποιοι τό­νοι αντι­στοι­χού­σαν σε κά­θε λέ­ξη, ξε­κι­νώ­ντας από με­ρι­κά βα­σι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα. Άλ­λο που αυ­τή δυ­σκο­λευό­ταν να το μά­θει και μ’ ένα σκέ­το όνο­μα – δι­σύλ­λα­βο, αν αφαι­ρού­σες το επί­θε­το, που ήταν η πρώ­τη συλ­λα­βή.
Θα έπαιρ­νε ώρα να του τα εξη­γή­σει αυ­τά μι­λώ­ντας στην εφαρ­μο­γή, που με­ρι­κές φο­ρές με­τέ­φρα­ζε άλ­λα αντ’ άλ­λων. Εξάλ­λου, εκεί­νος δεν μπο­ρού­σε να μπει στο youtube, που σί­γου­ρα το μπλό­κα­ρε το Με­γά­λο Τεί­χος Προ­στα­σί­ας της Κί­νας. Προ­χω­ρού­σε δί­πλα της, στα­μα­τώ­ντας κά­θε φο­ρά που αυ­τή ήθε­λε να φω­το­γρα­φί­σει κά­τι. Κι έρι­χνε συ­χνά πυ­κνά μα­τιές στο κι­νη­τό του, ψά­χνο­ντας ίσως την κα­τεύ­θυν­ση στον χάρ­τη. Δυο τρεις φο­ρές έκα­νε ή δέ­χτη­κε κά­ποιο τη­λε­φώ­νη­μα. Δεν ένιω­θε υπο­χρε­ω­μέ­νη να τρο­φο­δο­τεί την κου­βέ­ντα. Το ότι η επι­κοι­νω­νία εξαρ­τιό­ταν από το app ήταν ένας πρό­σθε­τος λό­γος για να μι­λά­ει μό­νο όταν έβρι­σκε κά­τι να πει.
Περ­πα­τού­σαν στην ίδια λε­ω­φό­ρο που εί­χαν ακο­λου­θή­σει και το προη­γού­με­νο βρά­δυ, κά­τω από έναν συν­νε­φια­σμέ­νο ου­ρα­νό που πα­γί­δευε τη ζέ­στη. Στο φως της μέ­ρας, η θέα ήταν ακό­μη πιο απο­καρ­διω­τι­κή. Πα­ρα­με­λη­μέ­νες προ­σό­ψεις, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες γκρί­ζες ή κα­φε­τιές, μπαλ­κό­νια κλει­στά σαν θερ­μο­κή­πια, και πί­σω από την τζα­μα­ρία απλω­μέ­να ρού­χα, που θα έκα­ναν μέ­ρες να στε­γνώ­σουν. Εί­χε δο­κι­μά­σει να πλύ­νει στο ξε­νο­δο­χείο και ήξε­ρε. Αλ­λού, αντί για την μπου­γά­δα, πε­τα­μέ­νη πα­λια­τσα­ρία - από­δει­ξη ότι για τους ενοί­κους το μπαλ­κό­νι ήταν «τυ­φλό», τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω από μια απο­θή­κη για να στοι­βά­ζει κα­νείς τα σκου­πί­δια του. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες υπήρ­χαν άδεια δια­με­ρί­σμα­τα: πη­χυαί­οι αριθ­μοί τη­λε­φώ­νων στα τζά­μια πρό­δι­δαν τις απο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θειες ανεύ­ρε­σης αγο­ρα­στή. Και ποιος θα διά­λε­γε να έρ­θει να ζή­σει εδώ;
Τέ­τοια κτή­ρια εί­χαν δει και στην πρω­τεύ­ου­σα αυ­τής της επαρ­χί­ας. Όμως εκεί, νε­ό­χτι­στοι ου­ρα­νο­ξύ­στες σε φω­τει­νό­τε­ρους τό­νους του κα­φέ και του γκρι έδι­ναν στο κέ­ντρο μια φου­του­ρι­στι­κή όψη που θύ­μι­ζε κλιπ από το Blade Runner.
Οι άλ­λοι προ­χω­ρού­σαν πά­ντα μπρο­στά, ανά δύο. Η Γαλ­λί­δα τώ­ρα με τον Κα­να­δό, ο Ιτα­λός με την Ιρ­λαν­δέ­ζα. Στο προη­γού­με­νο ξε­νο­δο­χείο, ο Κα­να­δός τους εί­χε ζη­τή­σει ένα βρά­δυ την ώρα που κα­λη­νυ­χτί­ζο­νταν στην εί­σο­δο να πά­ρουν μα­ζί το ασαν­σέρ. Με την Ιρ­λαν­δέ­ζα συ­νή­θι­ζαν να παίρ­νουν ένα άλ­λο, που τις άφη­νε πιο κο­ντά στα δι­κά τους δω­μά­τια. Τον συ­νό­δευ­σαν ως την πόρ­τα του σέρ­νο­ντας μα­ζί τους και τη Γαλ­λί­δα, που πα­ρα­πο­νιό­ταν ακό­μη που εδώ κλεί­νουν όλα τό­σο νω­ρίς. Τώ­ρα ποιος ξέ­ρει τι του έλε­γε. Ο Κα­να­δός έρι­χνε κά­θε τό­σο μια μα­τιά πί­σω του, θέ­λο­ντας ίσως να βε­βαιω­θεί ότι η οπι­σθο­φυ­λα­κή δεν εί­χε γί­νει κα­πνός.
Σε μια στιγ­μή, αυ­τή στα­μά­τη­σε για να φω­το­γρα­φί­σει ένα μι­κρό κι­νέ­ζι­κο φορ­τη­γά­κι και ο Σαν­τσχίν στά­θη­κε να την πε­ρι­μέ­νει. Της άρε­σαν αυ­τά τα λι­λι­πού­τεια οχή­μα­τα με τα λα­μπε­ρά χρώ­μα­τα και τις ζω­γρα­φιές, που θύ­μι­ζαν αυ­το­κι­νη­τά­κια για παι­διά. Ένας άντρας και μια γυ­ναί­κα με τα­λαι­πω­ρη­μέ­να πρό­σω­πα και χέ­ρια προ­σπα­θού­σαν να ξε­φορ­τώ­σουν απ’ την κα­ρό­τσα με­γά­λες σα­κού­λες νάι­λον που πε­ριεί­χαν κά­τι πα­ρά­ξε­να χρυ­σά πα­κε­τά­κια.

«Τι εί­ναι αυ­τά;» ρώ­τη­σε τον Σαν­τσχίν. Δυο βή­μα­τα πιο κά­τω, τα ίδια χρυ­σά πα­κε­τά­κια έμοια­ζαν να εί­ναι το μο­να­δι­κό εμπό­ρευ­μα σ’ ένα μα­γα­ζί που εί­χε ορ­θά­νοι­χτες όλες του τις πόρ­τες.

Παίρ­νο­ντας το κι­νη­τό για να δια­βά­σει με­τα­φρα­σμέ­νη την απά­ντη­ση, της φά­νη­κε φυ­σι­κό ν’ αγ­γί­ξει τα χέ­ρια του. Εί­χε τα εκ­φρα­στι­κά δά­χτυ­λα ενός ποι­η­τή. Στο πα­ρα­θυ­ρά­κι της εφαρ­μο­γής έγρα­φε πως την επο­μέ­νη ήταν η Ημέ­ρα των Νε­κρών. Για να τι­μή­σουν τη μνή­μη τους, οι συγ­γε­νείς θα έπαιρ­ναν μέ­ρος στο σκού­πι­σμα των τά­φων. «Σκού­πι­σμα των τά­φων» - η έκ­φρα­ση της έκα­νε εντύ­πω­ση. Τα χρυ­σά πα­κε­τά­κια πε­ριεί­χαν ψεύ­τι­κα λε­φτά. Σύμ­φω­να με το έθι­μο, έπρε­πε να κα­ούν πά­νω στον τά­φο, εξα­σφα­λί­ζο­ντας στο πνεύ­μα του νε­κρού μια με­τά θά­να­τον ευ­η­με­ρία.
Θα ήταν του­λά­χι­στον σα­ρά­ντα χρο­νών. Δεν θα εί­χε αγα­πη­μέ­νους νε­κρούς; Τι μπο­ρεί να εί­χε χά­σει στη ζωή του; Tέ­τοιου εί­δους ερω­τή­σεις δεν ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο αδιά­κρι­τες από το «Για­τί γρά­φεις;» ή «Ποια θέ­μα­τα σε απα­σχο­λούν;». Αντί να τον ρω­τή­σει όμως, του εί­πε πως και στην Ελ­λά­δα έχουν μια τέ­τοια μέ­ρα, το Ψυ­χο­σάβ­βα­το. Εί­δε ότι του άρε­σε η φρά­ση Σάβ­βα­το των ψυ­χών. Αντάλ­λα­ξαν έτσι με­ρι­κές κου­βέ­ντες ακό­μη, ενώ οι άλ­λοι τέσ­σε­ρις έφευ­γαν μπρο­στά. Φέρ­νο­ντας κά­θε τό­σο το τη­λέ­φω­νο κο­ντά της για να βε­βαιω­θεί ότι η ανα­γνώ­ρι­ση ομι­λί­ας γί­νο­νταν σω­στά στα αγ­γλι­κά, κι ύστε­ρα πά­λι για να δια­βά­σει σε με­τά­φρα­ση αυ­τά που έλε­γε εκεί­νος στα κι­νέ­ζι­κα, εί­χε πολ­λές φο­ρές την ευ­και­ρία ν’ αγ­γί­ξει τα χέ­ρια του. Κι αυ­τός τα δι­κά της.
Έφτα­σαν με­τά από λί­γο σ’ έναν ανοι­χτό χώ­ρο, κά­τι σαν υπε­ρυ­ψω­μέ­νη πλα­τεία. Πλα­τεία Τιεν Αν Μεν, αντή­χη­σε στο μυα­λό της από κά­που η φρά­ση. Τα ίδια μου­ντά κτί­ρια ένα γύ­ρο. Επι­γρα­φές με τε­ρά­στια κόκ­κι­να, κί­τρι­να ή χρυ­σά γράμ­μα­τα. Δια­φη­μι­στι­κές αφί­σες με πρό­σω­πα που έφε­ραν σχε­δόν δυ­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Ένα πε­λώ­ριο τσι­με­ντέ­νιο γλυ­πτό στη μέ­ση θύ­μι­ζε αό­ρι­στα το σή­μα του αμε­ρι­κά­νι­κου δο­λα­ρί­ου. Σε μι­κρή από­στα­ση απ’ τα σπί­τια, πυ­λώ­νες με δο­ρυ­φο­ρι­κούς δί­σκους και αλε­ξι­κέ­ραυ­να. «Πού μας πά­ει;» ρώ­τη­σε νευ­ρι­κά ο Ιτα­λός. «Να του ζη­τή­σου­με κα­λύ­τε­ρα να μας βρει ένα κα­φέ;» πρό­τει­νε η Ιρ­λαν­δέ­ζα.
Ο Σαν­τσχίν πή­ρε βια­στι­κά κά­ποιο τη­λέ­φω­νο. Χρεια­ζό­ταν κι άλ­λες οδη­γί­ες; Όποιοι κι αν ήταν αυ­τοί με τους οποί­ους εί­χε συ­νεν­νοη­θεί τό­σες φο­ρές στη δια­δρο­μή, δεν μπο­ρεί να μην ήξε­ραν να τους προ­τεί­νουν ένα μέ­ρος να κα­θί­σουν, κι ας ήταν μό­νο για τσάι.

«Εδώ εί­ναι, φτά­σα­με» τους έδει­ξε να κα­τέ­βουν από κά­τι σκα­λιά. Βγή­καν σε μια στοά με μα­γα­ζιά, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα με ρού­χα. Κά­μπο­σα τζι­νά­δι­κα, άλ­λα με τσά­ντες και πλα­στι­κού­ρα κά­θε λο­γής, με πα­πού­τσια εκ­πά­γλου ασχή­μιας. Κοι­τού­σαν γύ­ρω τους και δεν ήξε­ραν πώς να του πουν πως δεν υπήρ­χε τί­πο­τα να αγο­ρά­σουν εδώ.

Στο πα­ρα­πλεύ­ρως δρο­μά­κι εί­δαν μια σει­ρά από κο­σμη­μα­το­πω­λεία - στις βι­τρί­νες, μο­νό­πε­τρα και δα­χτυ­λί­δια από ροζ χρυ­σό. Έκα­ναν μια ανι­χνευ­τι­κή βόλ­τα, αλ­λά του κά­κου: στο εμπο­ρι­κό κέ­ντρο της πό­λης δεν υπήρ­χε κα­νέ­να μέ­ρος που να σερ­βί­ρει κα­φέ. Επέ­στρε­ψαν άκε­φα στα σκα­λιά που οδη­γού­σαν στην πλα­τεία, και ο Σαν­τσχίν έβγα­λε να κα­πνί­σει ένα τσι­γά­ρο. To φίλ­τρο εί­χε χρώ­μα μπλε με­ταλ­λι­κό.

«Hellooo!»

Την ίδια στιγ­μή αντί­κρι­σαν στην εί­σο­δο της στο­άς την Αμε­ρι­κα­νί­δα, να τους κου­νά­ει το χέ­ρι με ανυ­πό­κρι­τη χα­ρά. Τι άπο­ψη εί­χαν οι Κι­νέ­ζοι για τα αβυσ­σα­λέα ντε­κολ­τέ και τα έξω­μα που λαν­σά­ρι­ζε, άσχε­το πό­σο έκαι­γε ο ήλιος; Κα­νέ­νας δεν γδυ­νό­ταν τό­σο εδώ. Ίσως γι’ αυ­τό, οι δύο ντό­πιοι συγ­γρα­φείς που την πλαι­σί­ω­ναν έδει­χναν συ­γκρα­τη­μέ­νοι. Πα­ρά το μά­ξι και τις φου­σκά­λες που εί­χε βγά­λει στα πό­δια της (ένε­κα οι UGG από μα­κρύ­μαλ­λο μαύ­ρο πρό­βα­το που φο­ρού­σε στις εκ­δρο­μές στα βου­νά), η Αμε­ρι­κα­νί­δα διέ­σχι­σε πο­λύ γρή­γο­ρα την από­στα­ση που τους χώ­ρι­ζε, με δυο τρεις τσά­ντες να τρα­μπα­λί­ζο­νται από την κά­θε πλευ­ρά. Όχι μό­νο εί­χε ψω­νί­σει, τους πλη­ρο­φό­ρη­σε εν­θου­σια­σμέ­νη, αλ­λά οι Κι­νέ­ζοι την εί­χαν βοη­θή­σει και να πα­ζα­ρέ­ψει.

«Κι εσείς;»
«Εμείς ψά­χνου­με κα­νέ­να κα­φέ» πέ­τα­ξε αυ­θόρ­μη­τα η Ιρ­λαν­δέ­ζα, κι αμέ­σως έσπευ­σε να συ­μπλη­ρώ­σει: «Για να γρά­ψου­με...»

Ήταν η στιγ­μή να το πουν κα­θα­ρά στον Σαν­τσχίν, πράγ­μα που ανέ­λα­βε να κά­νει η ίδια, αγ­γί­ζο­ντας και πά­λι τα χέ­ρια του. Εκεί­νος απευ­θύν­θη­κε στο κι­νη­τό με μια έκ­φρα­ση γα­λή­νια.

«Εί­μα­στε σε μια μι­κρή πό­λη και δεν υπάρ­χουν κα­φέ» με­τέ­φρα­σε στα αγ­γλι­κά η εφαρ­μο­γή. Ο Σαν­τσχίν της ξα­να­πή­ρε το τη­λέ­φω­νο, για να προ­σθέ­σει κά­τι ακό­μα:
«Οι Κι­νέ­ζοι συγ­γρα­φείς γρά­φουν στο σπί­τι τους, και όχι σε κα­φέ.»
«Γυρ­νά­με στο ξε­νο­δο­χείο!» φώ­να­ξε ο Ιτα­λός και του ζή­τη­σε το κι­νη­τό.

Η Γαλ­λί­δα δί­πλα του κρυ­φο­γε­λού­σε.

«Θέ­λου­με να γυ­ρί­σου­με στο ξε­νο­δο­χείο!» ανα­κοί­νω­σε τώ­ρα στη συ­σκευή ο Ιτα­λός, χω­ρί­ζο­ντας κω­μι­κά τις λέ­ξεις.

Σκύ­βο­ντας πά­λι πά­νω απ’ το τη­λέ­φω­νο, ο Σαν­τσχίν ξα­νά­πε κά­τι με ήρε­μη και κα­θα­ρή φω­νή.
Εκνευ­ρι­σμέ­νος ο Ιτα­λός έβγα­λε ν’ ανά­ψει τσι­γά­ρο, κι εκεί­νη κα­τά­φε­ρε να χω­θεί ανά­με­σα στους δυο τους.

«Αν δεν θέ­λε­τε να κά­νε­τε ψώ­νια, τό­τε θα σας συ­νο­δέ­ψου­με στο ξε­νο­δο­χείο» με­τέ­φε­ρε στους άλ­λους αυ­τό που εί­χε με­τα­φρά­σει η εφαρ­μο­γή.

Για λό­γους που ίσως σχε­τί­ζο­νταν με τη Γαλ­λί­δα, με μια διάρ­ροια που τον εί­χε πιά­σει το τε­λευ­ταίο δι­ή­με­ρο και τον εί­χε κά­νει να χά­σει την εκ­δρο­μή στην ηφαι­στεια­κή λί­μνη ή, έστω, με την ανι­κα­νο­ποί­η­τη επι­θυ­μία του να φά­ει πί­τσα, ο Ιτα­λός έχα­σε τον έλεγ­χο.

«Θα πά­με μό­νοι μας!» φώ­να­ξε από­το­μα αρ­πά­ζο­ντας το κι­νη­τό. «Τον ξέ­ρου­με τον δρό­μο!»

Ο Σαν­τσχίν ξα­νάρ­χι­σε να μι­λά­ει πά­νω απ’ τη συ­σκευή, τώ­ρα με φω­νή ακό­μη πιο αρ­γή. Εκεί­νη προ­σπά­θη­σε να πιά­σει το βλέμ­μα του, αλ­λά τα βλέ­φα­ρά του ήταν συ­νέ­χεια χα­μη­λω­μέ­να. Την τε­λευ­ταία στιγ­μή, κά­τι θα πρέ­πει να αφαί­ρε­σε απ’ όσα εί­χε πει, για­τί στο κου­τά­κι της με­τά­φρα­σης εμ­φα­νί­στη­κε μια μό­νο φρά­ση:

«Όμως εμείς εί­μα­στε υπεύ­θυ­νοι για την ασφά­λειά σας.»

Ο Κα­να­δός δο­κί­μα­σε να ελα­φρύ­νει τη θέ­ση του. Εί­πε σε ου­δέ­τε­ρο τό­νο πως ήθε­λε να επι­στρέ­ψει στο ξε­νο­δο­χείο για­τί έκα­νε υπερ­βο­λι­κή ζέ­στη κι έπρε­πε να κά­νει ένα ντους.
Οι υπό­λοι­ποι δεν εί­παν τί­πο­τα.

Βγαί­νο­ντας στο πα­ρα­πλεύ­ρως δρο­μά­κι, άφη­σαν την Αμε­ρι­κα­νί­δα, τον Σαν­τσχίν και τους άλ­λους δυο Κι­νέ­ζους σ’ ένα από τα κο­σμη­μα­το­πω­λεία.
Δυο βή­μα­τα πιο κά­τω, ο Κα­να­δός ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη. Τε­λι­κά ήθε­λε να μεί­νει μό­νος για να σκε­φτεί, και προ­τι­μού­σε να επι­στρέ­ψει στο ξε­νο­δο­χείο χω­ρι­στά.
Εκεί­νη ανα­ρω­τή­θη­κε αν ήταν μια δι­καιο­λο­γία για να πά­ει να βρει τους άλ­λους. Αν ένιω­θε κι αυ­τός, όπως κι η ίδια, ότι τους εί­χαν προ­σβά­λει.
Οι τέσ­σε­ρίς τους πή­ραν την κα­τεύ­θυν­ση προς το ξε­νο­δο­χείο, χω­ρίς να μι­λά­νε. Σ’ αυ­τή την πλευ­ρά του δρό­μου, τα μα­γα­ζιά εί­χαν στε­νές και σκο­τει­νές ει­σό­δους και οι ανα­γου­λια­στι­κές μυ­ρω­διές σφα­γεί­ου που έφτα­ναν στο πε­ζο­δρό­μιο την έκα­ναν να φα­ντά­ζε­ται πρά­ξεις ανεί­πω­της βαρ­βα­ρό­τη­τας.

«Θέ­λω να πάω μό­νος μου, δεν θέ­λω να με συ­νο­δεύ­σεις, αυ­τό ακρι­βώς του εί­πα» ξέ­σπα­σε σε μια στιγ­μή ο Ιτα­λός. «Δεν ξέ­ρω αν προ­σβλή­θη­κε, δεν ήθε­λα να του βά­λω τις φω­νές, αλ­λά μ’ ενο­χλεί να μου κα­νο­νί­ζουν συ­νέ­χεια το πρό­γραμ­μα!»
«Κι εμέ­να!» συμ­φώ­νη­σε η Γαλ­λί­δα. «Μ’ όλες αυ­τές τις με­τα­κι­νή­σεις για να μας δεί­ξουν αξιο­θέ­α­τα δεν έχω προ­λά­βει να γρά­ψω. Και δεν κα­τά­λα­βα κα­θό­λου για­τί έπρε­πε να μας φέ­ρουν εδώ.»
Κρυ­φά ή φα­νε­ρά, όλοι τους εί­χαν ανα­ρω­τη­θεί για­τί οι διορ­γα­νω­τές επέ­λε­ξαν αυ­τή την επαρ­χία. Βρι­σκό­ταν στη Βο­ρειο­α­να­το­λι­κή Κί­να, στα πέ­ρα­τα της γης, κολ­λη­τά στη Βό­ρειο Κο­ρέα. Η φύ­ση άξι­ζε τον κό­πο, αλ­λά ασφα­λώς θα υπήρ­χαν φυ­σι­κές ομορ­φιές και πο­λύ πιο κε­ντρι­κά.
Εκεί­νη τη στιγ­μή, η Ιρ­λαν­δέ­ζα σή­κω­σε τη μη­χα­νή της να βγά­λει μια φω­το­γρα­φία. Από την απέ­να­ντι πλευ­ρά του δρό­μου ερ­χό­ταν μια γυ­ναί­κα φορ­τω­μέ­νη με κά­τι σα­κού­λες γε­μά­τες με­λι­τζά­νες. Η σκη­νή εί­χε κά­τι. Τα πα­ρά­ται­ρα ρού­χα της γυ­ναί­κας, το απο­κα­μω­μέ­νο ύφος της, μα­ζί κι οι με­λι­τζά­νες - πο­λύ μα­κριές και με γυ­ρι­στές άκρες. Μό­λις όμως κα­τά­λα­βε πως τη φω­το­γρα­φί­ζουν, η άγνω­στη έβα­λε τις φω­νές κι άρ­χι­σε να τρέ­χει όσο της το επέ­τρε­παν οι βα­ριές σα­κού­λες της.

«Αυ­τοί μας φω­το­γρα­φί­ζουν όλη την ώρα, αλ­λά κοί­τα πώς κά­νουν όταν πά­με να τους φω­το­γρα­φί­σου­με εμείς!» σχο­λί­α­σε ο Ιτα­λός. «Έπρε­πε να ρω­τή­σω πρώ­τα» εί­πε απο­λο­γη­τι­κά η Ιρ­λαν­δέ­ζα. «Γι’ αυ­τούς τους αν­θρώ­πους εί­μα­στε μάλ­λον οι κα­κοί από τη διε­φθαρ­μέ­νη Δύ­ση...»

Η Γαλ­λί­δα γέ­λα­σε με το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό υψί­φω­νο γε­λά­κι της. Η ίδια ήξε­ρε ιστο­ρί­ες από πρώ­το χέ­ρι, όπως αυ­τή που εί­χε ακού­σει από μια κα­λή της φί­λη. Κα­τά τη διάρ­κεια ενός τα­ξι­διού στην Κί­να πριν από κα­μιά δε­κα­πε­ντα­ε­τία, η φί­λη βρέ­θη­κε σ’ ένα λε­ω­φο­ρείο όπου ένας επι­βά­της άρ­χι­σε να φω­νά­ζει πως του έκλε­ψαν το πορ­το­φό­λι. Ο οδη­γός στα­μά­τη­σε το όχη­μα, ήρ­θε η αστυ­νο­μία, έγι­νε σε όλους σω­μα­τι­κή έρευ­να και ο κλε­φτης βρέ­θη­κε. Αντί να τον συλ­λά­βουν όμως, τον εκτέ­λε­σαν επί τό­που.

«Εδώ οι άν­θρω­ποι φο­βού­νται... Αυ­τό θέ­λω να πω!» η Γαλ­λί­δα υπο­γράμ­μι­σε το επι­μύ­θιο με το ίδιο γε­λά­κι.
«Εί­ναι μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος η φί­λη σου;» πή­γε να αστειευ­τεί ο Ιτα­λός.

Η Γαλ­λί­δα του έδω­σε ένα χαϊ­δευ­τι­κό μπα­τσά­κι.

«Και ψέ­μα­τα να εί­ναι, η Κί­να εί­ναι πα­γκο­σμί­ως πρώ­τη σε εκτε­λέ­σεις» εί­πε η Ιρ­λαν­δέ­ζα. «Και η ει­κό­να που πα­ρου­σιά­ζουν τα στα­τι­στι­κά στοι­χεία εί­ναι πιο κο­λα­κευ­τι­κή απ’ την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.»
«Πέ­ρα απ’ αυ­τό, έτσι και φτά­σει κα­νείς στο εδώ­λιο του κα­τη­γο­ρου­μέ­νου στην Κί­να, έχει ελά­χι­στες πι­θα­νό­τη­τες να αθω­ω­θεί» βε­βαί­ω­σε η Γαλ­λί­δα.
Ο Ιτα­λός έκα­νε μια κί­νη­ση με το χέ­ρι του σαν να ήθε­λε να σβή­σει τον δρό­μο από έναν νοη­τό μαυ­ρο­πί­να­κα.

«Σκέ­τη κα­τά­θλι­ψη να ζει κα­νείς εδώ» εί­πε μου­ντά.

Η Γαλ­λί­δα ξα­νά­βα­λε τα γέ­λια.
Κά­ποιος που έχει γεν­νη­θεί εδώ δεν νιώ­θει απα­ραι­τή­τως δυ­στυ­χής, βάλ­θη­κε να λέ­ει η Ιρ­λαν­δέ­ζα. Δεν έχει facebook, twitter, youtube, για να συ­γκρί­νει με το «Αλ­λού».
Ξε­κί­νη­σαν οι δυο τους μια κου­βέ­ντα για το τι ήταν χει­ρό­τε­ρο: η λο­γο­κρι­σία για τους εδώ, που δεν έχουν πρό­σβα­ση στο ίντερ­νετ ή η πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση για τους δυ­τι­κούς, που έχουν. Για τον Ιτα­λό, η απά­ντη­ση ήταν ξε­κά­θα­ρη, ενώ η Ιρ­λαν­δέ­ζα επέ­με­νε πως και τα δυο συ­στή­μα­τα ευ­νο­ούν τη χει­ρα­γώ­γη­ση, το κα­θέ­να με τον τρό­πο του.
Τους άκου­γε χω­ρίς να συμ­με­τέ­χει, έχο­ντας θυ­μη­θεί ξαφ­νι­κά την ερώ­τη­ση που της έκα­νε το πρώ­το κιό­λας βρά­δυ ο ένας Αυ­στρα­λός.

«Πώς εί­ναι να γρά­φεις σε μια τό­σο μι­κρή γλώσ­σα;»
«Σαν να έχεις γεν­νη­θεί στο λά­θος μέ­ρος» θα εί­χε δώ­σει ει­λι­κρι­νή απά­ντη­ση σε κά­ποιον που δεν θα την εί­χε θί­ξει, έστω και χω­ρίς να το θέ­λει. «Μι­κρή γλώσ­σα, αλ­λά με με­γά­λη ιστο­ρία» εί­χε πε­ριο­ρι­στεί να του απα­ντή­σει ψυ­χρά. Βρι­σκό­ντου­σαν σ’ ένα πάρ­κο που ήταν δια­κο­σμη­μέ­νο με πρω­τό­τυ­πα φα­νά­ρια για τη θε­ρι­νή σε­ζόν: γι­γά­ντια κύ­μα­τα, δελ­φί­νια, κα­βού­ρια, κο­χύ­λια και κο­ράλ­λια από πα­πιέ μα­σέ. Με­τά απ’ αυ­τή τη στι­χο­μυ­θία, ο πο­λύ­χρω­μος φω­τι­σμός του πάρ­κου εί­χε πά­ψει να δί­νει την ίδια θαλ­πω­ρή.
Από μια άπο­ψη, κα­λύ­τε­ρα που ο Σαν­τσχίν δεν εί­χε μεί­νει μα­ζί τους. Κά­τι μπο­ρεί να κα­τα­λά­βαι­νε απ’ την κου­βέ­ντα στα αγ­γλι­κά. Της εί­χε πει πως ζού­σε σε μια κο­ντι­νή πό­λη, που πό­ση δια­φο­ρά μπο­ρεί να εί­χε απ’ αυ­τήν εδώ;

«Εί­χε πλά­κα πά­ντως αυ­τό που μας εί­πε» ξα­νά­κου­σε τη φω­νή της Γαλ­λί­δας, «πως οι Κι­νέ­ζοι συγ­γρα­φείς γρά­φουν στο σπί­τι τους.»

Γρά­φουν στο σπί­τι τους. Η Λιου Σια εί­χε από και­ρό στα­μα­τή­σει να γρά­φει. Μια μέ­ρα στο πούλ­μαν εί­χε ρω­τή­σει την Ιρ­λαν­δέ­ζα, που ήταν ποι­ή­τρια, αν την ήξε­ρε. Μια Κι­νέ­ζα ποι­ή­τρια, τη Λιου Σια, που την εί­χαν για χρό­νια σε κα­τ’ οί­κον πε­ριο­ρι­σμό. Εί­χε γρά­ψει γι’ αυ­τήν και η Guardian. Η Ιρ­λαν­δέ­ζα δεν την εί­χε ξα­να­κού­σει. Το άρ­θρο της Guardian αφο­ρού­σε κυ­ρί­ως τον άντρα της, τον συγ­γρα­φέα και ακτι­βι­στή Λιου Σια­ο­μπό, που εί­χε τι­μη­θεί στη Δύ­ση με Νό­μπελ Ει­ρή­νης. Οι δυο τους εί­χαν ζή­σει το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της κοι­νής τους ζω­ής χω­ρι­στά, εκεί­νος εκτί­ο­ντας δια­δο­χι­κές ποι­νές φυ­λά­κι­σης κι εκεί­νη στο σπί­τι, υπό αστυ­νο­μι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση. Μό­νο ένα ποί­η­μά της ήξε­ρε κι η ίδια. Το εί­χε βρει στα αγ­γλι­κά, στην ιστο­σε­λί­δα του Poetry Foundation, και το εί­χε με­τα­φρά­σει στα ελ­λη­νι­κά. Μι­λού­σε για άδειες κα­ρέ­κλες και για τον Βαν Γκογκ - απου­σία, κα­θή­λω­ση και τρέ­λα.

«Από πε­ριέρ­γεια, έχεις ακού­σει για την πλα­τεία Τιεν Αν Μεν;» στρά­φη­κε τώ­ρα επί­τη­δες στον Ιτα­λό. Ο Λιου Σια­ο­μπό ήταν ανά­με­σα σ’ αυ­τούς που εί­χαν ορ­γα­νώ­σει τα επει­σό­δια δια­μαρ­τυ­ρί­ας.
«Εκεί έγι­νε η εξέ­γερ­ση των φοι­τη­τών στο Πε­κί­νο, το ογδό­ντα εν­νιά» πε­τά­χτη­κε στη θέ­ση του Ιτα­λού η Γαλ­λί­δα. Τε­λι­κά ίσως κα­κώς την εί­χε υπο­τι­μή­σει.
Ο Ιτα­λός δεν έδει­χνε να κα­τα­λα­βαί­νει για τι πράγ­μα μι­λού­σαν.
Η Γαλ­λί­δα επω­φε­λή­θη­κε για να τον πιά­σει απ’ τον ώμο: «Εί­ναι πο­λύ μι­κρός για να ξέ­ρει.»

«Ήμουν εν­νιά χρο­νών το ογδό­ντα εν­νιά» συμ­φώ­νη­σε χα­ρού­με­να εκεί­νος. Ήταν η δεύ­τε­ρη φο­ρά που έβγα­ζε τον εαυ­τό του λά­δι. Προη­γου­μέ­νως για τον τρό­πο με τον οποίο μί­λη­σε στον Σαν­τσχίν, και τώ­ρα για την άγνοιά του.

Κάποια στιγμή της έδειξε τη λέξη «χιόνι». Ένας κομψός χαρακτήρας που θύμιζε όχι νιφάδα, αλλά βιβλίο ανοιχτό σε αναλόγιο. Λίγο μετά, σε άλλη σελίδα, πάλι ο ίδιος χαρακτήρας, που τώρα εκείνη μπόρεσε να τον αναγνωρίσει. Ακόμη κι έτσι, το χιόνι δημιουργούσε συνειρμούς με άλλες λέξεις στο μυαλό της, που κάποια σχέση πρέπει να είχαν μ’ αυτό που τους συνέβαινε.

Στο με­τα­ξύ εί­χαν φτά­σει πια σε κά­τι σαν σταυ­ρο­δρό­μι, κι από δω φαι­νό­ταν το ξε­νο­δο­χείο. Θα μπο­ρού­σαν να επι­στρέ­ψουν στα δω­μά­τια τους και να πε­ρι­μέ­νουν το με­ση­με­ρια­νό, που ήταν πά­ντα ένα γεύ­μα εξί­σου θε­σπέ­σιο με το βρα­δι­νό ή, κα­τά την εκτί­μη­ση ορι­σμέ­νων απ’ το γκρουπ των δυ­τι­κών, «μια σκέ­τη εξ­τρα­βα­γκάν­τσα».
Κα­θυ­στε­ρού­σαν πε­ρι­μέ­νο­ντας να αδειά­σει από αυ­το­κί­νη­τα ο δρό­μος και ο Ιτα­λός προ­σφέρ­θη­κε να ρί­ξει μια τε­λευ­ταία μα­τιά σε μια κά­θε­τη οδό, μή­πως βρι­σκό­ταν εκεί κά­ποιο μέ­ρος να κα­θί­σουν.
Σ’ αυ­τό πε­ρί­που το ύψος της λε­ω­φό­ρου ήταν το μα­γα­ζί με τα χρυ­σά πα­κε­τά­κια. Η λα­μπε­ρή του προ­θή­κη άξι­ζε μια φω­το­γρα­φία, όπως και μια γυ­ναί­κα κα­θι­στή μπρο­στά στην πόρ­τα, που κρα­τού­σε στα πό­δια της ένα πε­κι­νουά με τα αυ­τιά του βαμ­μέ­να ροζ. Εί­χαν ξα­να­δεί σκυ­λιά κα­κο­ποι­η­μέ­να έτσι, αλ­λά το θέ­α­μα ήταν πά­ντα απω­θη­τι­κό. «Αύ­ριο εί­ναι η Ημέ­ρα των Νε­κρών», θέ­λη­σε να εξη­γή­σει στις άλ­λες δυο τι ήταν τα χρυ­σά πα­κε­τά­κια, μό­λις τε­λεί­ω­σαν με τις φω­το­γρα­φί­ες. Η σκέ­ψη του Σαν­τσχίν, που τον εί­χαν εγκα­τα­λεί­ψει στο έλε­ος της Αμε­ρι­κα­νί­δας, εξα­κο­λου­θού­σε να τη βα­ραί­νει.

«Η Ημέ­ρα των νε­κρών; Ποιος το λέ­ει;» δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε η Γαλ­λί­δα. «Έχου­με Αύ­γου­στο. Την Ημέ­ρα των Νε­κρών εί­ναι η επέ­τειος της εξέ­γερ­σης στην πλα­τεία Τιεν Αν Μεν, που πέ­φτει τον Απρί­λη. Το θυ­μά­μαι πο­λύ κα­λά.»

Τώ­ρα το θυ­μό­ταν κι εκεί­νη. Εί­χε δια­βά­σει ότι τριά­ντα χρό­νια με­τά η κυ­βέρ­νη­ση έβα­ζε ακό­μη εμπό­δια στον εορ­τα­σμό της. Τό­τε, τι μπο­ρεί να σή­μαι­νε αυ­τό; ανα­ρω­τή­θη­κε δυ­να­τά. Στην Κί­να υπήρ­χαν δύο μέ­ρες αφιε­ρω­μέ­νες στους νε­κρούς ή ο Σαν­τσχίν εί­χε προ­σπα­θή­σει να της πει συν­θη­μα­τι­κά κά­τι άλ­λο; Εκεί­νη τη στιγ­μή αντι­λή­φθη­κε τα νο­ή­μα­τα που της έκα­νε η Ιρ­λαν­δέ­ζα.

«Εί­ναι πί­σω μας.»

Γυρ­νώ­ντας, εί­δε τον Σαν­τσχίν με τους άλ­λους δυο Κι­νέ­ζους. Η Αμε­ρι­κα­νί­δα δεν ήταν μα­ζί τους, ού­τε και ο Κα­να­δός. Οι τρεις τους στέ­κο­νταν λί­γο πα­ρά­με­ρα, σαν να ήθε­λαν να κρα­τή­σουν μια δια­κρι­τι­κή από­στα­ση.
Αμή­χα­να έκα­νε ένα βή­μα προς το μέ­ρος τους. «Να σας βγά­λω μια φω­το­γρα­φία;»
Τους άρε­σε να τους φω­το­γρα­φί­ζουν. Ο Σαν­τσχίν δεν άλ­λα­ξε ύφος, ενώ οι άλ­λοι δύο στή­θη­καν χα­μο­γε­λα­στοί.
Ού­τε κα­τά­λα­βε πώς τα κα­τά­φε­ρε να ξε­μο­να­χιά­σει τον Σαν­τσχίν, όταν ο Ιτα­λός επέ­στρε­ψε άπρα­γος απ’ τη βόλ­τα. Οι δι­κοί της έφευ­γαν πά­λι μπρο­στά με κα­τεύ­θυν­ση το ξε­νο­δο­χείο, και οι δυο άλ­λοι Κι­νέ­ζοι τους ακο­λου­θού­σαν. Αφού δεν υπήρ­χε μέ­ρος να πιουν κα­φέ, τον ρώ­τη­σε αν μπο­ρού­σαν να πιουν κά­που τσάι. Η απά­ντη­σή του ήταν αρ­νη­τι­κή. Της εί­χε θυ­μώ­σει;

«Θα πρέ­πει πά­ντως να υπάρ­χει κά­ποιο μα­γα­ζί που να που­λά­ει τσάι» ξα­να­εί­πε στην εφαρ­μο­γή.

Ο Σαν­τσχίν το πα­ρα­δέ­χτη­κε. Άρ­χι­σε να ψά­χνει στο κι­νη­τό του τον χάρ­τη, αλ­λά με­τά από λί­γο στα­μά­τη­σε να ρω­τή­σει έναν πε­ρα­στι­κό. Όσο ο πε­ρα­στι­κός του έδι­νε οδη­γί­ες, εκεί­νη τον πα­ρα­τη­ρού­σε ανε­νό­χλη­τη. Ήταν μι­κρό­σω­μος και φο­ρού­σε μια μαύ­ρη στο­λή χω­ρίς δια­κρι­τι­κά, μέ­χρι που πρό­σε­ξε κά­τω κά­τω στο μα­νί­κι του, με άσπρα γράμ­μα­τα, τη λέ­ξη polis. Για μια στιγ­μή της φά­νη­κε πως το εί­χε φα­ντα­στεί.
Αφή­νο­ντας τον αστυ­νο­μι­κό, συ­νέ­χι­σαν να απο­μα­κρύ­νο­νται από το ξε­νο­δο­χείο, ακο­λου­θώ­ντας πά­ντα την ίδια λε­ω­φό­ρο. Τώ­ρα ντρε­πό­ταν να πει στον Σαν­τσχίν πως δεν χρεια­ζό­ταν να πά­νε αν το μα­γα­ζί με το τσάι ήταν μα­κριά.
Θα τον ρω­τού­σε αν ήξε­ρε τι έγι­νε στην πλα­τεία Τιεν Αν Μεν την Ημέ­ρα των Νε­κρών; Ήταν με­γα­λύ­τε­ρος από τον Ιτα­λό, και σί­γου­ρα ωρι­μό­τε­ρος. Θα τολ­μού­σε να του μι­λή­σει για την ποι­ή­τρια Λιου Σια; Με την Ιρ­λαν­δέ­ζα την εί­χαν ανα­ζη­τή­σει στο Baidu, το κι­νέ­ζι­κο υπο­κα­τά­στα­το του Google. Βρή­καν την ιστο­σε­λί­δα του Poetry Foundation, όχι όμως το όνο­μα της Λιου Σια. Αδειες άδειες άδειες / τό­σες άδειες κα­ρέ­κλες / πα­ντού. Μοιά­ζουν / χα­ρι­τω­μέ­νες στους πί­να­κες Βαν Γκογκ, θυ­μή­θη­κε τους πρώ­τους στί­χους του μο­να­δι­κού της ποι­ή­μα­τος, που το εί­χε με­τα­φρά­σει στα ελ­λη­νι­κά. Πριν φύ­γει για την Κί­να, την εί­χε ψά­ξει στο ίντερ­νετ. Εί­χε βρει του­λά­χι­στον δέ­κα Λιου Σια, λο­γα­ρια­σμούς φβ και τουί­τερ. Όλες πο­λύ νε­ό­τε­ρες. Κα­μία σχέ­ση με την ποι­ή­τρια, που εί­χε γεν­νη­θεί το εξή­ντα ένα. Συ­νο­μή­λι­κη της Γαλ­λί­δας, συ­νει­δη­το­ποί­η­σε τώ­ρα. Ο Λιου Σια­ο­μπό εί­χε πε­θά­νει στο νο­σο­κο­μείο, τε­λώ­ντας πά­ντα υπό κρά­τη­ση. Πα­ρά τις διε­θνείς πιέ­σεις, το αί­τη­μά του να εγκα­τα­λεί­ψει την Κί­να για να του προ­σφερ­θεί πε­ρί­θαλ­ψη αλ­λού δεν εγκρί­θη­κε πο­τέ. Αμέ­σως με­τά, τα ίχνη της Λιου Σια εξα­φα­νί­στη­καν. Η τε­λευ­ταία της φω­το­γρα­φία την έδει­χνε να κου­νά­ει τα χέ­ρια της σαν να μπο­ρού­σε να τα κά­νει φτε­ρά. Μι­κρό­σω­μη, με κο­ντο­κου­ρε­μέ­νο κε­φά­λι και με τα στρογ­γυ­λά της γυα­λά­κια, έμοια­ζε πο­λύ νέα. Την άφη­σαν να φύ­γει; Πού ήταν τώ­ρα; Θα ξα­νά­γρα­φε ποι­ή­μα­τα;
Ο Σαν­τσχίν της έδει­ξε να πε­ρά­σουν απέ­να­ντι. Δεν υπήρ­χε φα­νά­ρι κι η λε­ω­φό­ρος σ’ αυ­τό το ση­μείο σχη­μά­τι­ζε μια με­γά­λη δι­χά­λα. Τα αυ­το­κί­νη­τα έρ­χο­νταν ανε­μπό­δι­στα κι από δυο με­ριές. Άρ­χι­σαν να τρέ­χουν για να δια­σχί­σουν τον δρό­μο, κι εκεί­νος την έπια­σε απ’ το χέ­ρι. Ήξε­ρε πια πως δεν θα του έλε­γε τί­πο­τα, για­τί η ερώ­τη­ση «Πώς εί­ναι να γρά­φεις χω­ρίς ελευ­θε­ρία;» εί­ναι πιο προ­σβλη­τι­κή κι απ’ την ερώ­τη­ση «Πώς εί­ναι να γρά­φεις σε μια τό­σο μι­κρή γλώσ­σα;»
Το μα­γα­ζί του τσα­γιού τέ­τοια ώρα έβρα­ζε απ’ τη ζέ­στη. Ζή­τη­σε τσάι χρυ­σαν­θέ­μων, που στη συ­νέ­χεια το άφη­σε στην άκρη, για­τί θυ­μή­θη­κε ότι δεν εί­ναι τσάι αλ­λά αφέ­ψη­μα. Όταν η ηλι­κιω­μέ­νη πω­λή­τρια τη ρώ­τη­σε αν ήθε­λε τσάι σε φα­κε­λά­κια ή χύ­μα, ένιω­σε πως την υπο­τι­μού­σαν. «Σ’ αρέ­σει το μαύ­ρο ή το πρά­σι­νο τσάι;» ρώ­τη­σε o Σαν­τσχίν. «Εγώ πί­νω μό­νο μαύ­ρο.» Ίσως γι’ αυ­τό τα στρογ­γυ­λά πα­τι­κω­μέ­να φυλ­λα­ρά­κια του Oolong της φά­νη­καν λι­γό­τε­ρo ελ­κυ­στι­κά. Από αμη­χα­νία δεν του εί­πε πως προ­τι­μού­σε το Κeemun ή το Lapsang souchong, ενώ απέ­φευ­γε το Yunnan, που αν και «μαύ­ρο», χρω­μα­τι­κά φέρ­νει προς το πρά­σι­νο. Οι γυά­λες στα με­ταλ­λι­κά ρά­φια πρέ­πει να πε­ριεί­χαν δε­κά­δες ποι­κι­λί­ες μαύ­ρου τσα­γιού, και ποιος ξέ­ρει πό­σα δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη Κeemun. Μαύ­ρα ήταν και τα τρία τσά­για που διά­λε­ξε - ένα από τα ακρι­βό­τε­ρα του μα­γα­ζιού, ένα δεύ­τε­ρο που πε­ριεί­χε αν­θά­κια για­σε­μιού («Για­σε­μί δεν εί­ναι;» ρώ­τη­σε τον Σαν­τσχίν ελ­πί­ζο­ντας πως δεν έπε­φτε έξω, και χά­ρη­κε όταν της το επι­βε­βαί­ω­σε), κι ένα τρί­το που τα ντε­λι­κά­τα φυλ­λα­ρά­κια του, του­λά­χι­στον σ’ αυ­τό το φως, εί­χαν μια από­χρω­ση μα­βιά.

«Η κυ­ρία εί­ναι πο­λύ ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη που ψω­νί­ζεις και θα σου κά­νει κα­λύ­τε­ρη τι­μή» ανα­κοί­νω­σε ο Σαν­τσχίν όταν το τσάι εί­χε ζυ­γι­στεί. Η έκ­πτω­ση ήταν όντως προ­σφο­ρά του κα­τα­στή­μα­τος ή εί­χε ο ιδιος δια­κρι­τι­κά δια­πραγ­μα­τευ­τεί την τι­μή; Για εκα­τό γραμ­μά­ρια από το κά­θε εί­δος, πλή­ρω­σε το ένα τρί­το του πο­σού που θα εί­χε δώ­σει στη Δύ­ση. «Να προ­σέ­ξεις πώς θα το βά­λεις στη βα­λί­τσα σου, για να μη θρυμ­μα­τι­στεί» τη συμ­βού­λε­ψε στο τέ­λος. Το τσάι ή και κά­τι άλ­λο πο­λύ­τι­μο; Ίσως ο Σαν­τσχίν το εν­νο­ού­σε κυ­ριο­λε­κτι­κά, αλ­λά μπο­ρού­σε να το πά­ρει κα­νείς και με­τα­φο­ρι­κά, κά­τι που εκεί­νη δεν δυ­σκο­λεύ­τη­κε να κά­νει.

Δια­σχί­ζο­ντας πά­λι το δρό­μο, τον έπια­σε πρώ­τη απ’ το χέ­ρι, ή μάλ­λον από τον αρι­στε­ρό καρ­πό. Φο­ρού­σε το βρα­χιό­λι ακό­μη κι όταν έγρα­φε ή όταν έπε­φτε να κοι­μη­θεί; Οι πέ­τρες του νε­φρί­τη, κρύ­ες και στιλ­πνές, ανέ­βα­σαν και τον δι­κό της σφυγ­μό. Μέ­χρι να φτά­σουν απέ­να­ντι εί­χε προ­λά­βει να σκε­φτεί ότι οι δυ­τι­κοί συγ­γρα­φείς θα ήταν ασφα­λώς δια­κρι­τι­κοί, αλ­λά οι συν­θή­κες δεν τους το επέ­τρε­παν. Ο Σαν­τσχίν πο­τέ δεν θα τολ­μού­σε, όχι πά­ντως με μια ξέ­νη γυ­ναί­κα, επί­ση­μη προ­σκε­κλη­μέ­νη από τη Δύ­ση. Αν φτά­σει κά­ποιος στο εδώ­λιο του κα­τη­γο­ρου­μέ­νου στην Κί­να, εί­ναι απί­θα­νο να αθω­ω­θεί. Ού­τε κι η ίδια θα τολ­μού­σε, και ένας από τους λό­γους ήταν και αυ­τός.
Την άλ­λη μέ­ρα, στο πούλ­μαν, πλη­σί­α­σε και της έδω­σε την ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή. «Xièxiè» εί­ναι στα μαν­δα­ρί­νι­κα το ευ­χα­ρι­στώ, η μό­νη λέ­ξη που όλοι σχε­δόν εί­χαν μά­θει να τη λέ­νε. Δεν αρ­κού­σε. Ση­κώ­θη­κε απ’ τη θέ­ση της και πή­γε κο­ντά του, στο μπρο­στι­νό κά­θι­σμα - κα­θό­ταν κι αυ­τός από την πλευ­ρά του δια­δρό­μου, έχο­ντας πιά­σει με τα πράγ­μα­τά του τη θέ­ση δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο.
Ανοι­χτό, το βι­βλίο ήταν ιδιαί­τε­ρα κα­λαί­σθη­το, έστω κι αν το μυ­στή­ριο των χα­ρα­κτή­ρων του στο πο­ρώ­δες κρεμ χαρ­τί ήταν και υπεν­θύ­μι­ση του τι ση­μαί­νει να εί­σαι αναλ­φά­βη­τος. Το γα­λά­ζιο εξώ­φυλ­λο, μ’ ένα σχέ­διο με κύ­μα­τα και σύν­νε­φα, θύ­μι­ζε πα­λιές εκ­δό­σεις ανα­το­λι­κού μυ­στι­κι­σμού. Εί­χε εκ­δο­θεί κά­μπο­σα χρό­νια πριν, και στη φω­το­γρα­φία έδει­χνε άλ­λος, με πρό­σω­πο πιο στρογ­γυ­λό και τα μαλ­λιά του κομ­μέ­να κο­ντά. Τι εί­χε με­σο­λα­βή­σει μέ­χρι να φτά­σει στο τω­ρι­νό του πρό­σω­πο; Δεν θα το μά­θαι­νε πο­τέ. Ένα βι­βλίο εί­ναι και αντι­κεί­με­νο, πο­τέ όμως μό­νο αντι­κεί­με­νο. Ξε­φυλ­λί­ζο­ντας, άρ­χι­σε να του δεί­χνει σκόρ­πιες λέ­ξεις και στί­χους.

«Τι λέ­ει εδώ;»

Του ζή­τη­σε να της δια­βά­σει ένα δύο ποι­ή­μα­τα ολό­κλη­ρα. Δεν ξε­περ­νού­σαν τη μι­σή σε­λί­δα και οι τί­τλοι τους ήταν μι­κροί, δύο ή τρεις χα­ρα­κτή­ρες το πο­λύ. Υπήρ­χε κά­τι σαν ανα­λο­γία ανά­με­σα στο βι­βλίο, που θα το έπαιρ­νε μα­ζί της χω­ρίς να μπο­ρεί να το δια­βά­σει, και στην ανά­μνη­ση του ποι­η­τή, με τον οποίο δεν θα απο­κτού­σε άλ­λη οι­κειό­τη­τα. Η σκέ­ψη ότι δεν θα έβλε­πε ξα­νά τη γκρί­ζα πό­λη όπου την πή­γε να αγο­ρά­σει τσάι τώ­ρα της προ­κα­λού­σε θλί­ψη.
Κά­ποια στιγ­μή της έδει­ξε τη λέ­ξη «χιό­νι». Ένας κομ­ψός χα­ρα­κτή­ρας που θύ­μι­ζε όχι νι­φά­δα, αλ­λά βι­βλίο ανοι­χτό σε ανα­λό­γιο. Λί­γο με­τά, σε άλ­λη σε­λί­δα, πά­λι ο ίδιος χα­ρα­κτή­ρας, που τώ­ρα εκεί­νη μπό­ρε­σε να τον ανα­γνω­ρί­σει. Ακό­μη κι έτσι, το χιό­νι δη­μιουρ­γού­σε συ­νειρ­μούς με άλ­λες λέ­ξεις στο μυα­λό της, που κά­ποια σχέ­ση πρέ­πει να εί­χαν μ’ αυ­τό που τους συ­νέ­βαι­νε. Απά­τη­το, άσπι­λο, άλιω­το. Δεν το απο­φά­σι­ζε όμως να του το πει. Τε­λι­κά του εί­πε μό­νο ότι της άρε­σε η λέ­ξη «χιό­νι», κι εκεί­νος εί­πε μό­νο πως το χει­μώ­να σ’ αυ­τά τα μέ­ρη χιο­νί­ζει πο­λύ.

Χιόνι

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Δή­μη­τρας Κολ­λιά­κου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: