Ένας εταίρος του Τρίνιτι

Σχάμα ἄειδε θεά

————————————
Συν­δυά­ζο­ντας το προ­οί­μιο της
Ιλιά­δας με το από­φθεγ­μα του Πυ­θα­γό­ρα «Σχά­μα καὶ  βά­μα» που σε ελεύ­θε­ρη με­τά­φρα­ση ση­μαί­νει «κά­θε νέο σχή­μα εί­ναι ένα βή­μα προς τη γνώ­ση» η στή­λη φι­λο­δο­ξεί να ασχο­λη­θεί με τους  τρό­πους που οι τέ­χνες ανα­ζη­τούν την έμπνευ­ση στους δαι­δά­λους των μα­θη­μα­τι­κών
————————————

Ένας εταίρος του Τρίνιτι

«Ο Χέρ­μπερτ εί­χε επι­στρέ­ψει στο Τρί­νι­τι. Φο­ρού­σε τη μα­κριά ακα­δη­μαϊ­κή του τή­βεν­νο, με κορ­δέ­λες που τις έφε­ρε με υπε­ρη­φά­νεια κι ένα γού­νι­νο σκού­φο στο κε­φά­λι. Στο πα­ρεκ­κλή­σι κα­θό­ταν με με­γα­λο­πρέ­πεια στα στα­σί­δια των πτυ­χιού­χων· στη με­γά­λη τρα­πε­ζα­ρία συ­νέ­τρω­γε στο τρα­πέ­ζι των Εταί­ρων.[1]
Ήταν Εταί­ρος στο Τρί­νι­τι! Εί­χε πια τη θέ­ση του στο High Table.[2] κρε­μα­σμέ­να στους τοί­χους, τα αυ­στη­ρά πορ­τραί­τα των ιδρυ­τών και των διά­ση­μων νε­κρών τον κοί­τα­ζαν επι­δο­κι­μα­στι­κά. Οι κό­ποι, οι πί­κρες, οι αγω­νί­ες εί­χαν πια πα­ρέλ­θει· το λα­μπρό του επί­τευγ­μα ήταν το μό­νο που απέ­με­νε. Απο­λάμ­βα­νε τις τι­μές με τον ίδιο τρό­πο που εί­χε ανε­χτεί τη δυ­στυ­χία· με αξιο­πρέ­πεια και σε­μνό­τη­τα. Οι στο­χα­στι­κοί, ελ­λό­γι­μοι πα­λιοί Εταί­ροι, κα­θι­σμέ­νοι στο με­γά­λο, πε­τα­λό­σχη­μο τρα­πέ­ζι του Εντευ­κτη­ρί­ου, τον κα­λο­δέ­χτη­καν.
Εκεί­νη την πρώ­τη βρα­διά, με­τά το δεί­πνο, στο Εντευ­κτή­ριο των Εταί­ρων αμί­λη­τος και εκ­στα­τι­κός, από­λαυ­σε το κρα­σί και τα κα­ρύ­δια – κι όλη τη σο­φία και τη γνώ­ση που αντι­προ­σώ­πευαν το κρα­σί και τα κα­ρύ­δια πά­νω σ’ αυ­τό το πε­τα­λό­σχη­μο τρα­πέ­ζι. Ίσως μό­νο τό­τε να συ­νει­δη­το­ποί­η­σε το μέ­γε­θος της επι­τυ­χί­ας του!»
Πό­ση επιρ­ροή μπο­ρεί να ασκή­σει σ’ έναν ευ­φυή έφη­βο ένα μέ­τριας ποιό­τη­τας αι­σθη­μα­τι­κό campus novel, γραμ­μέ­νο από μια εντε­λώς άση­μη (εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι σή­με­ρα δεν την ανα­φέ­ρει ού­τε καν η Wikipedia!) βρε­τα­νί­δα συγ­γρα­φέα της Εδουαρ­δια­νής Πε­ριό­δου; Υπό το ψευ­δώ­νυ­μο Alan St. Aubyn, η Frances Marshall συ­νέ­γρα­ψε στα τέ­λη του 19ου αιώ­να μια σει­ρά λαϊ­κών αφη­γη­μά­των με αντι­κεί­με­νο τη ζωή στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Κέι­μπριτζ. Οι ήρω­ές της μπλέ­κο­νται σε ει­δύλ­λια, απελ­πι­σμέ­νους έρω­τες, ίντρι­γκες και πά­θη που θυ­μί­ζουν έντο­να τα ση­με­ρι­νά «ροζ» μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ωστό­σο φαί­νε­ται ότι ένα από αυ­τά, με τί­τλο Ένας Εταί­ρος του Τρί­νι­τι, δια­δρα­μά­τι­σε ση­μα­ντι­κό ρό­λο στις επι­λο­γές που έκα­νε ο G. H. Hardy, ο κο­ρυ­φαί­ος Άγ­γλος μα­θη­μα­τι­κός των αρ­χών του 20ού αιώ­να, όταν ήταν ακό­μα μα­θη­τής στο σχο­λείο. Έτσι του­λά­χι­στον δια­τεί­νε­ται ο ίδιος, στο αυ­το­βιο­γρα­φι­κό έρ­γο του, Απο­λο­γία ενός μα­θη­μα­τι­κού:

«Ως μα­θη­τής δεν θυ­μά­μαι να εί­χα νοιώ­σει κά­ποιο ιδιαί­τε­ρο πά­θος για τα μα­θη­μα­τι­κά, και οι αντι­λή­ψεις που εί­χα τό­τε για τη στα­διο­δρο­μία ενός μα­θη­μα­τι­κού ήταν κά­θε άλ­λο πα­ρά ευ­γε­νείς. Έβλε­πα τα μα­θη­μα­τι­κά μέ­σα από εξε­τά­σεις και υπο­τρο­φί­ες: ήθε­λα να νι­κή­σω τα άλ­λα παι­διά, και θε­ω­ρού­σα τα μα­θη­μα­τι­κά τον πιο σί­γου­ρο τρό­πο για να τα κα­τα­φέ­ρω.

Ήμουν κο­ντά στα δε­κα­πέ­ντε, όταν (με κά­πως ασυ­νή­θι­στο τρό­πο) οι φι­λο­δο­ξί­ες μου στρά­φη­καν σε δια­φο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση. Υπάρ­χει ένα βι­βλίο του "Alan St. Aubyn", με τί­τλο Ένας Εταί­ρος του Τρί­νι­τι. Ανή­κει σε μια σει­ρά μυ­θι­στο­ρη­μά­των που υπο­τί­θε­ται ότι πε­ρι­γρά­φουν τη ζωή σ' ένα κολ­λέ­γιο του Κέι­μπριτζ. Φα­ντά­ζο­μαι πως εί­ναι χει­ρό­τε­ρο από τα πιο πολ­λά βι­βλία της Μα­ρί Κο­ρέλ­λι.[3] ωστό­σο δύ­σκο­λα θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με ένα βι­βλίο ως απο­λύ­τως ‘κα­κό’, αν εί­ναι σε θέ­ση να εξά­ψει τη φα­ντα­σία ενός ευ­φυούς μα­θη­τή. Το βι­βλίο έχει δύο βα­σι­κούς ήρω­ες: ο πρώ­τος ονο­μά­ζε­ται Φλά­ου­ερς και αντι­προ­σω­πεύ­ει το κα­λό. Ο άλ­λος, ο Μπρά­ουν, έχει πο­λύ πιο αδύ­να­μο χα­ρα­κτή­ρα. Ο Φλά­ου­ερς και ο Μπρά­ουν έρ­χο­νται αντι­μέ­τω­ποι με πολ­λές πα­γί­δες στη φοι­τη­τι­κή τους ζωή, με ση­μα­ντι­κό­τε­ρη μια χαρ­το­παι­χτι­κή λέ­σχη στο Τσέ­στερ­τον, την οποία διευ­θύ­νουν δυο σα­τα­νι­κές πλην γοη­τευ­τι­κές κο­πέ­λες, οι δε­σποι­νί­δες Μπέ­λε­ντεν. Ο Φλά­ου­ερς κα­τορ­θώ­νει να αντι­με­τω­πί­σει όλες τις δυ­σκο­λί­ες· στις εξε­τά­σεις κα­τα­λαμ­βά­νει τη θέ­ση του δεύ­τε­ρου Wrangler[4] και ανα­κη­ρύσ­σε­ται κο­ρυ­φαί­ος στις Κλα­σι­κές Σπου­δές, με συ­νέ­πεια να γί­νει αυ­τό­μα­τα Εταί­ρος (όπως υπο­θέ­τω ότι θα γι­νό­ταν τό­τε). Αντί­θε­τα, ο Μπρά­ουν πα­ρα­σύ­ρε­ται, κα­τα­στρέ­φει οι­κο­νο­μι­κά τους γο­νείς του και το ρί­χνει στο πιο­τό· στη διάρ­κεια μιας κα­ται­γί­δας σώ­ζε­ται από μια κρί­ση delirium tremens,[5] χά­ρη στις προ­σευ­χές του βοη­θού κο­σμή­το­ρα· με πολ­λές δυ­σκο­λί­ες κα­τορ­θώ­νει να πά­ρει ένα απλό πτυ­χίο[6] και τε­λι­κά γί­νε­ται ιε­ρα­πό­στο­λος. Αυ­τά τα δυ­σά­ρε­στα πε­ρι­στα­τι­κά δεν κλο­νί­ζουν τη φι­λία τους· το πρώ­το βρά­δυ του στο Εντευ­κτή­ριο των Εταί­ρων, πί­νο­ντας πόρ­το και μα­σου­λώ­ντας κα­ρύ­δια, ο Φλά­ου­ερς θυ­μά­ται τον Μπρά­ουν με στορ­γή και συ­μπό­νοια.
Ο Φλά­ου­ερς (έτσι όπως μπό­ρε­σε να τον πε­ρι­γρά­ψει η πέ­να του "Alan St. Aubyn"), ήταν ένας συ­μπα­θη­τι­κός τύ­πος. Ωστό­σο, ακό­μη και το απλοϊ­κό παι­δι­κό μυα­λό μου δεν θα δε­χό­ταν να τον χα­ρα­κτη­ρί­σει ως ιδιαί­τε­ρα ευ­φυή. Αφού εκεί­νος μπο­ρού­σε να κα­τα­φέ­ρει όλα αυ­τά, για­τί να μην μπο­ρώ κι εγώ; Ιδιαί­τε­ρα η τε­λευ­ταία σκη­νή στο Εντευ­κτή­ριο, με σα­γή­νευ­σε· από τό­τε, και μέ­χρι που το πέ­τυ­χα, τα μα­θη­μα­τι­κά ήταν για μέ­να πά­νω απ' όλα ο τρό­πος για να απο­κτή­σω μια θέ­ση Εταί­ρου στο Τρί­νι­τι».
Πα­ρά­ξε­νη ομο­λο­γία από έναν άν­θρω­πο που αφιέ­ρω­σε όλη του τη ζωή στα μα­θη­μα­τι­κά, και που σε άλ­λο ση­μείο της Απο­λο­γί­ας του ανα­φέ­ρει ότι: «Τα πρό­τυ­πα του μα­θη­μα­τι­κού, όπως αυ­τά του ζω­γρά­φου ή του ποι­η­τή οφεί­λουν να εί­ναι ωραία· οι ιδέ­ες, όπως τα χρώ­μα­τα και οι λέ­ξεις, πρέ­πει να ται­ριά­ζουν αρ­μο­νι­κά. Η ομορ­φιά εί­ναι η πρώ­τη δο­κι­μα­σία: δεν υπάρ­χει μό­νι­μη θέ­ση στον κό­σμο για άσχη­μα μα­θη­μα­τι­κά».

Ένας εταίρος του Τρίνιτι

Ο Godfrey Harold Hardy γεν­νή­θη­κε το 1877 στο Κράν­λι, ένα χω­ριό στη νό­τια Αγ­γλία. Και οι δυο του γο­νείς ήταν δά­σκα­λοι. Πέ­ρα­σε τα πρώ­τα του μα­θη­τι­κά χρό­νια στο σχο­λείο όπου δί­δα­σκε ο πα­τέ­ρας του και το 1890, σε ηλι­κία 13 ετών, κέρ­δι­σε μια υπο­τρο­φία για το Γουίν­τσε­στερ, ένα από τα πιο ονο­μα­στά σχο­λεία της Αγ­γλί­ας. Στο Γουίν­τσε­στερ, όπως και στα πε­ρισ­σό­τε­ρα αγ­γλι­κά σχο­λεία, τα προ­γράμ­μα­τα ήταν προ­σα­να­το­λι­σμέ­να στις κλα­σι­κές σπου­δές: Ιστο­ρία, Αρ­χαία Ελ­λη­νι­κά, Λα­τι­νι­κά, Αγ­γλι­κά και Γαλ­λι­κά κα­τε­λάμ­βα­ναν πά­νω από τα δύο τρί­τα των δι­δα­κτι­κών ωρών, αφή­νο­ντας ελά­χι­στες ώρες για τα μα­θη­μα­τι­κά και τις φυ­σι­κές επι­στή­μες. Ωστό­σο στον Hardy, λό­γω της υψη­λής του επί­δο­σης, δό­θη­κε η δυ­να­τό­τη­τα να μην πα­ρα­κο­λου­θεί το συ­νη­θι­σμέ­νο πρό­γραμ­μα των μα­θη­μα­τι­κών, και να με­λε­τά πιο προ­χω­ρη­μέ­να θέ­μα­τα υπό την κα­θο­δή­γη­ση ενός κα­θη­γη­τή που εί­χε ευ­ρύ­τε­ρη μα­θη­μα­τι­κή παι­δεία.
Το 1896 απο­φοί­τη­σε από το Γουίν­τσε­στερ και, όπως ήταν ο δια­κα­ής του πό­θος, γρά­φτη­κε στο κολ­λέ­γιο Τρί­νι­τι του Κέι­μπριτζ. Μια πρώ­τη οδυ­νη­ρή δο­κι­μα­σία για όποιον φι­λο­δο­ξού­σε να στα­διο­δρο­μή­σει στα μα­θη­μα­τι­κά στο Κέι­μπριτζ ήταν η υπο­χρέ­ω­ση να δια­κρι­θεί στα Mathematical Tripos, μια πα­ρά­λο­γα δύ­σκο­λη μα­θη­μα­τι­κή εξέ­τα­ση που απαι­τού­σε από τον δια­γω­νι­ζό­με­νο την ικα­νό­τη­τα να λύ­νει με με­γά­λη τα­χύ­τη­τα εξε­ζη­τη­μέ­νες ασκή­σεις, οι οποί­ες, χω­ρίς να έχουν ιδιαί­τε­ρο μα­θη­μα­τι­κό βά­θος, απαι­τού­σαν την εφαρ­μο­γή πε­ρί­πλο­κων τε­χνι­κών.
Ο Hardy ρί­χτη­κε με τα μού­τρα στην προ­ε­τοι­μα­σία για τα Tripos και υπο­βλή­θη­κε στην εξέ­τα­ση στο τέ­λος του δεύ­τε­ρου έτους των σπου­δών του. Κα­τέ­λα­βε την ιδιαί­τε­ρα τι­μη­τι­κή θέ­ση του τέ­ταρ­του Wrangler.[7] Πα­ρό­λο που τό­σο αυ­τός, όσο και οι άλ­λοι κο­ρυ­φαί­οι μα­θη­μα­τι­κοί της επο­χής, θε­ω­ρού­σαν τον θε­σμό ξε­πε­ρα­σμέ­νο και αντι­πα­ρα­γω­γι­κό, φαί­νε­ται ότι δεν συμ­φι­λιώ­θη­κε πο­τέ με την ιδέα ότι δεν εί­χε έρ­θει πρώ­τος. Αρ­γό­τε­ρα, όταν πια ήταν ένας κα­τα­ξιω­μέ­νος μα­θη­μα­τι­κός και ση­μα­ντι­κό στέ­λε­χος του πα­νε­πι­στη­μί­ου του Κέι­μπριτζ, έδω­σε μά­χη, από κοι­νού με τον Bertrand Russel, για την κα­τάρ­γη­ση του θε­σμού των Tripos.
Με­τά τα Tripos ο Hardy αφιε­ρώ­θη­κε απο­κλει­στι­κά στην έρευ­να. Πα­ράλ­λη­λα εντά­χθη­κε σε διά­φο­ρες πο­λι­τι­στι­κές ομά­δες που εκεί­νη την επο­χή δρα­στη­ριο­ποιού­νταν στο Κέι­μπριτζ. Έγι­νε μέ­λος της Σαιξ­πη­ρι­κής Εται­ρεί­ας του Κέι­μπριτζ, εντά­χθη­κε σε δύο ομά­δες αντι­λο­γί­ας[8] και κυ­ρί­ως έγι­νε δε­κτός στην εξαι­ρε­τι­κά ελι­τί­στι­κη και αρ­κε­τά μυ­στη­ριώ­δη ομά­δα των Απο­στό­λων.
Οι Από­στο­λοι ήταν μια κλει­στή ομά­δα δια­λό­γου που ιδρύ­θη­κε το 1920 από φοι­τη­τές και εταί­ρους του πα­νε­πι­στη­μί­ου του Κέι­μπριτζ. Η επι­λο­γή του ονό­μα­τος αντι­κα­το­πτρί­ζει την εμ­φα­νώς ει­ρω­νι­κή διά­θε­ση απέ­να­ντι στον κλή­ρο και την εκ­κλη­σία γε­νι­κό­τε­ρα, κά­τι που απο­τε­λού­σε βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των δια­νο­ου­μέ­νων της με­τα-βι­κτω­ρια­νής επο­χής. Οι συ­να­ντή­σεις τους λάμ­βα­ναν χώ­ρα κά­θε Σάβ­βα­το από­γευ­μα. Ένα από τα μέ­λη πα­ρου­σί­α­ζε μια ει­σή­γη­ση, η οποία απο­τε­λού­σε τη βά­ση της συ­ζή­τη­σης που ακο­λου­θού­σε. Τα νέα μέ­λη γί­νο­νταν δε­κτά ύστε­ρα από μια δο­κι­μα­στι­κή πε­ρί­ο­δο, κα­τά την οποία οι υπο­ψή­φιοι –τα «έμ­βρυα»– συμ­με­τεί­χαν σε ει­δι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις όπου αξιο­λο­γού­νταν. Όταν κά­ποιος υπο­ψή­φιος γι­νό­ταν δε­κτός, ακο­λου­θού­σε μια τε­λε­τή μύ­η­σης κα­τά την οποία έδι­νε όρ­κο σιω­πής σχε­τι­κά με τις δρα­στη­ριό­τη­τες της ομά­δας. Από­στο­λοι υπήρ­ξαν, με­τα­ξύ άλ­λων, οι φι­λό­σο­φοι G. E. Moore και Bertrand Russel, οι οι­κο­νο­μο­λό­γοι John Maynard Keynes και Frank P. Ramsey, ο πο­λι­τι­κός επι­στή­μο­νας Leonard Woolf, με­τέ­πει­τα σύ­ζυ­γος της συγ­γρα­φέ­ως Virginia Woolf, ο Lytton Strachey (συγ­γρα­φέ­ας) και ο αδελ­φός του James (ψυ­χα­να­λυ­τής), ο πε­ζο­γρά­φος E. M. Forster[9] και ο ποι­η­τής Rupert Brooke[10]. Ο Ludwig Wittgenstein προ­σκλή­θη­κε να συμ­με­τά­σχει αλ­λά ύστε­ρα από με­ρι­κές συ­να­ντή­σεις απο­χώ­ρη­σε. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­λη του Bloomsbury Group, που κυ­ριάρ­χη­σε στα Βρε­τα­νι­κά γράμ­μα­τα κα­τά το πρώ­το μι­σό του ει­κο­στού αιώ­να, προ­έρ­χο­νταν από τους Απο­στό­λους.
Την επο­χή που ο Hardy άρ­χι­σε να δρα­στη­ριο­ποιεί­ται ως μα­θη­μα­τι­κός ερευ­νη­τής, η μα­θη­μα­τι­κή έρευ­να στη Με­γά­λη Βρε­τα­νία ήταν προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη στις εφαρ­μο­γές, ενώ το επί­πε­δο των κα­θα­ρών μα­θη­μα­τι­κών ήταν ιδιαί­τε­ρα χα­μη­λό. Το βι­βλίο του A Course of Pure Mathematics (1908), εμπνευ­σμέ­νο από γαλ­λι­κά και γερ­μα­νι­κά εγ­χει­ρί­δια, συ­νει­σέ­φε­ρε ση­μα­ντι­κά στην ανα­στρο­φή αυ­τής της τά­σης.
Ο Hardy δια­κή­ρυσ­σε συ­νε­χώς και προς πά­σα κα­τεύ­θυν­ση ότι ήταν αντί­θε­τος με κά­θε πρα­κτι­κή εφαρ­μο­γή των μα­θη­μα­τι­κών και ότι τα υπη­ρε­τού­σε απο­κλει­στι­κά για την αι­σθη­τι­κή τους τε­λειό­τη­τα. Ωστό­σο, σε δυο του­λά­χι­στον πε­ρι­πτώ­σεις δια­ψεύ­στη­κε. Το 1908 δη­μο­σί­ευ­σε ένα άρ­θρο στο οποίο γε­νί­κευε το νό­μο του Mendel σχε­τι­κά με το πώς δια­δί­δο­νται σε με­γά­λους πλη­θυ­σμούς οι επι­κρα­τείς και υπο­λει­πό­με­νοι γε­νε­τι­κοί χα­ρα­κτή­ρες. Το βα­σι­κό θε­ώ­ρη­μα του άρ­θρου, γνω­στό σή­με­ρα ως Νό­μος Hardy-Weinberg κα­ταρ­ρί­πτει την άπο­ψη ότι «οι επι­κρα­τείς χα­ρα­κτή­ρες έχουν την τά­ση να εξα­πλώ­νο­νται σε ολό­κλη­ρο τον πλη­θυ­σμό ενώ οι υπο­λει­πό­με­νοι τεί­νουν να εξα­φα­νι­στούν». Μια συ­νέ­πεια αυ­τού του νό­μου εί­ναι η κα­τάρ­ρι­ψη της ευ­γο­νι­κής θε­ω­ρί­ας του Sir Francis Galton, σύμ­φω­να με την οποία η πα­ρε­μπό­δι­ση ορι­σμέ­νων ατό­μων με «ανε­πι­θύ­μη­τα» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά να ανα­πα­ρά­γο­νται, θα έχει ως απο­τέ­λε­σμα την εξα­φά­νι­ση αυ­τών των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών. Ο Νό­μος Hardy-Weinberg εί­χε επί­σης με­γά­λη εφαρ­μο­γή στη με­λέ­τη της κα­τα­νο­μής των δια­φό­ρων ομά­δων αί­μα­τος. Η δεύ­τε­ρη διά­ψευ­ση ήρ­θε στις μέ­ρες μας, όπου οι ιδιό­τη­τες των πρώ­των αριθ­μών (ένας το­μέ­ας στον οποίο ο Hardy συ­νει­σέ­φε­ρε τα μέ­γι­στα) απο­τε­λούν τη βά­ση για την κω­δι­κο­ποί­η­ση στο δια­δί­κτυο.
Ο Hardy ήταν ει­ρη­νι­στής. Όταν ξέ­σπα­σε ο Α’ Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος, ήταν από τους λί­γους που συ­ντά­χθη­καν στο πλευ­ρό του Russel ενά­ντια στον πό­λε­μο, υπο­στη­ρί­ζο­ντας μά­λι­στα ότι η βρε­τα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση δεν ήταν άμοι­ρη ευ­θυ­νών για την τε­ρά­στια αυ­τή αι­μα­το­χυ­σία. Αυ­τό προ­κά­λε­σε με­γά­λη ψυ­χρό­τη­τα ανά­με­σα στον ίδιο και τους συ­να­δέλ­φους του στο Κέι­μπριτζ, ιδί­ως όταν αυ­τοί συμ­φώ­νη­σαν με την από­λυ­ση του Russell εξ αι­τί­ας της αντι­πο­λε­μι­κής του δρα­στη­ριό­τη­τας. Έτσι, το 1919 εγκα­τέ­λει­ψε την alma mater του για να κα­τα­λά­βει την Σα­βι­λια­νή έδρα της γε­ω­με­τρί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Οξ­φόρ­δης. Επέ­στρε­ψε στο Κέι­μπριτζ το 1931, όπου του προ­σφέρ­θη­κε η Σα­ντλε­ρια­νή έδρα των μα­θη­μα­τι­κών την οποία κρά­τη­σε μέ­χρι την συ­ντα­ξιο­δό­τη­σή του, το 1942.

Ένας εταίρος του Τρίνιτι

Πέ­ρα από τα μα­θη­μα­τι­κά, ο Hardy εί­χε πά­θος με το κρί­κετ. Ο με­γα­λύ­τε­ρος έπαι­νος που μπο­ρού­σε να απο­δώ­σει σε έναν συ­νά­δελ­φό του ήταν να τον συ­γκρί­νει με κά­ποιον διά­ση­μο παί­κτη του κρί­κετ. Η αγά­πη για το κρί­κετ απο­τέ­λε­σε την βά­ση της φι­λί­ας του με τον φι­λό­σο­φο C. P. Snow, ο οποί­ος τον έπει­σε, όταν πια βρι­σκό­ταν προς το τέ­λος της στα­διο­δρο­μί­ας του, να γρά­ψει το βι­βλίο Απο­λο­γία ενός μα­θη­μα­τι­κού, που απο­τε­λεί μια εξαι­ρε­τι­κά ποι­η­τι­κή κα­τά­θε­ση ψυ­χής.
Κα­τά τα άλ­λα, ο Hardy εί­χε αρ­κε­τές μο­νο­μα­νί­ες που μπο­ρούν να τον χα­ρα­κτη­ρί­σουν ως εκ­κε­ντρι­κό. Δεν ήθε­λε να τον φω­το­γρα­φί­ζουν και δεν ανε­χό­ταν τους κα­θρέ­φτες· η πρώ­τη του δου­λειά όταν έφτα­νε στο δω­μά­τιο κά­ποιου ξε­νο­δο­χεί­ου ήταν να ζη­τή­σει να κα­λυ­φθούν με πα­νιά όλοι οι κα­θρέ­φτες.
Πα­ρό­λο που δή­λω­νε άθε­ος, βρι­σκό­ταν σε μια συ­νε­χή δια­μά­χη με το Θεό, τον οποίο θε­ω­ρού­σε προ­σω­πι­κό του εχθρό και έκα­νε ό,τι ήταν δυ­να­τόν για να τον… ξε­γε­λά­σει. Επι­στρέ­φο­ντας στην Αγ­γλία ύστε­ρα από την κα­θιε­ρω­μέ­νη, ετή­σια επί­σκε­ψή του στον Harald Bohr,[11] φρό­ντι­σε, πριν επι­βι­βα­στεί στο πλοίο, να τη­λε­γρα­φή­σει στους φί­λους του ότι εί­χε απο­δεί­ξει την Υπό­θε­ση Riemann. Σκέ­φτη­κε ότι έτσι ο Θε­ός θα φρό­ντι­ζε να φτά­σει με ασφά­λεια το πλοίο στην Αγ­γλία ώστε ο Hardy να ανα­γκα­στεί να ομο­λο­γή­σει ότι εί­χε κά­νει λά­θος. Δεν υπάρ­χει πε­ρί­πτω­ση, σκέ­φτη­κε, να επι­τρέ­ψει ο Θε­ός να πνι­γώ και να μεί­νω αιω­νί­ως δο­ξα­σμέ­νος ως ο άν­θρω­πος που απέ­δει­ξε την Υπό­θε­ση Riemann, αλ­λά δεν του δό­θη­κε η δυ­να­τό­τη­τα να δη­μο­σιο­ποι­ή­σει την από­δει­ξή του.
Όπο­τε ήθε­λε να πα­ρα­κο­λου­θή­σει κά­ποιον εν­δια­φέ­ρο­ντα αγώ­να κρί­κετ, έπαιρ­νε πά­ντο­τε μα­ζί του μια ομπρέ­λα και γρα­πτά για διόρ­θω­ση. Βλέ­πο­ντας ο Θε­ός τα γρα­πτά και την ομπρέ­λα, θα υπέ­θε­τε ότι ο Hardy ήλ­πι­ζε σε μια ανα­βο­λή του αγώ­να λό­γω κα­κο­και­ρί­ας, ώστε να προ­λά­βει να τε­λειώ­σει τη δου­λειά του. Νο­μί­ζο­ντας ότι έτσι θα τον βλά­ψει, ο Θε­ός θα… ξε­γε­λιό­ταν και θα εξα­σφά­λι­ζε άρι­στες και­ρι­κές συν­θή­κες για την διε­ξα­γω­γή του αγώ­να. Δεν ξέ­ρου­με βέ­βαια πό­σο αυ­τές οι εκ­κε­ντρι­κό­τη­τες ήταν αυ­θε­ντι­κές ή μέ­ρος του ιδιό­τυ­που χιού­μορ του Hardy. Πώς αλ­λιώς να εξη­γή­σει κα­νείς ότι ένας αυ­στη­ρός ορ­θο­λο­γι­στής μπο­ρού­σε να μην πι­στεύ­ει στην ύπαρ­ξη του Θε­ού και ταυ­το­χρό­νως να θε­ω­ρεί ότι βρί­σκε­ται σε μια αιώ­νια δια­μά­χη μα­ζί του;
Σύμ­φω­να με τα λε­γό­με­νά του, ο Hardy, επέ­λε­ξε να γί­νει μα­θη­μα­τι­κός για να μι­μη­θεί έναν μυ­θο­πλα­στι­κό ήρωα. Τε­λι­κά έγι­νε και ο ίδιος ήρω­ας ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος (David Leavitt, Ο υπάλ­λη­λος από την Ιν­δία) αλ­λά και ήρω­ας κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής ται­νί­ας (Ο άν­θρω­πος που γνώ­ρι­ζε το άπει­ρο), στην οποία τον υπο­δύ­θη­κε ο Jeremy Irons. H λο­γο­τε­χνι­κή και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή πε­ρι­πέ­τεια του Hardy οφεί­λε­ται στον ρό­λο που δια­δρα­μά­τι­σε για την ανά­δει­ξη του αυ­το­δί­δα­κτου Ιν­δού μα­θη­μα­τι­κού Srinivasa Ramanujan. Όμως αυ­τήν την ιστο­ρία θα την δι­η­γη­θού­με κά­ποια άλ­λη φο­ρά.

O Tζέρεμι Άιρονς ως Χάρντι στην ταινία «Ο άνθρωπος που γνώριζε το άπειρο»
O Tζέρεμι Άιρονς ως Χάρντι στην ταινία «Ο άνθρωπος που γνώριζε το άπειρο»

Πληροφορίες: Για τη ζωή του Hardy πολύτιμο είναι το βιβλίο του ίδιου, Απολογία ενός μαθηματικού, το οποίο περιλαμβάνει μια εκτενή εισαγωγή με πλούσια βιογραφικά στοιχεία, γραμμένη από τον C. P. Snow. (Ελληνική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Για τη λογοτεχνία της Εδουαρδιανής Εποχής, με βιογραφίες της Frances Marshall (Alan St. Aubyn) και της Marie Corelli, πολύ χρήσιμη πηγή αποτελεί το Edwardian Fiction - An Oxford Companion.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: