«Πως επέρασα το Σαββατοκύριακον»

«Πως επέρασα το Σαββατοκύριακον»

Έκ­θε­σις της μα­θη­τρί­ας Όλ­γας Κο­ζά­κου Ε 2 τά­ξε­ως Δη­μο­τι­κού, Λε­με­σός 6 Απρι­λί­ου 1957

——————————————————

Αυ­τό το Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κον δεν επέ­ρα­σα κα­λά. Δεν επή­γα­μεν ψά­ρε­μαν με τον πα­πά μας και την για­γιάν Πο­λυ­ξέ­νην, ού­τε η μά­μα μας έφτια­ξε αρ­νά­κι στο φούρ­νο με πα­τά­τες. Ού­τε κέικ γε­ω­γρα­φία μας έφτια­ξεν.          
Εί­χα­μεν κέρ­φιου, που ση­μαί­νει μέ­σα στο σπί­τιν, για­τί έτσι εδια­τά­ξαν οι Εγ­γλέ­ζοι.
Έβα­λε μπό­μπες η ΕΟ­ΚΑ και τραυ­μα­τί­στη­καν τρεις στρα­τιώ­τες. Οι Εγ­γλέ­ζοι λέ­νε πως εί­ναι τρο­μο­κρά­τες, αλ­λά τι πά­ει να πει τρο­μο­κρά­τες, θέ­λου­μεν να εί­μα­στεν ΕΛ­ΛΗ­ΝΕΣ και όχι Εγ­γλέ­ζοι. Μι­λού­μεν Ελ­λη­νι­κά, έχου­μεν Ελ­λη­νι­κά ονό­μα­τα και Ελ­λη­νι­κά αγάλ­μα­τα.
Δεν έχουν δι­καί­ω­μαν να μας βά­ζουν κέρ­φιου, δη­λα­δή να μας φυ­λα­κί­ζουν. Έξω ήταν πο­λύ ωραία, εί­ναι Άνοι­ξη, έχει μαρ­γα­ρί­τες, πα­πα­ρού­νες, έχει χε­λι­δό­νια κι εμείς μέ­σα, ού­τε στην αυ­λή δεν επι­τρε­πό­ταν   να βγού­μεν.
Ο πα­πάς μας ήταν κλει­σμέ­νος στο γρα­φείο του και έγρα­φε report για τους αρ­ρώ­στους του.
Η μά­μα έλε­γε να ζω­γρα­φί­σου­με, μας έδω­σε χρώ­μα­τα και πι­νέ­λα, αλ­λά εγώ δεν εί­χα διά­θε­ση, εί­μουν πο­λύ θυ­μω­μέ­νη με τους Εγ­γλέ­ζους. Τους μι­σώ τους Εγ­γλέ­ζους, και τη βα­σί­λισ­σα τους τη μι­σώ.  
Όταν πή­ρε τον θρό­νο μας χά­ρι­σαν με­γά­λα φλι­τζά­νια με σκα­λι­στό το πρό­σω­πο της αλ­λά εμείς τα παι­διά και οι δά­σκα­λοι τα πή­ρα­με, τα σπά­σα­με και τρα­γου­δή­σα­με τον ΕΘΝΙ­ΚΌ ΥΜΝΟ.  
 
Ήταν το πιο άθλιο Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κον της ζω­ής μου. Θα το θυ­μά­μαι πά­ντα για­τί ήμουν σαν έναν θη­ρί­ον στο κλου­βίν και ήθε­λα να βρί­ζω, αλ­λά η μά­μα θυ­μώ­νει πο­λύ όταν βρί­ζου­με. Προ­σπά­θη­σα να δια­βά­σω τα μα­θή­μα­τα μου αλ­λά δεν μπο­ρού­σα, ού­τε με την αδερ­φή μου ήθε­λα να παί­ξω, ού­τε με τον Τζακ. Μου έγλει­φε τα πό­δια και ανέ­βαι­νε πά­νω μου, αλ­λά εγώ τον έδιω­χνα.
Βρή­κα ένα Φα­ντά­ζιο και το με­τρο­φυλ­λού­σα· έλε­γε για τη Βου­γιου­κλά­κη και τον Μπάρ­κου­λη.Ύστε­ρα έλυ­σα ένα σταυ­ρό­λε­ξον.

Δεν ξέ­ρω τι άλ­λο να γρά­ψω, επή­γαι­να από το ένα δω­μά­τιον στο άλ­λον, ύστε­ρα πή­ρα ένα κου­τί με πα­λιές φω­το­γρα­φί­ες και τις κοί­τα­ζα, ύστε­ρα κα­θό­μουν στο πα­ρά­θυ­ρο και πε­ρί­με­να να βγει στο δι­κό του ο Ευ­ρι­πί­δης για να τον δω.    

ΠΑ­ΝΑ­ΓΙΑ ΜΟΥ ΤΙ ΓΡΑ­ΦΩ
! Δεν εί­ναι κα­λή έκ­θε­ση για το σχο­λεί­ον αυ­τή, η κυ­ρία Αυ­γού­στα θα μου πει εκτός θέ­μα­τος και θα μου βά­λει μη­δέν. Πρέ­πει να γρά­ψω άλ­λην. Δεν έχω όρε­ξην. Θέ­λω να γρά­ψω μό­νον: ΜΙ­ΣΩ ΤΟΥΣ ΕΓ­ΓΛΕ­ΖΟΥΣ!!!

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: