Συγγραφείς που κάποτε διέσχισαν τον Χάρτη της ελληνικής λογοτεχνίας: Aντώνης Σαμαράκης

{12 λεπτά}
Etienne Delaune (1518/19-1595): «Αλληγορία της Ελπίδας»
Etienne Delaune (1518/19-1595): «Αλληγορία της Ελπίδας»

«Ζητείται ελπίς»

Το 1954 η Ελ­λά­δα βρί­σκε­ται σε ένα με­ταίχ­μιο. Ο Β’ Πα­γκό­σμιος πό­λε­μος εί­ναι πια Ιστο­ρία, ο Εμ­φύ­λιος έχει τυ­πι­κά τε­λειώ­σει, η χώ­ρα ανα­ζη­τά τρό­πους να βα­δί­σει προς το δεύ­τε­ρο μι­σό του αιώ­να. Την ώρα που κά­ποιοι κοι­τά­νε με αι­σιο­δο­ξία και ελ­πί­δες το μέλ­λον, την ίδια ώρα κά­ποιοι άλ­λοι φι­μώ­νο­νται ή προ­ε­τοι­μά­ζο­νται να ξε­νι­τευ­τούν και να σκύ­βουν το κε­φά­λι σε εκεί­νους που λί­γα χρό­νια πιο πριν εί­χαν νι­κή­σει.
Το 1954 κυ­κλο­φο­ρεί η συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ζη­τεί­ται Ελ­πίς. Ένα ολι­γο­σέ­λι­δο βι­βλίο, μι­κρού σχή­μα­τος. Ιδιω­τι­κή έκ­δο­ση. Αντώ­νης Σα­μα­ρά­κης – το όνο­μα του συγ­γρα­φέα του.
Το 1954 ο Σα­μα­ρά­κης εί­ναι 35 χρο­νών. Πέ­ρα­σε τα βα­σι­κά χρό­νια που δια­μορ­φώ­νουν την προ­σω­πι­κό­τη­τα ενός αν­θρώ­που μέ­σα σε γε­γο­νό­τα ποι­κί­λα και τραυ­μα­τι­κά. Δι­κτα­το­ρία Με­τα­ξά, Πό­λε­μος, Κα­το­χή, Εμ­φύ­λιος… Τώ­ρα –εκεί­νο το 1954– ήθε­λε να μπο­ρού­σε να δει με σα­φή­νεια να παίρ­νει σάρ­κα και οστά το όρα­μά του –όρα­μα και εκα­τομ­μύ­ριων άλ­λων αν­θρώ­πων– για έναν κα­λύ­τε­ρο πιο δί­καιο κό­σμο. Έναν κό­σμο με ει­ρή­νη, δι­καιο­σύ­νη, ελευ­θε­ρία έκ­φρα­σης.
Ήθε­λε να έβλε­πε κι αυ­τός, μα­ζί με εκα­τομ­μύ­ρια άλ­λους, αυ­τά τα ορά­μα­τα να γί­νο­νται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αλ­λά η διά­ψευ­ση ήδη εί­χε αρ­χί­σει να φαί­νε­ται. Ο Ψυ­χρός Πό­λε­μος ήταν γε­γο­νός, λί­γο πιο πριν ο Πό­λε­μος της Κο­ρέ­ας υπεν­θύ­μι­ζε πως η Ει­ρή­νη δεν μπο­ρού­σε να θε­ω­ρεί­ται δε­δο­μέ­νη, οι χώ­ρες του Τρί­του Κό­σμου βο­γκού­σαν πά­ντα κά­τω από τις ανάλ­γη­τες πο­λι­τι­κές της Δύ­σης. Αλ­λά ένας συγ­γρα­φέ­ας που θε­ω­ρεί τη γρα­φή ως πο­λι­τι­κή πρά­ξη –και τέ­τοιος συγ­γρα­φέ­ας ήταν ο Αντώ­νης Σα­μα­ρά­κης– δεν μπο­ρεί να απο­δε­χτεί την απαι­σιο­δο­ξία. Κι έτσι δη­λώ­νει: ΖΗ­ΤΕΙ­ΤΑΙ ΕΛ­ΠΙΣ.

Ας τον ακού­σου­με πως ο ίδιος κα­τα­γρά­φει αυ­τήν την επι­λο­γή του τί­τλου:

Και μό­νο ο τί­τλος «Ζη­τεί­ται Ελ­πίς» δί­νει τη δι­κή μου θε­ώ­ρη­ση των πραγ­μά­των, δεί­χνει έναν άν­θρω­πο που δεν τα πα­ρα­τά­ει, δεν υπο­τάσ­σε­ται πα­θη­τι­κά στο ζο­φε­ρό πα­νό­ρα­μα του κό­σμου γύ­ρω του, αλ­λά αγω­νί­ζε­ται να βρει ελ­πί­δα… Η ελ­πί­δα, αυ­τό το πο­λύ­τι­μο αγα­θό που θα έπρε­πε να εί­ναι μέ­σα μας και γύ­ρω μας σε πλή­ρη αφθο­νία όπως ο αέ­ρας που ανα­πνέ­ου­με, εί­ναι αλί­μο­νο πά­ρα πο­λύ σπά­νιο ή μάλ­λον έχει σχε­δόν εκλεί­ψει. Φτά­σα­με στο ση­μείο να μην ισχύ­ει το αρ­χαίο ρη­τό ‘Όσο ανα­πνέω ελ­πί­ζω’, αλ­λά ‘Όσο αγω­νί­ζο­μαι να πι­στέ­ψω ότι κά­που υπάρ­χει ελ­πί­δα, την οποία με τον αγώ­να μου θα την βρω, ελ­πί­ζω’.

Με αυ­τές, λοι­πόν, τις σκέ­ψεις, με αυ­τά τα συ­ναι­σθή­μα­τα να τον φλο­γί­ζουν, τυ­πώ­νει με δι­κά του έξο­δα τη συλ­λο­γή των δι­η­γη­μά­των που έγρα­ψε και ξε­κι­νά να επι­σκέ­πτε­ται τα βι­βλιο­πω­λεία για να αφή­σει με­ρι­κά αντί­τυ­πα προς πώ­λη­ση.
Αύ­γου­στος του 1954. Τρεις μέ­ρες με­τά από τον Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο. Εκεί­να τα κα­λο­καί­ρια, δεν έμοια­ζαν με τα ση­μερ­νά. Τον Αύ­γου­στο τώ­ρα, οι δρό­μοι της Αθή­νας εί­ναι άδειοι. Οι δια­κο­πές εί­ναι μια σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κή συν­θή­κη της ζω­ής μας. Όχι όμως τό­τε, οι δια­κο­πές δεν ήταν δε­δο­μέ­νες κι έτσι, στις 18 Αυ­γού­στου του 1954, ο νε­α­ρός άν­δρας, πα­ρα­χώ­νει πε­νή­ντα τό­σα αντί­τυ­πα του φρε­σκο­τυ­πω­μέ­νου βι­βλί­ου του σε ένα βα­λι­τσά­κι και ξε­κι­νά να μπαί­νει και να βγαί­νει στα βι­βλιο­πω­λεία του κέ­ντρου της Αθή­νας. Πά­νω από δέ­κα επι­σκέ­φτη­κε, μή­τε ένα αντί­τυ­πο δεν κα­τά­φε­ρε να αφή­σει.
Απο­γοη­τευ­μέ­νος κα­τα­φεύ­γει στο «Κα­φε­νείο των Πα­ρι­σί­ων», λί­γο πιο κά­τω από την Πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος. Στέ­κι δι­κό του και στέ­κι κι άλ­λων απλών αν­θρώ­πων.
Ζη­τά ένα ού­ζο. Πί­νει δυο, τρεις γου­λιές. Κοι­τά το βα­λι­τσά­κι με τα ανέγ­γι­χτα βι­βλία. Και κλαί­ει. Και από δί­πλα, οι απλοί άν­θρω­ποι του λα­ού τον κοι­τούν με τρυ­φε­ρή κα­τα­νό­η­ση. Μια κα­τα­νό­η­ση που δεν την έχουν οι κά­θε λο­γής δια­νο­ού­με­νοι και οι κά­θε λο­γής επί­ση­μοι.
Και εκεί­νος, τό­τε, παίρ­νει ένα αντί­τυ­πο, το ανοί­γει και …το αφιε­ρώ­νει στον εαυ­τό του:

Στον Αντώ­νη Σαμαρά­κη,
Κουρά­γιο!
Αντ. Σαμαρά­κης
Αθήνα,
18/8/54, ώρα 9.30 μ.μ.
Στο «Κα­φε­νείο των Πα­ρι­σίων»


Ένας συγ­γρα­φέ­ας μπο­ρεί να συ­ναρ­πά­ζει τους ανα­γνώ­στες του με δυο βα­σι­κά τρό­πους. Με έντο­νη πλο­κή και ολο­ζώ­ντα­νους ήρω­ες ή με τις ιδέ­ες που κα­τα­γρά­φει μέ­σα στα έρ­γα του.
Αλ­λά για να μπο­ρέ­σει ένας συγ­γρα­φέ­ας να δια­τη­ρεί τη ζω­ντά­νια του ακό­μα κι όταν πια βιο­λο­γι­κά θα έχει απο­χω­ρή­σει από αυ­τή τη ζωή, θα πρέ­πει τα έρ­γα του να τα έχει προι­κι­σμέ­να και με ζω­ντα­νούς ήρω­ες και με δια­χρο­νι­κές ιδέ­ες.
Αυ­τή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση Σα­μα­ρά­κη. Ο Αντώ­νης Σα­μα­ρά­κης εί­ναι μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση αν­θρώ­που του 20ού αιώ­να που ζού­σε με άξο­να έναν γνή­σιο ου­μα­νι­σμό.
Κα­θώς ο αιώ­νας του έφτα­νε στα μέ­σα του, ο Σα­μα­ρά­κης ήλ­πι­ζε πως ο με­τα­πο­λε­μι­κός κό­σμος δεν θα εί­χε πλέ­ον δυ­νά­στες, μή­τε θύ­τες και θύ­μα­τα.
Αλ­λά πο­λύ γρή­γο­ρα δια­πί­στω­σε πως ο ολο­κλη­ρω­τι­σμός εξα­κο­λου­θού­σε να υπάρ­χει. Και τον τρό­μα­ζε η ει­κό­να – εκεί­νοι που ζού­σαν σε συν­θή­κες δη­μο­κρα­τί­ας να αδια­φο­ρούν για τους συ­ναν­θρώ­πους τους που κα­τα­πιέ­ζο­νταν σε άλ­λα κα­θε­στώ­τα. Η βα­σι­κή θέ­ση του Σα­μα­ρά­κη ήταν πως η Ελευ­θε­ρία δεν μπο­ρεί να εί­ναι προ­νό­μιο ολί­γων. Μα ού­τε και των πολ­λών. Μα όλων.
Συ­νή­θι­ζε να λέ­ει πως ο ολο­κλη­ρω­τι­σμός μοιά­ζει με την ρα­διε­νέρ­γεια. Δια­χέ­ε­ται πα­ντού και μο­λύ­νει όλους.
Όμως πέ­ρα από τα κα­θε­στώ­τα εκεί­να που με σα­φή­νεια έδει­χναν το απο­τρό­παιο πρό­σω­πό τους, στοι­χεία έλ­λει­ψης δη­μο­κρα­τί­ας έβλε­πε να υπάρ­χουν και σε κρά­τη δη­μο­κρα­τι­κά. Κι εκεί η προ­σω­πι­κή ζωή, οι ατο­μι­κές πρά­ξεις, η κα­θη­με­ρι­νή συ­μπε­ρι­φο­ρά ελέγ­χο­νταν από ορα­τά και αό­ρα­τα κέ­ντρα πα­ρα­κο­λού­θη­σης. Το άτο­μο έχα­νε την ατο­μι­κό­τη­τά του. Και ως συ­νέ­πεια μιας τέ­τοια κα­τά­στα­σης έρ­χε­ται η δυ­σπι­στία, η κα­χυ­πο­ψία. Η μη επα­φή εν τέ­λει.
Τις ανοι­χτές πόρ­τες των μι­κρών μο­νο­κα­τοι­κιών της προ­πο­λε­μι­κής επο­χής, έβλε­πε να τις αντι­κα­θι­στούν οι πόρ­τες ασφα­λεί­ας των με­τα­πο­λε­μι­κών χρό­νων.Και την ίδια στιγ­μή τα συ­στή­μα­τα πα­ρα­κο­λού­θη­σης του κρά­τους γι­γα­ντώ­νο­νταν, ενώ θε­ριεύ­αν και οι τρό­ποι επι­βο­λής μιας μα­ζι­κής δια­μόρ­φω­σης από­ψε­ων και συ­νει­δή­σε­ων.
Οι ελ­πί­δες που με­τά τον Β’ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο πή­γα­νε να γεν­νη­θούν, τώ­ρα που ο 20ός αιώ­νας έφτα­νε προς το τέ­λος του, ασφυ­χτιού­σαν. Και ο μέ­σος άν­θρω­πος φο­βά­ται. Φό­βος απροσ­διό­ρι­στος, υπό­γειος. Γι΄ αυ­τό και πε­ρισ­σό­τε­ρο δο­λε­ρός. Ο φο­βι­σμέ­νος άν­θρω­πος δεν εί­ναι ελεύ­θε­ρος. Και οι ανε­λεύ­θε­ροι άν­θρω­ποι θα γεν­νή­σουν ανε­λεύ­θε­ρους αν­θρώ­που. Αντι­γρά­φω τα λό­για του:

Στο βά­θος της πο­ρεί­ας της αν­θρω­πό­τη­τας δια­φαί­νε­ται μια τε­ρα­το­γο­νία, μια βιο­λο­γι­κή δια­στρο­φή, μια νέα επο­χή πα­γε­τώ­νων. Αν δεν αγω­νι­ζό­μα­στε χω­ρίς ανά­σα για την προ­ά­σπι­ση της ελευ­θε­ρί­ας, αν δεν προ­χω­ρά­με με αδιά­σπα­στη συ­νέ­πεια και μα­χη­τι­κό­τη­τα σε αντί­στα­ση, θα προ­κύ­ψει ένας κό­σμος όπου η αξία ελευ­θε­ρία θα του εί­ναι εντε­λώς ξέ­νη.

Αυ­τές τις σκέ­ψεις ο Σα­μα­ρά­κης τις έκα­νε κα­θώς πά­ντα εί­χε κα­τά νου τους νέ­ους αν­θρώ­πους. Όπως και ο ήρω­ας ενός δι­η­γή­μα­τος του από τη συλ­λο­γή Ζη­τεί­ται Ελ­πίς, έτσι και ο ίδιος θα δη­λώ­σει πως δεν μπο­ρεί να κά­νει «φι­λο­λο­γία» μπρο­στά σε ένα παι­δί, δεν μπο­ρού­σε να λέ­ει ψέ­μα­τα, δεν μπο­ρού­σε να μην εί­ναι ο αλη­θι­νός εαυ­τός του μπρο­στά στα παι­διά του κό­σμου.
Λοι­πόν, όταν αυ­τά που γρα­φεί ένας συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι πα­ρό­μοια με όσα πι­στεύ­ει και ίδια ακρι­βώς με τα όσα πράτ­τει και ζει, τό­τε το έρ­γο του ζει και μα­ζί με αυ­τό και ο ίδιος συ­νε­χί­ζει να υπάρ­χει.

*

Όπως κά­θε άλ­λος συγ­γρα­φέ­ας, έτσι κι εγώ ανα­γνω­ρί­ζω σε με­ρι­κούς από τους συγ­γρα­φείς που με τα βι­βλία τους με­γά­λω­σα και ως άτο­μο και ως ο ίδιος δη­μιουρ­γός, μια γο­νι­κή –πα­τρι­κή ή μη­τρι­κή– σχέ­ση.
Ένας από αυ­τούς εί­ναι και ο Σα­μα­ρά­κης. Δεν έχω μα­ζί του τό­σο συγ­γρα­φι­κές επιρ­ρο­ές, όσο ιδε­ο­λο­γι­κές.
Γρά­φει ο Σα­μα­ρά­κης στα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του:

Όταν ένα και μό­νο παι­δί πε­θαί­νει από την πεί­να και την έλ­λει­ψη πε­ρί­θαλ­ψης, όταν ένα και μό­νο παι­δί πε­θαί­νει ψυ­χι­κά στο πε­ρι­θώ­ριο, σε άθλιες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης και δου­λειάς, απο­κομ­μέ­νο από ΄κά­θε δυ­να­τό­τη­τα συμ­με­το­χής στο κοι­νω­νι­κό γί­γνε­σθαι, τό­τε ο ου­ρα­νο­ξύ­στη­ς’ του πο­λι­τι­σμού μας σω­ριά­ζε­ται σε κομ­μά­τια και θρύ­ψα­λα, γη και σπο­δός.

Μια πα­ρό­μοια θέ­ση έχω κι εγώ. Κι όπως εκεί­νος, έτσι κι εγώ αυ­τή τη θέ­ση μου θέ­λη­σα να την εκ­φρά­σω με συμ­με­το­χή στο έρ­γο της Unicef.
Ο Σα­μα­ρά­κης, αν και ίδιος δεν έγρα­ψε πο­τέ κά­τι που θα μπο­ρού­σε να εντα­χθεί στη παι­δι­κή / νε­α­νι­κή λο­γο­τε­χνία, εντού­τοις αγα­πή­θη­κε και αγα­πιέ­ται μέ­σα από το έρ­γο του από τους νέ­ους.
Ίσως για­τί αυ­τό που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον ενή­λι­κο που μπο­ρεί να επι­κοι­νω­νεί ου­σια­στι­κά και με τον κά­θε τρό­πο με τον έφη­βο εί­ναι ακρι­βώς αυ­τό το ασυμ­βί­βα­στο που στην ου­σία πε­ρι­γρά­φουν τα πιο πά­νω λό­για του Σα­μα­ρά­κη.
Ήξε­ρε να σκέ­πτε­ται ως παι­δί και πα­ράλ­λη­λα να μην χά­νει την αυ­το­κυ­ριαρ­χία του ενή­λι­κου ατό­μου. Νο­μί­ζω πως το δι­ή­γη­μά του «Ξαν­θός Ιπ­πό­της» πά­νω σε αυ­τήν την ικα­νό­τη­τά του στη­ρί­ζε­ται και με ευ­φά­ντα­στη ευ­χέ­ρεια χρη­σι­μο­ποιεί μια νε­α­νι­κή συν­θή­κη για να κα­τα­γρά­ψει το συ­ναί­σθη­μα ενός ώρι­μου άν­δρα.
Κέ­ντρο όλης της προ­βλη­μα­τι­κής του υπήρ­ξε το παι­δί. Μπό­ρε­σε από τους πρώ­τους Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς να κα­τα­νο­ή­σει πως το σύ­στη­μα που με­τα­πο­λε­μι­κά πή­ρε να γι­γα­ντώ­νε­ται, αυ­τό το σύ­στη­μα που θε­ο­ποιεί το χρή­μα, που θε­ο­ποιεί το υλι­κό κέρ­δος, που στη­ρί­ζε­ται σε ένα στεί­ρο αντα­γω­νι­σμό, που έχει ως γνώ­μο­να αξιο­λό­γη­σης την οι­κο­νο­μι­κή, κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­κή προ­βο­λή… Πως, τε­λι­κά αυ­τό το σύ­στη­μα, πρώ­το και μέ­γα θύ­μα του έχει το παι­δί, το κά­θε παι­δί.
Το παι­δί που συ­μπιέ­ζε­ται από κά­θε πλευ­ρά –οι­κο­γέ­νεια, σχο­λείο, πο­λι­τεία– να στραγ­γα­λί­σει το συ­ναί­σθη­μα, να δο­θεί ολο­κλη­ρω­τι­κά σε ένα ψυ­χρό προ­γραμ­μα­τι­σμό του μέλ­λο­ντός του. Που από πρό­σω­πο γί­νε­ται αριθ­μός.
Ο Σα­μα­ρά­κης το βλέ­πει αυ­τό και ανα­τρι­χιά­ζει. Θυ­μώ­νει και κα­ταγ­γέλ­λει.
Κα­ταγ­γέλ­λει θρη­σκεί­ες, ιδε­ο­λο­γί­ες, εκ­παι­δευ­τι­κές τα­κτι­κές, επι­στη­μο­νι­κές με­θό­δους – όλα αν δεν υπη­ρε­τούν την αν­θο­φο­ρία της ψυ­χής, δεν αξί­ζουν το σε­βα­σμό του.
Μα ο ίδιος επι­λέ­γει και ως συγ­γρα­φέ­ας και ως άτο­μο να στα­θεί απέ­να­ντι στην όποια μορ­φής εξου­σία και να της ζη­τή­σει ευ­θύ­νες.
Αλ­λά ευ­θύ­νες ζη­τά και από τον κά­θε άλ­λο – τον απλό, τον κα­θη­με­ρι­νό άν­θρω­πο. Τι του ζη­τά; Μα να αφυ­πνι­στεί, να αντι­δρά­σει, να φω­νά­ξει «Φτά­νει!»
Εί­ναι κρί­μα που ο Σα­μα­ρά­κης δεν μας άφη­σε έστω κι ένα βι­βλίο γραμ­μέ­νο για μι­κρά παι­διά. Ένα πα­ρα­μύ­θι, κά­ποιους στί­χους που με αφο­πλι­στι­κή ει­λι­κρί­νεια θα λέ­γα­νε αυ­τό που δε θέ­λουν πολ­λοί ενή­λι­κες να δού­νε μέ­σα στις μα­τιές των παι­διών μας – την απαί­τη­ση για ένα δί­καιο κό­σμο.
Όμως τα παι­διά εί­ναι αυ­τά που τε­λι­κά θα δη­λώ­σουν πως υπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα το όνει­ρο του Σα­μα­ρά­κη να γί­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Η λο­γο­τε­χνία μπο­ρεί να πο­τί­σει την Ελ­πί­δα. Ο Σα­μα­ρά­κης τη λο­γο­τε­χνία υπη­ρέ­τη­σε.

Για να δου­λέ­ψει απο­τε­λε­σμα­τι­κά η λο­γο­τε­χνία, οφεί­λου­με να μην ξε­χνά­με ότι δεν εί­ναι κα­θό­λου μο­νό­λο­γος , χρειά­ζε­ται να δέ­νει με τον ανα­γνώ­στη. Χέ­ρι συ­ντρο­φι­κό εί­ναι η λο­γο­τε­χνία που απλώ­νε­ται και δεν πρέ­πει να μεί­νει με­τέ­ω­ρο, χω­ρίς αντα­πό­κρι­ση. Ο μα­γι­κό κό­σμος της λο­γο­τε­χνί­ας, της τέ­χνης, αρ­χί­ζει πράγ­μα­τι να υπάρ­χει από τη στιγ­μή που το ένα άλ­λο χέ­ρι, το χέ­ρι εκεί­νου που σε διά­βα­σε, απλώ­νε­ται κι αυ­τό και πιά­νει το δι­κό σου χέ­ρι, το σφίγ­γει αδελ­φι­κά. Μια φω­νή μέ­σα στη νύ­χτα εί­ναι η λο­γο­τε­χνία, μια κραυ­γή στο σκο­τά­δι, και δεν έχει νό­η­μα, δεν ολο­κλη­ρώ­νε­ται, αν κι­νεί­ται χω­ρίς απή­χη­ση, αν δεν ακού­σω ή έστω δεν μα­ντέ­ψω τη φω­νή του άλ­λου, την κραυ­γή του άλ­λου που το δι­κό μου σή­μα μπό­ρε­σε και τον άγ­γι­ξε…

Ένα σή­μα, λοι­πόν… Και…ΥΠΑΡ­ΧΕΙ ΕΛ­ΠΙΣ

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: