Ο Λουί Αραγκόν, ο Τσαρούχης και άλλα

Ο Λουί Αραγκόν, ο Τσαρούχης και άλλα

Στη μνή­μη της Βά­σως Πέν­να

Κά­που στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’70 βρέ­θη­κα με τον συ­νά­δελ­φο και φί­λο Μπά­μπη Πέν­να και τη γυ­ναί­κα του Βά­σω –εξαί­ρε­τη και αυ­τή βυ­ζα­ντι­νο­λό­γο, που χά­σα­με τον πε­ρα­σμέ­νο Μάιο– στο γρα­φείο της τό­τε προϊ­στα­μέ­νης της ΙΣΤ Εφο­ρί­ας Προϊ­στο­ρι­κών και Κλα­σι­κών Αρ­χαιο­τή­των στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Και ενώ τα λέ­γα­με πε­ρί ανέ­μων και υδά­των, ξαφ­νι­κά ακού­στη­κε από τον διά­δρο­μο ένας ορυ­μα­γδός αν­θρώ­πων που προ­χω­ρού­σαν λέ­γο­ντας ότι τους πε­ρι­μέ­νει η προϊ­στα­μέ­νη, και ένας φύ­λα­κας που απελ­πι­σμέ­νος προ­σπα­θού­σε να τους στα­μα­τή­σει για να την ενη­με­ρώ­σει προη­γου­μέ­νως. Ανοί­γει με πά­τα­γο η πόρ­τα και μπαί­νει η αεί­μνη­στη Άλ­κη Νέ­στο­ρος και κα­τό­πιν –αρ­χί­ζει ο χο­ρός των αει­μνή­στων– ο Τσα­ρού­χης, ο Λουί Αρα­γκόν, ο μό­δι­στρος Αμπρα­χα­μιάν που πέ­θα­νε αρ­γό­τε­ρα στη Νέα Υόρ­κη, αλ­λά και ένας εκ­πά­γλου καλ­λο­νής με υπό­λευ­κο κο­στού­μι και μπορ­σα­λί­νο –Πέρ­σης ποι­η­τής, όπως μά­θα­με εκ των υστέ­ρων από το Εντευ­κτή­ριο του Κορ­δο­με­νί­δη–, και ένας δη­μο­σιο­γρά­φος που απελ­πι­σμέ­να προ­σπα­θού­σε να πά­ρει συ­νέ­ντευ­ξη από τον Πέρ­ση ποι­η­τή για τον Αρα­γκόν που κα­θό­ταν ατά­ρα­χος. Ήταν τό­τε που, με αφορ­μή άλ­λη έκ­θε­ση, θα γι­νό­ταν έκ­θε­ση πι­νά­κων του Τσα­ρού­χη, αλ­λά και αντι­γρά­φων αγαλ­μά­των ατ­τι­κών κ.λπ. του Τα­μεί­ου Αρ­χαιο­λο­γι­κών Πό­ρων.
Τε­λεί­ως αμή­χα­νος, βρέ­θη­κα να εί­μαι δί­πλα στον Τσα­ρού­χη, ο οποί­ος, μουρ­μου­ρί­ζο­ντας και χω­ρίς να με κοι­τά­ζει, άρ­χι­σε να λέ­ει: «Πα­λιά τους υπαλ­λή­λους τούς ανα­γνω­ρί­ζα­με από τη γρα­βά­τα και τα σκού­ρα κου­στού­μια, τώ­ρα…». Πράγ­μα­τι, φο­ρού­σα ένα μο­λυ­βί μο­ντ­γκό­με­ρι που μου εί­χε στεί­λει από την Αγ­γλία η φί­λη μου Φα­νή Τσι­γκά­κου του Μου­σεί­ου Μπε­νά­κη, και εγώ με τη σει­ρά μου της εί­χα στεί­λει έναν τσε­βρέ από τη Θρά­κη.
Και ενώ όλα πή­γαι­ναν ωραία και κα­λά, και εγώ έλε­γα στον Μπά­μπη «τσί­μπα με», ξαφ­νι­κά, χω­ρίς να χτυ­πή­σει την πόρ­τα, μπαί­νει μέ­σα ο φύ­λα­κας και μου λέ­ει –εί­χε το θάρ­ρος σ’ εμέ­να– έντρο­μος στο αυ­τί: «Κύ­ριε Γραμ­μέ­νε, ξε­α­μπα­λά­ρι­σαν ένα τε­ρά­στιο άγαλ­μα με έναν άντρα ξε­βρά­κω­το και κά­τι πί­να­κες με άντρες γυ­μνούς. Ο Χρι­στός και η Πα­να­γία…». Ήταν ο Πο­σει­δών του Αρ­τε­μι­σί­ου και οι πί­να­κες με τις επο­χές του Τσα­ρού­χη. Ο φύ­λα­κας, έμα­θα αρ­γό­τε­ρα, έκα­νε τον ιε­ρο­κή­ρυ­κα και τον ψάλ­τη όταν εί­χε και­ρό.
Τε­λεί­ω­σε η συ­νέ­ντευ­ξη. Ο Αρα­γκόν θα συ­να­ντού­σε τον Ρί­τσο για τη συ­γκέ­ντρω­ση του ΚΚΕ στην Αρι­στο­τέ­λους και εμείς πή­γα­με στο Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το να δού­με ένα ντο­κι­μα­ντέρ με τη ζωή του Τσα­ρού­χη στο Πα­ρί­σι. Του Βερ­νί­κου νο­μί­ζω. Πή­ρε το μά­τι μου και τον Αν­δρό­νι­κο.

Το βρά­δυ που γύ­ρι­σα στο σπί­τι ξα­να­διά­βα­σα Τα μά­τια της Έλ­σας.

(Σε­πτέμ­βριος 2018)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: