Λόρενς Φερλινγκέτι: Φειδωλός πολυ-ταξιδευτής

Λόρενς Φερλινγκέτι: Φειδωλός πολυ-ταξιδευτής
Ferl 5

Τον Ιού­νιο του 2002 ορ­γα­νώ­θη­κε στη Γέ­νο­βα το VIII Διε­θνές Φε­στι­βάλ Ποί­η­σης με επί­τρο­πο (Curator) τον Claudio Pozzani. Η Γέ­νο­βα, αντα­γω­νί­στρια της Βε­νε­τί­ας, κα­τέ­χει ισχυ­ρή θέ­ση στην ιτα­λι­κή χερ­σό­νη­σο, αλ­λά πο­τέ δεν ξε­πέ­ρα­σε την Γα­λη­νο­τά­τη σε δό­ξα, πλού­το και γό­η­τρο. Με τα ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να, η πό­λη των Γε­νο­βέ­ζων ναυάρ­χων και του Χρι­στό­φο­ρου Κο­λόμ­βου, απο­φεύ­γει την του­ρι­στι­κή λαί­λα­πα λό­γω, ακρι­βώς, της δεύ­τε­ρης θέ­σης της στο αγώ­νι­σμα της κυ­ριαρ­χί­ας και της πλε­ο­νε­ξί­ας. Ωστό­σο, τα αρ­χο­ντι­κά της που ανή­καν σε Γε­νουά­τες εμπό­ρους, κα­πε­τά­νιους, πει­ρα­τές και πο­λέ­μαρ­χους έχουν συ­ντη­ρη­θεί με πο­λύ φρο­ντί­δα και η πό­λη εκ­πέ­μπει ένα δια­κρι­τι­κό άρω­μα πε­ρα­σμέ­νου με­γα­λεί­ου. Εξάλ­λου το 2006, ανα­κη­ρύ­χθη­κε από την UNESCO ως πε­ρί­πτω­ση της Πα­γκό­σμιας Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής Κλη­ρο­νο­μιάς. Η πό­λη (Genova Superba) εξα­πλώ­νε­ται στους λό­φους και κα­τα­λή­γει στο λι­μά­νι που ακό­μη εί­ναι ζω­ντα­νό και ενερ­γό και εξυ­πη­ρε­τεί το δυ­τι­κό μέ­ρος της Ιτα­λί­ας και που επι­πλέ­ον, τώ­ρα, δια­κο­σμεί­ται μ’ ένα αρ­χι­τε­κτο­νι­κό έρ­γο του Renzo Piano, ακρι­βώς στο κέ­ντρο του κόλ­που της Λυ­γου­ρί­ας.
Η ατμό­σφαι­ρα του 2002 δε θυ­μί­ζει σε τί­πο­τα τη Γέ­νο­βα πριν με­ρι­κούς μή­νες όταν έγι­νε το 2001 η συ­νά­ντη­ση των ισχυ­ρών του κό­σμου (G8) και το δρά­μα με το θά­να­τό του νε­α­ρού δια­δη­λω­τή Carlo Giuliani που ακο­λού­θη­σε (βλ. Δ. Αγρα­φιώ­της, Η τε­θλα­σμέ­νη ισορ­ρο­πία. Πε­ρί κρι­σιο­λο­γί­ας, Bibliotheque 2018, σ. 62). Τό­τε η Ιτα­λία εί­χε με­τα­τρα­πεί σε πάρ­κο θαυ­μά­των και τσίρ­κου, χά­ρη στην πο­λι­τι­στι­κή βιο­μη­χα­νία που ήλεγ­χε ο Σίλ­βιο Μπερ­λου­σκό­νι. Με ση­μείο εκ­κί­νη­σης τις φιέ­στες που ορ­γά­νω­νε ο Μου­σο­λί­νι και οι με­λα­νο­χί­τω­νες οπα­δοί του, κα­θώς και τους πο­δο­σφαι­ρι­κούς εσπε­ρι­νούς στα κα­τά­με­στα γή­πε­δα, ο «Buga Buga» χρη­σι­μο­ποιού­σε τα πλα­τό της τη­λε­ό­ρα­σης, με τα ημί­γυ­μνα μο­ντέ­λα του, για να κα­θη­λώ­σει τους θε­α­τές στις πο­λυ­θρό­νες τους χω­ρίς, ωστό­σο, να εγκα­τα­λεί­πει τον έλεγ­χό του στις εφη­με­ρί­δες, στα πε­ριο­δι­κά και στις πο­δο­σφαι­ρι­κές ομά­δες, με τα οποία εί­χε κα­τορ­θώ­σει να προ­σφέ­ρει Άρ­τον και Θε­ά­μα­τα σε εκα­τομ­μύ­ρια εξαρ­τη­μέ­νων από την απο­βλα­κω­τι­κή μι­κρο­δια­σκέ­δα­ση συ­μπα­τριω­τών του. Το μό­νο ερώ­τη­μα εί­ναι: σε ποιο βαθ­μό αυ­τή τη στρα­τη­γι­κή της εξου­σί­ας δια­πλέ­κε­ται με την στρα­τη­γι­κή της μα­φί­ας; Δη­λα­δή ο πο­λι­τι­στι­κός και κοι­νω­νι­κός ορί­ζο­ντας στις αρ­χές της χι­λιε­τί­ας εμ­φα­νί­ζε­ται ως ασα­φής και απο­πνι­κτι­κός, και το Φε­στι­βάλ αντι­με­τω­πί­ζει πλή­θος αντι­θέ­σε­ων και εμπο­δί­ων.

Με­τα­ξύ των ποι­η­τών που συμ­με­τεί­χαν στο Φε­στι­βάλ ήταν ο Λό­ρενς Φερ­λιν­γκέ­τι (Lawrence Ferlinghetti, ΗΠΑ 1919), ο Alejandro Jodorowsky (Χι­λή) και η Joy Harjo, Αμε­ρι­κα­νί­δα ποι­ή­τρια, ιν­διά­νι­κης κα­τα­γω­γής της εθνό­τη­τας Creek. Τον Χι­λια­νό ποι­η­τή δεν τον εί­δα­με πα­ρά μό­νο στις ανα­γνώ­σεις του. Η Αμε­ρι­κα­νί­δα αυ­τό­χθων ποι­ή­τρια, κα­θώς απο­τε­λού­σε ισχυ­ρό στέ­λε­χος του λε­σβια­κού κι­νή­μα­τος απε­λευ­θέ­ρω­σης, ήταν πά­ντα πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νη από τα μέ­λη της ομο­φυ­λό­φι­λης κοι­νό­τη­τας της Ιτα­λί­ας και δεν υπήρ­ξαν στιγ­μές αλ­λη­λό­δρα­σης μα­ζί της. Με το Lawrence Ferlinghetti η κα­τά­στα­ση ήταν αρ­κε­τά πο­λύ­πλο­κη, όπως θα δια­φα­νεί από την αφή­γη­ση που ακο­λου­θεί.
Στο φε­στι­βάλ συμ­με­τεί­χα­με η Michèle Valley και εγώ, κα­θώς εί­χα­με κλη­θεί να πα­ρου­σιά­σου­με ένα ηχη­τι­κό «ολι­κό», ένα ντου­έ­το που χρη­σι­μο­ποιού­σε τρεις γλώσ­σες ως ηχη­τι­κές ορί­ζου­σες.
Στο ίδιο Φε­στι­βάλ ο David Giannoni, ήθε­λε να πε­τά­ξει με ελι­κό­πτε­ρο πά­νω από την πό­λη για να μοι­ρά­σει φυλ­λά­δια με ποι­ή­μα­τα. Τε­λι­κά ανέ­βη­κε στο θό­λο του δη­μαρ­χεί­ου και τα σκόρ­πι­σε από εκεί στους Γε­νουά­τες. Με­τα­ξύ των θε­α­τών ήταν και ο ση­μα­ντι­κός Ιτα­λός συλ­λέ­κτης του κι­νή­μα­τος Fluxus, εκ­δό­της και καλ­λι­τε­χνι­κός ακτι­βι­στής της νεο-ντα­ντά πρω­το­πο­ρί­ας Francesco Conz, με τον οποίο εί­χα­με μια συ­νε­χή και γό­νι­μη συ­νερ­γα­σία μέ­χρι το θά­να­τό του το 2010.

Ο Φερ­λιν­γκέ­τι περ­νού­σε πολ­λές ώρες στο δω­μά­τιο του ξε­νο­δο­χεί­ου μας. Έβγαι­νε για γεύ­μα για πο­λύ σύ­ντο­μα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα. Έβγαι­νε για τις ανα­γνώ­σεις –δια­κρι­τι­κά επι­τε­λε­στι­κές– και για τις ορ­γα­νω­μέ­νες από το Φε­στι­βάλ συ­νε­ντεύ­ξεις. Οι δη­μο­σιο­γρά­φοι τον κυ­νη­γού­σαν για κά­τι ιδιαί­τε­ρο ή απο­κλει­στι­κό, αλ­λά έδι­νε σχε­δόν όλες τις συ­νε­ντεύ­ξεις του με τους άλ­λους ποι­η­τές πα­ρό­ντες. Σε τρεις απ’ αυ­τές εί­χα πα­ρευ­ρε­θεί κι εγώ. Δια­τύ­πω­νε με άνε­ση από­ψεις πο­λι­τι­κής υφής, επι­μέ­νο­ντας στην τό­τε νέο-κρυ­πτό-φα­σι­στι­κή στρα­τη­γι­κή της ιτα­λι­κής άρ­χου­σας τά­ξης και κα­ταγ­γέλ­λο­ντας τα πο­λι­τι­κά παι­χνί­δια του Μπερ­λου­σκό­νι και του κα­πι­τα­λι­σμού γε­νι­κό­τε­ρα. Οι δη­μο­σιο­γρά­φοι έδει­χναν εν­δια­φέ­ρον και για τους άλ­λους ποι­η­τές, αλ­λά οι τί­τλοι των άρ­θρων τους πα­ρέ­πε­μπαν συ­νή­θως στις ρή­σεις του Φερ­λιν­γκέ­τι που εξα­φα­νι­ζό­ταν από το προ­σκή­νιο, θυ­μί­ζο­ντας τις βε­ντέ­τες-ηθο­ποιούς του Χό­λυ­γουντ όπως έπαι­ζαν (και παί­ζουν) κρυ­φτό με τα μέ­σα επι­κοι­νω­νί­ας.
Μια ηλιό­λου­στη μέ­ρα τον έπει­σα να κά­νου­με μια βόλ­τα στην πό­λη. Χρη­σι­μο­ποί­η­σα ως επι­χεί­ρη­μα τη δια­τρι­βή του στη Σορ­βόν­νη που πραγ­μα­τευό­ταν ακρι­βώς «La cité comme symbole» («Η πο­λι­τεία ως σύμ­βο­λο») 1950. Αυ­τή η μι­κρή εκ­δρο­μή στα «σο­κά­κια» της πα­λιάς πό­λης έδω­σε την ευ­και­ρία στη Michèle Valley να μας φω­το­γρα­φί­σει και σε μέ­να να τον ρω­τή­σω χί­λια πράγ­μα­τα. Από τα τό­σα που λέ­χθη­καν έχω συ­γκρα­τή­σει κά­ποια «θραύ­σμα­τα» τα οποία πα­ρα­θέ­τω εδώ μα­ζί βέ­βαια με τις πα­ρα­νο­ή­σεις, το ξε­θώ­ρια­σμα των ανα­μνή­σε­ών μου και τις με­τέ­πει­τα ανα­γνώ­σεις μου του έρ­γου και της βιο­γρα­φί­ας του.

Λόρενς Φερλινγκέτι: Φειδωλός πολυ-ταξιδευτής

Άρ­χι­σα με τις ιστο­ρί­ες του πο­λέ­μου, κα­θώς ο Φερ­λιν­γκέ­τι εί­χε υπη­ρε­τή­σει στο ναυ­τι­κό, στην από­βα­ση της Νορ­μαν­δί­ας (6 Ιου­νί­ου 1944), και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να στο κα­τά­στρω­μα ενός από τα πλοία που εί­χαν υπη­ρε­σία να επι­ση­μά­νουν την πα­ρου­σία γερ­μα­νι­κών υπο­βρύ­χιων. Επί­σης επι­σκέ­φθη­κε το Να­γκα­σά­κι το 1945 με το πλοίο στο οποίο υπη­ρε­τού­σε.
Το θέ­μα της από­βα­σης το προ­σπέ­ρα­σε πο­λύ γρή­γο­ρα, όμως στά­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο στην εμπει­ρία του από το Nα­γκα­σά­κι το­νί­ζο­ντας τη φρί­κη που ένοιω­σε αλ­λά και τη σκλη­ρό­τη­τα των Αμε­ρι­κα­νών να τι­μω­ρή­σουν υπέρ­με­τρα τους Ιά­πω­νες, τη στιγ­μή που εί­χαν ήδη χά­σει τον πό­λε­μο. Με μια χει­ρο­νο­μία τό­νι­σε ότι από τό­τε έγι­νε ει­ρη­νι­στής. Κα­μία νο­σταλ­γία για το έπος του πο­λέ­μου, αλ­λά αντι­θέ­τως, μια αυ­στη­ρή προ­σή­λω­ση στην ει­ρή­νη. Μο­νο­λε­κτι­κές σχε­δόν απα­ντή­σεις, ύφος απλα­νές.

Μι­λή­σα­με για τον Έζ­ρα Πά­ουντ, αλ­λά δε θυ­μά­μαι με ακρί­βεια τις από­ψεις του. Οπό­τε ήλ­θε και η συ­ζή­τη­ση για την «Beat Generation». Δεν του άρε­σε η ονο­μα­σία «Beats» και όταν πα­ρα­τή­ρη­σα πως εξη­γεί το γε­γο­νός ότι ο Άλεν Γκίν­σμπεργκ (1926-1997) απο­λάμ­βα­νε μια τε­ρά­στια δη­μο­τι­κό­τη­τα ενώ σε άλ­λους ποι­η­τές με πιο σο­βα­ρό έρ­γο, όπως για πα­ρά­δειγ­μα ο Jerome Rothenberg τα μέ­σα ενη­μέ­ρω­σης δεν επε­φύ­λασ­σαν την ίδια υπο­δο­χή, η απά­ντη­σή του ήταν ότι τα μέ­σα ενη­μέ­ρω­σης ψά­χνουν για στε­ρε­ό­τυ­πα και «ήρω­ες» για να κα­τα­σκευά­σουν μι­κροϊ­στο­ρί­ες. Και συ­νέ­χι­σε λέ­γο­ντας, ότι ση­μα­σία εί­χε ότι στη δε­κα­ε­τία του 1960, στις δύο ακτές των ΗΠΑ, πάρ­θη­καν άπει­ρες πρω­το­βου­λί­ες γρα­φής και ανά­γνω­σης ποί­η­σης, και όλων των ει­δών εκ­δό­σεις βι­βλί­ων, πε­ριο­δι­κών και fanzines (καλ­λι­τε­χνι­κά φυλ­λά­δια). Βέ­βαια δεν πρέ­πει να ξε­χά­σου­με ότι ο ίδιος ο Φερ­λιν­γκέ­τι εί­ναι αυ­τός που εί­χε εκ­δώ­σει το βι­βλίο του Γκίν­σμπεργκ Ουρ­λια­χτό (Howl) το 1957, γε­γο­νός για το οποίο συ­νε­λή­φθη και δι­κά­στη­κε ως εκ­δό­της για προ­σβο­λή της δη­μο­σί­ας αι­δούς.
Αντί­θε­τα, ανα­φο­ρό­ταν πιο εύ­κο­λα στον φί­λο του George Whitman, τον «θρυ­λι­κό» ιδιό­τυ­πο ιδρυ­τή του βι­βλιο­πω­λεί­ου «Shakespeare & Company» στις όχθες του Ση­κουά­να (rue de la Bûcherie 37) στο Πα­ρί­σι. O George Whitman προ­μή­θευε με βι­βλία τους Αμε­ρι­κα­νούς φοι­τη­τές του Πα­ρι­σιού. Αρ­χι­κά δού­λευε από ένα δω­μα­τιά­κι που ήταν και χώ­ρος κα­τοι­κί­ας του· στη συ­νέ­χεια δη­μιούρ­γη­σε το βι­βλιο­πω­λείο που έγι­νε ση­μείο ανα­φο­ράς στην πό­λη του Φω­τός – πέ­θα­νε το 2011 σε ηλι­κία 98 χρό­νων. (Ο Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης έκα­νε την ίδια «επι­χεί­ρη­ση»· προ­μή­θευε με βι­βλία Έλ­λη­νες σπου­δα­στές, προ­κα­λώ­ντας απο­ρί­ες για τον τρό­πο προ­μή­θειάς τους, λό­γω των χα­μη­λών τι­μών τους).
Το 1953, ο Φερ­λιν­γκέ­τι μα­ζί με τον Peter D. Martin άρ­χι­σαν την πε­ρι­πέ­τεια του «City Lights» στο Σαν Φραν­σί­σκο. Εμπνευ­σμέ­νοι από τον George Whitman δη­μιούρ­γη­σαν ένα βι­βλιο­πω­λείο-χώ­ρο συ­νά­ντη­σης, ένα στέ­κι, με βι­βλία τσέ­πης στο πνεύ­μα της “counter culture” («αντί-κουλ­τού­ρας»). (Το όνο­μα του βι­βλιο­πω­λεί­ου πάρ­θη­κε από τον τί­τλο της ται­νί­ας του Τσάρ­λι Τσά­πλιν «Τα φώ­τα της πό­λης», 1931). Σε δύο χρό­νια από την έναρ­ξη άρ­χι­σε και η πα­ρα­γω­γή βι­βλί­ων τσέ­πης αφιε­ρω­μέ­νων στην ποί­η­ση: Kerouac, Burroughs, Bukowski, Ginsberg και τό­σοι άλ­λοι. Πε­ρί­με­να να μου πει λε­πτο­μέ­ρειες για τις εκ­δό­σεις των ποι­η­τών, πε­ριο­ρί­στη­κε όμως να ση­μειώ­σει ότι προ­σπά­θη­σαν να φτιά­ξουν ένα αντι-σύ­στη­μα στον εκ­δο­τι­κό χώ­ρο και στην προ­ώ­θη­ση της πει­ρα­μα­τι­κής γρα­φής. (Όταν επι­σκέ­φθη­κα το βι­βλιο­πω­λείο τον Οκτώ­βρη του 2007, δια­πί­στω­σα την ατμό­σφαι­ρα και το «χά­ος» που τό­σο αγα­πά­ει ο Φερ­λιν­γκέ­τι. Με δέ­χθη­κε ένας από τους βοη­θούς του, ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής, και μου εξή­γη­σε τις δυ­σκο­λί­ες να κρα­τή­σουν το χώ­ρο ζω­ντα­νό ορ­γα­νώ­νο­ντας δρά­σεις, ανα­γνώ­σεις και επι­τε­λέ­σεις).

Λόρενς Φερλινγκέτι: Φειδωλός πολυ-ταξιδευτής

Ο Φερ­λιν­γκέ­τι έδει­χνε ιδιαί­τε­ρο πά­θος για τα τε­κται­νό­με­να στην Ιτα­λία. Ήταν απο­τέ­λε­σμα, βέ­βαια, της κα­τα­γω­γής του από τον πα­τέ­ρα του, ενώ η μη­τέ­ρα του Clemence Albertine Monsanto ήταν Εβραία από την Πορ­το­γα­λία σε­φα­ρα­δι­κής εβραϊ­κής κα­τα­γω­γής. Με το θά­να­το του πα­τέ­ρα του (πριν τη γέν­νη­σή του στο Yonkers της πο­λι­τεί­ας της Νέ­ας Υόρ­κης), η ανα­τρο­φή του ανα­τέ­θη­κε στη θεία του Έμι­λι και έζη­σαν για με­ρι­κά χρό­νια στο Στρα­σβούρ­γο της Γαλ­λί­ας. Ύστε­ρα υιο­θε­τή­θη­κε από μια ευ­κα­τά­στα­τη οι­κο­γέ­νεια του Mαν­χά­ταν. Τον ρώ­τη­σα για τα αι­σθή­μα­τά του για τους Ιτα­λούς και τους Γάλ­λους. Δή­λω­σε ότι νοιώ­θει κο­ντά στους Ιτα­λούς και ότι τον συ­γκι­νού­σε ότι ακό­μη πά­λευαν ενά­ντια στον κα­πι­τα­λι­σμό, ενώ τους Γάλ­λους τους έβρι­σκε πα­γι­δευ­μέ­νους σε μια σο­βα­ρο­φά­νεια, και τα γε­γο­νό­τα του 1968 θε­ω­ρού­σε ότι κα­λύ­πτο­νται με αστι­κό χρώ­μα, γι’ αυ­τό και ο ίδιος πα­ρέ­με­νε πι­στός στον Αντο­νέν Αρ­τώ.

Σή­με­ρα ζει στο Σαν Φραν­σί­σκο, στο North Beach, μια γει­το­νιά που θυ­μί­ζει Ιτα­λία. Εξάλ­λου υπάρ­χουν ακό­μη εκεί κα­φε­νεία όπου οι θα­μώ­νες αρ­χί­ζουν σι­γά-σι­γά και τρα­γου­δούν όλοι μα­ζί ιτα­λι­κές όπε­ρες, απο­δει­κνύ­ο­ντας ακό­μη μια φο­ρά το λαϊ­κό ρί­ζω­μα της όπε­ρας στους Ιτα­λούς αλ­λά και με­τα­ξύ των με­τα­να­στών ιτα­λι­κής κα­τα­γω­γής στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες.
Όπως εί­πα και προη­γου­μέ­νως, στις συ­νε­ντεύ­ξεις του ήταν σύ­ντο­μος και ρη­ξι­κέ­λευ­θος, στη συ­ζή­τη­σή μας φει­δω­λός και με μια οι­κο­νο­μία για το ου­σιώ­δες – απροσ­δό­κη­τη στα δι­κά μου μά­τια. Δυ­στυ­χώς, με­τά από τό­σα χρό­νια πο­λι­τι­κής πά­λης και ερ­γα­τι­κών αγώ­νων η Ιτα­λία έχει πέ­σει σή­με­ρα σε μια δρα­μα­τι­κά υπο­βαθ­μι­σμέ­νη (πο­λι­τι­κά) κα­τά­στα­ση. Πώς θα μπο­ρού­σε ο Φερ­λιν­γκέ­τι να φα­ντα­στεί πως η χώ­ρα του θα προ­μή­θευε την Ιτα­λία με νέ­ες τε­χνο­λο­γί­ες τη­λε­πι­κοι­νω­νί­ας οι οποί­ες θα γί­νο­νταν το μέ­σο για τον πιο πο­νη­ρό κοι­νω­νι­κό έλεγ­χο των κλη­ρο­νό­μων της Ανα­γέν­νη­σης; Τα λε­γό­με­νά, οι συ­νε­ντεύ­ξεις και τα λό­για του αντη­χού­σαν τό­τε σω­στά στη γε­νι­κό­τη­τά τους, αλ­λά μοιά­ζουν αδύ­να­μα ή πα­ρά­ται­ρα στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες της γε­νι­κευ­μέ­νης εξα­πά­τη­σης.

Όλα μοιάζουν θριαμβευτικά για έναν 100χρονο ποιητή που θεωρεί τον εαυτό του λίγο-πολύ «fool» (τρελούτσικο) και που ωστόσο μετράει με ακρίβεια και τα λόγια του και τα έργα του.

Ένας αιώ­νας ζω­ής για έναν ποι­η­τή που του άρε­σαν οι πε­ρι­πέ­τειες, τα τα­ξί­δια και οι εξε­ρευ­νή­σεις! Ποι­η­τής, εκ­δό­της, βι­βλιο­πώ­λης, ακτι­βι­στής, ζω­γρά­φος και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, διέ­τρε­ξε όλο τον «σύ­ντο­μο» 20ό αιώ­να. Η πό­λη του Σαν Φραν­σί­σκο τον ονό­μα­σε για το 1998 Δαφ­νο­στε­φή Ποι­η­τή («Poet Laureate»), και έδω­σε το όνο­μά του σ’ ένα δρό­μο της. Με­τα­φρά­σεις των κει­μέ­νων του, αφιε­ρώ­μα­τα για το έρ­γο και το βίο του, εκ­θέ­σεις για τα ζω­γρα­φι­κά του έρ­γα δεί­χνουν όλες τις πο­λύ­πλευ­ρες όψεις της δρά­σης του. Όλα μοιά­ζουν θριαμ­βευ­τι­κά για έναν 100χρο­νο ποι­η­τή που θε­ω­ρεί τον εαυ­τό του λί­γο-πο­λύ «fool» (τρε­λού­τσι­κο) και που ωστό­σο με­τρά­ει με ακρί­βεια και τα λό­για του και τα έρ­γα του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: