Μουσεία, θεσμοί και ιδρύματα Σύγχρονης Τέχνης: Ευλογία ή κατάρα;

Μουσεία, θεσμοί και ιδρύματα Σύγχρονης Τέχνης: Ευλογία ή κατάρα;

Προ­κλη­τι­κό αναμ­φί­βο­λα το ερώ­τη­μα, αλ­λά στρο­βι­λί­ζε­ται μέ­σα μου πο­λύ και­ρό τώ­ρα, ιδί­ως με­τά την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των εγκαι­νί­ων του Μου­σεί­ου Σύγ­χρο­νης Τέ­χνης Γου­λαν­δρή και τα επι­κεί­με­να εγκαί­νια του Εθνι­κού Μου­σεί­ου Σύγ­χρο­νης Τέ­χνης, αλ­λά και την αυ­ξη­μέ­νη δρα­στη­ριό­τη­τα όλων σχε­δόν των άλ­λων φο­ρέ­ων που αφο­ρούν τη σύγ­χρο­νη Τέ­χνη, όπως θα ανα­φερ­θού­με ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα πα­ρα­κά­τω.
Η πλη­θώ­ρα τους εί­ναι δυ­σα­νά­λο­γη με τον αριθ­μό των γκα­λε­ρί που απέ­μει­ναν και λει­τουρ­γούν, και των εκ­θέ­σε­ων που πραγ­μα­το­ποιού­νται. Και αυ­τό δεί­χνει μια δρα­στι­κή αλ­λα­γή στη λει­τουρ­γία, στην προ­βο­λή και στην εξέ­λι­ξη της Τέ­χνης στο τό­πο μας.

Εκ πρώ­της όψε­ως ποιος δε θα χαι­ρό­ταν; Με­τά από χρό­νια πε­ρι­πε­τειών ως προς τους χώ­ρους ανέ­γερ­σης, το Μου­σείο Σύγ­χρο­νης Τέ­χνης Γου­λαν­δρή βρή­κε επι­τέ­λους στέ­γη σε μνη­μεια­κό κτή­ριο στο Πα­γκρά­τι χα­μη­λά, προς τα Ανά­κτο­ρα, όπως και στα αρ­χι­κά –και μα­ταιω­μέ­να– σχέ­δια. Η συλ­λο­γή ιμπε­σιο­νι­στών ζω­γρά­φων εί­ναι όντως εντυ­πω­σια­κή και μο­να­δι­κή στην Ελ­λά­δα, ίσως δε από τις κα­λύ­τε­ρες διε­θνώς· τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έρ­γα εί­χαν δη­μο­σιευ­θεί πριν δε­κα­ε­τί­ες στις επί­ση­μες εκ­δό­σεις αν­θο­λο­γί­ας των καλ­λι­τε­χνών (και μά­λι­στα με το όνο­μα τού Έλ­λη­να συλ­λέ­κτη). Ήταν τό­τε η επο­χή που οι συλ­λέ­κτες δεν κρυ­βό­ντου­σαν από τους κλέ­φτες και την εφο­ρία. Η συλ­λο­γή αυ­τή δη­μιουρ­γή­θη­κε έρ­γο-έρ­γο, με προ­σο­χή και γνώ­ση, και τι­μά τό­σο το ζεύ­γος Γου­λαν­δρή όσο και όλους μας που τώ­ρα έχου­με το ευ­ρω­παϊ­κών δια­στά­σε­ων Μου­σείο δί­πλα μας, και ήδη χι­λιά­δες επι­σκέ­πτες απ’ όλον τον κό­σμο. Το­νί­ζω το «έρ­γο-έρ­γο» διό­τι και ο Νιάρ­χος έχει με­γά­λη συλ­λο­γή ιμπρε­σιο­νι­στών – άγνω­στο αν κά­πο­τε σκο­πεύ­ουν να τη φέ­ρουν εδώ οι από­γο­νοι – αλ­λά πρό­κει­ται για τη συλ­λο­γή που σχη­μά­τι­σε ο ηθο­ποιός Έντουαρντ Ρό­μπιν­σον ο οποί­ος την πού­λη­σε στον Νιάρ­χο για να αντι­με­τω­πί­σει τα έξο­δα ενός δια­ζυ­γί­ου του.

Γε­νι­κώς, η «δη­μό­σια ει­κό­να» (image) των εφο­πλι­στών μας εί­ναι ισχυ­ρή διε­θνώς, από τα χρό­νια της ακ­μής του Ωνά­ση, κά­τι που έκα­νε ελ­κυ­στι­κή την Ελ­λά­δα, τό­τε, στο του­ρι­στι­κό πε­δίο.
Οι εφο­πλι­στές και επι­χει­ρη­μα­τί­ες έχουν ει­σχω­ρή­σει εκ νέ­ου τώ­ρα στον χώ­ρο των μου­σεί­ων κά­τι που, κα­ταρ­χήν, εί­ναι κα­λό και βοη­θά στην εξέ­λι­ξη των πραγ­μά­των. Το Μου­σείο Κυ­κλα­δι­κής Τέ­χνης π.χ. μα­να­τζά­ρε­ται από την κ. Μα­ρι­νο­πού­λου και εμ­μέ­σως και από τον Δά­κη Ιω­άν­νου, του οποί­ου η στέ­γη του ΔΕ­ΣΤΕ στην Ιω­νία έχει μάλ­λον πε­ριέλ­θει σε αχρη­στία. Εδώ γί­νο­νται ση­μα­ντι­κές εκ­θέ­σεις που πα­ρεμ­βαί­νουν στην ει­κα­στι­κή επι­και­ρό­τη­τα όπως, τώ­ρα, της Ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νί­δας Λί­ντας Μπέ­γκλις και πα­λαιό­τε­ρα εκεί­νη την έκ­θε­ση με τα σω­σί­βια των προ­σφύ­γων. Τα κυ­κλα­δι­κά εδώ­λια έχουν σχε­δόν ξε­χα­στεί.
Της ίδιας επι­χει­ρη­μα­τι­κής οι­κο­γέ­νειας, κα­θώς και μιας άλ­λης εφο­πλι­στι­κής εί­ναι οι νέ­ες «προ­σχω­ρή­σεις οι­κο­νο­μι­κών δυ­νά­με­ων» στο Μου­σείο Μπε­νά­κη. Αυ­τό, τώ­ρα, το δη­μο­φι­λέ­στε­ρο διε­θνώς ελ­λη­νι­κό μου­σείο, μα­στί­ζε­ται από δρα­μα­τι­κά οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα, κα­θώς έχει εξα­κτι­νώ­σει τις δρα­στη­ριό­τη­τές του (Ισλα­μι­κό Μου­σείο, Αρ­χείο Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, Φω­το­γρα­φί­ας κ.ά.), έχει πά­ρα πολ­λούς υπαλ­λή­λους –ο Άγ­γε­λος Δε­λη­βο­ριάς στε­να­χω­ριό­ταν που έπρε­πε να κά­νει απο­λύ­σεις– και με­γά­λη ανα­ξιο­ποί­η­τη πε­ριου­σία για την οποία πλη­ρώ­νει ΕΝ­ΦΙΑ. Στο κτή­ριο της Πει­ραιώς κά­νει ανα­δρο­μι­κές εκ­θέ­σεις σύγ­χρο­νης Τέ­χνης αλ­λά όχι πια των ση­μα­ντι­κό­τε­ρων μό­νο. Στο πα­λιό κτή­ριο του Κο­λω­να­κί­ου τρέ­χει τώ­ρα η έκ­θε­ση του Μα­νό­λη Χά­ρου «Το Νη­σί των Θη­σαυ­ρών» και χα­ρή­κα­με πο­λύ την επα­να­δρα­στη­ριο­ποί­η­ση του λυ­ρι­κού ζω­γρά­φου / χα­ρά­κτη.
Στο κο­ρυ­φαίο διε­θνώς –μα­ζί με του Καϊ­ρου– Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο έγι­νε η έκ­θε­ση ζω­γρα­φι­κής του Γ. Ξέ­νου και, πα­λαιό­τε­ρα, ο Μ. Στε­φα­νί­δης, κα­θη­γη­τής πια στο ΕΚ­ΠΑ και όχι απλώς επι­με­λη­τής της Εθνι­κής Πι­να­κο­θή­κης, εί­χε ορ­γα­νώ­σει πο­λύ ση­μα­ντι­κή ομα­δι­κή έκ­θε­ση με μου­σεια­κό θέ­μα / άξο­να.

Αλ­λά οι ατο­μι­κές καλ­λι­τε­χνών εί­ναι εκ­θέ­σεις που, κα­νο­νι­κά, γί­νο­ταν σε γκα­λε­ρί. Για­τί γί­νο­νται σε μου­σεία;

Η απά­ντη­ση εί­ναι πως η μου­σεια­κή απο­δο­χή μιας έκ­θε­σης σύγ­χρο­νου ει­κα­στι­κού καλ­λι­τέ­χνη [υπο­τί­θε­ται ότι] κά­νει τα έρ­γα πιο ση­μα­ντι­κά και πιο συλ­λε­κτι­κά, άρα συ­ντε­λεί στην κα­θιέ­ρω­ση και στις πω­λή­σεις. Και, ως γνω­στόν, οι πω­λή­σεις νέ­ων και πα­λιών έρ­γων, αυ­τήν τη δε­κα­ε­τία της εθνι­κής πτώ­χευ­σης, βρί­σκο­νται στη χα­μη­λό­τε­ρη κλί­μα­κα. Μη­χα­νι­σμός για ενί­σχυ­ση της κα­θιέ­ρω­σης καλ­λι­τε­χνών, εκ­θέ­σε­ων και έρ­γων, λοι­πόν τα μου­σεία, πα­ρέμ­βα­ση εντέ­λει στην Αγο­ρά, στην ελεύ­θε­ρη δια­μόρ­φω­ση αξιών και τι­μών.
Στη νέα αυ­τή κα­τά­στα­ση –που κλι­μα­κώ­θη­κε εδώ και με­ρι­κά χρό­νια– πρέ­πει να συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με και άλ­λα σχε­τι­κά φαι­νό­με­να, όπως τη δρα­στη­ριο­ποί­η­ση του Μου­σεί­ου Βορ­ρέ στην Παια­νία (σε συμ­μα­χία με το Μου­σείο/Ίδρυ­μα Γιάν­νη Σπυ­ρό­που­λου που ατύ­χη­σε με την αγο­ρά κτη­ρί­ου στα Εξάρ­χεια – όπου υπέ­στη κα­τά­λη­ψη αναρ­χι­κών..!), ή την επι­στρο­φή των εκ­θέ­σε­ων Γ. Τσα­ρού­χη στο ιδιό­κτη­το Μου­σείο του Μα­ρου­σιού, αφού οι συλ­λο­γές δα­νεί­στη­καν δυο-τρεις φο­ρές για εκ­θέ­σεις στο Μπε­νά­κη και, πο­λύ πα­λιό­τε­ρα, στο Μα­κε­δο­νι­κό Μου­σείο Σύγ­χρο­νης Τέ­χνης. Ας ση­μειώ­σου­με και την πλή­ρη και άδο­ξη εξα­φά­νι­ση της Πι­να­κο­θή­κης Δ. Πιε­ρί­δη στη Γλυ­φά­δα που, τυ­πι­κά, με­τα­βι­βά­στη­κε στον Δή­μο της πε­ριο­χής αλ­λά, ου­σια­στι­κά, έκλει­σε.

Σε αντί­στρο­φη πο­ρεία όμως έχου­με την ίδρυ­ση, από συλ­λέ­κτες, χώ­ρων επι­σκέ­ψι­μων Πι­να­κο­θη­κών και σχε­τι­κά έντο­νη δρα­στη­ριό­τη­τα από το Ίδρυ­μα Θε­ο­χα­ρά­κη, την Πι­να­κο­θή­κη Βο­για­τζό­γλου, την Πι­να­κο­θή­κη Φέ­λιου στην Κυ­ψέ­λη κ.ά., ενώ το Μου­σείο Φρυ­σί­ρα, στην Πλά­κα, με­τά από έντο­νη επι­τε­λι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, προ ετών, σή­με­ρα μοιά­ζει αμή­χα­νο. Για την δια­λάμ­ψα­σα, πα­λαιό­τε­ρα, Πι­να­κο­θή­κη Κου­βου­τσά­κη στην Κη­φι­σιά, με­τά την απώ­λεια του ιδρυ­τή της δεν υπάρ­χουν νε­ό­τε­ρα. Πα­ρά­δο­ξη επί­σης μου μοιά­ζει η μη-λει­τουρ­γία της Συλ­λο­γής Πορ­τα­λά­κη στη Σο­φο­κλέ­ους, που υπήρ­ξε και­νο­τό­μος πρω­το­βου­λία σ’ αυ­τόν τον χώ­ρο πριν δέ­κα-εί­κο­σι χρό­νια, ενώ τα έρ­γα τής συλ­λο­γής εί­ναι πά­ρα πολ­λά, άρι­στα επι­λεγ­μέ­να και με­τα­ξύ αυ­τών πολ­λά ξέ­νων ση­μα­ντι­κών καλ­λι­τε­χνών.
Δεν χω­ρά αμ­φι­βο­λία ότι όλη αυ­τή η δρα­στη­ριό­τη­τα έχει ως αντι­κεί­με­νο την εντε­λώς σύγ­χρο­νη, την εξε­λισ­σό­με­νη Τέ­χνη, και όχι την δε­δο­μέ­νη, ιστο­ρι­κά κα­θιε­ρω­μέ­νη και ανα­λοί­ω­τη στην εκτί­μη­ση Τέ­χνη.

Στο νε­ο­ε­γκαι­νια­σμέ­νο π.χ. Μου­σείο Γου­λαν­δρή, υπάρ­χει ει­δι­κή έκ­θε­ση νε­ό­τε­ρων Ελ­λή­νων ζω­γρά­φων, της λε­γό­με­νης Νε­ο­α­κα­δη­μαϊ­κής Σχο­λής –Δ. Δα­σκα­λά­κης, Μ. Φι­λο­πού­λου, Γ. Ρόρ­ρης, κ.ά.– δί­πλα στους με­γά­λους ευ­ρω­παί­ους ιμπρε­σιο­νι­στές, στοι­χείο που προ­κα­λεί ει­ρω­νι­κά χα­μό­γε­λα, όπως άλ­λω­στε, προ ει­κο­σα­ε­τί­ας, η αντί­στοι­χη προ­σπά­θεια της κ. Μ. Λα­μπρά­κη-Πλά­κα στην Εθνι­κή Πι­να­κο­θή­κη. Πρό­κει­ται για πο­λύ αξιό­λο­γη ομά­δα Ελ­λή­νων ζω­γρά­φων, τα­λα­ντού­χων και στο­χα­ζό­με­νων, που ήδη εξη­ντα­ρί­ζει ηλι­κια­κά, ομά­δα η οποία, κά­πο­τε, υπο­στη­ρί­χθη­κε σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τους «πρω­το­πο­ρια­κούς» της επο­χής, τους μα­θη­τές τού Ν. Κεσ­σαν­λή στην ΑΣΚΤ, που τώ­ρα εί­ναι κα­θη­γη­τές εκεί και σπα­νί­ως εκ­θέ­τουν.
Με αυ­τήν την ει­κό­να των πραγ­μά­των, ίσως μπο­ρού­με να θε­ω­ρή­σου­με την ομά­δα αυ­τή και μα­ζί της πολ­λούς άλ­λους που ζω­γρα­φί­ζουν με πα­ρα­δο­σια­κά μέ­σα πά­νω σε τε­λά­ρα, ότι παίρ­νει κά­ποιου εί­δους «ρε­βάνς» από τους αι­σθη­τι­κούς της αντι­πά­λους, οι οποί­οι εξαρ­χής κα­θιε­ρώ­νο­νται μέ­σω των δια­φό­ρων Κέ­ντρων Σύγ­χρο­νης Τέ­χνης, Μπιε­νά­λε, κ.λπ, απο­κτώ­ντας όνο­μα δη­μο­σιό­τη­τας αλ­λά ελά­χι­στη συλ­λε­κτι­κή δια­σπο­ρά μέ­σα στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία.

Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις πα­λιό­τε­ρες γκα­λε­ρί έκλει­σαν, υπο­λει­τουρ­γούν ή με­τα­μορ­φώ­θη­καν. Η «Μέ­δου­σα» της Μ. Δη­μη­τριά­δη, δυ­στυ­χώς δεν βρή­κε ακό­μα συ­νέ­χεια. Η «Ζου­μπου­λά­κη», ο «Αστρο­λά­βος» και η «Έρ­ση», πέ­ρα­σαν στη διεύ­θυν­ση της νέ­ας γε­νιάς των δια­δό­χων, και πα­ρα­μέ­νουν δρα­στή­ριες αλ­λά χω­ρίς τη δύ­να­μη, ακό­μη, να ελ­κύ­ουν τη δη­μο­σιό­τη­τα όπως πα­λιό­τε­ρα. Η «Σκου­φά», που πέ­ρα­σε επί­σης στα χέ­ρια των δια­δό­χων, εί­ναι μάλ­λον επι­κε­φα­λής στη λάμ­ψη και στις πω­λή­σεις, πα­ρά την «ει­σβο­λή» της γει­το­νι­κής γκα­λε­ρί «Ευ­ρι­πί­δης», που δεί­χνει ηγε­τι­κές τά­σεις και κά­νει με­τα­γρα­φές ση­μα­ντι­κών καλ­λι­τε­χνών, χω­ρίς όμως ακό­μη να «πα­ρά­γει» νέ­ους συλ­λέ­κτες.
Οι αί­θου­σες της πε­ριο­χής Ψυρ­ρή πε­ριέ­πε­σαν σε αφά­νεια, τα μο­ντερ­νι­στι­κά έρ­γα δεν συ­γκι­νούν πια, ού­τε έχουν υπο­στή­ρι­ξη από τα –ενα­πο­μεί­να­ντα– ΜΜΕ, ού­τε από συλ­λέ­κτες.

Α, μην ξε­χνά­με και τη με­τα­μόρ­φω­ση της ιστο­ρι­κής γκα­λε­ρί «Νέ­ες Μορ­φές» σε ίδρυ­μα, με πε­ριου­σία και επι­χο­ρη­γή­σεις και την ενα­σχό­λη­σή με αρ­χεια­κά ιστο­ρι­κά θέ­μα­τα, πα­ρου­σιά­σεις κοκ, μια με­ταλ­λα­γή που άφη­σε με­γά­λο κε­νό στις επί δε­κα­ε­τί­ες κο­ρυ­φαί­ες γκα­λε­ρί.
Χα­ρα­κτή­ρα αρ­χεια­κό/ιστο­ρι­κό έχει λά­βει και το Μορ­φω­τι­κό Ίδρυ­μα Εθνι­κής Τρά­πε­ζας, με τις πο­λύ­τι­μες και τεκ­μη­ριω­μέ­νες εκ­θέ­σεις του, συ­χνά και για ζώ­ντες καλ­λι­τέ­χνες. Αντί­θε­τα, η επα­να­δρα­στη­ριο­ποί­η­ση του Με­γά­ρου Μου­σι­κής με εκ­θέ­σεις γι­γα­ντι­κές και έντο­να νε­ο­τε­ρι­στι­κές οδη­γεί μάλ­λον σε απο­μό­νω­ση. Συ­ντη­ρη­τι­κό­τε­ρο το Ίδρυ­μα Σταύ­ρος Νιάρ­χος στο Φά­λη­ρο, έδει­ξε εκ­θέ­σεις-πα­κέ­το από την Εθνι­κή Πι­να­κο­θή­κη και αξιό­λο­γες ατο­μι­κές όπως τώ­ρα του Γιάν­νη Ψυ­χο­παί­δη.


Ευ­λο­γία, λοι­πόν, θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρή­σει κα­νείς αυ­τήν την αυ­ξα­νό­με­νη εξάρ­τη­ση των ει­κα­στι­κών Τε­χνών από τα με­γά­λα μου­σεία και ιδρύ­μα­τα, αφού οι μι­κρό­τε­ροι φο­ρείς, όπως οι Αί­θου­σες Τέ­χνης, υπο­λει­τουρ­γούν. Ως γε­νι­κή εντύ­πω­ση εί­ναι έτσι.
Αλ­λά πρό­κει­ται για σύ­σφι­ξη σχέ­σε­ων και εντυ­πώ­σε­ων όχι πα­ρα­γω­γι­κή. Νέ­ες αι­σθη­τι­κές ιδέ­ες δεν εμ­φα­νί­ζο­νται πλέ­ον, ού­τε συ­ζη­τή­σεις πε­ρί του μο­ντέρ­νου / με­τα­μο­ντέρ­νου, ου­σια­στι­κού / πα­ρα­δο­σια­κού, εθνι­κού / διε­θνούς, κ.λπ., κ.λπ., ενώ οι πω­λή­σεις πα­ρα­μέ­νουν στά­σι­μες έως μη­δα­μι­νές. Δεν εί­ναι ανά­πτυ­ξη της Τέ­χνης, εί­ναι υπε­ξαί­ρε­ση που πραγ­μα­το­ποιούν τα ισχυ­ρά μου­σεία από τις αδύ­να­μες, πλέ­ον, γκα­λε­ρί.
Κα­τά­ρα βέ­βαια δεν εί­ναι, όπως διε­ρω­τή­θη­κα στον τί­τλο, αλ­λά θα μπο­ρού­σε να απο­βεί το­ξι­κή εαν αυ­τή η κα­τά­στα­ση δεν προ­κα­λέ­σει αντα­να­κλα­στι­κά τους μι­κρούς επι­χει­ρη­σια­κούς φο­ρείς της Τέ­χνης, με αντί­δρα­ση και επι­νό­η­ση νέ­ων τρό­πων δρά­σης, ίσως και με και­νού­ριους καλ­λι­τέ­χνες, πιο ρη­ξι­κέ­λευ­θους, πιο αξιο­πε­ρί­ερ­γους και πιο... προ­σι­τούς (οι­κο­νο­μι­κά)!

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: