Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: Στο επίκεντρο βρίσκεται συχνά το οικονομικό αδιέξοδο των αγροτών και του απλού λαού

Ανατολή-Ιεράπετρας, παραδοσιακά κάλαντα τη δεκαετία του 1960 (Αδημοσίευτη φωτογραφία του Μιχάλη Αγγελάκη)
Ανατολή-Ιεράπετρας, παραδοσιακά κάλαντα τη δεκαετία του 1960 (Αδημοσίευτη φωτογραφία του Μιχάλη Αγγελάκη)

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Η με­σαιω­νι­κή λέ­ξη κά­λα­ντα ανά­γε­ται στο με­τα­γε­νέ­στε­ρο κα­λάν­δαι, από το λα­τι­νι­κό Calendae «οι πρώ­τες μέ­ρες κά­θε μή­να», τις γνω­στές κα­λέν­δες. Οι αρ­χαϊ­στές προ­τι­μού­σαν την προ­φο­ρά κά­λαν­δα, όπως όμως ήταν επό­με­νο, επι­κρά­τη­σε ο τύ­πος της δη­μο­τι­κής.[1] Στο λε­ξι­κό Δη­μη­τρά­κου δί­νε­ται το ερ­μή­νευ­μα: «ευ­χε­τή­ρια και εγκω­μια­στι­κά ή εορ­τα­στι­κά άσμα­τα αδό­με­να υπό παί­δων κα­τά τας πα­ρα­μο­νάς των Χρι­στου­γέν­νων, του Αγί­ου Βα­σι­λεί­ου και των Θε­ο­φα­νί­ων». Ορι­σμέ­να από τα νε­ό­τε­ρα λε­ξι­κά επα­να­λαμ­βά­νουν κα­τά κα­νό­να τα ίδια πράγ­μα­τα, χω­ρίς να λά­βουν υπό­ψη την επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη κά­θε χρό­νο εί­δη­ση: «Τα πρω­το­χρο­νιά­τι­κα κά­λα­ντα έψαλ­λαν στους πο­λι­τι­κούς αρ­χη­γούς και στον Πρό­ε­δρο της Δη­μο­κρα­τί­ας μέ­λη Συλ­λό­γων και χο­ρω­διών από όλη την Ελ­λά­δα». Η πρω­το­τυ­πι­κή ση­μα­σία του όρου εί­ναι πράγ­μα­τι η ει­κό­να παι­διών και σπα­νί­ως εφή­βων, με­μο­νω­μέ­νων ή σε μι­κρές ομά­δες 2-3 ατό­μων, με το γνω­στό με­ταλ­λι­κό τρί­γω­νο στο χέ­ρι που το χτυ­πούν χαρ­μό­συ­να και ψάλ­λουν τα κά­λα­ντα σε μα­γα­ζιά και σε συγ­γε­νι­κά ή φι­λι­κά σπί­τια της γει­το­νιάς. Γι’ αυ­τό το λό­γο στο Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών προ­στί­θε­ται η πλη­ρο­φο­ρία «συ­νή­θως από παι­διά». Δεν υπάρ­χουν μό­νο μι­κροί, αλ­λά και με­γά­λοι κα­λα­ντι­στές.[2]
Τα κά­λα­ντα, όπως και ο αγερ­μός,[3] γνω­στός ήδη από την αρ­χαιό­τη­τα με τη ση­μα­σία «συ­γκέ­ντρω­ση χρη­μά­των για τους θε­ούς», ανή­κουν στην κα­τη­γο­ρία των ευ­ε­τη­ρια­κών εθί­μων με κυ­ρί­αρ­χο θέ­μα τις εορ­τα­στι­κές ευ­χές και τους επαί­νους. Ψάλ­λο­νται κυ­ρί­ως την πα­ρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων, των Φώ­των και της Πρω­το­χρο­νιάς. Τα κά­λα­ντα του Λα­ζά­ρου και των Βα­ΐ­ων έχουν σχε­δόν εξα­φα­νι­στεί.
Τα κά­λα­ντα συν­δέ­ο­νται ανα­πό­σπα­στα με τη χρι­στια­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Σε ορι­σμέ­νες όμως πε­ρι­πτώ­σεις η ιε­ρό­τη­τα με­τα­βάλ­λε­ται σε ιλα­ρό­τη­τα ή πα­ρω­δία. Εν­δει­κτι­κό εί­ναι το πα­ρα­κά­τω δί­στι­χο από κά­λα­ντα της Μυ­κό­νου:

Άγιος Βα­σί­λης έρ­χε­ται και στο ντου­λά­πι πά­ει
να βρει τα ξε­ρο­τή­γα­να να κά­τσει να τα φά­ει.

Ει­δι­κή κα­τη­γο­ρία απο­τε­λούν τα επί­και­ρα κά­λα­ντα τα οποία δη­μο­σιεύ­ο­νται πα­ρα­μο­νές των σχε­τι­κών εορ­τών στον ημε­ρή­σιο τύ­πο και στο δια­δί­κτυο με κύ­ριο γνώ­ρι­σμα τον έντο­να κα­ταγ­γελ­τι­κό λό­γο, την πι­κρή σά­τι­ρα ή τη λε­πτή αί­σθη­ση του χιού­μορ. Στο επί­κε­ντρο βρί­σκε­ται συ­χνά το οι­κο­νο­μι­κό αδιέ­ξο­δο των αγρο­τών και του απλού λα­ού:

Αρ­χι­μη­νιά κι αρ­χι­χρο­νιά,
το λά­δι έχει δε­κα­εν­νιά [εν­νο­εί­ται δραχ­μές]
κι η ζά– κι η ζά­χα­ρη δε­κά­ξι,
κι ο φτω­χός – κι ο φτω­χός θα τα τι­νά­ξει!

Αρ­χι­μη­νιά κι αρ­χι­χρο­νιά, θ’ ανέ­βει και ο Φ.Π.Α.
μα­ζί και νέ­οι φό­ροι, ποιος θ’α­ντέ­ξει τέ­τοιο ζό­ρι;

Στο πλαί­σιο ερε­νη­τι­κής απο­στο­λής που μου ανέ­θε­σε η Ακα­δη­μία Αθη­νών, επι­σκέ­φτη­κα το κα­λο­καί­ρι του 1981 τις Γω­νιές Ηρα­κλεί­ου Κρή­της, ένα ορει­νό χω­ριό, με υψό­με­τρο 620 μ., που ανή­κει σή­με­ρα ως δη­μο­τι­κό δια­μέ­ρι­σμα στο δή­μο Τυ­λί­σου. Η γλωσ­σι­κή και λα­ο­γρα­φι­κή συ­γκο­μι­δή υπήρ­ξε εντυ­πω­σια­κά πλού­σια.[4] Η Κα­τε­ρί­νη Σγου­ρού, 86 ετών, μου υπα­γό­ρευ­σε τα πρω­το­χρο­νιά­τι­κα κά­λα­ντα, όπως τα έλε­γε όταν ήταν μι­κρό παι­δί:

Αύ­ριο εί­ν’ Αρ­χι­με­νιά, πρώ­τη αρ­χή του χρό­νου,
απού γεν­νή­θη­κε ο Χρι­στός, στη γης/στη γη-ν επε­ρι­πά­τει
και πή­γε κά­τω στο για­λό, κά­τω στο πε­ρι­γιά­λι
κι εκειά βρή­κε το Βα­σι­λειό κι ελά­λιε το ζευ­γά­ρι.[5]
Κα­λά τα κά­νεις Βα­σι­λειό, πό­σα μου­ζού­ρια σπέρ­νεις[6] [κα­λό ζευ­γά­ρι έχεις].
Σπέρ­νω σι­τά­ρι δώ­δε­κα, κρι­θά­ρι δε­κα­πέ­ντε[7]
τα­γή και ρό­βι δε­κο­χτώ κι από νω­ρίς στο στά­βλο.[8]
Ασή­μι να ’ν’ τ’ αλέ­τρι σου, χρυ­σά­φι ο ζυ­γός σου[9]
τ’ απα­νω­ζεύ­λια του ζυ­γού βα­σι­λι­κού κλω­νά­ρι.
Τα βου­κε­ντρά­κια που βα­στάς, σα­φή μαρ­γα­ρι­τά­ρι
μα σ…… με [απού ’κα­μες] τα πε­τρω­τά τα πρά­σι­να λι­βά­δια[10]
κι εκειά εμα­ζω­χτή­κα­νε λα­γού­δια και περ­δί­κια[11]
και στ’ απο­περ­δι­κί­σμα­τα βγά­λα­με χί­λια μό­δια[12]
και στ’ απο­πά­θια τ’ αλω­νιού εβγά­λα­με τσι σπό­ρους.
Μα ’πό­πα­με του ζευ­γα­ριού [γρ. Βα­σι­λειού], να πού­με και τ’ αφέ­ντη
τα πά­θα­με να πέ­σο­με [παί­ξο­με, φτά­ξο­με] στ’ αφέ­ντη μας τσι πόρ­τες.
απού ’χει αυ­λές μαρ­μα­ρω­τές και πόρ­τες ρου­κου­νά­τες[13]
και πα­ρα­θυ­ρο­κά­με­ρα γε­νού­σι [γρ. γε­μού­σι] το λο­γά­ρι[14]
και το μα­ζώ­νει η μά­να ντου κι έχει χα­ρά με­γά­λη.
Και στον αν­θό του λο­γα­ριού κοι­μά­ται νιος αφέ­ντης[15]
και ποιος θα βγει και ποιος θα μπει να μας το­νε ξυ­πνή­σει.[16]
Κι απη­λο­γά­ται η βά­για ντου, η ογλή­γο­ρή του βά­για:[17]
Φέ­ρε­τε μή­λα δώ­δε­κα, κυ­δώ­νια δε­κα­πέ­ντε
και μπό­τζες το ρο­δό­στα­μο να ραί­νω [να ραί­νουν] τον Αφέ­ντη[18]
κι εγώ δα μπω κι εγώ δα βγω να σας το­νε ξυ­πνή­σω.[19]
Ξύ­πνη­σ’ αφέ­ντη, ξύ­πνη­σε κι οι γι εκ­κλη­σές ση­μαί­νουν
κι οι γι Αρ­χαγ­γέ­λοι λει­τουρ­γούν, του λό­γου σου ανι­μέ­νουν.[20]
Οι δέ­κα στρώ­νουν το φα­ρί κι οι δε­κο­χτώ πα­ρα­κρα­τούν.[21]
Αφέ­ντη το σπα­θά­κι σου τ’ Αγιο­κω­στα­ντι­νά­το,
στη μέ­ση γρά­φει το σταυ­ρό, στην άκρη τον Άι Γιάν­νη
κι εκειά που το χε­ρο­κρα­τείς γρά­φει τη Θε­ο­τό­κο.
και συ Κε­ρά πα­νά­γα­θη, βλέ­πε και φύ­λασ­σέ το.
Μα ’πό­πα­με τ’ αφέ­ντη μας, να πού­με τση κυ­ράς μας.[22]
Κε­ρά μαρ­μα­ρο­τρά­χη­λη κι αρ­γυ­ρο­πι­γου­νά­τη[23]
και κρου­στα­λί­δα [κρου­στα­λέ­νια] του νε­ρού και πά­χνη από τα χιό­νια.[24]
Κε­ρά, κλη­σάρ­χα να γε­νείς με τσ’ αρ­γυ­ρω­τές κα­μά­ρες.[25]
Κά­θε κα­μά­ρα το κε­ρί σε κά­θε [κά­θα] δυο το λά­δι,[26]
σε κά­θα τρεις και τέσ­σε­ρις ασερ­νι­κό λι­βά­νι.
Μα ’πό­πα­με και τση κε­ράς να πού­με και τση βά­γιας.
Βα­γί­τσα, άψε το κε­ρί, άψε και το δι­πλέ­ρι.[27]
Βά­λε το φελ­λο­κά­λι­κο, ανέ­βα και κα­τέ­βα,
να ονο­μα­τί­ζεις και να πεις ίντα θα μας-ε δώ­σεις.[28]
Για ’πό λα­γό για ’πό πέρ­δι­κα, για ’π’ αγρι­μιού κομ­μά­τι,[29]
για ’πο τη μαύ­ρη ν - όρ­νι­θα κα­νέ­να αβγου­λά­κι.[30]
Κι αν εί­ναι από τη γα­λα­νή, ας εί­ναι ζευ­γα­ρά­κι.[31]
Από το βα­ρε­λά­κι σας απού ’χει το κρα­σά­κι
να μα­σε δώ­σε­τε και μας να βά­λου­με στ’ ασκά­κι.[32]
Κι από το με­ντα­κά­κι σας απού ’χει τα κα­ρύ­δια[33]
να μα­σε δώ­σε­τε και μας δυο τρία χα­χα­λί­δια.
Κι από το πλα­στη­ρά­κι σας απού ’χει τα κου­λού­ρια
να μα­σε δώ­σε­τε και μας να βά­λο­με στη βούρ­για.
Κι από το σα­κου­λά­κι σας απού ’χει τσι πα­ρά­δες[34]
να μα­σε δώ­σε­τε και μας να παί­ζο­με τσ’ αμά­δες.[35]
Ακό­μη δεν τον ήσυ­ρες το μά­ντα­λο ν’ ανοί­ξεις[36]
να μας-ε δώ­σεις και σ’ εμάς κια­πόι να σφα­λί­ξεις.[37]
Άνοι­ξε δα τη μπόρ­τα σου, χρυ­σή μου πε­ρι­στέ­ρα,[38]
να μπού­με και στο σπί­τι σου να πού­με κα­λη­σπέ­ρα.[39]

Μουσείο Μπενάκη, Κάλαντα μπροστά στην Ακαδημία Αθηνών, περ. 1950
Μουσείο Μπενάκη, Κάλαντα μπροστά στην Ακαδημία Αθηνών, περ. 1950

Τα κά­λα­ντα πα­ρου­σιά­ζουν ιδιαί­τε­ρο γλωσ­σι­κό εν­δια­φέ­ρον κα­θώς απει­κο­νί­ζουν κα­τά κα­νό­να τον προ­φο­ρι­κό λό­γο,[40] όπως κα­τα­δει­κνύ­ουν οι πολ­λα­πλές πα­ραλ­λα­γές που δη­μιουρ­γεί η αυ­θόρ­μη­τη απαγ­γε­λία.[41] Αξί­ζει να με­λε­τη­θούν συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρα και να γί­νει κρι­τι­κή έκ­δο­σή τους με πα­ράλ­λη­λη απο­κα­τά­στα­ση των εμ­φα­νών σφαλ­μά­των που προ­κύ­πτουν από άγνοια, προ­χει­ρό­τη­τα της έκ­φρα­σης, πε­ριο­ρι­σμέ­νη απο­μνη­μο­νευ­τι­κή ικα­νό­τη­τα, απρο­σε­ξία της στιγ­μής και τό­σους άλ­λους λό­γους. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η έκ­φρα­ση ζα­χα­ρο­κά­ντιο ζυ­μω­τή αντί ζα­χα­ρο­κα­ντιο­ζύ­μω­τη «που εί­ναι ζυ­μω­μέ­νη με ζά­χα­ρη». Το επί­θε­το ζα­χα­ρο­καρ­διο­ζύ­μω­τη επι­βε­βαιώ­νει την άγνοια της λέ­ξης κά­ντιο η οποία στα με­σαιω­νι­κά χρό­νια δή­λω­νε την κρυ­σταλ­λο­ποι­η­μέ­νη ζά­χα­ρη.
Εντυ­πω­σιά­ζει η πλη­θώ­ρα των σύν­θε­των λέ­ξε­ων και των νε­ο­λο­γι­σμών. Μό­νο για την «κυ­ρά» χρη­σι­μο­ποιού­νται δε­κά­δες κο­σμη­τι­κά επί­θε­τα: αρ­γυ­ρο­πι­γου­νά­τη, βλα­στα­ρο­λαι­μού­σα (και σε πα­ρα­φθο­ρά γα­στα­ρο­λαι­μού­σα στη Νά­ξο), κα­μα­ρο­φρύ­δα, κα­στα­νο­μαλ­λού­σα, κο­λώ­να τορ­νε­μέ­νη, λι­γνή, μαρ­γα­ρο­τρά­χη­λη, μαρ­μα­ρο­τρά­χη­λη, φεγ­γα­ρο­μα­γού­λα, φεγ­γα­ρο­μα­τού­σα, ψι­λή.
Η προ­σφώ­νη­ση του Αγί­ου Βα­σι­λεί­ου με τον υπο­κο­ρι­στι­κό τύ­πο Βα­σι­λειό[42] δεί­χνει την τρυ­φε­ρό­τη­τα, αλ­λά και την οι­κειό­τη­τα που
εί­χαν οι απλοί άν­θρω­ποι με τους Αγί­ους. Στην Κρή­τη εί­ναι πο­λύ δια­δε­δο­μέ­να τα υπο­κο­ρι­στι­κά Γιωρ­γιό, Μα­νω­λιό, Νι­κο­λιό, αλ­λά και Μα­ριώ (πα­λαιό­τε­ρη ορο­γρα­φία Μα­ριό), Λε­νιώ, Ρη­νιώ.
Στην πιο πά­νω πα­ραλ­λα­γή υπάρ­χουν σπά­νιες και ορι­σμέ­νες δυ­σερ­μή­νευ­τες λέ­ξεις: απο­πά­θια, με­ντα­κά­κι, πα­ρα­θυ­ρο­κά­μα­ρα, πλα­στη­ρά­κι, φελ­λο­κά­λι­κο και το με­σαιω­νι­κό ρή­μα χει­ρο­κρα­τώ. Η λέ­ξη λο­γά­ρι ση­μαί­νει «θη­σαυ­ρός», «απο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νο χρή­μα, με­τρη­τά», αλ­λά και «λο­γι­κή, λο­γι­κό επι­χεί­ρη­μα». Στα κά­λα­ντα εί­ναι γνω­στή μό­νο η πρώ­τη ση­μα­σία. Αξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι το πα­ρα­κά­τω χω­ρίο από τον Ερω­τό­κρι­το (Δ, 1939):

Στους πα­λαιούς και­ρούς, .........................................
.................... ετι­μού­σα­νε πολ­λά της αρε­τής τη χά­ρη
πα­ρά τσι χώ­ρες, τσ’ αφε­ντιές,[43] τα πλού­τη, το λο­γά­ρι.

Η κα­λο­κά­γα­θη γριού­λα που μου απάγ­γει­λε τα κά­λα­ντα στις Γω­νιές χρη­σι­μο­ποί­η­σε τον όρο «ασερ­νι­κό (αντί αρ­σε­νι­κό της κοι­νής γλώσ­σας) λι­βά­νι», λι­γό­τε­ρο γνω­στό ως «φυ­σι­κό δά­κρυ» ή «δά­κρυα του Ιω­σήφ», με­τα­φέ­ρο­ντας την προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση χι­λιά­δων χρό­νων, χω­ρίς προ­φα­νώς να γνω­ρί­ζει τις αρ­χαί­ες μαρ­τυ­ρί­ες που διέ­σω­σαν ο Διο­σκου­ρί­δης και ο Πλί­νιος. Το ίδιο ισχύ­ει και για τον ανώ­νυ­μο δη­μιουρ­γό του ρι­ζί­τι­κου:

Πά­ψε, Χρι­στέ, τσι θά­λασ­σες και τσι βα­ριές φουρ­τού­νες,
να φέ­ρω οκά­δες το κε­ρί και μί­στα­τα το λά­δι
και μες στο πε­τρο­κό­φι­νο αρ­σε­νι­κό λι­βά­νι.

Ο Διο­σκου­ρί­δης (περ. 10-90 μ.Χ.) στο πε­ρί­φη­μο πε­ντά­το­μο έρ­γο του Περὶ ὕλης ἰατρικῆς ανα­φέ­ρει ότι το αρ­σε­νι­κό λι­βά­νι εί­ναι το εκλε­κτό­τε­ρο: <λί­βα­νος>· γεννᾶται μὲν ἐν Ἀρα­βίᾳ τῇ λι­βα­νω­το­φόρῳ κα­λου­μένῃ, πρω­τεύ­ει δὲ ὁ ἄρρην, κα­λού­με­νος στα­γο­νί­ας. Ο Πλί­νιος (23-79 μ.Χ.) στην ονο­μα­στή Φυ­σι­κή Ιστο­ρία ανα­φέ­ρει ότι η ποιό­τη­τα του λι­βα­νιού κρί­νε­ται με βά­ση τις ακό­λου­θες ιδιό­τη­τες: λευ­κό­τη­τα, σφαι­ρι­κό­τη­τα, ευ­θραυ­στό­τη­τα και ευ­φλε­κτό­τη­τα. Το­νί­ζει ότι εί­ναι πε­ρι­ζή­τη­το το αρ­σε­νι­κό λι­βά­νι σε μορ­φή δυο ενω­μέ­νων στα­γό­νων που μοιά­ζουν με τη θη­λή του μα­στού.

Όπως όλα στη ζωή, έτσι τα κά­λα­ντα με­τα­σχη­μα­τί­ζο­νται στα­δια­κά και προ­σαρ­μό­ζο­νται στα νέα κοι­νω­νι­κά δε­δο­μέ­να. Για πα­ρά­δειγ­μα, κα­λα­ντι­στές σε γνω­στό σού­περ μάρ­κετ συμ­με­τέ­χουν σε ει­κο­σά­λε­πτο δρώ­με­νο για μια «ξε­χω­ρι­στή εορ­τα­στι­κή και αγο­ρα­στι­κή εμπει­ρία». Πα­λαιό­τε­ρα τα κά­λα­ντα διαρ­κού­σαν μέ­χρι και ένα δε­κά­λε­πτο. Τώ­ρα τα παι­διά που πε­ριέρ­χο­νται κυ­ρί­ως μα­γα­ζιά και δη­μό­σιους χώ­ρους, τρα­γου­δούν τα κά­λα­ντα εντε­λώς απο­σπα­σμα­τι­κά, πε­ριο­ρι­ζό­με­να σε ελά­χι­στους στί­χους, αφού δεν έχουν χρό­νο για χά­σι­μο, ενώ ορι­σμέ­νοι κα­τα­στη­μα­τάρ­χες όχι μό­νο δεν ακούν τα κά­λα­ντα, αλ­λά πριν κα­λά κα­λά αρ­χί­σουν να τα λέ­νε οι μι­κροί κα­λα­ντι­στές, τους προ­σφέ­ρουν ένα δυο κέρ­μα­τα, εκ­πλη­ρώ­νο­ντας έτσι μια κοι­νω­νι­κή υπο­χρέ­ω­ση, ενώ το «μας τα εί­παν», απο­καρ­διώ­νει τους μι­κρούς απρό­σκλη­τους επι­σκέ­πτες.

Για να μη θε­ω­ρη­θεί ότι στο πα­ρελ­θόν ήταν «όλα ωραία και κα­λά», πα­ρα­θέ­τω ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό δί­στι­χο από κρη­τι­κά κά­λα­ντα «κα­τ’ αλ­φά­βη­τον» των αρ­χών του ει­κο­στού αιώ­να (βλ. ση­μεί­ω­ση 1, σελ. 24):

Θέ­λω και πα­ρα­κα­λώ να μη μας βα­ρε­θεί­τε
και με καρ­δί­αν πεί­τε μας «Τα Φώ­τα να ελ­θεί­τε».

Τα κά­λα­ντα τε­λειώ­νουν συ­νή­θως με την ευ­χή:

Σ’ αυ­τό το σπί­τι που ’ρ­θα­με πέ­τρα να μη ραΐσει
κι ο νοι­κο­κύ­ρης του σπι­τιού χί­λια χρό­νια να ζή­σει!

Στις πα­ρα­δο­σια­κές αν­δρο­κρα­τού­με­νες κοι­νω­νί­ες στο επί­κε­ντρο ήταν ο νοι­κο­κύ­ρης. Και­ρός εί­ναι να απο­κα­τα­στα­θεί και στα κά­λα­ντα η προ­σω­πι­κό­τη­τα της γυ­ναί­κας, ανε­ξάρ­τη­τα από τα επί­πλα­στα «παι­νέ­μα­τα» και τα τυ­πο­ποι­η­μέ­να κο­σμη­τι­κά επί­θε­τα.

Σ’ αυ­τό το σπί­τι που ’ρ­θα­με πέ­τρες να μη ρα­γί­σουν
κι ο νοι­κο­κύ­ρης κι η κυ­ρά χί­λια χρό­νια να ζή­σουν.

Και του χρό­νου!

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: