Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής (1940-2024)

Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής (1940-2024)

Ο Μα­νό­λης Χα­τζη­για­κου­μής υπήρ­ξε κο­ρυ­φαί­ος «φρο­ντι­στής» με την αρ­χαία έν­νοια της λέ­ξης, βα­θυ­στό­χα­στος με­λε­τη­τής, δη­λα­δή φι­λό­σο­φος, όπως μαρ­τυ­ρεί ο Αρι­στο­φά­νης (Νε­φέ­λαι, 267). Ο υπο­τι­θέ­με­νος τα­πει­νός «φρο­ντι­στής», με τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ση­μα­σία του όρου (λέ­ξη η οποία χρη­σι­μο­ποιεί­ται κα­κώς με αρ­νη­τι­κή συ­νυ­πο­δή­λω­ση), δεν βο­ή­θη­σε μό­νο χι­λιά­δες παι­διά να κα­τα­λά­βουν μια θέ­ση στις ανώ­τα­τες σχο­λές της χώ­ρας, αλ­λά, πα­ράλ­λη­λα, αφο­σιώ­θη­κε με ιε­ρα­πο­στο­λι­κό ζή­λο στις προ­σφι­λείς του έρευ­νες, χω­ρίς να καμ­φθεί από τον υπό­γειο και τον φα­νε­ρό πό­λε­μο που του κή­ρυ­ξαν στη Φι­λο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Τον έθε­σαν εκτός Πα­νε­πι­στη­μί­ου στα δύ­σκο­λα χρό­νια της δι­κτα­το­ρί­ας των συ­νταγ­μα­ταρ­χών, δεν έκαμ­ψαν όμως οι ιδιο­τε­λείς πο­λέ­μιοί του ού­τε το δη­μο­κρα­τι­κό του ήθος ού­τε το ερευ­νη­τι­κό του πά­θος.[1]
Το όνο­μα του Μα­νό­λη Χα­τζη­για­κου­μή το άκου­σα πρώ­τη φο­ρά το 1966 ως πρω­το­ε­τής φοι­τη­τής στη Φι­λο­σο­φι­κή Σχο­λή από τον κα­θη­γη­τή μου, κο­ρυ­φαίο βυ­ζα­ντι­νο­λό­γο, Νι­κό­λαο Τω­μα­δά­κη. Δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα διά­βα­σα τη δι­δα­κτο­ρι­κή του δια­τρι­βή Νε­ο­ελ­λη­νι­καί πη­γαί του Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού με την οποία εγκαι­νιά­στη­κε η νέα πε­ρί­φη­μη σει­ρά Βι­βλιο­θή­κη Σο­φί­ας Ν. Σα­ρι­πό­λου. Ήμουν βέ­βαιος ότι πριν λά­βω το πτυ­χίο μου θα ήταν ο νέ­ος κα­θη­γη­τής Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γί­ας, θέ­ση την οποία δεν κα­τέ­λα­βε πο­τέ. Η πι­κρία της κα­τά­φω­ρης αδι­κί­ας και η υπε­ρά­σπι­ση πρω­τί­στως της αν­θρώ­πι­νης αξιο­πρέ­πειας τον οδή­γη­σαν στην άρ­νη­ση να θέ­σει υπο­ψη­φιό­τη­τα σε ελ­λη­νι­κό ή ξέ­νο πα­νε­πι­στή­μιο, όπως του προ­τά­θη­κε κα­τά και­ρούς.
Μπο­ρεί να μην έγι­νε κα­θη­γη­τής Πα­νε­πι­στη­μί­ου, η αφο­σί­ω­σή του όμως στην επι­στή­μη με τη συγ­γρα­φή ρη­ξι­κέ­λευ­θων φι­λο­λο­γι­κών με­λε­τών, τη μνη­μειώ­δη με­τά­φρα­ση της Οδύσ­σειας και τη διά­σω­ση και με­λέ­τη της εκ­κλη­σια­στι­κής μου­σι­κής[2] επι­βρα­βεύ­τη­κε με δύο ύψι­στες σπά­νιες δια­κρί­σεις: Το 2017, κα­τά την πα­νη­γυ­ρι­κή Συ­νε­δρία εορ­τα­σμού της εθνι­κής επε­τεί­ου της 25ης Μαρ­τί­ου, η Ακα­δη­μία Αθη­νών απέ­νει­με ομό­φω­να στον Μα­νό­λη Χα­τζη­για­κου­μή το Αρι­στείο των Γραμ­μά­των και το 2018 ο Πρό­ε­δρος της Ελ­λη­νι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας Προ­κό­πης Παυ­λό­που­λος το Πα­ρά­ση­μο του Τα­ξιάρ­χη του Τάγ­μα­τος της Τι­μής. Επήλ­θε έτσι πλή­ρης δι­καί­ω­ση του ερευ­νη­τι­κού μό­χθου και του σπά­νιου ήθους ενός άρι­στου επι­στή­μο­να που καλ­λιέρ­γη­σε στην πρά­ξη τα αν­θρω­πι­στι­κά ιδε­ώ­δη. Το Κέ­ντρο Ερευ­νών και Εκ­δό­σε­ων, που ίδρυ­σε με δι­κά του έξο­δα, ανέ­λα­βε και έφε­ρε σε πέ­ρας αξιο­θαύ­μα­στες δρα­στη­ριό­τη­τες.[3]

Από το πλή­θος των δη­μο­σιευ­μά­των του Χα­τζη­για­κου­μή θα πα­ρου­σιά­σω εν συ­ντο­μία τρία εμ­βλη­μα­τι­κά του έρ­γα που μου εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο οι­κεία.

1. Εκ­δο­τι­κά προ­βλή­μα­τα των δη­μω­δών με­σαιω­νι­κών κει­μέ­νων

    Τα με­σαιω­νι­κά δη­μώ­δη κεί­με­να. Συμ­βο­λή στην με­λέ­τη και στην έκ­δο­σή τους. Α. Λί­βι­στρος - Καλ­λί­μα­χος - Βέλ­θαν­δρος, Αθή­να 1977, 262 σε­λί­δες και 11 πί­να­κες κω­δί­κων.

    Η άκρως κα­λαί­σθη­τη αυ­τή ιδιω­τι­κή έκ­δο­ση, που φέ­ρει τη σφρα­γί­δα του ιστο­ρι­κού Τυ­πο­γρα­φεί­ου Ιορ­δά­νου Μυρ­τί­δη, απο­σκο­πεί, και το επι­τυγ­χά­νει πλή­ρως, να ανα­δεί­ξει τα εκ­δο­τι­κά προ­βλή­μα­τα των με­σαιω­νι­κών κει­μέ­νων και να κα­τα­δεί­ξει πό­σο άγνω­στες και πα­ρα­ποι­η­μέ­νες πα­ρέ­με­ναν οι πρώ­τες έντε­χνες μορ­φές του νε­ο­ελ­λη­νι­κού λό­γου. Η θε­ω­ρη­τι­κή το­πο­θέ­τη­ση του συγ­γρα­φέα στη­ρί­ζε­ται σε σύγ­χρο­νο για την επο­χή του προ­βλη­μα­τι­σμό, ενώ οι προ­τει­νό­με­νες λύ­σεις προ­κύ­πτουν από εξο­νυ­χι­στι­κές έρευ­νες των πη­γών. Η απο­κα­τά­στα­ση του «αρ­χι­κού κει­μέ­νου» τα­λά­νι­ζε και τα­λα­νί­ζει όλους τους εκ­δό­τες. Ακό­μα και η και­νο­τό­μος εκ­δο­τι­κή προ­σπά­θεια του Κρια­ρά, το 1955, απέ­χει από την αυ­στη­ρή φι­λο­λο­γι­κή έκ­δο­ση που επι­ζη­τά ο Χα­τζη­για­κου­μής ο οποί­ος τάσ­σε­ται κα­τά της έστω και πε­ριο­ρι­σμέ­νης με­τρι­κής και φρα­στι­κής εξο­μά­λυν­σης που οδη­γεί σε αι­σθη­τή αλ­λοί­ω­ση της αι­σθα­ντι­κό­τη­τας της γλώσ­σας και της χει­ρό­γρα­φης δια­τύ­πω­σης.
    Ο συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­λή­γει σε ορι­σμέ­νες γε­νι­κές αρ­χές και προ­ϋ­πο­θέ­σεις (σ. 22 κ.ε.) οι οποί­ες επι­βάλ­λε­ται να γί­νουν δε­κτές αν θέ­λου­με αξιό­πι­στες εκ­δό­σεις. Πρώ­τη και βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση εί­ναι ο από­λυ­τος σε­βα­σμός του κει­μέ­νου και της χει­ρό­γρα­φης πα­ρά­δο­σης έτσι ώστε ο επί­δο­ξος εκ­δό­της να μη γί­νε­ται και­νούρ­γιος δια­σκευα­στής. Στην πε­ρί­πτω­ση που το έρ­γο σώ­ζε­ται σε πολ­λα­πλά χει­ρό­γρα­φα, εί­ναι απα­ραί­τη­τη η έκ­δο­ση ενιαί­ου κει­μέ­νου με ανα­λυ­τι­κό κρι­τι­κό υπό­μνη­μα, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ότι απο­κα­θί­στα­ται πλή­ρως το πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο.
    Ο συγ­γρα­φέ­ας τάσ­σε­ται κα­τά της υπερ­βο­λι­κής πι­στό­τη­τας σε ολο­φά­νε­ρα λά­θη, ενώ θε­ω­ρεί εσφαλ­μέ­νη τη συ­χνή συ­νή­θεια να συ­μπιέ­ζο­νται στο κρι­τι­κό υπό­μνη­μα οι προ­τει­νό­με­νες ορ­θές γρα­φές. Ιδιαί­τε­ρα για έρ­γα με πε­ρί­πλο­κη χει­ρό­γρα­φη πα­ρά­δο­ση, ο Χα­τζη­για­κου­μής προ­τεί­νει προ­κα­ταρ­κτι­κή δη­μο­σί­ευ­ση η οποία θα λά­βει την «ορι­στι­κή» της μορ­φή με­τά από κα­λο­προ­αί­ρε­το επι­στη­μο­νι­κό διά­λο­γο.
    Ο «Λί­βι­στρος και Ρο­δά­μνη» εί­ναι κα­τά τον Χα­τζη­για­κου­μή κεί­με­νο ποι­η­τι­κά ανώ­τε­ρο και από τον «Δι­γε­νή Ακρί­τα» κα­θώς (σ. 31) «πα­ντού στο έρ­γο υπάρ­χει ένα θερ­μό αν­θρώ­πι­νο αί­σθη­μα, εκ­πε­φρα­σμέ­νο συ­χνά με ευ­διά­κρι­τους τό­νους αγνού λυ­ρι­σμού». Ο συγ­γρα­φέ­ας εξε­τά­ζει τα πέ­ντε χει­ρό­γρα­φα τα οποία εμ­φα­νί­ζουν με­γά­λη ανο­μοιο­γέ­νεια και σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις αγε­φύ­ρω­τες δια­φο­ρές. Εντυ­πω­σιά­ζει η ανα­λυ­τι­κή εξέ­τα­ση των κει­μέ­νων, ενώ κα­τα­βάλ­λε­ται προ­σπά­θεια να εντο­πι­στεί η πραγ­μα­τι­κή σχέ­ση με­τα­ξύ τους. Η πα­ρου­σί­α­ση των χει­ρο­γρά­φων και των δη­μο­σιεύ­σε­ών τους εί­ναι εξο­νυ­χι­στι­κή (σσ. 35-140) με καί­ρια συ­μπε­ρά­σμα­τα για τη σχέ­ση των κει­μέ­νων με­τα­ξύ τους (σσ. 140-147). Ακο­λου­θούν «Διορ­θώ­σεις και σχό­λια» (σσ. 147-160) που επι­βε­βαιώ­νουν τη βα­θύ­τε­ρη φι­λο­λο­γι­κή και γλωσ­σι­κή παι­δεία του συγ­γρα­φέα. Ανα­φέ­ρω ένα μό­νο εν­δει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα: Ο codex Scaligeranus 55 (S 430) πα­ρα­δί­δει: στε­νο­χω­ρεῖται δυ­να­τά, πνί­γε­ται ἐκ τῆς λύ­πης, ενώ οι υπό­λοι­ποι τέσ­σε­ρις κώ­δι­κες γρά­φουν: στε­νο­χω­ρεῖται, οὐκ ἠμπο­ρεῖ. Ο Χα­τζη­για­κου­μής πα­ρα­τη­ρεί εύ­στο­χα (σ. 152):

    Η δια­τύ­πω­ση στε­νο­χω­ρεται δυ­να­τά, αν και από πρώ­τη μα­τιά δεν δη­μιουρ­γεί αντιρ­ρή­σεις, ωστό­σο δεν φαί­νε­ται να συμ­βι­βά­ζε­ται με το ύφος του έρ­γου. Άλ­λω­στε το οὐκ ἠμπο­ρεῖ των άλ­λων κει­μέ­νων μαρ­τυ­ρεί έμ­με­σα για ύπαρ­ξη και κά­ποιου άλ­λου ρή­μα­τος. Επο­μέ­νως, το πι­θα­νό­τε­ρο, η αρ­χι­κή δια­τύ­πω­ση του στί­χου ήταν: στε­νο­χω­ρεται, ο ὐ δ ύ ν α τ α ι, πνί­γε­ται ἐκ τῆς λύ­πης ή ακό­μη στε­νο­χω­ρεται, ἀ δ υ ν α τ ε ῖ. Αυ­τό το οὐ δύ­να­ται έχουν ίσως με­τα­φρά­σει τα υπό­λοι­πα σε οὐκ ἠμπο­ρεῖ.

    Τα συ­μπε­ρά­σμα­τα στα οποία κα­τα­λή­γει η έρευ­να (σσ. 161-163) εί­ναι συ­γκε­κρι­μέ­να, χω­ρίς γε­νι­κό­λο­γες υπο­δεί­ξεις, προ­ϊ­όν με­γά­λου μό­χθου και ώρι­μης πε­ρι­συλ­λο­γής.

    Με την ίδια με­θο­δο­λο­γι­κή αρ­τιό­τη­τα με­λε­τά­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα «Καλ­λί­μα­χος και Χρυ­σορ­ρόη» (σσ. 169-210). Αρ­κεί να ανα­φέ­ρω μία μό­νο αντι­προ­σω­πευ­τι­κή διόρ­θω­ση (σσ. 184-185), στί­χοι 849-851:

    Ἄν δ’ ἦλθες εἰς ἀνα­τροφὴν αὐτοῦ τῆς ἡλι­κί­ας,
    προ­σώ­που τὴν φαι­δρό­τη­ταν, δύ­να­μιν τῶν χειρῶν του,
    οὐκ οἶδα πῶς συ­νέ­κρι­νας τοῦτον εἰς ἄλλον ἕναν.

    Πε­ρί­ερ­γη εί­ναι πράγ­μα­τι εδώ η χρή­ση της λέ­ξης ἀνα­τρο­φή. Πά­ντως, από την πρώ­τη στιγ­μή απο­κλεί­ε­ται η κοι­νή ση­μα­σία της. Η με­τά­φρα­ση του Pichard δεν ακρι­βο­λο­γεί, απο­δί­δει πε­ρισ­σό­τε­ρο ένα νό­η­μα υπο­θε­τι­κό, ενώ με­τα­βάλ­λει ταυ­τό­χρο­να το πρό­σω­πο σε πρώ­το (προ­τι­μό­τε­ρο θα ήταν φυ­σι­κά το τρί­το): Si j’en viens à la perfection de sa stature […]. Η υπο­ση­μεί­ω­ση που προ­σθέ­τει με­γα­λώ­νει την ασά­φεια, αφού το ερ­μή­νευ­μα επι­μέ­νει πια απε­ρί­φρα­στα στην κοι­νή ση­μα­σία της λέ­ξης: Ce sens de ἀνα­τροφὴν (v. 849) concord avec celui de ἀνα­τρέ­φω: faire grandir, grandir, ainsi qu’ avec le contexte (v. 850). […] Στο Λε­ξι­κό του Κρια­ρά επί­σης ερ­μη­νεύ­ε­ται, το ολι­γό­τε­ρο, πε­ρί­ερ­γα: αύ­ξη­ση, με­γά­λω­μα, ύψος. […] Και πρέ­πει να ση­μειω­θεί ότι τέ­τοια ση­μα­σία δί­νε­ται μό­νο στον στί­χο αυ­τόν του Καλ­λί­μα­χου.
    Πα­ρό­μοιες ερ­μη­νεί­ες ωστό­σο εί­ναι πε­ρί­που αδύ­να­τες. Απε­να­ντί­ας, η ανω­μα­λία αί­ρε­ται, αρ­κεί να γρά­ψο­με: ν δ’ ἦλθες εἰς ἀ ν α σ τ ρ ο φ ὴ ν αὐτοῦ τῆς ἡλι­κί­ας, όπου ἀνα­στροφὴ ισο­δυ­να­μεί με τη (συν)ανα­στρο­φή. Η πτώ­ση του «σ» αι­τιο­λο­γεί­ται εύ­κο­λα πα­λαιο­γρα­φι­κά. Έτσι το νό­η­μα γί­νε­ται τώ­ρα εύ­κο­λο και σα­φές, δη­λα­δή: αν ερ­χό­σουν σε προ­σω­πι­κή επι­κοι­νω­νία με τον βα­σι­λιά και έβλε­πες το πα­ρά­στη­μά του, τη λα­μπρό­τη­τα του προ­σώ­που του. (δο­κί­μα­ζες) τη δύ­να­μη των χε­ριών του, τό­τε πο­λύ δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σες να τον συ­γκρί­νεις με κά­ποιον άλ­λο, έστω και έναν, που να εί­ναι αντά­ξιος και ανώ­τε­ρος από αυ­τόν.

    Η μυ­θι­στο­ρία «Βέλ­θαν­δρος και Χρυ­σάν­τζα»,[4] που σώ­ζε­ται σε ένα μό­νο χει­ρό­γρα­φο του 16ου αι., εξε­τά­ζε­ται με πυ­κνό­τη­τα λό­γου (σσ. 213-246). Αξιο­πρό­σε­κτη εί­ναι η πα­ρα­τή­ρη­ση ότι οι με­τρι­κές ανω­μα­λί­ες «δεν οφεί­λο­νται κα­τά κα­νό­να σε τυ­χαία φθο­ρά της αρ­χι­κής γρα­φής του πρω­το­τύ­που, αλ­λά εί­ναι απο­τέ­λε­σμα της γλωσ­σι­κής προ­σπά­θειας του δια­σκευα­στή να απλο­ποι­ή­σει το κεί­με­νο». Ζη­τά, επί­σης, την απο­κα­τά­στα­ση πολ­λών γλωσ­σι­κών πα­ρα­ποι­ή­σε­ων που έγι­ναν με σκο­πό «να μορ­φο­ποι­η­θεί στην ανα­γκαία πε­ρί­στα­ση κα­νο­νι­κός 15σύλ­λα­βος. Ο ‘Βέλ­θαν­δρο­ς’ λοι­πόν πρέ­πει να εκ­δο­θεί χω­ρίς κα­μιά προ­σπά­θεια για με­τρι­κή ομα­λο­ποί­η­ση του κει­μέ­νου».
    Τα «Επι­λε­γό­με­να» (σσ. 247-249) εξα­κο­λου­θούν, ύστε­ρα από τό­σες δε­κα­ε­τί­ες, να έχουν ισχύ κα­τευ­θυ­ντή­ριων γραμ­μών και αξιω­μα­τι­κών αρ­χών για την έκ­δο­ση των με­σαιω­νι­κών κει­μέ­νων. Ση­μα­ντι­κή εί­ναι η δια­πί­στω­ση ότι (σ. 247) «πολ­λά από τα πα­λαιό­τε­ρα αυ­τά έρ­γα δεν αντι­γρά­φο­νται, ού­τε και δια­δί­δο­νται αυ­τού­σια, αλ­λά με­τα­ποιού­νται συ­νή­θως γλωσ­σι­κά, κά­πο­τε και εκ­φρα­στι­κά, προς το λαϊ­κό ή λαϊ­κό­τρο­πο».


    2.Φι­λο­λο­γι­κά ανά­λε­κτα
    Το υψη­λής αι­σθη­τι­κής βι­βλίο Νε­ο­ελ­λη­νι­κά φι­λο­λο­γι­κά ανά­λε­κτα. Σο­λω­μός-Πα­λα­μάς-Ερω­τό­κρι­τος-Δι­γε­νής, Αθή­να 2020: Κέ­ντρον Ερευ­νών και Εκ­δό­σε­ων, σσ. 233, απο­τε­λεί­ται από δύο δια­κρι­τά μέ­ρη με το δεύ­τε­ρο, που εί­ναι και το εκτε­νέ­στε­ρο, να πε­ρι­λαμ­βά­νει κεί­με­να απο­κλει­στι­κά για τον «Δι­γε­νή Ακρί­τα», γραμ­μέ­να κα­τά τα έτη 2019 και 2020. Το πρώ­το μέ­ρος απαρ­τί­ζε­ται από με­λέ­τες που δη­μο­σιεύ­τη­καν πα­λαιό­τε­ρα (1969-1971). Η ανα­δη­μο­σί­ευ­σή τους κρί­θη­κε απα­ραί­τη­τη για να συ­νυ­πάρ­χουν ως ενιαίο Σώ­μα, πα­ράλ­λη­λα όμως κα­θί­στα­ται εμ­φα­νής η με­θο­δο­λο­γι­κή συ­νέ­πεια που δια­κρί­νει τον συγ­γρα­φέα ως προς τα εκ­δο­τι­κά προ­βλή­μα­τα και την ερ­μη­νεία εμ­βλη­μα­τι­κών έρ­γων της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.
    Τα «Σύγ­χρο­να σο­λω­μι­κά προ­βλή­μα­τα» (σσ. 19-53) επι­σφρα­γί­ζουν το κύ­ρος ενός κο­ρυ­φαί­ου σο­λω­μι­στή ο οποί­ος επι­σή­μα­νε από πο­λύ νω­ρίς «τον πρω­τό­τυ­πο εκ­φρα­στι­κό πλού­το, την αι­σθη­τι­κή βα­ρύ­τη­τα της λι­τής ποι­η­τι­κής λέ­ξης, τη δύ­να­μη της υπο­βο­λής και την ακα­θό­ρι­στη γοη­τεία του προ­ε­κτει­νό­με­νου στο­χα­σμού, που κι­νεί­ται με ορ­μή και έντα­ση ασυ­νή­θι­στη» του εθνι­κού μας ποι­η­τή ο οποί­ος πρώ­τος και κα­λύ­τε­ρος «απο­κά­λυ­ψε την εσω­τε­ρι­κή δύ­να­μη και τις κρυμ­μέ­νες δυ­να­τό­τη­τες της δη­μο­τι­κής». Όποιος ασχο­λη­θεί εφε­ξής με το εκ­δο­τι­κό πρό­βλη­μα, τη βι­βλιο­γρα­φία, το πρό­βλη­μα των πη­γών και τη βιο­γρα­φία του Σο­λω­μού, κυ­ρί­ως όμως με τις ερ­μη­νευ­τι­κές δυ­σχέ­ρειες της απο­σπα­σμα­τι­κής του ποί­η­σης, εί­ναι απα­ραί­τη­το να λά­βει σο­βα­ρά υπό­ψη τις θέ­σεις Χα­τζη­για­κου­μή οι οποί­ες οδη­γούν σε στό­χευ­ση που ξε­περ­νά τα όρια του φι­λο­λο­γι­κού μι­κρό­κο­σμου κα­θώς απώ­τε­ρος στό­χος πα­ρα­μέ­νει (σ. 35) «η συν­θε­τι­κή σύλ­λη­ψη της κα­θο­λι­κής ερ­μη­νεί­ας. Αυ­τός, άλ­λω­στε, εί­ναι ο τε­λι­κός σκο­πός της φι­λο­λο­γι­κής δια­κο­νί­ας: να εξο­μα­λύ­νει κά­θε εμπό­διο και να προ­σφέ­ρει όλα τα μέ­σα για τη βα­θύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση του ποι­η­τή και τη δυ­να­τό­τη­τα για την από­λαυ­ση μιας αλη­θι­νής και άδο­λης αι­σθη­τι­κής χα­ράς».
    Ο συγ­γρα­φέ­ας επι­ση­μαί­νει ότι ο Πο­λυ­λάς «λο­γιο­ποί­η­σε» σιω­πη­ρά δια­λε­κτι­κές πα­ρεκ­κλί­σεις του ποι­η­τή χω­ρίς να προ­σέ­ξει ότι βρί­σκο­νται σε στί­χους που το­πο­θε­τού­νται στα χεί­λη των πο­λιορ­κη­μέ­νων. «Τα δια­λε­κτι­κά στοι­χεία, επο­μέ­νως, υπη­ρε­τούν κά­ποια σκο­πι­μό­τη­τα, γι’ αυ­τό η δια­τή­ρη­σή τους, και από την άπο­ψη αυ­τή, εί­ναι απα­ραί­τη­τη». Στο χει­ρό­γρα­φο δια­βά­ζου­με: με­γα­λο πρα­μα η απο­μο­νι. Ο Πο­λυ­λάς με­τα­γρά­φει: Με­γά­λο πρά­μα η υπο­μο­νή πα­ρα­βλέ­πο­ντας την προ­θε­τι­κό­τη­τα του ποι­η­τή.
    Η με­λέ­τη «Ο Πα­λα­μάς κρι­τι­κός του Σο­λω­μού» (σσ. 55-75) απο­τε­λεί υπό­δειγ­μα οξυ­δερ­κούς ανά­λυ­σης της κρι­τι­κής δει­νό­τη­τας του Πα­λα­μά, αλ­λά και των εσω­τε­ρι­κών αντι­φά­σε­ων για τον τρό­πο αντι­με­τώ­πι­σης της και­νο­τό­μου ποι­η­τι­κής του Σο­λω­μού την οποία δυ­σχε­ραί­νει ερ­μη­νευ­τι­κά η απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τά της. Εν­δει­κτι­κό εί­ναι το πα­ρα­κά­τω από­σπα­σμα (σ. 59):

    Η έντο­νη ιστο­ρι­κή συ­νεί­δη­ση (ισχυ­ρο­ποι­η­μέ­νη από τις συ­να­φείς τά­σεις της επο­χής) και η πα­ράλ­λη­λη κρι­τι­κή οξυ­δέρ­κεια βο­ή­θη­σαν απο­φα­σι­στι­κά στο να αξιο­λο­γή­σει ορ­θά και σχε­δόν αμε­τά­θε­τα όλες τις εκ­δη­λώ­σεις (πρό­σω­πα και κι­νή­μα­τα) της νέ­ας ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Στην κρι­τι­κή θε­ώ­ρη­ση του Πα­λα­μά τα πράγ­μα­τα δεν έχουν μό­νο αι­σθη­τι­κή αλ­λά και ιστο­ρι­κή ση­μα­σία, σε μια προ­έ­κτα­ση, ιστο­ρι­κήν ανα­γκαιό­τη­τα. Έτσι, με επα­να­στα­τι­κή τόλ­μη και σπά­νια κρι­τι­κή αυ­το­πε­ποί­θη­ση, ανα­τρέ­πει το πα­ρα­δο­μέ­νο και κα­θιε­ρώ­νει τις νέ­ες λο­γο­τε­χνι­κές αξί­ες: δι­καιώ­νει ιστο­ρι­κά τη λό­για πα­ρά­δο­ση της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, επι­βάλ­λει τους Επτα­νη­σί­ους και τον αγνοη­μέ­νο Σο­λω­μό (χω­ρίς, ωστό­σο, να αρ­νεί­ται τα θε­τι­κά επι­τεύγ­μα­τα του ρο­μα­ντι­σμού), κα­τα­ξιώ­νει τη σύγ­χρο­νή του δη­μο­τι­κή λο­γο­τε­χνία, θαυ­μά­ζει τον Ερω­τό­κρι­το και τα άλ­λα Κρη­τι­κά έρ­γα, ανα­κα­λύ­πτει πρώ­τος σχε­δόν τον Κάλ­βο, εξαί­ρει τον Πα­πα­δια­μά­ντη, ενώ εγκω­μιά­ζει απρο­κά­λυ­πτα την πε­ζο­γρα­φι­κή ιδιο­φυ­ΐα του Μα­κρυ­γιάν­νη. Μο­να­δι­κήν αντίρ­ρη­ση προ­κα­λεί σή­με­ρα η υπερ­βο­λή στην εκτί­μη­ση του Βα­λα­ω­ρί­τη και η άρ­νη­ση του Κα­βά­φη· ακό­μα, η αδυ­να­μία στην κα­τα­νό­η­ση της σύγ­χρο­νης ποι­η­τι­κής, πα­ρό­λη την καί­ρια κρί­ση για τη Στρο­φή του Σε­φέ­ρη.

    Η κα­τα­κλεί­δα της ερ­γα­σί­ας αυ­τής (σ. 75) εμπε­ριέ­χει μια «πε­ρί­ερ­γη ει­ρω­νεία: ο Πα­λα­μάς, που γνώ­ρι­σε και επέ­βα­λε στους άλ­λους τον Σο­λω­μό, έγι­νε ου­σια­στι­κά το πρώ­το ποι­η­τι­κό θύ­μα της επι­στρο­φής στο δι­κό του δί­δαγ­μα. Το τί­μη­μα ήταν, πράγ­μα­τι, βα­ρύ: οι άλ­λοι βρή­καν εκεί αυ­τό που η ποι­η­τι­κή του ιδιο­συ­γκρα­σία στά­θη­κε αδύ­να­το να κα­τα­λά­βει». Ο Χα­τζη­για­κου­μής το­νί­ζει εύ­στο­χα (σ. 55) την αμ­φί­δρο­μη σχέ­ση κρι­τι­κής και ποί­η­σης: «Πά­ντο­τε σχε­δόν η με­γά­λη ποί­η­ση )και γε­νι­κό­τε­ρα κά­θε μορ­φή υψη­λής δη­μιουρ­γί­ας) υπο­κρύ­πτει μιαν οξύ­τα­τη κρι­τι­κή διά­νοια, ενώ, από τη δι­κή της πλευ­ρά, η εμπνευ­σμέ­νη κρι­τι­κή προ­ϋ­πο­θέ­τει, κα­τά ένα με­γά­λο πο­σο­στό, βα­θύ και πλού­σιο ποι­η­τι­κό αί­σθη­μα».
    Το δο­κί­μιο «Ύφος και ήθος στον Ερω­τό­κρι­το του Κορ­νά­ρου» (σσ. 77-81) αντι­κα­το­πτρί­ζει το ήθος και το ύφος του Χα­τζη­για­κου­μή ο οποί­ος σε σφρι­γη­λό Έλ­λη­να λό­γο ανα­δει­κνύ­ει με ασυ­νή­θι­στες ποι­η­τι­κές εξάρ­σεις σε τι συ­νί­στα­ται η προ­σω­πι­κή κα­τά­κτη­ση του Κορ­νά­ρου «που γί­νε­ται ανα­πό­φευ­κτα το καύ­χη­μα του εθνι­κού συ­νό­λου». Ο Κορ­νά­ρος προ­βάλ­λει με αρ­χο­ντι­κή χά­ρη και ευ­γέ­νεια το με­γα­λείο της αν­θρώ­πι­νης αξιο­πρέ­πειας συ­νυ­φα­σμέ­νης με την εσω­τε­ρι­κή ελευ­θε­ρία του ατό­μου. Ο Χα­τζη­για­κου­μής σκια­γρα­φεί υπέ­ρο­χα την καλ­λι­τε­χνι­κή με­γα­λο­φυία του Κορ­νά­ρου (σσ. 80-81): «Οι άφθο­νες πα­ρο­μοιώ­σεις, το θερ­μό αντί­κρι­σμα της φύ­σης, η άνε­τη επι­κή αφή­γη­ση, η δύ­να­μη της πε­ρι­γρα­φής, προ­πά­ντων όμως ο πλού­σιος λυ­ρι­κός λό­γος και η ζε­στή αν­θρώ­πι­νη έκ­φρα­ση, όλα αυ­τά, μα­ζί με τη θαυ­μα­στή γλώσ­σα και την άψο­γη σχε­δόν στι­χουρ­γία, δί­νουν στο έρ­γο αυ­τό­νο­μη υπε­ρο­χή και έντο­νη αι­σθη­τι­κή αυ­τάρ­κεια. Ο Ερω­τό­κρι­τος ανα­παύ­ει (με την κα­τά­κτη­ση του ποι­η­τι­κού λό­γου) την εκ­φρα­στι­κή αγω­νία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ψυ­χής.
    Ο «Δι­γε­νής Ακρί­τας» απο­τε­λεί στην ου­σία αυ­τό­νο­μη μο­νο­γρα­φία (σσ. 85-193, 223-233) με ασυ­νή­θι­στη πυ­κνό­τη­τα λό­γου. Ο Χα­τζη­για­κου­μής διε­ρευ­νά σε βά­θος τα κεί­με­να του Escorial (Έκ­δο­ση Αλε­ξί­ου), της Grottaferrata (Έκ­δο­ση John Mavrogordato) και της Τρα­πε­ζού­ντας (Έκ­δο­ση Erich Trapp) για να κα­τα­λή­ξει σε δύο αξιω­μα­τι­κές αρ­χές στις οποί­ες πρέ­πει να στη­ρί­ζε­ται η έκ­δο­ση των με­σαιω­νι­κών κει­μέ­νων: Σύμ­φω­να με την πρώ­τη, αν η πολ­λα­πλή χει­ρό­γρα­φη πα­ρά­δο­ση κα­θι­στά ανα­γκαίο τον κα­ταρ­τι­σμό ενός ενιαί­ου κει­μέ­νου, η νό­θευ­σή του μπο­ρεί να απο­φευ­χθεί αν δεν «συμ­φύ­ρο­νται αδιά­κρι­τα σ’ αυ­τό γρα­φές από τυ­χόν υπάρ­χου­σες λο­γιό­τρο­πες και λαϊ­κό­τρο­πες εκ­δο­χές». Η δεύ­τε­ρη αρ­χή εί­ναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρη (σ. 193): «Όσες λαϊ­κό­τρο­πες κυ­ρί­ως εκ­δο­χές πα­ρου­σιά­ζο­νται με κα­τε­στραμ­μέ­νη, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο, τη στι­χουρ­γι­κή τους φόρ­μα, δεν πρέ­πει να εκ­δί­δο­νται με απο­κλει­στι­κή φρο­ντί­δα την απο­κα­τά­στα­ση, σώ­νει και κα­λά, του 15σύλ­λα­βου μέ­τρου».
    Οι διορ­θω­τι­κές προ­τά­σεις του Χα­τζη­για­κου­μή εί­ναι από­λυ­τα πει­στι­κές. Δια­φω­νεί πλή­ρως με τις αρ­χές που εφάρ­μο­σε ο Στυ­λια­νός Αλε­ξί­ου στην έκ­δο­ση του κει­μέ­νου του Escorial. Ένα από τα πολ­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα (στίχ. 223, σ. 107):

    Ἐγεν­νή­θη, ἐμε­γά­λω­σε και ἐγί­νην τε­τρα­έ­της.

    Και εδώ ο πλή­ρης στί­χος στο χει­ρό­γρα­φο εί­ναι ἐγεν­νή­θην κα ἐμε­γά­λω­σεν καὶ ἐγί­νην τε­τρα­έ­της. Ένας λα­μπρός και εξαι­ρε­τι­κά εύ­η­χος στί­χος (με τα αλ­λε­πάλ­λη­λα ευ­φω­νι­κά «ν», τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στοι­χεία των δια­λε­κτό­φω­νων ιδιω­μά­των) ακυ­ρώ­νε­ται με απλές (και άκρως πε­ριτ­τές) εκ­δο­τι­κές πα­ρεμ­βά­σεις: την αφαί­ρε­ση του «και» και των ευ­φω­νι­κών «ν», και την κα­κό­η­χη χα­σμω­δία που ει­σά­γε­ται. Ένα πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα για το πό­σο πρέ­πει να «ακού­ει» κα­νείς πρω­τί­στως τον εσω­τε­ρι­κό ήχο και ρυθ­μό της γλώσ­σας πα­ρά να ενερ­γεί (και να προ­σθα­φαι­ρεί) με βά­ση τις απλές τυ­πι­κές συλ­λα­βές και τη φόρ­μα.
    Με­ρι­κές φο­ρές εντυ­πω­σιά­ζει το γε­γο­νός ότι πα­σι­φα­νή λά­θη δια­φεύ­γουν την προ­σο­χή έμπει­ρων εκ­δο­τών. Στην Έκ­δο­ση Grottaferra (ΙΙ, 285) δια­βά­ζου­με: ἡ γὰρ ἀγά­πη ἡ φυ­σικὴ φέ­ρει ἀναι­σχυ­ντί­αν. Ο Χα­τζη­για­κου­μής ση­μειώ­νει (σ. 178): «Ανα­γκαία εδώ η άρ­νη­ση ο ὐ φ έ ρ ε ι ἀναι­σχυ­ντί­αν, η φυ­σι­κή, αλη­θι­νή αγά­πη δεν προ­κα­λεί αι­σχύ­νη, δεν έχει ντρο­πή. Στην ίδια Έκ­δο­ση (V, 193) ο στί­χος ἐκεί­νη δὲ εἰς εὐχερὲς δέν­δρον ἐπα­νελ­θοῦσα πα­ρερ­μη­νεύ­τη­κε πλή­ρως από όλους τους εκ­δό­τες. Δεν πρό­κει­ται για τη με­το­χή του ρή­μα­τος ἐπα­νέρ­χο­μαι, αλ­λά «για αντι­γρα­φι­κή (και εκ­δο­τι­κή) συ­νέ­νω­ση δύο λέ­ξε­ων ἐ π ά ν ω ἐ λ θ ο ῦ σ α. Δη­λα­δή ήλ­θε, ανέ­βη­κε επά­νω σε ένα εύ­κο­λο δέ­ντρο, απ’ όπου ‘ἐώρα τὰ γε­νό­με­να’ (στ. 194), και από το οποίο δη­λώ­νε­ται αμέ­σως έπει­τα (στ. 196) ότι ‘κα­τήρ­χε­το’». Και στο κεί­με­νο της Τρα­πε­ζού­ντας ο Χα­τζη­για­κου­μής προ­βαί­νει σε εύ­στο­χες διορ­θώ­σεις. Στο στί­χο Τ 130/127 (σ. 187) μό­νον ὑπε­λο­γί­ζε­το παί­ζων χα­μο­γε­λώ­ντας το ὑπε­λο­γί­ζε­το πρέ­πει να διορ­θω­θεί σε ὑπε­λυ­γί­ζε­το, αφού γί­νε­ται λό­γος για την όλο χά­ρη κί­νη­ση της δω­δε­κά­χρο­νης Κό­ρης.


    3. Ο με­τα­φρα­στι­κός άθλος της «Οδύσ­σειας»
    Ο Χα­τζη­για­κου­μής έδει­ξε στην πρά­ξη τις σπά­νιες ικα­νό­τη­τές του ως κλα­σι­κού φι­λο­λό­γου και νε­ο­ελ­λη­νι­στή με­τα­φρά­ζο­ντας επί πολ­λά έτη με ιδιο­φυή τρό­πο την πολ­λα­πλώς προ­κλη­τι­κή Οδύσ­σεια του Ομή­ρου. Σε εκτε­νή με­λέ­τη μου έδει­ξα σε τι συ­νί­στα­ται η ανε­κτί­μη­τη προ­σφο­ρά του.[5] Πα­ρα­θέ­τω ένα εν­δει­κτι­κό από­σπα­σμα:

    Η με­τά­φρα­ση του Μα­νό­λη Χα­τζη­για­κου­μή στο μο­νο­το­νι­κό, σε πλή­ρη αντι­στοί­χι­ση με το αρ­χαίο κεί­με­νο, απο­τε­λεί πρω­τό­τυ­πη δη­μιουρ­γι­κή πρά­ξη. Ο με­τα­φρα­στής αξιο­ποιεί στο έπα­κρον και εμπλου­τί­ζει ιδιο­φυώς τις εκ­φρα­στι­κές δυ­να­τό­τη­τες του νε­ο­ελ­λη­νι­κού λό­γου. Κα­τόρ­θω­σε να απο­δώ­σει με τις καί­ριες συ­νει­δη­τές προ­ε­πι­λο­γές και επι­λο­γές τη «διά­νοια» του κει­μέ­νου στην αφη­γη­μα­τι­κή και πε­ρι­γρα­φι­κή του λει­τουρ­γία με κυ­ρί­αρ­χο μο­τί­βο την έντο­νη προ­φο­ρι­κό­τη­τα. Άρι­στος γνώ­στης των λε­πτών ση­μα­σιο­λο­γι­κών απο­χρώ­σε­ων της αρ­χαί­ας γλώσ­σας και εξαί­ρε­τος σμι­λευ­τής του νε­ο­ελ­λη­νι­κού λό­γου, έδω­σε ένα με­τά­φρα­σμα που μπο­ρεί να στα­θεί επά­ξια δί­πλα στο πολ­λα­πλώς προ­κλη­τι­κό και αξε­πέ­ρα­στο πρω­τό­τυ­πο. Δει­νός κλα­σι­κός φι­λό­λο­γος και λα­μπρός νε­ο­ελ­λη­νι­στής, με βα­θύ­τα­τη γνώ­ση της δια­χρο­νί­ας της γλώσ­σας, όπως επί­σης των εκ­φρα­στι­κών και μου­σι­κών δυ­να­το­τή­των της, δεν πε­ριο­ρί­στη­κε σε ασκή­σεις επί χάρ­του, αλ­λά ανέ­πτυ­ξε μια ολό­κλη­ρη με­τα­φρα­στι­κή θε­ω­ρία την οποία εφάρ­μο­σε με συ­νέ­πεια στην πρά­ξη και έτσι οδη­γή­θη­κε σε νέ­ες ερ­μη­νευ­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις που προ­ά­γουν την ομη­ρι­κή έρευ­να. Εντυ­πω­σιά­ζει η πυ­κνή ύφαν­ση του λό­γου με πλή­ρη αξιο­ποί­η­ση της πο­λυ­χρω­μί­ας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει την εν­δο­γλωσ­σι­κή ποι­κι­λό­τη­τα.
    Το φι­λο­λο­γι­κό δαι­μό­νιο του Χα­τζη­για­κου­μή έφτα­σε στην απο­θέ­ω­σή του με τα «Ερ­μη­νευ­τι­κά σχό­λια» που πα­ρα­θέ­τει στο τέ­λος του κα­λαί­σθη­του βι­βλί­ου του (σε­λί­δες 783-827). Σε 44 πυ­κνο­γραμ­μέ­νες σε­λί­δες πα­ρου­σιά­ζει, χω­ρίς κα­μιά επι­δει­κτι­κή τά­ση, τι και­νούρ­γιο κό­μι­σε και σε τι δια­φο­ρο­ποιεί­ται από άλ­λους, γνω­στούς και κα­τα­ξιω­μέ­νους, επί­σης, με­τα­φρα­στές, των οποί­ων απα­ριθ­μεί μια σει­ρά αντι­φά­σε­ων και πα­ρα­νο­ή­σε­ων. Με αφορ­μή τον σύν­θε­το ρυθ­μι­κό λο­γό­τυ­πο πο­λύ­τλας δῖος Ὀδυσ­σεὺς (σελ. 796-797) υπο­δει­κνύ­ει κά­τι πο­λύ ση­μα­ντι­κό, από­το­κο της ασυ­νή­θι­στης μου­σι­κής παι­δεί­ας που δια­θέ­τει: «...θα πρέ­πει να συ­νυ­πο­λο­γί­ζε­ται πλέ­ον σή­με­ρα, για την ου­σία και την κα­τα­νό­η­ση των ομη­ρι­κών κει­μέ­νων, όχι μό­νο το μέ­τρο και η προ­σω­δία (της ασμα­τι­κής πε­ριό­δου), αλ­λά και ο δε­δο­μέ­νος ρυθ­μός (της ρα­ψω­δι­κής-απαγ­γελ­τι­κής)».
    Ο Χα­τζη­για­κου­μής τόλ­μη­σε να αντι­πα­ρα­τε­θεί «με το με­γα­λύ­τε­ρο αρι­στούρ­γη­μα της έντε­χνης ποί­η­σης όλων των επο­χών», όπως το χα­ρα­κτή­ρι­σε ο Στυ­λια­νός Αλε­ξί­ου, και να βγει σώ­ος, χω­ρίς να πτοη­θεί από τους Λαι­στρυ­γό­νες και τους Κύ­κλω­πες της με­τα­φρα­στι­κής του Οδύσ­σειας. Πρό­κει­ται για το επι­στέ­γα­σμα της μα­κρό­χρο­νης και αδιά­λει­πτης επι­τυ­χη­μέ­νης προ­σφο­ράς στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα.

    Ο Μα­νό­λης Χα­τζη­για­κου­μής, γε­μά­τος νε­α­νι­κό σφρί­γος, μας εγκα­τέ­λει­ψε ξαφ­νι­κά με ήρε­μη συ­νεί­δη­ση σκορ­πί­ζο­ντας άφα­τη θλί­ψη σε όσους εί­χαν το προ­νό­μιο να τον γνω­ρί­σουν από κο­ντά και να θαυ­μά­σουν την ευ­στρο­φία του πνεύ­μα­τος, την ανε­ξι­κα­κία, τη γεν­ναιο­δω­ρία, την Αρ­χο­ντιά και την Αν­θρω­πιά που τον διέ­κρι­νε. Αγω­νί­στη­κε με πά­θος για μια κα­λύ­τε­ρη παι­δεία του ελ­λη­νι­κού λα­ού συν­δέ­ο­ντας από τα πρώ­τα βή­μα­τα της επι­στη­μο­νι­κής του στα­διο­δρο­μί­ας τη γλώσ­σα με τη λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση, τον πο­λι­τι­σμό και την ταυ­τό­τη­τα. Πέ­ρα από τις φι­λο­λο­γι­κές ενα­σχο­λή­σεις, έθε­σε ως στό­χο της ζω­ής του τη διά­σω­ση του λαϊ­κού πο­λι­τι­σμού και της εκ­κλη­σια­στι­κής μου­σι­κής, επι­μέ­νο­ντας πα­ράλ­λη­λα στη δια­τή­ρη­ση της ομορ­φιάς του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος, όπως το έζη­σε στο πα­νέ­μορ­φο πα­ρα­δο­σια­κό χω­ριό του τ’ Ασφεν­διού στην Κω. Τώ­ρα το φθαρ­τό του σώ­μα ανα­παύ­ε­ται μα­κα­ρί­ως εκεί, στον τα­πει­νό οι­κο­γε­νεια­κό τά­φο, έχο­ντας συ­ντρο­φιά κυ­πα­ρίσ­σια, δάφ­νες, μυρ­τιές, πεύ­κα και ελιές, αι­γαιο­πε­λα­γί­τι­κες ει­κό­νες και μυ­ρω­διές που έκα­ναν την ψυ­χή του να ανα­γαλ­λιά­ζει στου γλαυ­κού το γει­τό­νε­μα.


    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: